Γαμος
A+
A
A-

136. Ἡ ἑνότητα μέσα στόν γάμο. Πορεία πρός τήν πνευματική καί ψυχική ταύτιση

Ἡ ἑνότητα μέσα στόν γάμο.

Πορεία πρός τήν πνευματική καί ψυχική ταύτιση

 

«Ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς»

 

Αἰσθάνομαι πρῶτα τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τόν Παναγιώτατο καί διότι θέλησε καί φέτος νά ὀργανώσει ὁμιλίες πάνω σ᾿ ἕνα τέτοιο θέμα, ὅπως εἶχε γίνει καί πέρσι, καί δείχνει ἔτσι τή μεγάλη φροντίδα πού ἔχει γιά ὅλους μας, ὄχι μόνο γενικά ἀλλά καί εἰδικά, καί τήν ἀγάπη καί τή στοργή. Νά εὐχαριστήσω ἐπίσης πού θέλησε νά μᾶς συμπεριλάβει μεταξύ τῶν ὁμιλητῶν γιά τό μεγάλο αὐτό καί τόσο σπουδαῖο θέμα. Νά εὐχαριστήσω καί τόν π. Δημήτριο, πού εἶχε τήν καλοσύνη νά μέ παρουσιάσει στήν ἀγάπη σας. Ἀλλά ἀμέσως κιόλας νά πῶ ὅτι, ὅπως τό ξέρετε καί ἀπό ἄλλες φορές, ἐγώ δέν εἶμαι ὁ κατάλληλος γιά νά ἀνεβῶ σ᾿ αὐτό τό βῆμα, οὔτε μπορῶ νά συγκριθῶ μέ τούς ὁμιλητές πού θά ἀναπτύξουν καί θά παρουσιάσουν αὐτό τό μεγάλο θέμα. Καί ὅπως συνήθως –μήν παραξενευτεῖτε γι᾿ αὐτό πού λέω– θά τή φτιάξουμε ἐδῶ μαζί τήν ὁμιλία τώρα. Ἄν βοηθήσετε καλά, θά γίνει καλή, ἄν δέν βοηθήσετε… Μέ τήν προσευχή σας δηλαδή νά βοηθήσετε.

Ὅπως ἀκούσατε, τό θέμα εἶναι «Ἡ ἑνότητα μέσα στόν γάμο. Πορεία πρός τήν πνευματική καί ψυχική ταύτιση» τῶν δύο. Ἐγώ δέν αἰσθάνομαι ἀλλιῶς καλά· θέλω τό ὅλο θέμα νά τό δοῦμε θεολογικά, καί ὕστερα νά ποῦμε ὅ,τι πρακτικό βγεῖ ἀπό αὐτή τή θεολογική θεμελίωση καί παρουσίαση τοῦ θέματος. Δέν μπορῶ διαφορετικά· μέ συγχωρεῖτε.

 

«Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν»

 

Καί, νομίζω, καλό θά ἦταν νά ἀρχίσουμε ἀπό τό χωρίο αὐτό τό τόσο γνωστό καί τόσο σημαντικό, πού τό ἀκοῦν, τήν ὥρα ἐκείνη πού τελεῖται τό μυστήριο, ὅλοι ὅσοι παντρεύονται. Εἶναι ἀπό τό 5ο κεφάλαιο τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς –πρός τό τέλος τοῦ κεφαλαίου– καί ἀναγινώσκεται ὡς ἀποστολική περικοπή, ὅταν τελεῖται τό μυστήριο τοῦ γάμου.

Οἱ ἄνδρες, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὀφείλουν νά ἀγαποῦν τίς γυναῖκες τους «ὡς τά ἑαυτῶν σώματα. Ὁ ἀγαπῶν τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτόν ἀγαπᾷ· οὐδείς γάρ ποτε τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησε, ἀλλ᾿ ἐκτρέφει καί θάλπει αὐτήν, καθώς καί ὁ Κύριος τήν ἐκκλησίαν. Ὅτι μέλη ἐσμέν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφ. 5, 28-30). Καί ἐνθυμεῖται ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀμέσως-ἀμέσως αὐτό πού λέγεται στήν Παλαιά Διαθήκη: «Ἀντί τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2, 24. Ἐφ. 5, 31). Καί λέει τώρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος (αὐτό εἶναι τό περίφημο χωρίο, τά περίφημα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου): «Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν. Πλήν καί ὑμεῖς οἱ καθ᾿ ἕνα ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα» (Ἐφ. 5, 32-33).

Αὐτό τό «πλήν» μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημαίνει «τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν». Στή μετάφραση διαβάζουμε: «Γι᾿ αὐτό –λέει ἡ Γραφή– θά ἐγκαταλείψει ὁ ἄνδρας τόν πατέρα καί τή μητέρα του, γιά νά ζήσει μαζί μέ τή γυναίκα του· θά γίνουν οἱ δυό τους ἕνας ἄνθρωπος». Καί τώρα τό χωρίο πού μᾶς ἐνδιαφέρει: «Σ᾿ αὐτά τά λόγια κρύβεται ἕνα μεγάλο μυστήριο, πού ἐγώ σᾶς λέω ὅτι ἀναφέρεται στή σχέση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. Ἀλλά κι ἐσεῖς, ὁ καθένας νά ἀγαπάει τή γυναίκα του ὅπως ἀγαπάει τόν ἑαυτό του, καί ἡ γυναίκα νά σέβεται τόν ἄνδρα της».

Ὁ τρόπος πού μεταφράζουν ἐδῶ οἱ μεταφραστές αὐτό τό χωρίο μοῦ κάνει ἐντύπωση. Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, ἔτσι τό πίστευα, τό καταλάβαινα τό χωρίο, ἀλλά δέν εἶχα προσέξει μέχρι τώρα πῶς τό μετέφραζαν οἱ διάφοροι μεταφραστές, καί ἐπίσης δέν γνωρίζω αὐτή τή στιγμή τί λένε ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἐδῶ ὅμως τό βρῆκα γιά πρώτη φορά ἔτσι ὅπως τό μεταφράζουν αὐτοί οἱ μεταφραστές, καί μοῦ κάνει τρομερή ἐντύπωση. Καί ὄχι μόνο, ἔτσι ὅπως μεταφράζουν, διαφωτίζεται τό χωρίο πολύ καλύτερα, ἀλλά, θά ἔλεγα, ὅλη ἡ δημιουργία· κυρίως ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πλάση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ὅλη ἀναδημιουργία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

«Σ᾿ αὐτά τά λόγια –‘’ἀντί τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα’’ κτλ.– κρύβεται ἕνα μεγάλο μυστήριο, πού ἐγώ σᾶς λέω ὅτι ἀναφέρεται, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στή σχέση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας». Κι ἔτσι βλέπουμε ἐδῶ ἀμέσως-ἀμέσως ὅτι τά πάντα εἶναι ὁ Χριστός. Καί ὅ,τι τό δοῦμε μέσα στόν Χριστό, καί ὅ,τι ξεκινάει καί τελειώνει στόν Χριστό, αὐτό εἶναι ἀληθινό, αὐτό εἶναι γνήσιο, αὐτό εἶναι στόν δρόμο του. Καί τότε τό καθετί γίνεται ὅπως πρέπει νά γίνει καί τό καθετί εἶναι αὐτό πού πρέπει νά εἶναι. Κέντρο εἶναι ὁ Χριστός. Τά πάντα εἶναι ὁ Χριστός. Τά πάντα καί ἐν πᾶσιν εἶναι ὁ Χριστός· ἀκόμη καί σ᾿ αὐτό τό θέμα.

 

Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται ὁ ἀληθινός Θεός καί ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος, ἀλλά καί ἑνώνεται ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο

 

Διότι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τούς ἀγγέλους, ὅλο τόν λογικό κόσμο, γιά νά κάνουν γάμο ἐν καιρῷ μέ τόν Θεό –εὐθύς ἐξαρχῆς ἦταν ὁ ἀρραβών– καί νά κάνει ὁ Θεός γάμο μέ τή λογική κτίση, καί μέ τούς ἀγγέλους καί μέ τούς ἀνθρώπους. Αὐτό εἶναι τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλο αὐτό τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ σκοπός τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται ἐν Χριστῷ. Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἴσως γνωρίζετε, μερικοί θεολόγοι λένε ὅτι, κι ἄν ἀκόμη δέν ἔπεφτε ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ἁμάρτανε μέσα στόν παράδεισο, καί πάλι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ θά γινόταν ἄνθρωπος, γιά νά ἑνωθεῖ ὑποστατικῶς ἡ ἀνθρώπινη φύση, καί διά μέσου τῆς ἀνθρώπινης καί ἡ ἀγγελική φύση, μέ τή θεία φύση, νά ἑνωθεῖ ἡ θεία φύση μέ τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ἑνωθεῖ ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος· ὄχι μόνο νά ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ –καί γνωρίζουμε ὅτι τόν ἀληθινό Θεό θά τόν βροῦμε μόνο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ– οὔτε πάλι ἁπλῶς στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νά φανερωθεῖ ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος. Καί ἀληθινό ἄνθρωπο ἔχουμε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέν κάνουμε καθόλου καλά ὅταν χρησιμοποιοῦμε ἄλλα πρότυπα, ὁποιαδήποτε, καί θέλουμε μέσα ἀπό κεῖ νά δοῦμε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός. Καί ὅποιος θέλει νά γίνει ἀληθινός ἄνθρωπος, μόνο ἐν Χριστῷ μπορεῖ νά γίνει. Ὅλα τά ἄλλα –«μοῦ φαίνεται ἔτσι καί μοῦ φαίνεται ἀλλιῶς, καί νομίζω ἔτσι καί νομίζω ἀλλιῶς»– εἶναι λάθος. Ἀληθινός Θεός εἶναι ὁ Χριστός, καί μόνο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ βρίσκει κανείς τόν ἀληθινό Θεό. Ὅλα τά ἄλλα –«τόν Θεό τόν θέλω ἔτσι καί τόν θέλω ἀλλιῶς»– εἶναι ἀπάτη.

Ἀλλά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν φανερώνεται ἁπλῶς ὁ Θεός ὁ ἀληθινός ἤ ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώνεται μιά γιά πάντα ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος καί ὁ Θεός· καί ἔχουμε ἀπό κεῖ καί πέρα Θεάνθρωπο. Χωρίς νά πάψει ὁ Θεός νά εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει αὐτή ἡ κοινωνία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μεταξύ Θεοῦ καί λογικῶν ὄντων, καί ἔτσι ἡ ζωή εἶναι θεανθρώπινη. Καί ὅπως ἀσφαλῶς τό γνωρίζετε ὅλοι σας, ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεάνθρωπος μόνο τά τριάντα τρία χρόνια πού ἔμεινε στή γῆ, οὔτε, ἄν θέλετε, εἶναι Θεάνθρωπος καί μετά τήν Ἀνάληψή του καί μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων πού θά γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία του καί ἡ τελική κρίση, ἀλλά αἰωνίως θά εἶναι Θεάνθρωπος· αἰωνίως. Καί ἐν τῷ Χριστῷ ἐμεῖς θά ἔχουμε τελεία κοινωνία μέ τόν Θεό, ὅσο μπορεῖ νά ἔχει τό ἀνθρώπινο ὄν, τό λογικό, τό δημιούργημα· τελεία κοινωνία μέ τόν Θεό ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ.

 

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας καί καθεμιᾶς ψυχῆς πού εἶναι ὄντως μέλος τῆς Ἐκκλησίας

 

«Σ᾿ αὐτά τά λόγια κρύβεται ἕνα μεγάλο μυστήριο, πού ἐγώ σᾶς λέω ὅτι ἀναφέρεται στή σχέση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας». Ναί, ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε, ἄς ποῦμε, τόν Πατέρα του, καί ἦρθε καί βρῆκε τή Νύμφη του, τήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ νά τό προσέξουμε. Δέν ἔρχεται ὁ Χριστός ἁπλῶς νά βρεῖ τούς ἀνθρώπους, οὔτε ἔρχεται νά βρεῖ ἁπλῶς τόν ἄνθρωπο. Θά βρεῖ τούς ἀνθρώπους ὡς Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι θά μπορέσουν νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό, νά ἔχουν κοινωνία μέ τόν Χριστό, νά κάνουν γάμο μέ τόν Χριστό, ὡς Ἐκκλησία· ὄχι ἁπλῶς διότι κάποιος τοῦ ἦρθε ἔτσι καί πιστεύει, ἄς ποῦμε, στόν Χριστό καί κάνει κάποια πράγματα πού θέλει αὐτός, καί νομίζει ὅτι μπορεῖ ἔτσι νά ἐλπίζει ὅτι θά ἔχει κοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός νυμφεύεται, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, τήν Ἐκκλησία· καί νυμφεύεται ὅλους αὐτούς πού εἶναι Ἐκκλησία καί τόν καθένα πού εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Καί γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός εἶναι καί Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας καί Νυμφίος τῆς καθεμιᾶς ψυχῆς, ἡ ὁποία ὅμως περνᾶ μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ποιός κάνει ὅμως τούς ἀνθρώπους Ἐκκλησία καί τούς κάνει κατάλληλους γιά νά εἶναι Νύμφη Χριστοῦ; Πάλι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε γιά τήν Ἐκκλησία, ἔχυσε τό αἷμα του γιά τήν Ἐκκλησία, πρωτίστως ἔγινε ἄνθρωπος. Τό γνωρίζετε πολύ καλά ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο· ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Καί εὐθύς ἀμέσως μέ τήν ἐνανθρώπησή του, καθώς παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἁγιάζει ὁ Χριστός. Ἀλλά καί ἐπιπλέον, ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι πλέον μετά τήν πτώση ἐν ἁμαρτίαις, ὅσο κι ἄν ἡ δική του ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀναμάρτητη, καί καθώς πρέπει ἐμεῖς νά γίνουμε αὐτό πού εἶναι ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτό χρειάζεται ὁ Χριστός νά πεθάνει, νά χύσει τό αἷμα του καί νά μᾶς ἀφήσει ἔτσι ὄχι γιά μιά φορά ἀλλά συνεχῶς εἰς βρῶσιν καί πόσιν τό σῶμα του καί τό αἷμα του· καί νά παίρνουμε ἔτσι τό σῶμα του καί τό αἷμα του καί νά γινόμαστε Ἐκκλησία, νά γινόμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά γινόμαστε σῶμα Χριστοῦ.

Ὅπως εἶναι ὁ Χριστός θά γίνουμε κι ἐμεῖς. Αὐτά τά ξέρετε. Ὅταν κοινωνοῦμε, τό δικό μας σῶμα γίνεται σῶμα Χριστοῦ, τό δικό μας αἷμα γίνεται αἷμα Χριστοῦ. Δέν συμβαίνει ὅπως μέ τίς ἄλλες τροφές: παίρνουμε τίς τροφές καί τίς χωνεύουμε, καί τελικά γίνονται αἷμα μας καί σῶμα μας οἱ τροφές. Παίρνοντας τόν Χριστό μέσα μας, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ γινόμαστε ἐμεῖς, ἐμεῖς· τό δικό μας σῶμα τείνει νά γίνει σῶμα Χριστοῦ καί τό δικό μας αἷμα τείνει νά γίνει αἷμα Χριστοῦ. Καί γινόμαστε τότε ὄντως μέλη Χριστοῦ καί γινόμαστε ὄντως Ἐκκλησία, σῶμα Χριστοῦ· γινόμαστε Νύμφη τοῦ Χριστοῦ· γίνεται ὁ γάμος. Ἀλλά ἐνόσῳ ὑπάρχουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅσο κι ἄν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὅσο κι ἄν ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Χριστό, ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος νά ἐκπέσει κανείς, ἄν δέν προσέξει. Γι᾿ αὐτό καί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλιπ. 2, 12). Κανένας μας νά μήν ξεθαρρέψει. Ἕως ὅτου νά βγεῖ ἡ τελευταία μας ἀναπνοή, νά μήν ξεθαρρέψουμε. Πάντοτε νά ἔχουμε αὐτόν τόν φόβο, τόν θεῖο φόβο, γιατί μπορεῖ νά τά χάσουμε ὅλα. Ἐνόσῳ λοιπόν εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, εἶναι ἀρραβών. Ὁ τελικός γάμος, ὁ ὁριστικός γάμος τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Χριστό θά γίνει κατά τήν τελική κρίση, κατά τή Δευτέρα Παρουσία.

«Σ᾿ αὐτά τά λόγια κρύβεται ἕνα μεγάλο μυστήριο, πού ἐγώ σᾶς λέω ὅτι ἀναφέρεται στή σχέση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας». Ὁ Χριστός εἶναι κυρίως αὐτός πού ἐγκατέλειψε τόν Πατέρα καί ἦρθε καί βρῆκε τή Νύμφη, τήν Ἐκκλησία. Καί ἐδῶ μέσα, στό μυστήριο αὐτό, στόν γάμο αὐτόν πού κάνει ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία μέ τόν Χριστό, ἐδῶ μέσα ἁγιάζονται ὅλα, ἐδῶ μέσα πραγματοποιοῦνται ὅλα. Ἐδῶ μέσα φωτίζεται καί ἁγιάζεται καί ἐκπληροῖ τόν σκοπό του ὁ γάμος ὁ ἀνθρώπινος· πού, ὅπως λέει στήν Π. Διαθήκη: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα». Ἔτσι τό λέει ἐκεῖ, ἀλλά, βλέπετε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρίσκει ὅτι αὐτό ἐλέχθη τρόπον τινά γιά τόν Χριστό· γιά τόν γάμο πού θά γίνει μεταξύ Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. Ἄς προχωρήσουμε ὅμως λίγο.

 

Πηγή τῆς θεότητος εἶναι ὁ Πατήρ· πηγή τῆς ἀνθρωπότητος ὁ ἀνήρ· ὅμως καθόλου ὑποδεέστερη ἡ γυναίκα

 

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο· ἀλλά «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γεν. 1, 27). Καί ἡ Ἁγία Γραφή, μολονότι εἶναι πάντοτε φειδωλή καί λακωνική, ὅμως δέν ἀποφεύγει νά ἀναφερθεῖ σέ σημαντικά θέματα μέ λεπτομέρειες. «Ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς», λέει, ἀλλά καί συγχρόνως ὅτι ἔπλασε πρῶτα τόν ἄνδρα καί μετά τή γυναίκα, ἀφοῦ ἐκοίμισε τόν ἄνδρα καί ἀφοῦ πῆρε ἀπό αὐτόν, καθώς ἦταν κοιμισμένος, τήν πλευρά, καί ἔπλασε τή γυναίκα.

Τά ἔχουμε ξαναπεῖ ἔτσι ἀλλοῦ, ἀλλά πιθανόν μερικοί νά μήν ἔτυχε νά τό ἀκούσετε –ἀπό μένα δηλαδή· ἀπό ἀλλοῦ θά τό ἀκούσατε ἀσφαλῶς– ὅτι στήν Ἁγία Τριάδα πηγή εἶναι ὁ Πατέρας. Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τά τρία πρόσωπα πού εἶναι ὁ ἕνας Θεός, ἀλλά τρία πρόσωπα. Καθόλου ὑποδεέστερος ὁ Υἱός ἀπό τόν Πατέρα, καθόλου ὑποδεέστερο τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Καθόλου-καθόλου· ὁμοούσια καί ἴσα τά πρόσωπα. Ὡστόσο, ὁ Πατέρας γεννᾶ τόν Υἱό καί ὁ Πατέρας ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι δόγμα. Δέν ἐπιμένει τυχαῖα ἡ Ἐκκλησία στό θέμα αὐτό, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, ὄχι ἐκ τοῦ Υἱοῦ· πέμπεται διά τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Μία εἶναι ἡ ἀρχή, μία εἶναι ἡ πηγή τῆς θεότητος: ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό, ὁ Πατήρ ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλιῶς, θά εἴχαμε δυαρχία. Ἴσα εἶναι τά πρόσωπα· δέν ὑποτιμᾶται ὁ Υἱός οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά πηγή εἶναι ὁ Πατήρ. Γι᾿ αὐτό λέμε: «Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα». Δέν λέμε ποτέ: «Υἱός, Πατήρ καί Ἅγιο Πνεῦμα». Μόνο ὅταν εἶναι μιά προσευχή στόν Υἱό, θά ποῦμε: «σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι»· ἀναφέρουμε δηλαδή πρῶτα τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἡ σειρά εἶναι αὐτή: «Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα»· γιατί πηγή τῆς θεότητος εἶναι ὁ Πατήρ.

Ἄς ἔλθουμε τώρα στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα του. Εἶναι κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος καί ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως: ὄχι ἁπλῶς ἀπό τήν ἄποψη ὅτι εἶναι ἐμπλουτισμένος, ἄς ποῦμε, ὁ ἄνθρωπος, ἔχει ἰδιότητες, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἀνάλογες μέ αὐτές πού ἔχει ὁ Θεός, ἀλλά εἶναι κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί ἀπό τήν ἄποψη ὅτι δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο ὁ ἄνθρωπος. Εὐθύς ἐξαρχῆς ὁ Θεός κάνει δύο πρόσωπα, ἀπό τά ὁποῖα θά προέλθουν πολλά ἄλλα πρόσωπα. Δημιουργεῖ ὁ Θεός τόν ἄνδρα, ἀλλά δέν δημιουργεῖ συγχρόνως καί τή γυναίκα. Παρακαλῶ, αὐτά νά τά προσέξουμε, γιατί ὅταν δέν γνωρίζουμε τήν ἀλήθεια σέ ὅλα τά θέματα, προπαντός σ᾿ αὐτά τά θέματα, λέει ὁ καθένας ὅ,τι θέλει καί πάει ὅπου θέλει. Κάνε ἔτσι, ἄνθρωπέ μου, ἀλλά πάντοτε θά εἶσαι σέ λάθος. Δέν φτιάξαμε ἐμεῖς τόν κόσμο οὔτε ἐμεῖς θά τόν φτιάξουμε τόν κόσμο· οὔτε ὑπάρχουμε ἐπειδή θέλουμε. Αὐτά τά ἔφτιαξε ὁ Θεός, καί πρέπει νά βροῦμε τί ἔκανε ὁ Θεός καί τί θέλει ὁ Θεός. Καί καθ᾿ ὅ ὁ Θεός ἀγαθός καί παντοδύναμος, τά ἔκανε ὅλα καλά λίαν καί δέν ἔχουμε νά διορθώσουμε τίποτε.

Δέν δημιουργεῖ λοιπόν ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἄνδρα καί γυναίκα. «Ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς», ἀλλά ἡ ἴδια ἡ Γραφή προσθέτει καί ὁρισμένες λεπτομέρειες, γιά νά μήν κάνουμε κάποιο λάθος. Δημιούργησε τόν ἄνδρα, καί ἀπό τόν ἄνδρα πῆρε καί ἔκανε τή γυναίκα· ἀπό τόν ἄνδρα. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό, ὁ Πατήρ ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι, ὅπως θά ξέρετε, λέει τό Εὐαγγέλιο στό πρωτότυπο κείμενο: «Ἀβραάμ ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, Ἰσαάκ δέ ἐγέννησε…» (Ματθ. 1, 1). Δέν τό λέει τυχαῖα αὐτό. Μέ αὐτή τήν ἔννοια γεννάει. Ναί, ἐγέννησε, μέ τόν τρόπο αὐτόν πού θέλησε ὁ Θεός· ὁ Θεός τό ἔκανε, ἀλλά διά μέσου τοῦ ἀνδρός. Ἐγέννησε λοιπόν τή γυναίκα. Ἐκοίμισε τόν ἄνδρα καί πῆρε ἀπό τό πλευρό τοῦ ἀνδρός, τοῦ Ἀδάμ, καί ἔκανε τή γυναίκα. Καί εἶπε ὁ Ἀδάμ: «Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» (Γεν. 2, 23).

Καθόλου-καθόλου δέν εἶναι ὑποδεέστερη ἡ γυναίκα. Καί ὅλοι αὐτοί πού ἀσχολοῦνται μέ αὐτά τά θέματα, καί οἱ φεμινίστριες, ἐδῶ νά προστρέξουν γιά νά βροῦν τήν ἀλήθεια, καί νά μή λένε ὅ,τι θέλουν. Καθόλου δέν εἶναι ὑποδεέστερη ἡ γυναίκα ἀπό τόν ἄνδρα γιά τόν λόγο αὐτόν, καθόλου· ὅπως δέν εἶναι ὑποδεέστερος ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα, καθόλου. Ὅμως πηγή τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ὁ ἀνήρ. Βέβαια, τά κανόνισε ἔτσι ὁ Θεός πού μετά οἱ πάντες γεννιοῦνται ἀπό τή γυναίκα. Ὁ ἀνήρ εἶναι πού γεννᾶ καί ἡ γυναίκα εἶναι πού τίκτει, λέει. Καθόλου λοιπόν δέν εἶναι ὑποδεέστερη ἡ γυναίκα ἀπό τόν ἄνδρα. Εἶναι ἴση, ἀλλά στή σειρά ὅμως εἶναι: ἄνδρας, γυναίκα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὑποδεέστερη. Ὅπως: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιο Πνεῦμα· αὐτή εἶναι ἡ σειρά.

 

Κάτι λείπει ἀπό τόν ἄνδρα. Ἀπό κάπου λείπει ἡ γυναίκα

 

Ἄς προσπαθήσουμε, παρακαλῶ, νά τά καταλάβουμε αὐτά τά πράγματα καί νά μήν ἔχουμε κόμπλεξ μέσα μας ἤ προκαταλήψεις, οὔτε οἱ μέν οὔτε οἱ δέ. Παλαιότερα, πολύ παλιά, ἐδῶ μέσα σ᾿ αὐτή τήν αἴθουσα γίνονταν οἱ ὁμιλίες γιά τούς φοιτητές –αὐτές πού κάνουμε τώρα στήν αἴθουσα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου– καί εἴχαμε τότε ἐπί τρία χρόνια τό θέμα: «Ἐφηβεία, γάμος, ἀγαμία» καί ἐλέχθησαν ἀρκετά πράγματα πάνω σ᾿ αὐτό. Εἴχαμε πεῖ τότε ὅτι σύμφωνα μέ τή δημιουργία, ὅπως τά ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ἄνδρας αἰσθάνεται ὡς πρός τή σχέση του μέ τό ἄλλο φύλο ὅτι κάτι τοῦ λείπει. Δέν μποροῦμε νά τήν ἀλλάξουμε αὐτή τήν ψυχολογία, δέν μποροῦμε νά τήν ἀλλάξουμε αὐτή τήν ἀλήθεια. Καί ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἡ γυναίκα αἰσθάνεται ὅτι λείπει ἀπό κάπου. Δέν εἶναι ὑποδεέστερη. Εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας. Αὐτό ἔχει σημασία. Ὅπως, ὅσον ἀφορᾶ τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόνιζαν οἱ πατέρες: «Εἶναι ὁμοούσια τά τρία πρόσωπα, τῆς αὐτῆς οὐσίας».

Ὁ ἀνήρ λοιπόν αἰσθάνεται ὅτι τοῦ λείπει κάτι, ἐνῶ ἡ γυναίκα αἰσθάνεται ὅτι λείπει ἀπό κάπου. Ὅταν αὐτό καί ὁ ἕνας τό ξέρει καί ὁ ἄλλος τό ξέρει καί δέν θέλουν νά τό ἀλλάξουν οὔτε προσπαθοῦν νά τό ἀλλάξουν νομίζοντας δέν ξέρω τί, καί ἔχουν ὑπ᾿ ὄψιν τους ὅτι τελικά εἶναι ὁ ἕνας ἄνθρωπος πού ἔκανε ἀρχικά ὁ Θεός, καί πού αὐτό πραγματοποιεῖται στόν γάμο, αὐτομάτως ἔχουμε αὐτό ἀκριβῶς πού λέει καί τό θέμα: τήν ἑνότητα μέσα στόν γάμο. Ὁ ἀνήρ ἑπομένως θά βρεῖ αὐτό πού τοῦ λείπει. Καί γι᾿ αὐτό κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά νυμφευθεῖ μιά γυναίκα πού δέν τή θέλει. Καί ἐδῶ πού τά λέμε, ἀπό μιά πλευρά, μόνο αὐτός ὥς κάποιο σημεῖο περίπου μπορεῖ νά καταλάβει ποιό εἶναι αὐτό πού τοῦ λείπει. Δέν μποροῦν οἱ ἄλλοι, καί δέν πρέπει οἱ ἄλλοι νά ἀνακατευτοῦν. Αὐτός ἔχει τόν τελευταῖο λόγο. Καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ γυναίκα, αὐτή πάλι εἶναι ἐκείνη πού θά δεῖ ἀπό ποῦ λείπει. Ἐφόσον τελικά ὁ ἀνήρ θά βρεῖ αὐτό πού τοῦ λείπει, καί ἡ γυναίκα θά βρεῖ ἀπό ποῦ λείπει, μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα μέσα στόν γάμο.

 

Ὅταν ἡ σχέση δύο προσώπων ξεκινᾶ ἀπό ἀδυναμία…

 

Ἄλλο τώρα ὅτι γίνεται ἐδῶ… Καί τί δέν γίνεται! Ὡς πνευματικοί εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε κάποια πράγματα· καί αὐτή τήν ὥρα δέν μπορῶ νά μήν ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου καί τήν πείρα αὐτή, τήν ἐμπειρία αὐτή. Τό τί δράματα μποροῦν νά γίνουν στή ζεύξη δύο προσώπων, στόν γάμο πού λαμβάνει χώραν μεταξύ δύο προσώπων!

Νά σᾶς φέρω ἕνα παράδειγμα μόνο, πού τό λέω συνήθως κατ᾿ ἰδίαν σέ ὁρισμένες περιπτώσεις. Ἕνας νέος, γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο, δέν χόρτασε τήν ἀγάπη πού βρίσκει, κάθε ἄνθρωπος πού ἔρχεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, μέσα στό σπίτι του, μέσα στήν οἰκογένειά του, ἀπό τούς γονεῖς του καί κυρίως ἀπό τή μητέρα του. Εἶναι μερικά πράγματα πού ἔτσι εἶναι· δέν μποροῦμε νά τά ἀλλάξουμε. Γιά κάποιους λόγους λοιπόν δέν τή χόρτασε αὐτή τήν ἀγάπη· χωρίς νά σημαίνει αὐτό πάντοτε ὅτι δέν τοῦ ἔδειξε ἀγάπη ἡ μητέρα του· δέν σημαίνει ὅτι πάντοτε ἡ μητέρα εἶναι πού φταίει. Ἐκείνη μπορεῖ νά τοῦ ἔδειξε ἀγάπη, ἀλλά αὐτός νά μήν μπόρεσε νά τήν προσλάβει γιά κάποιους λόγους. Ὅπως σέ ἄλλες περιπτώσεις μπορεῖ νά μήν εἶχε καθόλου μητέρα ἤ μπορεῖ νά μήν τοῦ ἔδειξε ἀγάπη. Ὁ νέος αὐτός, χωρίς νά τό ξέρει, χωρίς νά τό καταλαβαίνει, ἔχει αὐτή τή φοβερή ἀδυναμία. Δέν συμβαίνει σέ ὅλους τούς νέους. Ὑπάρχουν καί κάποιες ἄλλες προδιαθέσεις πού δημιουργοῦν τέτοιες καταστάσεις. Ὁ νέος αὐτός λοιπόν, τό καταλαβαίνει δέν τό καταλαβαίνει, ὅταν ἔλθει σέ ἡλικία γάμου καί ἀναζητεῖ τή σύζυγό του, πόσο θά τήν ἤθελε νά εἶναι καί λίγο μητέρα του! Δέν τά συνειδητοποιεῖ πάντοτε αὐτά τά πράγματα. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἄς πάρουμε τήν περίπτωση πού μιά νέα –τίς οἶδε γιά ποιούς λόγους· μπορεῖ κανείς νά βρεῖ πολλούς στήν κάθε συγκεκριμένη περίπτωση– ὅταν ἔρθει σέ ἡλικία γάμου καί ἀναζητεῖ καί αὐτή τόν σύζυγό της, γιά κάποιους λόγους θά τό ἤθελε πάρα πολύ νά τόν ἔχει λίγο σάν παιδί της· καί σύζυγο βέβαια, ἀλλά καί λίγο σάν παιδί της. Λοιπόν, ὅταν αὐτοί οἱ δύο ἄνθρωποι συναντηθοῦν –καί ἔχει πολλά τέτοια ἔκτακτα ἡ ζωή ἡ καθημερινή– τόσο πολύ θά νιώσουν ἕλξη μεταξύ τους, πού οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός τους, οὔτε οἱ ἴδιοι δηλαδή, δέν μποροῦν νά χωρίσουν τούς ἑαυτούς τους.

Μήν παραξενεύεστε γι᾿ αὐτό πού λέω «οὔτε οἱ ἴδιοι». Αὐτό πού λέει ὁ λαός: «Καί μαζί δέν κάνουμε καί χώρια δέν μποροῦμε» ἔχει τή σημασία του. Καί ἔχω συναντήσει τέτοια ζευγάρια πού ποτέ δέν ἦταν σέ καλή κατάσταση, ποτέ δέν ἦταν εὐτυχισμένοι, ποτέ δέν χάρηκαν, πάντοτε κάτι τούς ἔφταιγε· ἀλλά συγχρόνως ἦταν ἀδιανόητο γι᾿ αὐτούς νά χωρίσουν. Βέβαια, κανείς δέν προσπαθοῦσε νά τούς χωρίσει, ἀλλά θέλω νά πῶ ὅτι καθόλου-καθόλου-καθόλου δέν σκέπτονταν κάτι τέτοιο. Καί δέν μποροῦν νά καταλάβουν σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις οἱ δυό αὐτοί νέοι ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖο τούς ἕνωσε δέν ἦταν ἡ φυσική ἕλξη δύο ἑτεροφύλων ἀνθρώπων· δέν ἦταν ἡ ἔφεση καί ἡ τάση πού ὑπάρχει γιά ζωή γάμου, ἀλλά ἦταν ἡ ἀδυναμία τους.

Καί νά ξέρετε, ἄν τυχόν δέν τό ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας, ὅτι τά φυσιολογικά δέν εἶναι τόσο ἰσχυρά ὅσο εἶναι τά ἀνώμαλα, τά μή φυσιολογικά. Ἕνας, ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, πού ἔχει νά παλέψει μέ τάσεις ἄς ποῦμε ἁμαρτωλές ἀλλά φυσιολογικές, στή φυσιολογική σφαίρα, τίς παλεύει εὐκολότερα. Ἕνας πού ἔχει νά παλέψει μέ τάσεις ἁμαρτωλές, ἀλλά ὄχι στή φυσιολογική τους περιοχή καί χώρα, τίς παλεύει πολύ δυσκολότερα, πάρα πολύ δυσκολότερα. Βέβαια, κατηγορηματικά θέλω νά πῶ, ἀπό τά ὅσα γνωρίζω μέχρι σήμερα, ὅτι δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πού δέν παλεύεται καί δέν ὑπάρχει ἀδυναμία πού δέν παλεύεται μέ τή χάρη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει περίπτωση πού ὑποχρεωτικά κανείς πρέπει νά κάνει ἁμαρτία. Ὄχι. Ὅ,τι καί νά συμβαίνει, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνδυναμώνει τόν ἄνθρωπο καί νικᾶ καί ξεπερνᾶ τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία. Πειρασμούς, κάποιες δυσκολίες μπορεῖ νά ἔχει κανείς, ἀλλά τίς ξεπερνᾶ.

 

Μέσα στήν Ἐκκλησία θά βρεθεῖ κάποιος νά μᾶς βοηθήσει νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό ἀδυναμίες

 

Ὅλα ἀπό τόν Θεό εἶναι σοφά φτιαγμένα, καί ὄντως ὁ καθένας θά βρεῖ τόν ἄνθρωπο πού εἶναι γι᾿ αὐτόν· ἕνας νέος ἄς ποῦμε ὄντως θά βρεῖ τό ταίρι του πού λείπει ἀπό αὐτόν, καί μιά νέα ὄντως θά βρεῖ τό ταίρι ἀπό τό ὁποῖο λείπει. Πότε ὅμως; Ὅταν τά πάντα καί εἰδικότερα αὐτό τό θέμα τό βλέπουμε μέσα στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μέσα στό ὅλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως ὅταν τό βλέπουμε ἐν Χριστῷ, ὅταν τό ἀντιμετωπίζουμε ἐν Χριστῷ καί ὅταν θά τό πραγματοποιήσουμε ἐν Χριστῷ. Αὐτά βέβαια γίνονται μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁπωσδήποτε μέσα στήν Ἐκκλησία θά βρεθεῖ κάποιος νά βοηθήσει τόν ἄλφα νέο, τή βῆτα νέα νά μήν πλανηθοῦν καί νά μήν παρασυρθοῦν ἀπό κάποιες ἀδυναμίες. Φτάνει νά ἔχεις τή διάθεση τήν καλή, φτάνει νά ἔχεις λίγο τήν ὑποψία ὅτι: «Γιά, στάσου. Αὐτό πού τόσο πολύ τό θέλω μήπως ἔχει κάτι ὕποπτο μέσα;» Καί πάντοτε νά τό φοβόμαστε κάτι, ὅσο καλό κι ἄν μᾶς φαίνεται, πού ἔχει πολλή δύναμη μέσα μας· νά τό ὑποπτευόμαστε. Χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε, διοχετεύεται ἐκεῖ ὅλο τό θέλημα πού ἔχουμε, ἐνῶ τό θέλημα πρέπει νά κοπεῖ.

Μέσα στήν Ἐκκλησία λοιπόν θά βρεθεῖ ὁπωσδήποτε κάποιος ὁ ὁποῖος θά μᾶς βοηθήσει, καί θά ξεπεράσουμε τή μιά ἀδυναμία καί τήν ἄλλη ἀδυναμία καί θά φωτιστοῦν τά πράγματα, θά βοηθηθοῦμε, θά διευκολυνθοῦμε καί τελικῶς δέν θά πέσουμε θύματα. Ὄχι τόσο τοῦ ἄλφα ἤ τοῦ βῆτα· δέν εἶναι αὐτό. Βέβαια, συμβαίνουν καί τέτοια, ἀλλά κυρίως ὁ καθένας μας πέφτουμε θύμα τοῦ ἑαυτοῦ μας· ὄχι μόνο στό θέμα αὐτό τοῦ γάμου, ἀλλά καί σέ πολλά ἄλλα θέματα. Καί ὅποιος μάθει αὐτό τό μυστικό, νά μήν ἔχει, μέ αὐτή τήν ἔννοια, ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του –ὄχι νά μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη στή ζωή, νά χάσει ἄς ποῦμε τήν αὐτοπεποίθησή του, ἄλλο ἐκεῖνο, ἀλλά νά μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη μέ αὐτή τήν ἔννοια: ὅτι ὁ ἑαυτός του τά ξέρει ὅλα, ὅτι ὁ ἑαυτός του τά μπορεῖ ὅλα, ὅτι ὁ ἑαυτός του θά τά καταφέρει, καί δέν ρωτᾶ– ὅποιος μάθει λοιπόν αὐτό τό μυστικό, νά μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του καί ἔτσι νά βοηθιέται μέσα στήν Ἐκκλησία, θά κάνει ὅσο γίνεται λιγότερα λάθη· καί προπαντός σέ σοβαρά θέματα, ὅπως στό θέμα αὐτό τοῦ γάμου, ἴσως τά ἀποφύγει ἐντελῶς.

 

Ἄν εἶσαι ὅπως σέ ἔφτιαξε ὁ Θεός καί ζεῖς κατά Θεόν, ὄντως ἔχεις σωστή κοινωνία μέ τόν ἄλλο

 

Τό θέμα δέν εἶναι λοιπόν ἁπλῶς νά παντρευτεῖ κανείς, τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς: «αἰσθάνομαι ἔτσι πρός αὐτό τό πρόσωπο». Ὄχι. Ὁ ἄλλος νά εἶναι ὄντως τό κομμάτι αὐτό –ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι– πού πῆρε ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Δέν εἶναι βέβαια ἕνα κομμάτι πάνω στή γῆ. Ἄν ἦταν ἔτσι, ἀλίμονο. Ἕνας νέος δηλαδή νά σκεφθεῖ ἔτσι καί νά βρεῖ ὄντως αὐτό πού λείπει ἀπό αὐτόν, καί ἡ γυναίκα ἐπίσης, ἡ νέα νά βρεῖ κι ἐκείνη ὄντως ἀπό ποῦ λείπει, καί νά ἔλθουν ἔτσι εἰς γάμου κοινωνίαν. Καί ἡ ἕνωση, ἡ ἑνότητα αὐτή γιά τήν ὁποία ὁμιλοῦμε, ἀρχίζει ἀπό τήν πρώτη στιγμή καί κάθε μέρα τελειοποιεῖται, ὅταν καθένας ἔχει συναίσθηση τῶν ὑποχρεώσεών του καί τῶν δικαιωμάτων του· ἀλλά τῶν ἰδικῶν του ὑποχρεώσεων καί τῶν ἰδικῶν του δικαιωμάτων ὁ καθένας. Νά μή ζητάει ἐκεῖνα πού δέν εἶναι δικά του, ἐκεῖνα πού δέν εἶναι γι᾿ αὐτόν, πού δέν εἶναι γι᾿ αὐτήν. Ὅταν ἡ γυναίκα μέσα στόν γάμο μένει γυναίκα καί δέν κυριεύεται ἀπό φαντασιώσεις καί ἀπό ἄλλα ἀνόητα πράγματα, δέν εἶναι καθόλου ὑποδεέστερη. Μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μου θέλω νά τό πῶ ὅτι, ὅσο περισσότερο ἡ γυναίκα μένει γυναίκα ἔτσι ὅπως τήν ἔφτιαξε ὁ Θεός, τόσο πιό τιμημένη εἶναι καί τόσο πιό πολύ εἶναι στή θέση της καί τόσο πιό πολύ ἔχει τά δικαιώματά της καί τόσο πιό πολύ εἶναι ἴση μέ τόν ἄνδρα. Ὅπως, ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὅσο περισσότερη κατάχρηση κάνει ὁ ἄνδρας τῶν δυνάμεων πού ἔχει, τόσο χάνει, ἄς ποῦμε, καί τόσο γίνεται ὑποδεέστερος. Ἄς νομίζει… Δέν γίνεται ἀνώτερος, δέν ἀνεβαίνει κανείς καί δέν εἶναι πρῶτος μέ «νταϊλίκια», ἄς ἐπιτραπεῖ νά πῶ τή λέξη, καί μέ τέτοια πράγματα. Ἄν εἶσαι τοῦ Θεοῦ καί ζεῖς κατά Θεόν, ἄν εἶσαι ὅπως σέ ἔφτιαξε ὁ Θεός, τότε ὄντως εἶσαι σέ σωστό δρόμο, ὄντως εἶσαι σωστός ἄνθρωπος καί ἔχεις σωστή κοινωνία μέ τόν ἄλλο. Ἐάν δέν εἶσαι τοῦ Θεοῦ καί δέν πορεύεσαι ἐν Θεῷ, δέν εἶσαι σέ σωστό δρόμο· ἄς νομίζεις ὅτι ἐπιτυγχάνεις ὁρισμένα πράγματα, ὅτι κερδίζεις κάποια πράγματα τά ὁποῖα σοῦ τά στεροῦσαν τάχα. Λοιπόν, δέν εἶσαι τίποτε.

 

Μέσα στόν γάμο ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα γίνονται πρόσωπα

 

Εἴπαμε ὅτι ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα, καί αὐτό δέν σημαίνει μόνο ὅτι εἶναι ἐφοδιασμένος ὁ ἄνθρωπος μέ ὁρισμένες ἰδιότητες, ἀλλά εἶναι κατ᾿ εἰκόνα καί μέ αὐτή τήν ἔννοια: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι μιά ἀνθρωπότητα, δέν εἶναι πολλές· καί ἀπό κάποια πλευρά ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά τρία πρόσωπα. Καί αὐτό τό πράγμα κυρίως βιοῦται μέσα στόν γάμο. Αὐτό βιοῦται στήν ἁγία ζωή, ἀλλά δέν μποροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· δέν μποροῦν. Ὄχι ὅτι ἀποκλείονται· δέν ἀποκλείει κανέναν ὁ Θεός. Ἀλλά –πῶς νά τό κάνουμε;– οἱ ἄνθρωποι εἶναι πεπτωκότες. Ὁ Θεός τό βλέπει αὐτό, τό ξέρει. Καί δέν μποροῦν ὅλοι νά φθάσουν σέ τέτοια μέτρα πνευματικῆς καταστάσεως καί πνευματικῆς ζωῆς. Ἐπαναλαμβάνω, τό «δέν μποροῦν» δέν σημαίνει ὅτι τούς ἀποκλείει κανείς, ἀλλά δέν ἔχουν τό κουράγιο, δέν ἔχουν τή διάθεση ἴσως –χαρίζονται, βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι στόν ἑαυτό τους, κατρακυλοῦν εὔκολα– γιά νά φθάσουν σέ μέτρα τέτοιας πνευματικῆς ζωῆς, πού νά εἶναι ὄντως πρόσωπο κανείς· ὄντως πρόσωπο καθ᾿ ἑαυτόν καί μέ ὅλους νά εἶναι ὁ ἕνας ἄνθρωπος. Ἐνῶ βλέπουμε ὅτι οἱ ἅγιοι τούς αἰσθάνονται ὅλους τόσο κοντά καί τούς ἀγαποῦν ὅλους τόσο πολύ, καί τούς ἐχθρούς ἀκόμη. Ἐμεῖς, πού δέν ξέρουμε ἀπό τέτοια, παραξενευόμαστε· δέν θά θέλαμε ποτέ ἐμᾶς νά μᾶς ὑποχρεώσουν νά κάνουμε κάτι τέτοιο. Καί αὐτό γιατί; Διότι εἴμαστε ἄτομα, ἄτομα, δέν εἴμαστε πρόσωπα. Ἔ, μέσα στόν γάμο τουλάχιστον εἶναι ἀνοιχτός αὐτός ὁ δρόμος γιά ὅλους. Δέν ἀποκλείεται κανένας, δέν ἐμποδίζεται κανένας· εἶναι εὔκολος ὁ δρόμος. Δέν μπορεῖ νά δώσει ἐντολή ὁ Θεός γιά νά γίνει αὐτό. Βέβαια, ἐντολή ὑπάρχει: «ἅγιοι γίνεσθε» (Λευϊτ. 11, 44· 19, 2· 20, 7. Α’ Πέτρ. 1, 16). Ὅλοι πρέπει νά γίνουν ἅγιοι, νά φθάσουν στά μέτρα τῶν ἁγίων. Ὁ Θεός ὅμως, γνωρίζοντας τήν ἀδυναμία μας, ὅπως εἴπαμε, συγκαταβαίνει καί δίνει τόν γάμο. Ἀλλά μέσα στόν Χριστό, μέσα στόν γάμο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία, τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Χριστό εἶναι ὁ γάμος αὐτός, ὁ ἀνθρώπινος γάμος. Ἐκεῖ λοιπόν, καθώς ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα του, καί καθώς ἔχουμε ὄχι ἕνα πρόσωπο ἀλλά πολλά πρόσωπα, ἕναν ὅμως ἄνθρωπο, καί καθώς μία εἶναι ἡ πηγή, ὁ ἄνδρας, καί ἡ σειρά ἄς ποῦμε εἶναι ἀνήρ, γυναίκα, ἐκεῖ μέσα στόν γάμο οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι πρωτίστως, καί κοντά σ᾿ αὐτούς ἔπειτα καί τά παιδιά, θά γίνουν πρόσωπα· ὅπως ἀκριβῶς εἶναι τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

 

Ἡ ἑνότητα πραγματοποιεῖται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ

 

Καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἔτσι κατά καθολικό τρόπο ἐφαρμόζεται αὐτό τό ὁποῖο εἶπε ὁ Κύριος καί προσευχήθηκε γιά τούς μαθητάς: «ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21). Παρακαλεῖ ὁ Κύριος τόν Πατέρα καί λέει οὔτε λίγο οὔτε πολύ: «Ὅπως ἐμεῖς, ὁ Θεός δηλαδή, τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἴμαστε ἕνα, ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα ἀλλά ἕνας Θεός, ἔτσι καί αὐτοί ἐν ἡμῖν», ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι φυτευμένοι, ἐν Χριστῷ, φυτεμένοι στόν Χριστό, φυτεμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία, «νά εἶναι ἕνα». Ἐδῶ τώρα πραγματοποιεῖται αὐτό κατά ἕναν τέτοιο τρόπο, πού τίποτε δέν μπορεῖ νά τό ἐμποδίσει. Γίνονται οἱ ἄνθρωποι ἕνα. Κυρίως ὅμως αὐτό πραγματοποιεῖται μέσα στόν γάμο. Κι ἔτσι γίνεται ἡ ἑνότητα μέσα στόν γάμο, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Καί καλοῦνται τά δύο πρόσωπα αὐτά πού ἦλθαν εἰς γάμου κοινωνίαν, καί κοντά σ᾿ αὐτά τά δύο πρόσωπα καί τά παιδιά μετά, καλοῦνται νά γίνουν ἕνα μέσα σ᾿ αὐτόν τόν μύλο τῆς οἰκογενείας· ὅπως ὁ μύλος ἀλέθει, ἀλέθει, καί ὅσα σπυριά σιταριοῦ πέσουν ἐκεῖ, θά γίνουν ἀλεύρι· τελείωσε. Καί μπορεῖ ἡ οἰκογένεια νά ἔχει καί τίς δυσκολίες καί τά δυσάρεστα, νά ἔχει καί τά τέτοια καί τά ἀλλιώτικα –ναί, δέν εἶναι πάντοτε ὅλα μέλι καί γάλα– ἀλλά εἶναι ὁ μύλος, ὅπως εἴπαμε, καί ἐκεῖ μέσα καί πατέρας καί μητέρα καί παιδιά, οἱ πάντες καλοῦνται νά ἀλεστοῦν, γιά νά γίνουν ἀλεύρι καί νά γίνουν ἄρτος καθαρός γιά τόν Κύριο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, (Ἁγίου Ἰγνατίου, Πρός Ρωμαίους, στό: ΒΕΠΕΣ, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. 2, Ἀθήνα 1955, σ. 304) πού θέλει νά ἀλεστεῖ ἀπό τά δόντια τῶν θηρίων στή Ρώμη, καθώς τόν πηγαίνουν ἐκεῖ δέσμιο.

Ὅσο τά πρόσωπα μέσα στόν γάμο, οἱ δύο σύζυγοι, ξεφεύγουν ἀπό τήν ἀτομικότητα καί γίνονται πρόσωπα, τόσο εἶναι ἑνωμένοι. Ὅσοι μένουν ἄτομα, καθώς σκέπτεται ὁ καθένας τό δικό του συμφέρον, δέν μποροῦν νά εἶναι ἑνωμένοι. Θά τούς ἑνώνει ἁπλῶς τό συμφέρον, ὄχι ἡ ἀγάπη, ὄχι ἡ κοινωνία ἡ πραγματική, ὄχι τό ὅτι ὁ Θεός τούς ἔκανε κατ᾿ εἰκόνα· κάποιο συμφέρον τούς ἑνώνει. Καί ὅταν ἐκλείψει αὐτό τό συμφέρον, δέν ὑπάρχει μετά τίποτε νά τούς ἑνώνει, καί γι᾿ αὐτό σήμερα τόσο πολλές οἰκογένειες διαλύονται.

 

«Ἐφόσον ἔγινε τό μυστήριο τοῦ γάμου, νά δεῖτε τό ὅλο θέμα μέσα στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ»

 

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση κάποτε τό ἑξῆς. Κάποια κυρία ἦρθε καί μοῦ ἔλεγε ὅτι χώρισε μέ τόν ἄνδρα της. «Πόσο καιρό ζήσατε μαζί;» τή ρώτησα. «Ἕναν χρόνο», μοῦ ἀπάντησε. «Καί γιατί χωρίσατε;» «Διότι δέν συμφωνούσαμε». «Καλά, δέν τό ξέρατε αὐτό πρίν παντρευτεῖτε; Δέν γνωριζόσασταν;» «Δέκα χρόνια, λέει, εἴχαμε δεσμό». Ἐπιστήμονες καί οἱ δύο. «Καλά, δέκα χρόνια καί δέν εἴδατε ὅτι δέν ταιριάζατε;» «Δέν εἴδαμε», λέει. Καί ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Δέν τό εἶδαν. Γιατί; Γιατί τά δέκα αὐτά χρόνια ἁπλῶς ὁ ἕνας ἱκανοποιοῦσε τήν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου, ἁπλῶς τούς ἕνωνε καί τούς ἔδενε κάποιο συμφέρον, πού ἔχει καί μεθυστικό χαρακτήρα, ἄς ποῦμε· νά τό προσέξουμε καί αὐτό. Καί ὅταν παντρεύτηκαν, καί ἦταν ἀναγκασμένοι πλέον νά ζήσουν ὅλη τήν πεζότητα τοῦ γάμου –γιατί ὁ γάμος δέν ἔχει μόνο τά μέν, ἔχει καί τά δέ– ἤθελαν δέν ἤθελαν, ἔπρεπε νά ζήσουν τήν ὅλη ζωή τοῦ γάμου, εἶδαν μετά ὅτι δέν συμφωνοῦσαν. Καί φυσικά, αὐτό δέν σήμαινε ὅτι ἔπρεπε νά χωρίσουν.

Συνηθίζω νά λέω σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις: «Ἄν ἐρχόσασταν πρίν παντρευτεῖτε, θά σᾶς ἔλεγα ‘’μήν παντρεύεστε, διότι, ἀπ᾿ ὅ,τι βλέπω, δέν συμφωνεῖτε’’. Ἀλλά τώρα πού ἤρθατε μετά ἀπό τόν γάμο, ἡ ταπεινή μου γνώμη εἶναι, ἐφόσον ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά γίνει αὐτός ὁ γάμος καί ἐφόσον ὁ Θεός εὐλόγησε αὐτόν τόν γάμο, ὅσο κι ἄν νομίζετε ὅτι δέν συμφωνεῖτε, τό ὅλο θέμα νά τό δεῖτε μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, μέσα στό ὅτι ὁ Θεός θέλει νά βγάλει ἀπό τό καθετί καλό. Ἄν τό δεῖτε ἔτσι τό θέμα, θά δεῖτε ὅτι ὅλα τά μή καλά τοῦ ἀνδρός εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά νά πάει καλύτερα ἡ γυναίκα, καί ὅλα τά μή καλά τῆς γυναικός εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά νά πάει καλύτερα ὁ ἄνδρας». Μήν παραξενεύεστε. Συμβαίνει αὐτό. Ἀρκεῖ νά συναισθανθεῖ κανείς τί λάθος ἔκανε καί νά τά πάρει ὅλα, καί τόν ἑαυτό του καί τόν ἄλλο καί ὅλα τά τῆς ἐγγάμου ζωῆς, καί νά τά βάλει μέσα στό μυστήριο αὐτό τό μέγα, πού εἶναι ὁ γάμος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, καί πού ὅλα γίνονται ἐν Χριστῷ καί ὅλα γίνονται γιά τόν Χριστό καί ὅλα ὁδηγοῦν ἐκεῖ, στόν Χριστό.

 

Στόν γάμο πρέπει νά ὑπάρχει καί ἡ ψυχική καί ἡ πνευματική ἕνωση

 

Κάθε ἄνθρωπος, καί οἱ ἔγγαμοι ἑπομένως, ἔχουν σῶμα, ψυχή καί πνεῦμα. Ἔχουμε σῶμα καί ψυχή. Τό ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς λέγεται πνεῦμα· ἡ κορυφή ἄς ποῦμε τῆς ψυχῆς. Ὅπως ἔχουμε τό καντήλι, καί πάνω-πάνω εἶναι τό φυτιλάκι. Καί ἀνάβουμε τό φυτιλάκι, καί ὅλο τό καντήλι φωτίζει, ἀλλά τό φυτιλάκι πῆρε φωτιά· πιό κάτω εἶναι τό λάδι κτλ. Πάνω-πάνω λοιπόν, στήν κορυφή τῆς ψυχῆς, εἶναι τό πνεῦμα. Καί γι᾿ αὐτό λέει στόν τίτλο τοῦ θέματός μας: «Πορεία πρός τήν πνευματική καί ψυχική ταύτιση».

Μέσα στόν γάμο, καθώς θά γίνει τό μυστήριο καί θά εὐλογηθεῖ ὁ γάμος, καί θά γίνει στήν Ἐκκλησία καί θά γίνει ἐν τῷ Χριστῷ μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε –καί ὅλο αὐτό εἶναι μιά εἰκόνα τοῦ γάμου πού κάνει ἡ Ἐκκλησία μέ τόν Χριστό καί ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία, καί εἶναι, ἄν θέλετε, καί μιά προτύπωση· ἄν θέλετε, εἶναι καί μιά διευκόλυνση γιά πάρα πολλούς πού ζοῦν ἐπάνω στή γῆ, γιά νά φθάσουν στόν γάμο μέ τόν Χριστό– καθώς λοιπόν ὁ γάμος ξεκινάει ἔτσι, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐν τῷ Χριστῷ, μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε τήν ἑνότητα αὐτή, πού γίνονται ὄντως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἕνας ἄνθρωπος· μένουν δύο πρόσωπα, ἀλλά γίνονται ἕνας ἄνθρωπος. Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντως στόν γάμο γίνονται ἕνας ἄνθρωπος. Προχωροῦν λοιπόν καί στήν ταύτιση τήν ψυχική καί στήν ταύτιση τήν πνευματική.

Θά ἤθελα μόνο ἐδῶ τήν πνευματική αὐτή πλευρά νά τή δοῦμε λίγο καί σέ σχέση μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὁ χριστιανός εἶναι σῶμα, ψυχή καί πνεῦμα, κυρίως διότι ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὄχι σάν δικό του στοιχεῖο, ὄχι· ὅποτε θέλει φεύγει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἀλλά ὅμως ὁ Θεός τά κανόνισε ἔτσι, καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἴμαστε σκέτοι, ἁπλῶς σῶμα καί ψυχή· ἔχουμε καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἴμαστε κάν χριστιανοί. Καί κυρίως τό Ἅγιο Πνεῦμα μεταδίδεται στήν ὅλη ψυχή καί στό σῶμα τό ἀνθρώπινο, στόν ὅλο ἄνθρωπο, διά τῆς κορυφῆς τῆς ψυχῆς, πού εἴπαμε, πού εἶναι τό πνεῦμα τό ἀνθρώπινο.

Ἐφόσον λοιπόν οἱ δύο ἄνθρωποι αὐτοί ἔκαναν γάμο, ὁ γάμος τούς ἔκανε ἕναν ἄνθρωπο. Ὄχι ἕνα πρόσωπο· δύο πρόσωπα. Ποτέ –αὐτό προσέξτε το– ποτέ δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο· εἶναι δύο πρόσωπα, ἀλλά ἕνας ἄνθρωπος. Καί αὐτό ἔγινε μέσα στό μυστήριο τοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία.

 

Στόν γάμο ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα νά ζοῦν σάν νά ἔχουν ἕνα θέλημα

 

Ὅπως ὁ Χριστός ἔχει θέλημα, καί οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ἔχουμε θέλημα· ἔχουμε τό ἀνθρώπινο θέλημα. Ἐδῶ γίνεται ἄλλο μπέρδεμα πάλι. Ἔχουμε ἀνθρώπινο θέλημα ὄχι γιά νά κάνουμε τό θέλημά μας. Ὁ Χριστός εἶχε καί ἀνθρώπινο θέλημα, ὄχι γιά νά κάνει κάτι ἄλλο αὐτό τό ἀνθρώπινο θέλημα, ἀλλά γιά νά ὑπακούει ὡς ἄνθρωπος, ἑκουσίως καί θεληματικά –ὄχι κατ᾿ ἀνάγκην, θέλει δέν θέλει, ἀλλά θέλοντας– στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὅπως καί τό λέει: «Οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». (Ἰω. 5, 30). Ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλοι ἐμεῖς πού εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε θέλημα, μποροῦμε νά ἔχουμε θέλημα, ὁ Θεός μᾶς ἔφτιαξε νά ἔχουμε θέλημα, ἀλλά γιά νά ὑπακοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά ὑποτασσόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ· γιά νά γίνεται ἔτσι ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό ἑκουσίως, γιά νά πηγαίνουμε πρός τόν Θεό ἑκουσίως καί ὄχι κατ᾿ ἀνάγκην.

Βέβαια, μέσα στόν γάμο ὁ ἄνδρας σέ σχέση μέ τή γυναίκα δέν εἶναι ὅπως ὁ Χριστός σέ σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Ἄλλο Χριστός καί Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο, ὁ Χριστός εἶναι ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός. Ὁ ἀνήρ μέσα στόν γάμο εἶναι καί αὐτός ἄνθρωπος, καί ἡ γυναίκα εἶναι ἄνθρωπος. Καί ναί μέν ἡ κεφαλή τῆς οἰκογενείας εἶναι ὁ ἀνήρ καί ἄς ποῦμε ὑπακούει ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ θέληση τοῦ ἀνδρός εἶναι ὅπως ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, καί ἑπομένως μόνο ἡ γυναίκα ὑπακούει. Καί προσέξτε το αὐτό: Θά πρέπει σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, ὅ,τι θέλει ὁ ἕνας νά θέλει καί ὁ ἄλλος· τόσο πολύ νά ταυτιστοῦν, τόσο πολύ νά γίνουν ἕνας ἄνθρωπος, ὥστε νά μποροῦν νά συνεννοοῦνται πρίν κάν ποῦν αὐτό πού σκέπτονται, αὐτό πού θέλουν· νά μποροῦν νά συνεννοοῦνται καί νά θέλουν κατά τόν ἴδιο τρόπο καί νά ἐπιθυμοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο καί νά προχωροῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο καί νά ζοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο.

Ὅπως ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἔχει ἄλλη ζωή ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ νά φρονεῖ κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού φρονεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλά προσέξτε: Ὁ Χριστός ἔρχεται, συγκαταβαίνει, ἀγκαλιάζει τήν Ἐκκλησία, τήν καθαρίζει, ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι ὑποτάσσεται ὁ Χριστός ὡς Θεός στό θέλημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ στό ἀνδρόγυνο, στόν γάμο τόν ἀνθρώπινο πού ἔχουμε ἄνδρα καί γυναίκα, σέ καμιά περίπτωση δέν πρέπει νά πεῖ ὁ ἄνδρας: «Μόνο ὅ,τι πῶ ἐγώ, αὐτό θά γίνει, κι ἐσύ ὀφείλεις πάντοτε νά ὑπακοῦς». Ὄχι. Καί αὐτός κάποια φορά θά πεῖ: «Μάλιστα. Αὐτό τό ὁποῖο λές, αὐτό εἶναι τό σωστότερο, καί παραιτοῦμαι ἀπό ἐκεῖνο πού ἔλεγα, ἀπό ἐκεῖνο πού σκεπτόμουν, καί θά γίνει αὐτό πού λές ἐσύ». Ἀλλά πρέπει ὅμως νά ζοῦν κατά τέτοιο τρόπο ἐν Χριστῷ καί νά συνεννοοῦνται κατά τέτοιο τρόπο, πού τελικά ὄντως νά ἔχουν αὐτή τήν ταύτιση· ἡ ζωή τους νά εἶναι σάν νά ἔχουν ἕνα θέλημα, ἕναν πόθο, μιά ἐπιθυμία, σάν νά ἔχουν μία ζωή, κοινή ζωή· διότι, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἕνας ἄνθρωπος.

Ἐκεῖνο πού θέλω νά πῶ ἀκόμη, γιά νά τελειώσω, εἶναι τό ἑξῆς: Σωματική ἕνωση μπορεῖ νά ὑπάρχει, ψυχική ἕνωση μπορεῖ νά ὑπάρχει. (Ἄλλο εἶναι σωματική ἕνωση, ἄλλο εἶναι ψυχική ἕνωση.) Μπορεῖ νά ὑπάρχει λοιπόν σωματική καί ψυχική ἕνωση, μπορεῖ νά συνεννοοῦνται. Ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχει καί ἡ πνευματική ἕνωση, νά ἔχουν δηλαδή τό ἴδιο πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν σ᾿ αὐτό τό σημεῖο εἶναι ἑνωμένοι, ἔρχεται εὐκολότερα ἔπειτα καί ἡ ψυχική ἕνωση, καί ἡ ὅλη ἄλλη ζωή γίνεται πολύ εὐκολότερα, πολύ καλύτερα, πολύ σωστότερα.

 

13-2-1989

*Ἡ ὁμιλία ἔγινε στήν αἴθουσα ὁμιλιῶν τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.