Σύντομη βιογραφία τοῦ π. Συμεών Κραγιόπουλου

Παιδική ἡλικία

   Ὁ π. Συμεών γεννήθηκε στή Ρητίνη Πιερίας στίς 9 Μαρτίου 1926 ἀπό ἁπλούς καί εὐλαβεῖς γονεῖς, τόν Ἰωάννη καί τήν Ἑλένη. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Κωνσταντῖνος καί ἦταν τό δεύτερο ἀπό τά ἕξι παιδιά τῆς οἰκογενείας, ἀπό τά ὁποῖα δύο πέθαναν σέ μικρή ἡλικία. Μεγάλωσε μέ τή μεγαλύτερη ἀδελφή του Δήμητρα καί τά δύο μικρότερα ἀγόρια, τόν Γεώργιο καί τόν Στέφανο.

Ὁ πατέρας του ἦταν πιστός ἄνθρωπος καί ἀφιέρωνε καθημερινῶς ἀρκετή ὥρα στήν προσευχή. Εἶχε πολεμήσει στό μικρασιατικό μέτωπο. Ἐργαζόταν ὡς ταχυδρόμος. Ὅταν μετέφερε μέ τό ἄλογο τήν ἀλληλογραφία στά χωριά τῆς Κατερίνης, συνήθιζε νά σιγοψάλλει μέ γλυκιά φωνή. Δίδαξε στόν Κωνσταντῖνο τή σύνεση καί τή χριστιανική πίστη μέσα ἀπό τήν προσευχή καί τήν ἀνάγνωση πνευματικῶν βιβλίων.

Ἡ μητέρα του εἶχε φυσική ταπείνωση καί ἀγαθότητα μιᾶς ἁπλῆς χωρικῆς καί τοῦ μετέδωσε τήν ὑπομονή, τή δεκτικότητα τῆς καρδίας καί τίς ἀφανεῖς ἀρετές της. Τόν ἐπηρέασε μέ τήν καρτερικότητά της, καθώς παρέμενε ἤρεμη στίς στενόχωρες καταστάσεις τῆς ζωῆς καί ἀτάραχη σέ ὁποιαδήποτε ἐκκοπή τοῦ θελήματός της. Τοῦ ἐνέσπειρε τήν πλούσια συναισθηματική της νοημοσύνη, καθώς εἶχε τήν ἱκανότητα νά κρατάει τίς ἰσορροπίες καί νά διαχειρίζεται τίς συμπεριφορές στίς κρίσιμες καταστάσεις.

Ὁ παππούς του, Κωνσταντῖνος, ἦταν ἄνθρωπος ἀρχοντικός μέ γενναιότητα καί καθαρότητα στή ζωή του. Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος μέ χαρά βοηθοῦσε τόν παππού στίς γεωργικές ἐργασίες καί, ὅπως ἀνέφερε ὁ ἴδιος, τόν θαύμαζε καί τόν ἀγαποῦσε πολύ. Ὁ παππούς ἀπό τήν πλευρά του ἐκτιμοῦσε τήν ὀξυδέρκεια καί τήν προθυμία τοῦ ἐγγονοῦ του καί τόν ἐκπαίδευε, ὥστε νά ἐργάζεται μέ μεράκι καί ἀρχοντιά. Ὁ μετέπειτα ἐργάτης τοῦ πνευματικοῦ θερισμοῦ, ἀνταποκρινόμενος μέ πνεῦμα μαθητείας στίς συμβουλές τοῦ παπποῦ, ἔμαθε νά σκέπτεται μέ πρακτικό τρόπο.

Τά παιδικά βιώματα τῆς περιόδου 1926-1938 μέσα στήν ἤρεμη καί φτωχική ζωή τοῦ χωριοῦ διέπλαθαν καθοριστικά τήν προσωπικότητά του. Τό ἁρμονικό οἰκογενειακό περιβάλλον, οἱ ἀγροτικές ἐργασίες καί ἡ ἐνασχόληση μέ τά ζῶα, οἱ σπουδές του στό δημοτικό σχολεῖο (βραβεύτηκε ὡς ὁ καλύτερος μαθητής πού πέρασε ἀπό τό σχολεῖο τους), οἱ διαδρομές μέσα στά ὄμορφα δάση, οἱ συναναστροφές μέ τά γειτονόπουλα, οἱ διηγήσεις τῶν παλαιοτέρων, οἱ παραδόσεις καί τά ἔθιμα τῆς κλειστῆς κοινωνίας τοῦ χωριοῦ διαμόρφωναν τή χαριτωμένη καρδία τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου.

Τήν πρακτική γνώση τῶν ἀγροτικῶν ἐργασιῶν καί τά παιδικά βιώματα στό ὀρεινό χωριό τῆς Ρητίνης χρησιμοποιοῦσε ἀργότερα ὁ π. Συμεών, γιά νά ἐξηγεῖ μέ ὄμορφο καί παραστατικό τρόπο τά νοήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἐπανειλημμένως ἔλεγε: «Ἐμεῖς πού ἔχουμε παραστάσεις ἀπό τή ζωή τοῦ χωριοῦ κατανοοῦμε καλύτερα τό κείμενο». Γι᾿ αὐτό ἐνθουσιαζόταν μέ τίς βιβλικές εἰκόνες τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς πού χρησιμοποιοῦσε ὁ Χριστός στά Εὐαγγέλια καί τίς ἐξηγοῦσε λεπτομερῶς καταλήγοντας ἔπειτα στό βαθύ πνευματικό τους νόημα.

Ἀφομοίωσε τή λαϊκή σοφία τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μεγάλωσε, ἀναπολοῦσε τήν ἁπλότητα τῶν παλαιοτέρων καί δέν τοῦ ἄρεσαν τό ἐπιτηδευμένο ὕφος καί ἡ προσποιητή συμπεριφορά. Τόνιζε πολλές φορές ὅτι οἱ χωρικοί ἀκριβολογοῦσαν καί παρά τήν ἀγραμματοσύνη τους ὁ λόγος τους ἦταν σαφής καί συγκεκριμένος, ἐπειδή πήγαζε μέσα ἀπό τήν εἰλικρινή καρδία τους. Θυμόταν πολλές λέξεις τῆς τοπικῆς διαλέκτου καί χαιρόταν νά τίς ἐξηγεῖ. Οἱ πιστοί συγχωριανοί του ἐκεῖνα τά χρόνια δέν γνώριζαν πολλά πράγματα, καθώς προηγήθηκε ἡ περίοδος τῆς τουρκοκρατίας. Ζοῦσαν μέ προλήψεις καί δέν εἶχαν «αἰσθητή» πνευματική ζωή, ὅμως οἱ περισσότεροι ἐκκλησιάζονταν τακτικά, νήστευαν μέ ἀκρίβεια, ἔκαναν τήν προσευχή τους καί ζοῦσαν μέ σεβασμό καί εὐλάβεια.

Αὐτό ὅμως πού ἐπηρέασε περισσότερο τήν παιδική ψυχή του ἦταν τό παράδειγμα τῶν γονέων του καί τῶν δύο εὐλαβῶν ἱερέων τοῦ χωριοῦ, τοῦ παπα-Δημήτρη καί τοῦ παπα-Γιάννη. Ὁ παπα-Δημήτρης πήγαινε κάθε ἑβδομάδα στό σπίτι τους καί ἔκανε τήν παράκληση τῆς Παναγίας. Κατά καιρούς λειτουργοῦσε σέ κάποιο παρεκκλήσι τοῦ χωριοῦ, ὅπου πήγαιναν οἰκογενειακῶς γιά νά κοινωνήσουν. Ἡ γιαγιά καί ἀργότερα ἡ μητέρα του ζύμωναν τά πρόσφορα κάθε Παρασκευή μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια, σάν σέ ἱεροτελεστία. Ὁ πατέρας του ἔψελνε στίς Λειτουργίες καί στίς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί στό σπίτι διάβαζε καί προσευχόταν καθημερινά. Παρακινοῦσε τόν Κωνσταντῖνο νά διαβάζει πνευματικά βιβλία καί τοῦ μάθαινε εὔκολους τρόπους, γιά νά βρίσκει τούς ὀκτώ ἤχους τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς.

Ἔτσι ἡ ἁγνή καρδία τοῦ μικροῦ Κωνσταντίνου προσελάμβανε τά πρῶτα χριστιανικά βιώματα μέσα ἀπό τήν ἁπλή ἐκκλησιαστική ζωή τῆς οἰκογενείας. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἑξῆς γεγονός τῆς παιδικῆς ἀθωότητος, πού συνδυαζόταν μέ τόν ζῆλο καί τήν προθυμία: Εἶχε διαβάσει στό βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία», ὅταν ἦταν στίς τελευταῖες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, ὅτι εἶναι καλό νά λέει τούς Χαιρετισμούς στήν Παναγία ὅσο περισσότερες φορές γίνεται μέσα στήν ἡμέρα. Ἔλεγε λοιπόν τούς Χαιρετισμούς σέ κάθε εὐκαιρία, ἀκόμη καί στά διαλείμματα τοῦ σχολείου, καί ἔφτασε στό σημεῖο νά τούς λέει ὀγδόντα φορές τήν ἡμέρα!

Γυμνασιακές σπουδές

   Ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν ἔφυγε ἀπό τό στενό οἰκογενειακό περιβάλλον καί ξεκίνησε τίς γυμνασιακές σπουδές τήν περίοδο τῆς πνευματικῆς ὡριμάνσεως. Μέ τόν παππού του ἔκοβαν ξύλα στό βουνό, ὅταν ἦλθαν ὁ θεῖος καί ἡ ἀδελφή του, μέ τήν προτροπή τοῦ πατέρα του, νά τόν κατεβάσουν στήν πόλη, γιά νά γραφτεῖ στό Γυμνάσιο Κατερίνης. Ὡς μικρό παιδί δυσκολευόταν νά ἀποχωριστεῖ τή μητέρα του καί τήν ἁπλή ἀγροτική ζωή κοντά στόν παππού. Ὅμως ἔκανε ὑπακοή στόν πατέρα του καί εἰσῆλθε σέ ἕναν καινούργιο κόσμο. Τήν πρώτη μεγάλη ἔκπληξη αἰσθάνθηκε, ὅταν ἀτένισε γιά πρώτη φορά τή θάλασσα στήν παραλία τῆς Κατερίνης. Δέν χωροῦσε στόν παιδικό του νοῦ ἡ ἀπεραντοσύνη της, γιατί τό μόνο πού ἤξερε ὥς τότε ἦταν ἡ περιγραφή ἀπό τό ἀναγνωστικό.

Ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1938 ὥς τό φθινόπωρο τοῦ 1945 ὁ νεαρός Κωνσταντῖνος παρέμεινε στήν πόλη τῆς Κατερίνης. Ἔμενε σέ ἕνα ξύλινο καλυβάκι πολύ μικρό, ἴσαμε ἕνα δωμάτιο. Στήν ἀρχή ἔμενε μέ τήν ἀδελφή του, ἐνῶ ἀργότερα μόνος του καί μάλιστα στά δύσκολα χρόνια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς. Τόν περισσότερο καιρό μόνος φρόντιζε τό καλυβάκι, τήν καθαριότητα καί τό φαγητό του. Συχνά ἔτρωγε ἀπό τά λαχανικά καί τά ὄσπρια, τά ὁποῖα ὁ ἴδιος καλλιεργοῦσε στή μικρή αὐλή τῆς καλύβας.

Πήγαινε ἀπό τή Δευτέρα ὥς τό Σάββατο στό μεικτό Γυμνάσιο τῆς Κατερίνης. Ἐλάχιστες φορές ἀνέβαινε στό χωριό. Κάποιες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος διανυκτέρευε μαζί του καί ὁ πατέρας του, καθώς ἔπρεπε νά διανείμει τήν ταχυδρομική ἀλληλογραφία. Ἐνῶ τίς νύχτες ὁ ἴδιος ξάπλωνε νωρίς, γιά νά σηκωθεῖ ἐγκαίρως γιά τό σχολεῖο, ἄκουγε τόν πατέρα του νά προσεύχεται πάνω ἀπό μία ὥρα ὄρθιος. Τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, ἀλλά κάθε τόσο τόν ξυπνοῦσε ἡ ἔνθερμη προσευχή τοῦ πατέρα του.

Παρ᾿ ὅλες τίς ἀντίξοες καταστάσεις τῆς δύσκολης αὐτῆς περιόδου, τή φτώχεια καί τίς συνθῆκες τοῦ πολέμου, εἶχε ζῆλο γιά μάθηση. Διάβαζε καθημερινά μέ ἐπιμέλεια καί κάποιες χειμωνιάτικες νύχτες ἀναγκαζόταν νά διαβάζει μέ τό ἐλάχιστο φῶς τῆς καρβουνιᾶς ἀπό τό μαγκάλι. Βιβλία δέν ὑπῆρχαν· τό μάθημα τό ὑπαγόρευε ὁ καθηγητής, καί οἱ μαθητές τό ἔγραφαν στό τετράδιο. Γιά ἕνα διάστημα, κατά τά ἔτη τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, τά μαθήματα γίνονταν στό κεντρικό πάρκο τῆς πόλεως, γιατί τό γυμνάσιο εἶχε ἐπιταχθεῖ ἀπό τούς γερμανούς στρατιῶτες. Κάποιες περιόδους τά μαθήματα διακόπτονταν, καί τότε ἀνέβαινε μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του στό χωριό.

Τήν πνευματική ζωή τῆς νεανικῆς του ἡλικίας δέν τή γνωρίζουμε καλά, γιατί πάντα προτιμοῦσε νά μένει στήν ἀφάνεια. Ὅταν παρέμενε μόνος, ἔβρισκε εὐκαιρία νά κάνει τήν προσευχή του καί νά διαβάζει πνευματικά βιβλία. Ἐκκλησιαζόταν τακτικά στόν κοντινό ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καί κυρίως στόν ναό τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ γιά πρώτη φορά παρακολούθησε κατηχητικό σχολεῖο καί ἄκουσε τό πρῶτο κήρυγμα. Μάλιστα τόσο ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τόν λόγο τοῦ ἱεροκήρυκα, πού ἔλεγε στόν πατέρα του: «Αὐτός πρέπει νά εἶναι ἅγιος». Ἡ ἀπάντηση τοῦ πατέρα του ἔμεινε χαραγμένη στήν καρδιά του: «Δέν φτάνει αὐτό, παιδί μου. Πρέπει νά ἐφαρμόζει κανείς αὐτά τά ὁποῖα λέγει». Ἐκεῖ γνώρισε ὡς πνευματικό καί τόν π. Φώτιο, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε πρώτη φορά σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν. 

Μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες τῆς διαμονῆς του μακριά ἀπό τό σπίτι του ἀπέκτησε περισσότερο θάρρος καί γενναιότητα. Εἶχε φίλους ἕνα γειτονόπουλο μέ τό ὁποῖο ἔκανε πολύ παρέα καί ἕναν συγχωριανό συμμαθητή, ἀλλά σκοτώθηκαν καί οἱ δύο τήν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Συμπεριφερόταν μέ σεβασμό πρός τούς συμμαθητές καί κυρίως πρός τίς συμμαθήτριες. Ἄκουγε μέ εὐλαβική προσοχή τούς καθηγητές του καί προσελάμβανε μέ ἀκρίβεια τίς παραδόσεις τῶν μαθημάτων. Μέ τή δυνατή μνήμη του συγκρατοῦσε πολλές λεπτομέρειες, καθώς ἤθελε νά κατανοεῖ τήν οὐσία τῶν πραγμάτων καί, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἤθελε ἀπό παιδί νά ξέρει τήν ἀλήθεια γιά ὅλα. Γι᾿ αὐτό, ἕως τά βαθιά γεράματα θυμόταν πολλά ἀπό τίς σπουδές του στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο. Ὁ ἴδιος βέβαια συνήθιζε νά λέει ὅτι οἱ συγκυρίες τοῦ ἑλληνογερμανικοῦ καί ἔπειτα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά σπουδάσει σωστά.

Ἀπό μικρός διδάχθηκε τήν κίνηση τοῦ ἡλίου καί τίς φάσεις τῆς σελήνης καί χαιρόταν νά μεταδίδει αὐτές τίς γνώσεις στούς νεώτερους. Γνώριζε τά καιρικά φαινόμενα καί τούς ἀνέμους, καθώς εἶχε πολλές ἐμπειρίες ἀπό τή ζωή στό βουνό. Γι᾿ αὐτό ἀργότερα σχολίαζε μέ χιοῦμορ τήν ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως, πού δέν ἔχουν γνώσεις σχετικά μέ τή φύση, τά φυτά καί τά ζῶα. Στό Γυμνάσιο ἔμαθε πολλά γιά τά φυσικά φαινόμενα, τή φυσιολογία καί τή βιολογική ἀνάπτυξη τῶν φυτῶν καί τῶν ζώων. Τοῦ ἄρεσε νά γνωρίζει γενικῶς τίς ἐφαρμογές τῆς ἐπιστήμης, χαιρόταν νά διαβάζει ἄρθρα καί βιβλία ἱστορίας καί συζητοῦσε πολλές φορές γιά σχετικά θέματα.

Κατά τή διάρκεια τῆς τετάρτης Γυμνασίου πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἀκολουθήσει θεολογικές σπουδές. Ἐκτίμησε τήν ἐπιμονή τοῦ πατέρα του νά συνεχίσει τό σχολεῖο, καθώς συνέκρινε τίς ἐμπειρίες τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν μέ τή ζωή καί τίς γνώσεις πού εἶχε στό χωριό. Τοῦ δημιουργήθηκε παράλληλα μιά «καλή ἀνησυχία» γιά τήν ἄγνοια τῶν συγγενῶν καί τῶν συγχωριανῶν του. Προσπάθησε γιά πρώτη φορά νά μεταδώσει τίς γνώσεις καί τά βιώματά του στούς συνανθρώπους του, ὅταν τό καλοκαίρι, πρίν πάει στήν ἕκτη Γυμνασίου, τόν ἔστειλαν νά διδάξει στά παιδιά τῶν Σαρακατσαναίων. Ἀνέβαινε μέ τά πόδια στόν πρόχειρο οἰκισμό τους κάτω ἀπό τή δεύτερη ψηλότερη κορυφή τῶν Πιερίων (2.023 μ.). Διέμενε σέ ἕνα ἀπό τά καλυβάκια τους καί συγκέντρωνε τά παιδιά, γιά νά τούς μάθει γραφή, ἀνάγνωση καί τά στοιχειώδη χριστιανικά γράμματα.

Θεολογικές σπουδές καί π. Τιμόθεος

   Τήν περίοδο ἀπό τό 1946 ὥς τό 1954 δοκιμάστηκε πνευματικῶς καί ἑτοιμάστηκε, χωρίς νά τό γνωρίζει, γιά τό ὑπεύθυνο ἔργο τῆς ἱερατικῆς του διακονίας στήν Ἐκκλησία. Μετά ἀπό ἀναβολές καί παρατάσεις ἐξαιτίας τῆς ἔκρυθμης καταστάσεως τῆς χώρας, κατάφερε νά δώσει εἰσαγωγικές ἐξετάσεις καί νά εἰσέλθει ἐπιτυχῶς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὅταν τόν Ἰανουάριο τοῦ 1946 ἔμαθε ὅτι πέρασε στή Σχολή, ἀποχαιρέτησε τούς οἰκείους του καί μέ τά πράγματά του τυλιγμένα σέ ἕναν μπόγο ἀναχώρησε γιά τή Θεσσαλονίκη μέ ἕνα φορτηγό πού μετέφερε κάρβουνα.

Στή συμπρωτεύουσα πήγαινε πρώτη φορά. Γιά ἕνα διάστημα ἔμεινε στό οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος «Ἀπολύτρωσις». Παρακολουθοῦσε τά θεολογικά μαθήματα πού γίνονταν στίς αἴθουσες τῆς παλαιᾶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς. Ἐκεῖ διδάχθηκε τή δογματική, τό κανονικό δίκαιο, τή λειτουργική, τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, τήν πατρολογία, τήν εἰσαγωγή καί τήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Βιβλία δέν ὑπῆρχαν καί ἀναγκαζόταν νά γράφει τό μάθημα καί τίς παραπομπές σέ δικό του τετράδιο. Γιά τίς ἐργασίες διάβαζε τούς τόμους τῆς πατρολογίας στή βιβλιοθήκη τῆς Σχολῆς. Οἱ συμφοιτητές του ἦταν ἕνδεκα καί τόν ἀντιμετώπιζαν ὡς ἐπαρχιώτη. Τόν σέβονταν ὅμως, καθώς τούς ἐντυπωσίαζε ἡ ἀγαθότητα καί ἡ ταπείνωσή του. Εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τόν καθηγητή τοῦ μαθήματος τῆς Καινῆς Διαθήκης Β. Ἰωαννίδη.

Γιά νά ἔχει κάποιο μικρό εἰσόδημα, ἐργάστηκε ἀρχικά σέ ἕνα ὑποδηματοποιεῖο καί γιά μικρό διάστημα σέ κατάστημα εἰδῶν ραπτικῆς. Ἔκανε σέ παιδιά κατηχητικά μαθήματα σέ ἐνορίες τῆς Θεσσαλονίκης. Συμμετεῖχε σέ νεανική χορωδία, μέ τήν ὁποία ἔψελνε στίς θεῖες Λειτουργίες. Πήγαινε ἡμερήσιες ἐκδρομές στά περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης μέ τούς συμφοιτητές του. Ζοῦσε αὐτή τήν περίοδο μέ νεανικό ζῆλο μέσα στίς χριστιανικές παρέες, χωρίς καθόλου νά ἐπηρεάζεται ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς.

Τόν κάλεσαν στόν στρατό τόν Μάρτιο τοῦ 1949, ἐνῶ δέν εἶχε ἀκόμη τελειώσει τίς θεολογικές σπουδές. Παρουσιάστηκε στή Δράμα, καί μετά ἀπό τή μηνιαία βασική ἐκπαίδευση τόν ἔστειλαν λόγῳ πανεπιστημιακῆς μορφώσεως στό Β΄ γραφεῖο θρησκευτικῆς ἀγωγῆς, καί ὑπηρέτησε ὡς ἀποκρυπτογράφος. Διέκοψε, ὅμως, τή θητεία του λόγῳ ἀσθενείας στή σπονδυλική στήλη. Ταλαιπωρήθηκε μέχρι νά βροῦν οἱ ἰατροί τήν πραγματική αἰτία τῆς ἀσθενείας του. Τοῦ ἔκαναν ἐπανειλημμένως παρακεντήσεις καί ἀκολούθησε δύσκολη ἐγχείριση μέ μόσχευμα ἀπό τό πόδι. Ἔμεινε δύο χρόνια καθηλωμένος στό κρεβάτι τοῦ πόνου μέ γύψο σέ ὅλο τόν κορμό τοῦ σώματος. Μολονότι ξαπλωμένος καί ἀκινητοποιημένος, μιλοῦσε γιά τόν Χριστό στούς ἀσθενεῖς καί στίς νοσοκόμες πού συγκεντρώνονταν γύρω του. Ὑπέμενε μέ καρτερία τούς πόνους καί συνεργαζόταν ἄψογα μέ τό νοσηλευτικό προσωπικό. Ἐμπιστευόμενος τόν ἑαυτό του στόν Θεό ἔκανε ὑπομονή στά βιώματα τοῦ πόνου ἔχοντας ὡς παρηγορία του τίς ἐπισκέψεις τοῦ π. Τιμοθέου, τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπηρέασε ὁριστικά τή ζωή του.

Ἀπό τούς πρώτους μῆνες πού ἦλθε στή Θεσσαλονίκη γιά τίς πανεπιστημιακές του σπουδές, συνδέθηκε μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Τιμόθεο Παπαμιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνα τά χρόνια εἶχε ἱδρύσει ἄτυπα τήν ἀδελφότητα «Σχολεῖον τοῦ Χριστοῦ». Ἔμεινε κοντά του ἑπτά ἔτη καί μαθήτευσε ὡς ὑποτακτικός. Τόν σεβόταν καί τόν ἐκτιμοῦσε ὡς ἄνθρωπο ἀπεσταλμένο ἀπό τόν Θεό. Κοντά του ἔμαθε τήν προσευχή, τήν εὐπρόθυμη ὑπακοή, τήν ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος, τήν ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τή βιωματική κατανόησή της κατά τό πνεῦμα τῆς παραδόσεως τῶν πατέρων.

Ὁ π. Τιμόθεος (1906-1954) ἦταν εὐσυνείδητος ἱερέας καί μοναχός μέ φλογερή ἀγάπη Θεοῦ, ἄνθρωπος μέ πολλά χαρίσματα καί συγχρόνως μέ σπάνια ταπείνωση. Ποθοῦσε νά ζεῖ καί νά ἐνεργεῖ κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ὀξυδέρκεια καί χάρισμα γραφίδος καί προφορικοῦ λόγου, ἐνῶ μέ τή διάκριση πού εἶχε ὡς θεῖο δῶρο, μετέδιδε τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους τόν πλησίαζαν μέ πνεῦμα μαθητείας. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό ἐκδηλωνόταν ἐμπράκτως μέ τό πνεῦμα τῆς θυσίας καί τῆς διακονίας τῶν πιστῶν. Ζοῦσε τή μυστηριακή ζωή τοῦ ἱερέως μέσα στή χαρά τοῦ Θεοῦ μέ πολλή ἔνταση, σέ σημεῖο πού ἐξαντλεῖτο, ἰδίως ὅταν τελοῦσε τή θεία Λειτουργία. Γινόταν αἰσθητή ἡ εἰρήνη καί ἡ ἠρεμία πού βίωνε καί ἡ προσευχόμενη καρδία του ἐξέπεμπε γαλήνη καί ἐνέπνεε σεβασμό, ἐνῶ τό πρόσωπό του ἔλαμπε, καθώς στήν ψυχή του ἀναπαυόταν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.

Στήν ἀρχή ἡ σχέση τους ἦταν κατηχητοῦ καί μαθητοῦ, ἀλλά σύντομα ἔγινε πιό ἱερή, καί ὁ π. Τιμόθεος ἔγινε πνευματικός του πατήρ. Γιά κάποιους μῆνες ὁ π. Συμεών ἔμεινε μαζί μέ τόν π. Τιμόθεο σέ ἕνα διαμέρισμα, ὅπου ζοῦσαν μέ μοναχικό πρόγραμμα, μέ κοινή τράπεζα, ἀκολουθίες, μελέτη, πνευματικές συζητήσεις, συχνή ἐξομολόγηση καί κατ᾿ ἰδίαν προσευχή. Κοντά στόν π. Τιμόθεο ἔμαθε καλύτερα τήν πνευματική ζωή καί μέσῳ τῆς ὑπακοῆς γνώρισε σέ βάθος τά πάθη καί τά συμπλέγματα τῆς ψυχῆς του. Καθημερινά παρατηροῦσε μέ τή διάκριση καί τήν ἀγάπη τοῦ φωτισμένου πνευματικοῦ του πατρός τίς λεπτές κινήσεις τῆς καρδίας του. Μέ ὠμή εἰλικρίνεια βίωνε ταπεινά τήν ἀποδοχή τῶν ἀρνητικῶν του στοιχείων καί μέ τήν ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό γνώριζε τή μακροθυμία καί τήν πάνσοφη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ.

Κοντά σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ μαθήτευε ὁ νεαρός Κωνσταντῖνος καί παράλληλα μέ τίς θεολογικές του σπουδές προσελάμβανε τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας σέ θεωρητικό καί βιωματικό ἐπίπεδο. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐκείνη τήν ἐποχή δέν ὑπῆρχαν θεολογικά ἐγχειρίδια γραμμένα κατά τό πνεῦμα τῶν πατέρων, γιατί τά περισσότερα εἶχαν ἐπιδράσεις δυτικῆς θεολογίας, καί οἱ βιβλιοθῆκες τῶν θεολόγων καί τῶν κληρικῶν δέν περιελάμβαναν τά πατερικά συγγράμματα. Ὡς ἀποκάλυψη Θεοῦ ὁ π. Τιμόθεος μελέτησε τά ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί βρῆκε μπροστά του τή διδασκαλία τῶν πατέρων συγκεφαλαιωμένη καί ἐναργῶς διατυπωμένη.

Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἐπηρέασε πολύ τή φωτισμένη καρδία τοῦ π. Τιμοθέου καί παρότρυνε τόν ἐπιμελή ὑποτακτικό του νά ἐντρυφήσει στίς ἀλήθειες τῶν βιωμάτων τοῦ ἁγίου. Ὁ π. Τιμόθεος μάλιστα ἀνέλαβε νά συγγράψει διατριβή σχετική μέ τόν ἅγιο Συμεών καί γιά τόν σκοπό αὐτό ἔφυγε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1953 γιά τή Λυών τῆς Γαλλίας. Ὅμως ἐκοιμήθη αἰφνιδίως σέ ἡλικία 48 ἐτῶν τόν Ἰανουάριο τοῦ 1954.

Πρίν φύγει γιά τή Λυών ὁ π. Τιμόθεος, σάν νά προαισθανόταν κάτι γιά τό τέλος του, ἄφησε ὡς παρακαταθήκη νά ἀναλάβει τή συνέχιση τοῦ ὅλου ἔργου του ὁ ἀγαπητός του ὑποτακτικός. Μάλιστα, τιμώντας τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, παρήγγειλε, ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος γίνει μοναχός καί κληρικός, νά πάρει τό ὄνομα τοῦ ἁγίου. Μέ τήν κοίμηση τοῦ π. Τιμοθέου ὁ Κωνσταντῖνος ἔμπαινε σέ ἄλλο δρόμο, αὐτόν τῆς πνευματικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμπνεόμενος ἀπό τή ζωή τοῦ ἐκλιπόντος πλέον πνευματικοῦ του πατρός καλοῦνταν νά συνεχίσει τό ἔργο του ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Πνευματική διακονία

   Τρεῖς μῆνες σχεδόν μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Τιμοθέου ἔγινε ἡ κουρά του στό βυζαντινό μονίδριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ καί ἔλαβε τό μοναχικό ὄνομα Συμεών. Καθώς ἀνέβαινε πρός τήν Ἄνω πόλη, αἰσθανόταν ὅτι ἀφιερώνει τή ζωή του στόν Θεό ὡς ἀρνίο πού τό πηγαίνουν νά τό σφαγιάσουν, νά τό θυσιάσουν. Ἡ κουρά ἔγινε στίς 16 Ἀπριλίου 1954 ἀπό τόν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἔγινε ἡ εἰς διάκονον χειροτονία στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Ὅταν γονάτισε κάτω ἀπό τό ὠμοφόριο τοῦ ἀρχιερέως τήν ὥρα τῆς εὐχῆς, «ἵνα ἔλθῃ ἐπ᾿ αὐτόν ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος», ἔνιωσε συνειδητά κύμα δυνάμεως νά διαπερνᾶ τήν ὕπαρξή του σάν ἠλεκτρικό ρεῦμα. Συγκλονισμένος ζητοῦσε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ αἰσθανόμενος τήν ἀναξιότητά του. Νόμιζε ὅτι ἔτσι συμβαίνει σέ ὅλους κατά τήν ὥρα τῆς χειροτονίας τους καί ἀποροῦσε γιατί δέν τοῦ τό εἶχαν πεῖ. Λίγο ἀργότερα τόν ἐνθάρρυνε ὁ μητροπολίτης λέγοντάς του νά ἀντέξει αὐτή τήν αἰσθητή ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα συζήτησε τό θέμα μέ τόν π. Φιλόθεο Ζερβάκο, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἐπίσκεψη τῆς χάριτος. Παρέμεινε διάκονος γιά τρεῖς μῆνες καί στίς 27 Ἰουλίου τοῦ 1954 κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας τόν κάλεσε ὁ μητροπολίτης καί τόν χειροθέτησε ἀρχιμανδρίτη καί πνευματικό.

Ἦλθε ἡ ὥρα ὁ π. Συμεών στήν ἡλικία τῶν 28 ἐτῶν νά μπεῖ στή νέα ζωή, αὐτήν τοῦ κληρικοῦ μέ πνευματικές καί διοικητικές εὐθύνες στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Συγκλονισμένος ἀκόμη ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ π. Τιμοθέου ἔμεινε μόνος νά ἀναλάβει τό ὑπεύθυνο ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Ὁ ἴδιος περιέγραφε τά βιώματα αὐτῆς τῆς ἐποχῆς λέγοντας ὅτι ὁ Θεός σάν νά τράβηξε τή στέρεη σανίδα κάτω ἀπό τά πόδια του καί ἔμεινε στό κενό. Τό βίωμα αὐτό κορυφώθηκε, ὅταν συμπλήρωνε τό δέκατο ἔτος τῆς ἱερατικῆς του διακονίας. Καθώς ἀνέλαβε τό ἔργο πού τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία, πέρασε ἀπό πολλές δοκιμασίες, ἀλλά ἐκείνη τήν περίοδο βίωσε πιό ἔντονα ὅτι ἔμεινε στό «χάος». Αἰσθάνθηκε ὡς φώτιση Θεοῦ ὅτι εἶναι ἕνα «μηδέν», ὅτι ὁ Θεός δέν περίμενε κάτι ἀπό αὐτόν. Τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεός: «Ἐσύ δέν ξέρεις τίποτε, δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτε· εἶσαι γιά τό χάος. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά κάνεις εἶναι νά μέ ἀκολουθήσεις καί νά κάνεις ὅ,τι θά σοῦ λέω».

Ἔχοντας συνεχῶς τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ π. Τιμοθέου συνέχισε νά ἐκδίδει τό περιοδικό «Ἁγιογραφικά θέματα», νά διοικεῖ τό «Σχολεῖον τοῦ Χριστοῦ» καί νά καθοδηγεῖ τά πνευματικά του τέκνα. Λειτουργοῦσε καί ὁμιλοῦσε ὡς ἱεροκήρυκας σέ ἑβδομαδιαία βάση σέ διάφορους ναούς τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης καί γιά ἕνα διάστημα τῆς μητροπόλεως Κίτρους. Ξεκίνησε τό κηρυκτικό του ἔργο ἀπό τόν ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀλλά ἐργάσθηκε πνευματικῶς κυρίως στόν ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Οἱ κατηχητικές συνάξεις πρός ὅλους καί ἰδιαίτερα πρός τούς νέους ἄρχισαν νά προσελκύουν ὅλο καί μεγαλύτερο ἀριθμό ἀκροατῶν, γι᾿ αὐτό οἱ ὁμιλίες συνεχίστηκαν στήν αἴθουσα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἀναλήψεως, μετά στήν αἴθουσα τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης καί ἀπό τό 1977 στή μεγαλύτερη αἴθουσα τοῦ ἐνοριακοῦ κέντρου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Ὅλα τά ἔκανε μέσα σέ πνεῦμα ὑπακοῆς πρός τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί τόνιζε τή σημασία τῆς εὐλογίας τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ σεβασμοῦ πρός αὐτόν. Εἶχε πολύ καλή συνεργασία μέ τόν ἑκάστοτε μητροπολίτη καί ἤθελε νά ἐνεργεῖ τό καθετί μέ τήν ἄδειά τους. Μιά χρονιά στόν ἑσπερινό της ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, πού ἔγινε ἀργά τό βράδυ (8-10:30), καθώς ἑρμήνευε ἕνα κείμενο τοῦ ἁγίου, σκέφτηκε ὅτι θά ἦταν καλό στό μέλλον νά γίνει ἀγρυπνία καί ἡ Λειτουργία νά τελειώσει λίγο μετά τά μεσάνυχτα. Μέ τήν εὐλογία τοῦ μητροπολίτου, στήν ἑορτή τῆς ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα τοῦ 1969 ἔκανε τόν ἑσπερινό, τόν ὄρθρο καί τήν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία συμπληρώνοντας τό ὅλο πρόγραμμα μέ ὁμιλία, κατά τήν ὁποία ἑρμήνευσε τόν Κατηχητικό λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἔκρινε καλό νά ἐπαναλαμβάνει συχνότερα αὐτό τό τυπικό καί ἔτσι καθιέρωσε τίς μικρές ἀγρυπνίες.

Αὐτή τήν περίοδο ἐργάσθηκε ὡς καθηγητής στήν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης καί στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή τῆς Λαμίας. Ἀγαποῦσε πολύ τούς μαθητές καί τούς φοιτητές του καί πάντα κατέκλειε τό μάθημα μέ λόγους πνευματικῆς οἰκοδομῆς. Συνδύαζε τά μαθήματα μέ τήν πνευματική ζωή τῶν νέων, οἱ ὁποῖοι στό πρόσωπό του ἔβρισκαν τόν διακριτικό πνευματικό. Διετέλεσε μάλιστα καί διευθυντής τῆς Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στήν ἱερά μονή τῆς Ἁγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης. Μέ τούς φοιτητές καί καθηγητές τῆς Σχολῆς ἔκανε τήν πρώτη προσκυνηματική ἐκδρομή στούς Ἁγίους Τόπους καί στό Σινᾶ τό 1967. Ἔτσι ξεκίνησε τίς προσκυνηματικές ἐκδρομές, πού γίνονταν τακτικά τά μετέπειτα χρόνια.

Τά ἔτη 1965-1966 πῆγε γιά σπουδές ψυχολογίας στό Στρασβοῦργο. Ἔμενε στό οἰκοτροφεῖο τοῦ Σεμιναρίου «Grand seminaire de Strasbourg» παρακολουθώντας μαθήματα σχετικά μέ τό θέμα «Ψυχολογία τοῦ βάθους καί νηπτικοί πατέρες». Ἐκεῖ κατενόησε καλύτερα τίς λανθασμένες δοξασίες τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας. Γνώρισε ἀξιόλογους ἀνθρώπους διαφορετικῶν πολιτισμῶν καί διεύρυνε τίς γνώσεις του γύρω ἀπό τόν τρόπο σκέψεως τῶν ἄλλων λαῶν. Διαπιστώνοντας τί εἶναι ψευδές, κατενόησε διαυγέστερα τί εἶναι ἀληθινό. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ὁ Θεός οἰκονόμησε νά ἔχει αὐτές τίς ἐμπειρίες στό ἐξωτερικό καί δέν θά ἤθελε νά λείπουν ἀπό τή ζωή του.

Αὐτή τήν περίοδο ἄρχισε τή συγγραφή τῆς διατριβῆς του μέ θέμα «Σωτηριολογία στά ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου», ἔργο τό ὁποῖο δέν ὁλοκλήρωσε λόγῳ τῶν πολλῶν πνευματικῶν καθηκόντων. Παρακολούθησε θεολογικά συνέδρια καί ἔλαβε μέρος ὡς ὁμιλητής μέ εἰσηγήσεις πνευματικοῦ βάθους. Κάποια ἔργα του δημοσιεύθηκαν στό περιοδικό «Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» καί ἀργότερα συμπεριλήφθηκαν στό βιβλίο «Ὁμιλίες-Εἰσηγήσεις» τῶν ἐκδόσεων τοῦ γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου».

Ἡ ἀρχή αὐτή τῆς ἱερατικῆς του διακονίας μέ τίς μεταπτυχιακές θεολογικές σπουδές, τή διδασκαλία, τό λειτουργικό καί κηρυκτικό ἔργο, τήν καθημερινή ἐξομολόγηση καί τήν πνευματική καθοδήγηση, ἦταν ἡ προετοιμασία γιά ἕνα ἔργο ἀκόμη πιό συστηματικό, ἀκόμη πιό ἀποδοτικό. Σάν νά διέβλεπε ὅτι ὅσες ψυχές εἶχαν τήν καλή διάθεση νά ἀκολουθήσουν μιά πιό ὑπεύθυνη πνευματική ζωή ἔπρεπε νά βιώσουν μέ τρόπο πιό συγκεκριμένο τήν ἀσκητική φύση της. Τό 1974, κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποφάσισε νά ἐγκατασταθεῖ στό Πανόραμα, γιά νά ἀκολουθήσει μιά πιό ἡσυχαστική ζωή.

Ἡ ζωή στό Πανόραμα

   Ὁ π. Συμεών ἤθελε νά σκέπτεται καί νά ἐνεργεῖ σέ ὅλα τά θέματα κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν σχεδίαζε μέ τόν νοῦ του τή συνέχεια τῶν πραγμάτων οὔτε βιαζόταν, ἀλλά μέ ὑπομονή ἄφηνε τά πάντα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. «Νά δείξει ὁ Θεός», ὅπως χαρακτηριστικά συνήθιζε νά λέει. Ἀκολουθοῦσε μέ ὑποδειγματική ὑπακοή τό σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμενος ὅτι, παρ᾿ ὅλη τήν ἀναξιότητά του, ὁ Θεός φωτίζει, ὁ Θεός ἐνεργεῖ δι᾿ αὐτοῦ μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τίς εὐχές τοῦ πνευματικοῦ του πατρός.

Στήν ἀρχή διαμόρφωσε τέσσερα κελιά –στό ἤδη ὑπάρχον παλαιό κτίσμα (πτηνοτροφεῖο)– καί διέμενε κάποιες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος. Σιγά-σιγά ἔφτιαξε καί ἄλλα κελιά καί ἐσωτερικό ναό γιά τίς ἀκολουθίες καί τίς πρῶτες θεῖες Λειτουργίες. Ὁ μητροπολίτης Παντελεήμων Χρυσοφάκης τόν παρότρυνε νά κτίσει μεγάλο ναό γιά τήν καλύτερη ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν. Ἔτσι κτίστηκε ὁ ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος. Συγχρόνως συνέχισε νά λειτουργεῖ τίς Κυριακές πρωί στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Τίς καθημερινές τελοῦσε μικρές ἀγρυπνίες, στίς ὁποῖες ἐκφωνοῦσε ἡμίωρες ὁμιλίες, συχνά στόν ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καί κατά καιρούς στούς ναούς τῆς Παναγίας τῆς Ἀχειροποιήτου καί τῆς Παναγίας Λαοδηγητρίας.

Ὡς ἔμπειρος πλέον πνευματικός διαπίστωνε ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος χρειάζεται νά σμιλευτεῖ μέσα στό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς. Ἀπό νωρίς τόνιζε ὅτι ὁ «συμπλεγματικός» ἄνθρωπος ἀκολουθώντας εἴτε ἔγγαμο εἴτε ἄγαμο βίο μπορεῖ νά βρεῖ λύτρωση, μόνο ἄν δείχνει ἐμπράκτως ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία. Θυμόταν τήν πνευματική ὠφέλεια πού προέκυψε γιά τόν ἴδιο ἀπό τή συμβίωση μέ τόν π. Τιμόθεο καί διέβλεπε παράλληλα τήν προθυμία κάποιων νέων νά ζήσουν μέ πνεῦμα μαθητείας.

Ἄρχισαν νά συγκεντρώνονται κάποιοι νεαροί φοιτητές μέ διάθεση νά παραμείνουν κοντά του καί σέ λίγο ἀνέβηκαν μαζί του στό Πανόραμα. Χωρίς νά τό γνωρίζουν οὔτε οἱ ἴδιοι οὔτε ὁ π. Συμεών, ὁ Θεός ὁδηγοῦσε τά πράγματα πρός τήν ἵδρυση μοναστικῆς ἀδελφότητος. Παρέμεναν κοντά του, γιά νά διδαχθοῦν τήν πνευματική ζωή μέσα ἀπό τούς λόγους του καί κυρίως μέσα ἀπό τή ζωή του. Σέ λίγα χρόνια καθιερώθηκε κοινή τράπεζα καί καθημερινό πρόγραμμα ἀκολουθιῶν. Τό κοινοβιακό πνεῦμα ἀνέπαυε πολύ τή μικρή ἀδελφότητα, καί ἔτσι δέν ἄργησαν νά γίνουν οἱ πρῶτες μοναχικές κουρές.

Οἱ πιστοί πού ἤθελαν νά ἐξομολογοῦνται καί νά ἐμπιστεύονται τή σωτηρία τους στήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ π. Συμεών ὅλο καί πλήθαιναν. Περνοῦσαν ἀπό τό πετραχήλι του χιλιάδες ἄνθρωποι ἀπό διάφορες μορφωτικές καί κοινωνικές τάξεις. Τά κατηχητικά μαθήματα σέ νέους ὅλων τῶν ἡλικιῶν γίνονταν τακτικά, καί ὁ ἀριθμός τῶν παιδιῶν καί τῶν φοιτητῶν ὅλο καί αὐξανόταν. Συνδύαζε ἔτσι τό πνευματικό ἔργο πού ἐπιτελοῦσε τίς πρῶτες δεκαετίες τῆς ἱερατικῆς του διακονίας στήν πόλη μέ τήν καινούργια ζωή στό μοναστήρι.

Αὐτή τήν περίοδο δημιουργήθηκε καί ἡ γυναικεία ἀδελφότητα. Κάποιες νέες ἔμειναν ἐπί δύο ἔτη σέ διαμέρισμα τηρώντας μοναχικό πρόγραμμα. Μέ τήν εὐλογία τοῦ οἰκείου μητροπολίτου τόν Φεβρουάριο τοῦ 1987 ἄρχισε νά ὀργανώνεται καί τό γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου» σέ ἀπόσταση πεντακοσίων μέτρων ἀπό τό ἀνδρικό. Ἐπικεφαλῆς τῆς γυναικείας ἀδελφότητος ἐξελέγη ἡ γερόντισσα Φιλοθέη, ἡ ὁποία μέ εὐπρόθυμη ὑπακοή ἀκολούθησε τόν π. Συμεών σέ ὅλα τά πνευματικά καί διοικητικά θέματα.

Μέ τή συνεχή ἐξομολόγηση, τό καθημερινό λειτουργικό ἔργο, τίς ὁμιλίες καί τίς εἰδικές συνάξεις ὁ π. Συμεών γνώριζε σέ βάθος τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν ψυχῶν. Τώρα, ὅμως, εἶχε καί τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν δύο μοναστικῶν ἀδελφοτήτων, καί τό πνευματικό του αἰσθητήριο ἐκλεπτυνόταν ὅλο καί περισσότερο. Ἡ συναναστροφή μέ τούς ὑποτακτικούς του συντελοῦσε στή βαθύτερη βιωματική γνώση τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἀνυπερήφανης ἀγάπης. Ὡς στοργικός πατέρας μέσα σέ πνεῦμα ἐλευθερίας σμιλευόταν μέ τά καθημερινά προβλήματα τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Δίδασκε τήν αὐτογνωσία στούς μοναχούς καί στούς δοκίμους μέσα ἀπό τή φιλάνθρωπη ὑπακοή. Μέ τή συμμετοχή στίς καθημερινές ἀκολουθίες, τά διακονήματα καί τήν ὅλη πνευματική συναναστροφή ἀντιλαμβανόταν τίς πλάνες καί τίς λεπτές συμπλεγματικές συμπεριφορές καί μέ τή διάκρισή του μετέδιδε τήν ἀληθινή πνευματική ζωή τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως.

Γιά τούς νέους μοναχούς οἱ πνευματικοί λόγοι τοῦ Πατρός ἀποκάλυπταν ὡς φῶς Θεοῦ στίς καρδίες τους τήν ἄγνοια καί τήν ἀπροθυμία γιά τή βίωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Διδάσκονταν μέ τέχνη ἀπό τόν διακριτικό πνευματικό πατέρα τήν ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος μέσῳ τῆς ἐλεύθερης ὑπακοῆς. Ἀποδέχονταν τήν ἀληθινή καί ταπεινή ἀγάπη του καί διά μέσου αὐτῆς γνώριζαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ αἰσθανόμενοι ὅτι χωρίς νά τό ἀξίζουν γίνονταν δέκτες τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων πατέρων.

Μέ τή συνταξιοδότησή του στίς ἀρχές τοῦ 1997 τό ἔργο τοῦ π. Συμεών ἐπικεντρώθηκε στό Πανόραμα. Μόνη ἐξαίρεση ἀποτελοῦσαν οἱ ὁμιλίες στήν ἰδιόκτητη αἴθουσα «Ἀρχιμ. Τιμόθεος Παπαμιχαήλ». Τό πρόγραμμα τῆς πνευματικῆς διακονίας ἔγινε συναρπαστικό καί, ὅπως ὑπογράμμιζε ὁ ἴδιος, χωρίς νά «καλοπιάνει» τούς πιστούς, ὁ ἀριθμός τῶν προσερχομένων αὐξανόταν μέ γρήγορους ρυθμούς. Ἡ μεγάλη αἴθουσα κατά τίς ὁμιλίες γιά ὅλους καί γιά νέους γέμιζε. Οἱ ἐξομολογούμενοι ξεπερνοῦσαν πλέον τίς δύο χιλιάδες. Στίς ὁμαδικές ἐξομολογήσεις μετά τήν κυριακάτικη Λειτουργία οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ξεπερνοῦσαν τούς χίλιους τριακόσιους, καί ἀναγκαστικά ἔγινε ἐπέκταση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ προσκυνηματικές ἐκδρομές στούς Ἁγίους Τόπους καί σέ ἄλλες χῶρες μέ χριστιανικό πολιτισμό ἔγιναν πιό συχνές. Στίς ἀκολουθίες μπῆκε ἡ εὐχή μέ τό κομποσκοίνι, καί στίς ὁμιλίες γίνονταν ἀκόμη πιό συχνά ἀναφορές στήν προσευχή καί στήν αὐτογνωσία πού προκύπτει μέσῳ τῆς ὑπακοῆς. Στίς εἰδικές συνάξεις ἀνδρῶν, φοιτητῶν, νεαρῶν ζευγαριῶν καί γυναικῶν πού ἤθελαν νά ἀκολουθήσουν πιό συστηματική πνευματική ζωή οἱ προσερχόμενοι αὐξάνονταν συνεχῶς.

Σκέψεις γιά κατασκηνωτικές ἐγκαταστάσεις, χριστιανικό σχολεῖο καί ξεχωριστό νοσοκομεῖο ἔμειναν ἀνεκπλήρωτες, γιατί τά πάντα ἤθελε νά γίνονται ὅπως φώτιζε ὁ Θεός. Χρήματα καί χορηγίες δέν ζητοῦσε ποτέ ἀπό φορεῖς καί ἐξωτερικούς ὀργανισμούς οὔτε ἀπό τούς πιστούς πού γνώριζε. Δεχόταν δωρεές καί ταπεινές εἰσφορές μόνο ἀπό αὐτούς πού ἔδιναν ὀνόματα πρός μνημόνευση στά συνεχή σαρανταλείτουργα. Κάπως ἔτσι ὁλοκλήρωσε τίς κτιριακές ἐγκαταστάσεις τῶν δύο μοναστηριῶν. Κατά τήν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του ὀργάνωσε καί ἐργάστηκε ὁ ἴδιος στά χωράφια μέ ὀπωρῶνες, ἐλιές καί ἄλλες γεωργικές καλλιέργειες στίς περιοχές τῶν πατρογονικῶν του ἀγρῶν στή Ρητίνη Πιερίας καί σέ ἕνα παραχωρημένο ὡς δωρεά ἀγροτεμάχιο στήν περιοχή τῆς Γοργόπης κοντά στό Πολύκαστρο, ὅπου ἔκτισε βοηθητικά κτίσματα.

Οἱ πνευματικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν τόν ἀνάγκασαν νά ἀποδεχθεῖ τήν ἔκδοση βιβλίων πού περιέχουν ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες καί γραπτά του κείμενα. Ὁ ἴδιος δέν ἤθελε νά ἐκδοθοῦν, γιατί θεωροῦσε τίς ὁμιλίες του φτωχικές ἀπό πλευρᾶς ὁμιλητικῆς, ρητορικῆς. Τελικά ὅμως τό δέχθηκε γιά δύο λόγους: γιά νά ὠφελοῦνται οἱ πιστοί καί γιά νά μήν ἀλλοιωθεῖ στό μέλλον τό πνεῦμα τῆς διδαχῆς του. Τά γραπτά του κείμενα ὡστόσο ἔχουν ἄρτια μορφή καί ἄριστη συνοχή, ἰδίως αὐτά πού δημοσίευσε ὁ ἴδιος.

Προσωπικότητα

   Ὁ π. Συμεών πάνω στό γραφεῖο του εἶχε γραμμένες σέ ξεχωριστό χαρτί τρεῖς λέξεις: ταπείνωση, ἀφάνεια, σιωπή. Αὐτά ἦταν τά πιό βασικά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς του. Δέν τοῦ ἄρεσαν οἱ ἔπαινοι καί οἱ κολακεῖες καί ἀπέφευγε τίς δημόσιες προβολές. Ἐπειδή εἶχε τήν κατά Θεόν ταπείνωση, δέν ἐπηρεαζόταν ἀπό τίς ἐκφράσεις εὐγνωμοσύνης τῶν ἀνθρώπων. Πολλοί ἐκδήλωναν τίς εὐχαριστίες τους γιά τίς πνευματικές εὐεργεσίες καί τίς φανερές εὐλογίες στή ζωή τους, ἀλλά ἦταν ἐντυπωσιακό ὅτι ὁ Πατήρ δέν αἰσθανόταν ὅτι ὁ ἴδιος ἔκανε κάτι, γιατί ἀπέδιδε τά πάντα στόν Θεό. Δέν γινόταν κάποια κίνηση τῆς ψυχῆς του πρός τόν ἐγωισμό ἤ πρός τήν ταπεινολογία. Τό μόνο πού ἔλεγε ἦταν: «Ὅλα ὁ Θεός τά κάνει».

Πολλές φορές ὁ π. Συμεών, παρακινούμενος ἀπό ἀγάπη νά διδάξει τό ἀληθινό πνεῦμα, ἐνεργοῦσε μέ διάκριση ἀπευθύνοντας λόγους πού συντελοῦσαν στήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος. Οἱ λόγοι αὐτοί πλήγωναν τή φιλαυτία τῆς ἀκατέργαστης καρδίας τοῦ ὑποτακτικοῦ πού συχνά ἀντιδροῦσε μέ στενόχωρη συμπεριφορά. Τότε λοιπόν, ἐνῶ ἡ στενόκαρδη ἐνέργεια τοῦ ὑποτακτικοῦ τόν προκαλοῦσε, ὁ Πατήρ μέ ἱλαρότητα ὑπέμενε τήν ἀντίδραση καί παρέμενε ἤρεμος διδάσκοντας τό βίωμα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν πῶς ἀντέχει τά παθήματα καί τίς στενόχωρες ἐνέργειες ἀγνωμοσύνης τῶν ἀγαπητῶν του τέκνων, ἀπαντοῦσε: «Ἄν δέν πίστευα ὅτι ὁ Θεός σᾶς φέρνει ἐδῶ, ὅπως κι ἐμένα μέ ἔφερε ἐδῶ, δέν θά ἄντεχα».

Ὅταν ἦταν νεώτερος, φαινόταν λίγο ἀπόμακρος καί αὐστηρός. Ὅμως κατά τήν ἐξομολόγηση καί τήν πνευματική καθοδήγηση ἔδειχνε πηγαία ἀγάπη καί συμπόνια πρός τόν ἐξομολογούμενο. Ἄκουγε ἀνεπηρέαστος καί τήν πιό βαριά ἁμαρτία. Διέκρινε μέ τήν ἀκρίβεια τοῦ πνεύματος τῶν πατέρων καί τή λεπτότερη ἁμαρτητική κίνηση τῆς ψυχῆς καί συγχρόνως συνέπασχε καί παρηγοροῦσε μέ ἐπιείκεια. Τό ἀγαθό του βλέμμα μέ τά γαλανά μάτια του ἐξέπεμπε βεβαιότητα γιά τή συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ καί οἱ λόγοι του ἐλπίδα καί ἐμπιστοσύνη πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅσο γήρασκε, γινόταν ὅλο καί πιό προσηνής.

Ἐπειδή εἶχε καί γνώσεις ψυχολογίας, διέβλεπε τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις. Μέ διάκριση ἀποκάλυπτε μόνο αὐτά πού μποροῦσε νά ἀντέξει ἡ πονεμένη καρδία τῶν ἐξομολογουμένων. Οἱ προσερχόμενοι αἰσθάνονταν πολύ γρήγορα τήν ταπεινή ἀγάπη του καί εὔκολα ἄνοιγαν τήν καρδιά τους. Ἄλλοι τόν θεωροῦσαν αὐστηρό, ἐπειδή δέν χαριζόταν στό θέλημά τους, καί ἄλλοι συντρίβονταν ἀπό τήν αἰσθητή εὐσπλαχνία του. Δέν ἐπέτρεπε προσκολλήσεις καί ἐνεργοῦσε πάντα μέ διάκριση διδάσκοντας τή φιλάνθρωπη ὑπακοή. Ἀπό τή μιά ἔβλεπε τή συμπλεγματική καί φιλαμαρτήμονα διάθεση τοῦ ἀδελφοῦ καί ἀπό τήν ἄλλη προσπαθοῦσε νά ἐμπνεύσει τήν ἀγάπη πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν πονηρή αὐτοδικαίωση.

Καθόταν μέ τίς ὧρες στό ἐξομολογητήριο καί ἀκούραστα ἄκουγε τά παθήματα τῶν ἀνθρώπων. Γιά νά ἀποφεύγονται οἱ ἐξιστορήσεις παρελκυστικῶν γεγονότων, συμβούλευε νά γράφουν γράμματα, πρίν ἔλθουν στήν ἐξομολόγηση. Τά διάβαζε τίς βραδινές ὧρες καί θυμόταν ὅλες τίς λεπτομέρειες. Τό γραπτό κείμενο γινόταν καθρέπτης τῆς ψυχῆς, καί ὁ Πατήρ μέ τήν ἐμπειρία του μποροῦσε νά διαγνώσει ἀκόμη καί ἀπό τόν γραφικό χαρακτήρα λεπτομέρειες τῆς προσωπικότητος. Τήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως μιλοῦσε μέ ἔνθερμη ἀγάπη, καί τά δάκρυα τῶν ἐξομολογουμένων, ἄλλοτε συναισθηματικά καί ἄλλοτε μετανοίας, τοῦ σπάραζαν τήν καρδιά. Ἀλλά πάντα ἀγκάλιαζε τόν ἀνθρώπινο πόνο μέ τούς λόγους πού πήγαζαν ἀπό τά βιώματα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος: «Κατά τήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως δέν κατεβαίνω ἁπλῶς στό ἐπίπεδο τοῦ ἄλλου, γιά νά συμπάσχω, ἀλλά βρίσκομαι πιό κάτω ἀπό τόν καθένα, γιά νά τόν στηρίξω ὡς ὁμοιοπαθής».

Ὅταν λειτουργοῦσε, εἶχε μιά ἀρχοντική εὐλάβεια καί ἀγαποῦσε τήν εὐταξία. Βίωνε τά νοήματα τῶν εὐχῶν καί τῶν τροπαρίων, χωρίς ἐπιφανειακούς συναισθηματισμούς. Εἶχε σταθερή φωνή καί οἱ ἐκφωνήσεις του ἐξέφραζαν τόν καημό καί τόν πόνο. Συνεχῶς εἶχε θέματα πού τόν ἀπασχολοῦσαν, ἀλλά τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας τά ἄφηνε ὅλα στόν Θεό. Τοῦ ἄρεσε ἡ κατανυκτική καί ζωντανή ψαλμωδία καί διηύθυνε μέ ἁπλό τρόπο τή συμψαλμώδηση εἴτε μέ τούς συλλειτουργοῦντες ἱερεῖς εἴτε μέ τόν λαό, ὅταν ταίριαζε. Ἔβγαινε στήν Ὡραία Πύλη καί συνέψαλλε τά ἀντίφωνα καί τό «Ἅγιος ὁ Θεός» τοῦ Καλογήρου.

Ἀγαποῦσε καί εὐλαβοῦνταν ἰδιαιτέρως κάποιους ἁγίους. Ἐπειδή αἰσθανόταν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή του ζωή, θαύμαζε πολύ τόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν Πάγκαλο, ὁ ὁποῖος τήν ὥρα τοῦ ὠμοῦ πειρασμοῦ εἶπε: «Πῶς ποιήσω τό ῥῆμα τό πονηρόν τοῦτο καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» Ἐπειδή βίωνε μέ καρτερική ὑπομονή καί ταπείνωση τίς πτώσεις καί τίς κακίες τῶν ἀνθρώπων, συμπαθοῦσε πολύ τόν ἅγιο Στέφανο, πού ἔδειξε κατά Θεόν συγχωρητικότητα τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. Ἐπειδή βίωνε τήν ἱερατική του διακονία ὡς θυσιαστική προσφορά χάριν τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, τιμοῦσε τόν ἅγιο Ἰγνάτιο γιά τή γενναιότητα καί τό θυσιαστικό του πνεῦμα κατά τήν πορεία του πρός τό μαρτύριο στή Ρώμη. Ἐπειδή ποθοῦσε τήν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, εὐλαβεῖτο τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, πού ἀγωνίσθηκε καί συκοφαντήθηκε γιά τήν ἀκρίβεια τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Ξεχώριζε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Δημήτριο καί τήν ἁγία Αἰκατερίνη γιά τήν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Θαύμαζε τή μετάνοια καί τήν ἀλλοίωση τοῦ Ληστοῦ. Συναρπαζόταν ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωση τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς πρός τόν Κύριο, «ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτά δαιμόνια (ὁ Κύριος)». Ἀναφερόταν συχνά στή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Ὅλους τούς ἁγίους τούς τιμοῦσε καί διάβαζε συνεχῶς τά πατερικά ἔργα, γι᾿ αὐτό ἤθελε νά ἔχει στή βιβλιοθήκη του ὁλοκληρωμένες τίς σειρές τῶν ἐκδόσεων τῆς Πατρολογίας. Ὅμως βρῆκε ὅλη τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί κατά κάποιον τρόπο ὅλα τά βιώματα τῶν ἁγίων πατέρων στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Πλησίον τοῦ π. Τιμοθέου ἔμαθε γιά τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου, ἀλλά ἀπό τότε πού ἔγινε ἡ μοναχική του κουρά καί πῆρε τό ὄνομά του, ἀγάπησε ὑπερβαλλόντως τόν ἅγιο Συμεών. Δέν ἤθελε νά ἀποκαλύψει τό πῶς, ἀλλά τόνιζε ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών τοῦ ἄνοιξε τόν δρόμο πρός τή θεία λατρεία, πρός τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ὕπαρξη τῶν δύο Ἡσυχαστηρίων πού ἵδρυσε, τήν ἀπέδιδε στόν ἅγιο Συμεών. Ἀνέφερε συχνά χωρία καί παραδείγματα ἀπό τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου, ἀλλά τό βασικό ἦταν ὅτι ἡ ὅλη του διδασκαλία ἦταν διαποτισμένη ἀπό τά βιώματα καί τά νοήματα τοῦ ἁγίου Συμεών. Κυρίως δύο ἦταν οἱ ἀλήθειες πού τόν ἐπηρέαζαν: ἡ ἔμπρακτη ὑπακοή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου στόν πνευματικό του καί ἡ δι᾿ αὐτῆς ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ βίωση τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «αἰσθητῶς, γνωστῶς».

Ἰδιαιτέρως τιμοῦσε καί εὐλαβεῖτο τήν Παναγία. Ἀναφερόταν μέ συγκίνηση στή ζωή της καί τόνιζε τήν ἁγνότητα καί τήν ἀπόλυτη ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάποιες φορές τοῦ ἔφευγαν δάκρυα, καθώς ἑρμήνευε τόν διάλογο τῆς Θεοτόκου μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ κατά τόν Εὐαγγελισμό. Τόν συνεῖχαν τά λόγια της Παναγίας «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμά σου» καί ἡ ζωή του ἦταν διαποτισμένη ἀπό τό παράδειγμά της. Ἀγαποῦσε πολύ τόν μικρό καί τόν μεγάλο παρακλητικό κανόνα πρός τήν Παναγία, ὅπως ἐπίσης τόν ἀγγελικό ὕμνο «Ἄξιόν ἐστιν». Εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι ἡ Παναγία εἰσακούει τούς καημούς τῶν ἀνθρώπων καί τιμοῦσε τήν εἰκόνα τῆς Γοργοεπηκόου.

Ἦταν συγκινητικό πῶς ζοῦσε ὅλα τά γεγονότα τοῦ ἑκουσίου πάθους τοῦ Χριστοῦ τή Μεγάλη Ἑβδομάδα παρ᾿ ὅλη τήν κόπωση ἀπό τή συνεχή ἐξομολόγηση. Ἀγαποῦσε πολύ ὅλες τίς ἀκολουθίες καί ἰδίως κάποια ἰδιόμελα, ὅπως τό «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος», τό ἀργό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς καί τό κάθισμα «Ἤθελον δάκρυσιν ἐξαλεῖψαι». Ἔψαλλε κατανυκτικά τό «Σήμερον κρεμᾶται», καθώς ἔβγαινε μέ τόν ἐσταυρωμένο. Συνέπασχε ὁλόκληρος, καθώς βίωνε ὅτι ὁ Χριστός πόνεσε πάνω στόν Σταυρό. Στή δέ πασχαλινή ἀκολουθία ἔλαμπε ὁλόκληρος ἐκπέμποντας τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Κρατοῦσε τή λαμπάδα του πού φώτιζε τά κατάλευκα γένια του καί ἔψαλλε τό «Χριστός ἀνέστη» σέ χαμηλό τόνο μέ τό γλυκό του ὕφος.

Συγκλονιζόταν, ὅταν μετά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου κανοναρχοῦσε τό τροπάριο «Τόν ἥλιον κρύψαντα». «Τοῦτον τόν ξένον» ἔψελνε καί βίωνε «ψυχῇ τε καί σώματι» τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Χριστοῦ ὡς ξένου ἀπό τούς ἀνθρώπους, γιά τούς ὁποίους ἔπασχε ἑκουσίως ἀπό ἀγάπη. «Τοῦτον τόν ξένον» ἐπαναλάμβανε αἰσθανόμενος τήν ξενιτεία τοῦ Χριστοῦ, ἀναλογιζόμενος καί τή δική του ξενιτεία, καθώς καί ὁ ἴδιος, ἐνῶ ζοῦσε μέ ἀληθινή ἀγάπη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἔμενε μόνος ὡς μόνος πρός τόν Θεό. Μέ συντριβή ἔφτανε στόν στίχο «ὦ υἱέ καί Θεέ μου, εἰ καί τά σπλάγχνα τιτρώσκομαι καί καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορῶσα», καθώς ἔνιωθε τόν μητρικό πόνο τῆς Παναγίας πού ἔβλεπε μπροστά της τόν νεκρωθέντα Χριστό. Ὅταν ὅμως ἔφτανε στό τέλος, «ἀλλά τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω», ἔλαμπε τό πρόσωπό του, γιατί ὅλα αὐτά δέν τά βίωνε μέ ἀρνητική θλίψη ἀλλά μέ τήν πίστη στήν ἀγάπη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. 

Κανείς δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθεῖ τούς θρήνους τῆς ψυχῆς του καί τούς ἐσωτερικούς καημούς του. Μέ γενναιότητα ἀντιμετώπιζε τίς θλίψεις καί τούς πόνους ἀπό τά παθήματα καί τίς κακίες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό κέντρο τῆς δικῆς του ζωῆς, καί θυσίαζε συνεχῶς τό θέλημά του ὑποτασσόμενος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στίς ἀπαιτήσεις τῶν ἀνθρώπων πού προσέτρεχαν σ᾿ αὐτόν μέ ἀγωνία. Ἦταν στοργικός πατέρας καί ἀπλανής διδάσκαλος, ἐπειδή πρῶτα ὁ ἴδιος εἶχε πνεῦμα μαθητείας πρός τόν Χριστό καί πρός ὅλους τούς ὑποτακτικούς του, καθώς ὡς ὁ διακονῶν ἀνεχόταν καί σήκωνε στούς ὤμους του ὅλες τίς δύσκολες καταστάσεις τους. Ὡς ἄνθρωπος ὑπακούων στό ἀναστάσιμο κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τήν ἄρση τῆς σταυρικῆς του διακονίας ζοῦσε συνεχῶς καί τήν ἀναστάσιμη χαρά. Στό πρόσωπό του ἔβλεπε ὁ καθένας τήν οὐράνια χαρά καί τήν ἠρεμία τοῦ ἀνθρώπου πού βιώνει συνεχῶς τήν ἀνάπαυση καί τή γλυκύτητα ἀπό τήν ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ὅλη του ἡ ζωή ἦταν μιά μαρτυρική διακονία ἀγάπης πρός τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, καθώς θυσίαζε τή ζωή του γιά τόν Χριστό βιώνοντας τόν λόγο τοῦ τιμίου Προδρόμου «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι». Πονοῦσε, καθώς παρατηροῦσε ὅτι οἱ σύγχρονοι χριστιανοί ζοῦν μέ κοσμικό φρόνημα, σάν ἀβάπτιστοι, καί θεωροῦσε ἐγκατάλειψη Θεοῦ τό ὅτι δέν ἀνταποκρίνονται στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό ἀναφερόταν συχνά στήν προσευχή τοῦ πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, πού ἀπέδιδε τά αἴτια τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως στήν ἁμαρτία καί στήν ἀμετανοησία τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι ἐγκατέλειψαν τόν Θεό. Ὅμως, ὁ π. Συμεών πάντα κατέληγε στήν εὐσπλαχνία τοῦ «ἀνυπερήφανου» Θεοῦ. Δίδασκε ὅτι οἱ χριστιανοί δέν πρέπει νά φοβοῦνται, ἀλλά ἀναλαμβάνοντας τήν εὐθύνη τῶν ἁμαρτιῶν τους νά βλέπουν θετικά τήν ὅλη πτώση τους ὑπομένοντας καρτερικά τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως διά τῆς μετανοίας. Χαιρόταν, ὅταν διαπίστωνε ὅτι οἱ πιστοί ἔδειχναν διάθεση νά ταπεινωθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ὅσοι τόν ἔζησαν ἀπό κοντά γνώρισαν ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ μέ πολλά χαρίσματα κρυμμένα μέσα στήν ταπείνωση. Ὁ Πάτερ ἦταν ἄνθρωπος προσγειωμένος, μέ σπάνια αὐτοσυνειδησία. Λόγῳ τῆς φιλαληθείας του εἶχε βαθιά αὐτογνωσία καί ὡς ἐκ τούτου ἔβλεπε εὔκολα στόν ἑαυτό του καί ἔπειτα στούς γύρω του καί ἀντίστροφα πολλές πτυχές τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχε ὑψηλή εὐφυΐα, συναισθηματική νοημοσύνη, παρατηρητικότητα καί ἐκλεπτυσμένη ἀντιληπτική ἱκανότητα. Τόν ἀνέπαυε νά γίνονται τά πράγματα ὄμορφα καί καλαίσθητα ἀλλά ὄχι ἐξεζητημένα. Ἐπειδή ὁ ἴδιος ἔτσι τό βίωνε, ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει χάρη Θεοῦ ὁτιδήποτε φτιάχνει εἶναι χαριτωμένο, διακριτικό καί μέ μέτρο. Αὐτό φαινόταν σέ ὅλες τίς ἐνέργειές του, ἀπό τόν τρόπο πού ἄνοιγε καί διάβαζε τά γράμματα καί τά σημειώματα τῶν πιστῶν ὥς τίς ἐπιλογές σέ θέματα ἀρχιτεκτονικῆς καί κηπουρικῆς. Τοῦ ἄρεσε μέ μεράκι νά ἐργάζεται στόν κῆπο καλλιεργώντας τά δένδρα, τά λαχανικά καί τά λουλούδια. Εἶχε δυνατά χέρια καί συνήθιζε νά κλαδεύει μέ τό πριόνι καί τό κλαδευτήρι.

Τό πρόγραμμά του ἦταν ἐξαντλητικό, ὁ ὕπνος του ἄστατος καί συχνά ἐλάχιστος. Ὅσο ἦταν καλά στήν ὑγεία του ἀκολουθοῦσε αὐστηρῶς τίς νηστεῖες τοῦ μοναχικοῦ προγράμματος καί κάποιες φορές κατά τήν Καθαρά Ἑβδομάδα συνέχιζε τό «τριήμερο» ὥς τήν Παρασκευή. Τίς καθημερινές ἀκολουθίες τίς παρακολουθοῦσε ἀπό τήν ἀρχή, παρ᾿ ὅλη τήν κούραση τοῦ νυχθημέρου προγράμματός του, ἐφόσον βέβαια τό ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις του καί οἱ ὑποχρεώσεις του. Συνήθιζε νά προσεύχεται μέ τή μονολόγιστη εὐχή, γιά τήν ὁποία ὁμιλοῦσε πολύ συχνά. Συγχρόνως ὅμως ἦταν καί πολύ ἀνθρώπινος καί τοῦ ἄρεσε νά ἐνημερώνεται γιά τήν ἐπικαιρότητα καί μάλιστα μάθαινε λεπτομέρειες ἀπό διαφορετικές πηγές. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Οἱ πνευματικοί πρέπει νά εἶναι κατηρτισμένοι σέ ὅλα τά θέματα τῆς ζωῆς, γιά νά εἶναι σέ θέση νά κατανοοῦν τούς ἀνθρώπους καί νά τούς βοηθοῦν ἀνάλογα». 

Ἦταν ἄνθρωπος πνευματώδης, μέ αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ, μέ ἀρχοντική συμπεριφορά, καί σέ συνδυασμό μέ τήν ἁπλότητα καί τήν ταπείνωσή του γινόταν πολύ εὐχάριστος στήν καθημερινή του συναναστροφή. Οἱ κινήσεις του ἦταν ἁρμονικές καί σέ ὅλα εἶχε τό μέτρο, τό δέ γέλιο του ἦταν πολύ χαριτωμένο. Ἀστειευόταν συχνά καί κάποιες φορές μέ πολύ σεμνό τρόπο ἀναφερόταν «πειρακτικά» σέ ὅσους ἐπιδέχονταν, ἰδίως στούς νεώτερους. Τοῦ ἄρεσε νά συζητάει γιά ὅλα τά θέματα, ἀπό τά πιό πνευματικά ὥς καί θέματα σχετικά μέ τήν ἀστρονομία καί τή φυσική. Ἐντυπωσιαζόταν ἀπό τίς γνώσεις καί τά χαρίσματα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά χωρίς μειονεκτικότητα θεωροῦσε ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει χαρίσματα. 

Αὐτό, ὅμως, πού ἦταν πολύ χαρακτηριστικό, ἦταν ὅτι γρήγορα μετέφερε τόν λόγο στά πνευματικά. Ἐπειδή εἶχε συνεχῶς τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, μέ ὁποιαδήποτε ἀφορμή κατέληγε στά πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τά προσφιλή του θέματα πρός συζήτηση ἦταν ἡ αὐτογνωσία, ἡ ὑπακοή καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος του ἦταν πάντα θετικός καί ἐποικοδομητικός καί ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη συνέπασχε μέ τόν ἀδελφό γιά τήν ἄγνοιά του καί τήν ἀρνητικότητά του. Ἦταν ἐντυπωσιακό πώς, ἐνῶ πολλές φορές ὁ ἀκροατής ἀνησυχοῦσε γιά ἕνα ζήτημα, ὁ Πατήρ ἀπαντοῦσε σέ ἄλλη βάση, καί στήν ἀρχή ἔμοιαζε ὅτι ἔμενε ἀναπάντητο τό ἐρώτημα. Στή συνέχεια, ὅμως, ἡ συζήτηση κατέληγε στήν οὐσία τοῦ θέματος, πού ἦταν μιά ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία καθόλου δέν πήγαινε ὁ νοῦς τοῦ ἀκροατῆ. Ὁ Πατήρ δέν ἔμενε στή θεωρητική πλευρά τῶν ἀληθειῶν, ἀλλά πάντα ἐξηγοῦσε τόν τρόπο τῆς πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τους. Ἐπειδή ὁ ἴδιος βίωνε τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμενος ὅτι ἀναφέρεται πρωτίστως στόν ἑαυτό του μετέδιδε καί στήν πιό ἀκατέργαστη ψυχή τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μποροῦσε νά ἀλλάξει καί νά μετανοήσει ἡ πρόθυμη καρδία.

Εἶχε σαφήνεια στόν λόγο του καί χρησιμοποιοῦσε ἁπλή ἀλλά ἀνωτέρου ἐπιπέδου γλώσσα. Ἀγαποῦσε τήν ἀρχαία ἑλληνική καί προτιμοῦσε νά διαβάζει τά συγγράμματα τῶν πατέρων στό πρωτότυπο. Εἶχε εὐχέρεια νά μεταφράζει μέ ἀκρίβεια τά ἁγιογραφικά καί τά πατερικά κείμενα. Λόγῳ τῆς συναισθηματικῆς του νοημοσύνης κατανοοῦσε τήν ἀντιληπτική ἱκανότητα τοῦ ἄλλου καί μέ τόν πρακτικό του νοῦ προσάρμοζε τίς ἐμπειρίες καί τίς γνώσεις του, ὥστε νά γίνεται μεταδοτικός. Δέν τοῦ ἄρεσαν οἱ ἀλληγορίες, ἀλλά στήν ὁμιλία του χρησιμοποιοῦσε μεταφορικά παραδείγματα μέ εὔστροφο τρόπο. Δέν ἄφηνε νά καταλήξει ἡ συζήτηση σέ κάτι ἀπαισιόδοξο, ἀλλά τό συμπέρασμα ἦταν πάντα θετικό, ὅτι ὅποιος θέλει νά λυτρωθεῖ, πρέπει νά δεῖ εἰλικρινά τήν πραγματικότητα τοῦ ἑαυτοῦ του καί νά πάρει ταπεινή στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Παρ᾿ ὅλη τήν ἁμαρτωλότητά του ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά θελήσει, νά δείξει διάθεση νά ἀπαρνηθεῖ τό θέλημά του καί μετανοώντας νά ἐμπιστευθεῖ ἄνευ ὅρων τόν ἑαυτό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Διδασκαλία τοῦ π. Συμεών

   Ὁ π. Συμεών μέ τίς ὁμιλίες του δίδασκε γιά ὅλα τά θεολογικά καί πνευματικά θέματα. Ἑρμήνευε ἁγιογραφικά, λειτουργικά καί πατερικά κείμενα ἀναπτύσσοντας τά νοήματα κάθε στίχου. Ἔπαιρνε ἀφορμή ἀπό τά θεόπνευστα λόγια καί ἀνέλυε τίς πνευματικές ἀλήθειες πού σχετίζονταν μέ τούς προβληματισμούς καί τήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές ἀναφερόταν ἀνωνύμως σέ γεγονότα πού βίωνε στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ λόγος του ἦταν πυκνός νοημάτων, καί ἡ γλώσσα του ζωντανή καί ρεαλιστική, καθώς πήγαζε ἀπό τά προσωπικά του βιώματα. Εἶχε τήν εὐχέρεια νά ἐξηγεῖ καί τίς βαθύτερες θεολογικές ἔννοιες μέ ἁπλό καί κατανοητό τρόπο.

Στίς Λειτουργίες ἑρμήνευε τίς εὐαγγελικές καί κατά περίσταση τίς ἀποστολικές περικοπές. Στίς δεσποτικές καί θεομητορικές ἑορτές ἐξηγοῦσε τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς ἀναφερόμενος στά ἀναγνώσματα καί στούς σχετικούς λειτουργικούς ὕμνους. Στίς μνῆμες τῶν ἁγίων ἀνέλυε τό συναξάριο, ἐνῶ στίς ἑορτές τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀναφερόταν στή διδασκαλία τους. Στίς συνάξεις ἀνέλυε πιό συστηματικά τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη καί κάποια πατερικά κείμενα ἀναπτύσσοντας ἐνίοτε διάφορα παιδαγωγικά, ψυχολογικά καί κοινωνικά θέματα. Χρησιμοποιοῦσε παραδείγματα καί γεγονότα τῆς καθημερινότητος γιά νά ἐξηγήσει τίς ἀλήθειες σχετικά μέ ὅλα τά ζητήματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀπό τά πιό ὑψηλά δογματικά ὥς τά πιό ἁπλά καί πρακτικά. Συχνά ἀπαντοῦσε σέ ἐρωτήματα καί σέ λογισμούς τῶν ἀκροατῶν.

Ἡ διδασκαλία του ἀνέπαυε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί ἐνέπνεε τήν ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μέ τή γαλήνια φωνή του ἠρεμοῦσε τίς ψυχές τῶν ἀκροατῶν, ἐνῶ κάποιες φορές οἱ ἔντονες ἐξάρσεις ἐξέφραζαν τόν καημό καί τήν ἀγωνία του νά ἀφυπνίσει τήν ἀμαυρωμένη συνείδηση τῶν πιστῶν. Μέσα ἀπό τίς ὁμιλίες καί τήν πνευματική καθοδήγηση δίδασκε τή θεωρία τῆς χριστιανικῆς πίστεως· τό ἐντυπωσιακό ὅμως ἦταν ὅτι δέν ἔμενε στό «τί», ἀλλά ἐξηγοῦσε καί τό «πῶς». Ὁ πρακτικός του λόγος παρακινοῦσε τήν προαίρεση τοῦ ἀκροατῆ, ὥστε νά βάλει πνευματική ἀρχή καί νά ἐφαρμόσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή του ζωή.

Συνήθως ἄρχιζε ἀπό τήν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά τονίσει τήν κτιστότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί τήν κατά χάριν δυνατότητα ὁμοιώσεως πρός τόν Δημιουργό Θεό. Ἔδινε μεγάλη σημασία στήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά θεωρήσει ὡς δεδομένη τήν ἁμαρτητική του διάθεση καί τόν ἀγώνα πού πρέπει νά κάνει, ὥστε μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ νά βιώσει ἀπό αὐτή τή ζωή τόν οὐράνιο παράδεισο. Διευκρίνιζε ὅτι ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πρωτίστως μιά ἀνοησία καί τελικά μιά ἀνυπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σάν μιά ἄλλη προπατορική πτώση.

Ἕνα ἀπό τά βασικά στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας του ἦταν ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά συναισθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἡ αὐτογνωσία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί βασική της προϋπόθεση εἶναι ἡ εἰλικρινής διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος πασχίζει νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι αὐτάρκης καί ἀποφεύγει τήν ἐνασχόληση μέ τή γνώση τῶν παθῶν του. Προσπαθεῖ νά ἀπωθήσει τίς ἁμαρτίες του καί νά καλύψει τήν ἀμαυρωμένη συνείδησή του μέ τήν αὐτοδικαίωση καί τήν προβολή. Τά πάθη εἶναι οἱ βαθύτερες καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπινου «εἶναι», καί ὁ ἄνθρωπος διαπράττει τίς ἁμαρτίες ὡς ἐκδηλώσεις τῶν παθῶν. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μικρό μέρος τῆς πεπτωκυίας φύσεώς του, ἐνῶ τό ὑποσυνείδητο καί τό ἀσυνείδητο τῆς ψυχῆς παραμένουν ἄγνωστα. Ἐπειδή δέν θά ἄντεχε ὅλη τήν πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας του, ὁ Θεός τήν ἀποκαλύπτει σταδιακά κατά τό μέτρο τῆς ταπεινώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ π. Συμεών δίδασκε σχεδόν σέ κάθε ὁμιλία του ὅτι ἡ ὑπακοή εἶναι ὁ μόνος τρόπος νά ἀπεγκλωβιστεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀπό τή φιλαυτία του. Ἡ ἄνευ ὅρων ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί ἡ μαθητεία «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» σέ ἀπλανή πνευματικό πατέρα εἶναι ἡ λυτρωτική ὁδός, γιά νά μπορέσει ὁ συμπλεγματικός ἄνθρωπος νά παραδεχθεῖ τήν ἀχρειότητά του καί μέ ταπείνωση νά γίνει δεκτικός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ «παλαιός ἄνθρωπος», ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τή φιλαυτία καί τούς κλάδους της –φιληδονία, φιλοδοξία καί φιλαργυρία– εἶναι «εὐφυέστατος» καί παμπόνηρος. Παρακινούμενος καί ἀπό τόν διάβολο ὁ ἄνθρωπος προτιμάει νά μένει ὑποχείριο τῶν παθῶν καί δέν ἐπιθυμεῖ νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τίς παθολογικές καταστάσεις του. Ἀρνεῖται ἔτσι νά δεχθεῖ τή λύτρωση πού τοῦ προσφέρει ὁ Χριστός.

Ἐπειδή οἱ ἀκροατές ἦταν «καλοί χριστιανοί», ἀπό αὐτούς πού προσέρχονται σέ ἀκολουθίες καί συνάξεις, ὁ π. Συμεών μιλοῦσε συνεχῶς γιά τήν «καλή ἰδέα» πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους. Ἀπό μικρή ἡλικία οἱ χριστιανοί κτίζουν ἕνα «εἴδωλο», μιά ὑποκειμενική πραγματικότητα καί ἐκεῖ πάνω στοιβάζουν τά καλά ἔργα καί τίς γνώσεις τους. Αὐτό τό «εἴδωλο» εἶναι ριζωμένο στή φιλαυτία μέ συμπλεγματικούς δεσμούς. Ἀπό πλευρᾶς ψυχολογίας ἡ «ἰδεατή εἰκόνα» ἐπηρεάζει παθολογικά τήν ὅλη συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ ἀρρωστημένη φύση της δέν ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά δεῖ μέ διαύγεια τό βάθος τῆς ψυχῆς του. Ἡ «καλή ἰδέα» τελικά γίνεται ἐμπόδιο στήν πνευματική ζωή, καθώς ὁ ἄνθρωπος πασχίζει νά ἀποτινάξει τήν παθολογική πραγματικότητά του καί νά τήν ἀνατρέψει ἀγωνιζόμενος ἐγωιστικά, ἐνῶ ὁ Χριστός εἶπε: «Ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν».

Ἂν ὁ Μέγας Βασίλειος στήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς λέει «οὐ γάρ ἐποιήσαμέν τι ἀγαθόν ἐπί τῆς γῆς», πόσο μᾶλλον ἐμεῖς πού εἴμαστε πλήρεις ἁμαρτιῶν. Ὅ,τι ἀγαθό καί ἀληθινό ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, καί τό μόνο πού χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά δείξει διάθεση νά πιστέψει. Ὁ π. Συμεών ἔλεγε συχνά ὅτι ὁ σύγχρονος χριστιανός φυτοζωεῖ καί παραμένει στή μιζέρια του, ἐνῶ ἡ ἀληθινή χαρά ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχεται μέσῳ τῆς εὐπρόθυμης ὑποταγῆς στόν Χριστό. 

Ἡ ὑπέρβαση τῶν ψυχικῶν νόσων γίνεται, μόνο ἄν ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστευθεῖ κάποιον ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Γιά νά ἐξηγήσει πιό πρακτικά τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὑπακοῆς, ἀνέφερε συχνά τό παράδειγμα τοῦ ἀσθενοῦς. Ὅταν ἀσθενεῖ κάποιος, ἀλλοιώνονται οἱ αἰσθήσεις του, ὅπως ἡ γεύση, καί ὄντως αἰσθάνεται πικρό τό νόστιμο φαγητό. Πρέπει τότε νά δείξει ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτόν πού γνωρίζει ἐμπειρικά ὅτι τόν ἀγαπάει, γιά παράδειγμα στή μητέρα του, καί νά κάνει τήν ὑπέρβαση παραμερίζοντας τήν ἐμπιστοσύνη στή δική του λογική, δηλαδή στό τί αἰσθάνεται ὁ ἴδιος ἕνεκα τῆς ἀσθενείας του.

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ καί νά παραδεχθεῖ τό ἁμαρτωλό κατεστημένο του, μόνο ἄν δείξει εἰλικρινή ἐμπιστοσύνη χωρίς ψυχαναγκασμούς. Τότε τό σύμπλεγμα κατωτερότητος γίνεται ταπείνωση, ἡ κατάθλιψη γίνεται κατάνυξη καί ἡ ἀπογοήτευση καί οἱ τύψεις γίνονται μετάνοια. Χωρίς νά φύγουν αὐτά τά «στοιχειά», γίνονται ἔπειτα μέσα σωτηρίας. Παρατηρώντας συνεχῶς ὁ ἀνυπότακτος ἄνθρωπος τόν ἐγωισμό του κατανοεῖ ὅτι, μόνο ἄν ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά κάνει χῶρο στήν καρδία του, γιά νά εἰσέλθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅσο διαφεντεύει τό δικό του θέλημα στή ζωή του, δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ τό θέλημα τοῦ Κυρίου.

Ὁ Πατήρ προχωροῦσε σέ βάθος στό θέμα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἀσκήσεως καί ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται μέ τά πάθη καί καλεῖται νά βρεῖ τή διάθεση νά συσταυρωθεῖ μέ τόν Χριστό καί νά περάσει μέσα ἀπό τόν τάφο, γιά νά φτάσει στήν ἀνάσταση. Ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς δέν ἔχει σχέση μέ τά ἀνθρώπινα κατορθώματα. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ταπεινωθεῖ καί μέσῳ τῆς ὑπακοῆς νά κλαδευτεῖ, καί στό ἄγριο δένδρο τῆς ψυχῆς του νά μπολιαστεῖ ὁ Χριστός. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος πρέπει νά νεκρωθεῖ, καί ὡς ἀνακαινισμένος χριστιανός μόνο «ἐν τῷ Χριστῷ» μπορεῖ κανείς νά ζήσει. Γι᾿ αὐτό πολύ συχνά ἀνέφερε τό «ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός». Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει διαρκῶς τήν αἴσθηση τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, ὅπως στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἑνωμένη ἄρρηκτα μέ τή θεία φύση. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, δέν ἔχει διάθεση νά ἀγαπήσει τόν Χριστό καί ἀντιμάχεται τό θέλημά του. Ἀλλά ὁ Χριστός ἀπό ἀγάπη χαρίζει δωρεάν τή λύτρωση, ἐπειδή ἅπαξ θυσιάστηκε μέ τή σταύρωσή του αἴρων τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ὑποταχθεῖ ἐλεύθερα στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί νά γίνει κοινωνός τῆς θεανθρώπινης ζωῆς του «μένων ἐν τῷ Χριστῷ καί ὁ Χριστός ἐν αὐτῷ»· νά βιώνει δηλαδή τήν καθημερινή του ζωή μέ ταπείνωση καί ἀληθινή ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς καί συγχρόνως νά ζεῖ μέσα στή χαρά τοῦ Θεοῦ λέγοντας συνεχῶς: «Λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου».

Πολύ ἁπλά ἐξηγοῦσε ὁ π. Συμεών πῶς θά γίνουν πράξη ὅλα αὐτά στήν καθημερινή ζωή. Τόνιζε συχνά τό ἀπόφθεγμα τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου: «Νά ἀγαπᾶς κι ἄς μήν ἔχεις ἀγάπη, νά ταπεινώνεσαι κι ἄς μήν ἔχεις ταπείνωση». Μέσῳ τῆς ταπεινῆς συναίσθησης τῆς ἁμαρτωλότητος ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός ὀφείλει νά κρίνει καί νά συμπεριφέρεται μέ συμπάθεια καί κατανόηση καί τελικά μέ ἀληθινή ἀγάπη. Ὅταν αἰσθάνεται κανείς ὅτι εἶναι ὁμοιοπαθής, βλέποντας τήν πτώση τοῦ ἀδελφοῦ δέν ὁρμάει νά τόν μαλώσει ἤ νά τόν ἐλέγξει «ἀπό καθέδρας», ἀλλά ἀγωνίζεται νά συγκρατήσει τό πάθος του, καί ἄν δέν προλάβει, βλέπει τίς κινήσεις τῆς ψυχῆς του καί ταπεινώνεται ἐκζητώντας τή συγχώρηση. Βάζει κάθε λίγο ἀρχή καί, ὅσο βλέπει τίς ἀκατέργαστες καταστάσεις τῆς ψυχῆς του, συντρίβεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί παραδεχόμενος τή νέα πτυχή τῆς κακίας του κόβει μέ πόνο τό θέλημά του, γιά νά ἀναπαύσει τόν ἀδελφό. Κατά τό πνεῦμα τοῦ Γεροντικοῦ, ὁ Πατήρ προέτρεπε νά μήν ἀναβάλλουμε τήν ἀρχή τῆς μετανοίας, ἀλλά νά βάζουμε συνεχῶς ἀρχή βιώνοντας τό «νῦν ἠρξάμην». Ὁ μόνος τρόπος γιά νά δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τό δῶρο τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, εἶναι νά ἐνεργεῖ συνεχῶς κατά τό παράδειγμα τῆς ἐνδοτριαδικῆς ἀγάπης, ὅπως δηλαδή προσευχόταν ὁ Χριστός στή Γεθσημανῆ «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ».Τελικά ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἀπαρνούμενος τόν ἑαυτό του μπορεῖ νά εὐλογηθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὥστε νά γίνει ὄντως ἰσορροπημένος μέ ἀληθινή χαρά καί ἀγάπη στήν καρδία του.

Ἐπειδή ὁ ἴδιος περνοῦσε πολλές ἐπίπονες καταστάσεις, εἴτε ἀσθενώντας εἴτε εἰσπράττοντας στενόχωρες συμπεριφορές κακίας καί ἐγωισμοῦ ἐκ μέρους κάποιων ἀδελφῶν, δίδασκε ὅτι ὁ πόνος καί οἱ δυσκολίες εἶναι αἴτια ταπεινώσεως καί λυτρώσεως. Ὁ Θεός οἰκονομεῖ νά αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν ἀδυναμία του μέσα ἀπό τόν σωματικό πόνο καί τίς ψυχολογικές καταστάσεις πού βασανίζουν τήν ψυχή. Ἐπειδή ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος εἶναι σκληρόκαρδος καί στενόψυχος καί δέν παίρνει θετική στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπιτρέπει ὁ Θεός ταπεινωτικές καταστάσεις πού μαλακώνουν τήν καρδία. Ἑρμηνεύοντας τόν ἀποκαλυπτικό λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τόν ἅγιο Σιλουανό: «Κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν ἅδην καί μή ἀπελπίζου», διευκρίνιζε ὅτι ὁ Θεός πού οἰκονομεῖ τή δοκιμασία καί τό βίωμα τοῦ ἅδη, χαρίζει καί τό βίωμα τῆς ἐλπίδος.

Ὁ Πάτερ ὑπερτόνιζε τή συμμετοχή στή λειτουργική ζωή καί τήν ἀνάγκη τῆς γνώσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιά νά ἔλθει διάθεση μετανοίας στόν φιλήδονο ἄνθρωπο, πρέπει αὐτός νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό μέσα στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καί, μόνο ἄν ἀκούει καί ξανακούει τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀφυπνιστεῖ. Ἡ βίωση τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας γίνεται «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» καί, ὅπως δίδασκε ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, εἶναι ἀληθινή, ὅταν γίνεται «αἰσθητῶς». Γι᾿ αὐτό καί ἡ προσέλευση στή θεία Εὐχαριστία ἔλεγε ὁ π. Συμεών ὅτι πρέπει νά γίνεται «ἀξίως», δηλαδή μέ σχετική προετοιμασία, τακτική ἐξομολόγηση καί συναίσθηση τῆς ἀναξιότητος. Μόνο μέ αὐτόν τόν τρόπο μπορεῖ ὁ φυγόπονος ἄνθρωπος νά ἀγαπήσει τίς λυτρωτικές ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μόνο ὁ δεκάλογος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά ὅλα ὅσα ἐντέλλεται ἄμεσα ὁ Χριστός ἤ ἔμμεσα ὡς προτροπές πού προκύπτουν ἀπό τή διδασκαλία του. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει δικανικό χαρακτήρα οὔτε ὠφελεῖ, ἄν αὐτές τηροῦνται ἐξωτερικά. Κάποιες φορές οἱ χριστιανοί νομίζουν ὅτι τηροῦν τίς ἐντολές καί ἑπομένως ὁ Θεός ὀφείλει νά τούς εὐλογήσει. Ὁ πονηρός ἄνθρωπος ἀκόμη καί τή θεραπεία ἀπό τά ἐνοχλητικά πάθη τήν ἐπιζητεῖ, γιά νά βολευτεῖ καί νά γλιτώσει ἀπό τίς στενόχωρες συνέπειές τους. Γι᾿ αὐτό πρέπει μέ εἰλικρίνεια νά ἀποδεχθεῖ τή φιλαυτία του καί τήν ἠθελημένη ἄρνησή του νά ἀγαπήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ἀφεθεῖ νά τόν φωτίσει ὁ Θεός. Ὁ ἐμπιστευόμενος τόν ἑαυτό του στόν Χριστό ζεῖ «ἐν Χριστῷ» καί πηγαίνει πρός τόν Θεό ἀπογυμνωμένος ἀπό κάθε δικαίωμα καί κάθε «ἀρετή» του. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων δέν εἶναι γιά κάποιους πού εὐνόησε ξεχωριστά ὁ Θεός, ἀλλά γιά ὅλους τους πεπτωκότες ἀνθρώπους πού ἔχουν τή διάθεση νά μετανοοῦν καί νά γίνονται ὅλο καί πιό δεκτικοί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὥστε μέ τήν ἐλπίδα πρός τόν Χριστό νά βιώνουν ἀπό αὐτή τή ζωή τή χαρά καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Σέ μιά ἀπό τίς τελευταῖες πρακτικές του νουθεσίες ἔλεγε ὅτι, ὅταν μέσα στή θεία Λειτουργία ὁ ἱερέας εὐλογεῖ τόν λαό, μεταδίδει τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη τήν ὥρα ὁ κάθε χριστιανός δέν μπορεῖ νά μείνει ἀπαθής, ἀλλά πρέπει νά πάρει θέση, νά τοποθετηθεῖ σ᾿ αὐτή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἤ θά πεῖ «ναί» στόν Θεό καί θά γίνει δεκτικός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἤ θά πεῖ «ὄχι» στόν Θεό καί θά φύγει ἀπό τόν ναό ἀνεπηρέαστος. Ἀκόμη καί τότε, ὅμως, ἔχει σημασία νά αἰσθανθεῖ ὅτι εἶπε «ὄχι» στόν Θεό καί νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του ταπεινωμένος καί πιό ἀνεκτικός πρός τούς ἀδελφούς. Ἐν τέλει μόνο μέ τή θυσιαστική ἀγάπη καί τήν ὀδυνηρή ἐκκοπή τοῦ θελήματος, χωρίς ὅμως νά κάνει τό «θύμα», μπορεῖ ὁ χριστιανός νά ζεῖ στό σπίτι καί στήν ἐργασία του μέ ἀνάπαυση στήν ψυχή του. Καί ἡ ἀνάπαυση αὐτή εἶναι τοῦ Χριστοῦ κατά τό λόγιο «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν».

Καθώς ἔφθινε ἡ ὑγεία του, διάβαζε μέ τή βοήθεια τῶν ἀδελφῶν κεφάλαια ἀπό πατερικά ἔργα, καί ἡ ψυχή του διψοῦσε γιά τίς ἀλήθειες τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νά ἔχει χρόνια μπροστά του, γιά νά μπορεῖ νά διαβάζει ἀσταμάτητα. Ἔλεγε τότε: «Ἐσεῖς πού εἶστε νεώτεροι, νά διαβάζετε βιβλία, νά διαβάζετε τήν Ἁγία Γραφή, τά ἔργα τῶν πατέρων· μή χάνετε τόν καιρό σας. Οἱ ἀνθρώπινες γνώσεις χάνονται μαζί μέ τά κύτταρα τοῦ ἐγκεφάλου στόν τάφο, ἐνῶ οἱ γνώσεις καί τά βιώματα τοῦ Θεοῦ παραμένουν εἰς τόν αἰώνα. Ὡς ἄκτιστες ἐνέργειες δέν ὑπόκεινται στή φθορά καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι γνώσεις πού μένουν καί μετά θάνατον»

Ἀσθένεια καί κοίμηση

   Τήν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του τό ταλαιπωρημένο καί φιλάσθενο σῶμα του ἄρχισε βαθμιαῖα νά ἀποδυναμώνεται. Μέ πολύ κόπο συνέχιζε τήν ἐξομολόγηση τίς τρεῖς περιόδους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, Χριστούγεννα, Πάσχα καί Δεκαπενταύγουστο. Παρ᾿ ὅλη τήν προθυμία του γιά καθημερινές ὁμιλίες, ἄρχισε νά τίς ἐλαττώνει σέ συχνότητα καί σέ διάρκεια. Λειτουργοῦσε πιό ἀραιά καί κοινωνοῦσε μέ τό πετραχήλι του τίς ἡμέρες πού αἰσθανόταν ἀδυναμία. Συνέχιζε, ὅμως, νά προσφέρει ἐνεργῶς τήν πνευματική διακονία στήν Ἐκκλησία, ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ σωματικές του δυνάμεις.

Ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια, ἡ καρδία του πληρωνόταν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ παιδική του ἀγαθότητα δημιουργοῦσε μιά αἴσθηση γλυκύτητος. Τό γηρασμένο πρόσωπό του κατάλευκο ἔλαμπε ἀπό τήν ἀγάπη πρός τούς πάντες. Ἀκόμη καί ἄνθρωποι πού τόν συναντοῦσαν πρώτη φορά ὁμολογοῦσαν τήν ἀληθινή ἀγάπη τῆς ἀρχοντικῆς του καρδίας. Ὁ λόγος του ἀκόμη περισσότερο ἀκουγόταν ὡς λόγος σοφίας Θεοῦ. Ἡ ἐμπειρία τῆς πολυετοῦς διακονίας του τόν εἶχε ἀλλοιώσει, καί ὅποιος τόν πλησίαζε αἰσθανόταν τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τούς πνευματικούς λόγους καί τά σχόλια γιά τά γεγονότα τῆς σύγχρονης πραγματικότητος.

Ἡ καθημερινή εὐθύνη τῶν δύο μοναστικῶν ἀδελφοτήτων καί ἡ συνεχής ἐνασχόληση μέ τούς καημούς καί τά παθήματα τῶν ἀνθρώπων τόν ὠθοῦσαν νά ὁμιλήσει καί νά διαφωτίσει ἀκόμη πιό πολύ τά βάθη τῶν ψυχῶν. Αἰσθανόμενος ὅτι πλησιάζει τό τέλος, διάγοντας τήν ἔνατη καί τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του, ἤθελε νά ἀφήσει ὡς παρακαταθήκη τούς τελευταίους φωτισμένους λόγους του. Κάθε τόσο ἀνέφερε ὅτι «νά, σέ λίγο φεύγω ἀπό αὐτή τή ζωή καί θέλω νά ποῦμε τά πράγματα πιό ἀληθινά»· καί ὁ κόσμος τρόμαζε ἑρμηνεύοντας τά λόγια του ὡς προφητικά γιά ἄμεση ἐκδημία. Ὁ ἴδιος πάντως συνέχιζε ἀγόγγυστα νά ὁμιλεῖ καί νά ἐξομολογεῖ καί μάλιστα μέ περισσότερο καημό, αἰσθανόμενος τή σκληροκαρδία καί τήν ἀμετανοησία τῶν μαθητῶν του. Κατανοοῦσε ὅτι κάτι εἶχε γίνει ὅλα αὐτά τά χρόνια στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά δέν ἔβλεπε τήν καρποφορία πού θά ἀνέμενε ἀνθρωπίνως. Ὅμως μέ τήν ἐλπίδα του στόν Θεό ὁμιλοῦσε ὡς στοργικός πατέρας μεταδίδοντας τά μηνύματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι τόν ζοῦσαν ἀπό κοντά, αἰσθανόμενοι ὅτι ἀνά πᾶσαν στιγμήν μπορεῖ νά ἐπιδεινωθεῖ ἡ ὑγεία του, ἀγωνιοῦσαν γιά μιά τελευταία συνάντηση.

Ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά καταβάλλεται καί νά ταλαιπωρεῖται ἀπό σοβαρές ἀσθένειες. Πάντα τόνιζε πόσο σημαντικό εἶναι νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος «ἀνώδυνα καί ἀνεπαίσχυντα τέλη», ἀλλά ὁ Θεός οἰκονόμησε, ὅπως καί ἄλλες φορές στή ζωή του, νά ἐξαγιασθεῖ μέσα ἀπό τήν ὑπομονή στόν πόνο. Ἐκεῖνο πού σημάδεψε τά τέλη τοῦ Πατρός ἦταν ἡ τετραετής ἀσθένειά του. Στήν ἡλικία τῶν 86 ἐτῶν, στίς 28 Δεκεμβρίου τοῦ 2011, ὁ Θεός ἐπέτρεψε κάτι ἀναπάντεχο. Τή νύχτα πού σηκώθηκε, λόγῳ ὑπογλυκαιμίας ἔπεσε καί ἔμεινε ἀκινητοποιημένος γιά περίπου δύο ὧρες. Ἡ ἀναστάτωση πού ἐπῆλθε στόν ἐξασθενημένο ὀργανισμό του ἄλλαξε καθοριστικά τή ζωή του, καί εἰσῆλθε στήν τελευταία περίοδο, τή φθίνουσα πρός τόν θάνατο καί τήν ἀνοδική πρός τόν Χριστό, τόν ὁποῖο τόσο ἀγάπησε.

Τούς ἑπόμενους μῆνες ἔμελλε νά περάσει μιά μαρτυρική δοκιμασία. Ἕνας μετεωρισμός, ἕνα ἔντονο φούσκωμα δέν τόν ἄφηνε σέ ἠρεμία. Οὔτε νά κοιμηθεῖ μποροῦσε οὔτε νά φάει. Οἱ νύχτες ἦταν βασανιστικές, γιατί ξυπνοῦσε κάθε λίγα λεπτά μέ πόνο καί ταραχή. Αἰσθανόταν ὅτι ὁ Θεός εἰσακούοντας τίς προσευχές του οἰκονόμησε νά περάσει αὐτή τήν ἐπώδυνη κατάσταση, γιατί, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἔνιωθε ὡς ὁ πιό ἁμαρτωλός ἀπό ὅλους. Ἀφοῦ εἶχε ἀποκάμει τόσα χρόνια ἀπό τά παθήματα καί τούς πόνους τῶν ἀνθρώπων πού φορτώθηκε στόν τράχηλό του, ἦλθε καί αὐτή ἡ φοβερή ἐμπειρία μέ τά συμπτώματα τῶν διαφόρων ἀσθενειῶν πού ἀλληλεπιδροῦσαν στό ἀσθενικό του σῶμα, γιά νά βιώσει τήν ἄκρα ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς νά χάνει τήν ἐλπίδα του πρός τόν Χριστό, βίωνε ἀνθρωπίνως μιά ἐγκατάλειψη. Ἀκόμη καί τό φαγητό γινόταν βασανιστικό. Αἰσθανόταν ὅτι κανείς δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τί περνοῦσε. Περπατοῦσε ὑποβασταζόμενος καί ὑπήκουε σέ ὅλες τίς προτροπές τῶν πατέρων πού τόν διακονοῦσαν. Τό νευρικό σύστημα καταπονημένο ἀπό τίς πολλές ἐπίπονες ἐμπειρίες δέν μποροῦσε νά βοηθήσει καί νά μειώσει τήν αἴσθηση τῆς θλίψεως. Ζοῦσε, ὅμως, γιά ἄλλη μιά φορά τή λυτρωτική ἐνέργεια τῆς ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγε: «Δέν πρέπει νά γογγύσουμε. Ξέρει ὁ Θεός». Μέ δάκρυα μετανοίας καί συγχρόνως πόνου παρακαλοῦσε τόν Θεό καί τήν Παναγία νά ἄρει αὐτό τό μαρτύριο.

Ἡ λύτρωση ἦλθε ὡς θαῦμα τῆς Παναγίας τίς ἡμέρες τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 2012, καθώς τήν περίοδο αὐτή ἐπισκέφθηκε καί προσευχήθηκε μέ δάκρυα στήν Παναγία τῆς Μηχανιώνας. Τά συμπτώματα ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν καί σταδιακά μποροῦσε νά τρώει καί νά κοιμᾶται. Ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις του, πήγαινε στίς ἀκολουθίες παρακολουθώντας μέσα ἀπό τά βιβλία τά νοήματα τῶν εὐχῶν καί τῶν τροπαρίων καί συχνά ἀκουγόταν πού ἔκλαιε ἤρεμα μέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Σάν μικρό παιδί ὑποτασσόταν σέ ὅσα ἀποφάσιζαν οἱ πατέρες μέ τή βοήθεια τῶν ἰατρῶν καί μέ εὐγνωμοσύνη εὐχαριστοῦσε γιά τήν προθυμία τους. Ὁ ἴδιος σέ ὅλη του τή ζωή ὑπηρέτησε μέ τήν ἀληθινή ἀγάπη του καί διαφώτισε μέ τόν ταπεινό καί χαρισματικό του λόγο τούς πάντες καί τώρα δεχόταν ἀποδυναμωμένος νά ὑπηρετεῖται πλέον ἀπό τά ἴδια του τά παιδιά, ἀναμένοντας τήν ὥρα πού θά ἀνέβαινε στόν οὐρανό.

Μέ γενναιότητα ἀντιμετώπιζε τούς πόνους ἀπό τίς διακυμάνσεις τῆς ὑγείας του καί συχνά ἀνέφερε ὅτι βγῆκε πολύ καλό μέσα ἀπό ὅλη αὐτή τή δοκιμασία. Μίλησε γιά τό μαρτύριο αὐτό ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Ὅλο αὐτό πού μοῦ συνέβη, εἶναι τό καλύτερο πού ἔγινε στή ζωή μου. Πολύ μεγάλη εὐλογία, τόσο καλό βγῆκε. Τόσο ἔνιωσα τόν Κύριο νά μέ ἀγαπᾶ καί νά μέ κάνει νά τόν ἀγαπῶ καί νά κλαίω γιά ἐκεῖνον ἀκολουθώντας ἐκεῖνον!» 

Ἀπό αὐτό τό βῆμα ἐξεφώνησε καί τίς τελευταῖες ὁμιλίες, στίς ὁποῖες διάβαζε ἀπό τά ἔργα τοῦ π. Σωφρονίου Σαχάρωφ καί τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου σχολιάζοντας κάποιους στίχους. Ἀπό αὐτές τίς ὁμιλίες, ἀλλά κυρίως ἀπό τίς συζητήσεις μέ τούς πατέρες φαινόταν καθαρά ὅτι εἶχε πολλή διαύγεια, ἰδίως στά πνευματικά θέματα. Συνέχισε λίγες μικρές συνάξεις μέ φοιτητές καί στό πλαίσιο τῶν συνάξεων αὐτῶν περιέλαβε καί τήν ἐξομολόγησή τους. Ἔκανε σχεδόν κάθε ἡμέρα συνάξεις στήν ἀνδρική μοναχική ἀδελφότητα καί λίγες στή γυναικεία. Καταλάβαινε ὅτι δέν εἶχε τήν ἴδια συγκρότηση τοῦ λόγου ὅπως παλιά, ἀλλά συνέχιζε μέ πολλή ἀγάπη νά συζητάει περί πνευματικῶν θεμάτων. Συχνά ἐνθυμοῦνταν τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου γιά τήν ὑπακοή, μέ τήν εἰκόνα τοῦ ὑποτακτικοῦ πού προσπαθεῖ νά πιεῖ νερό ἀπό τίς πηγές, ἀλλά δέν τά καταφέρνει καί πληγώνει τά πόδια του στίς πέτρες, καθώς τά μάτια του δέν ἔχουν καθαρθεῖ.

Ἦταν φανερό ὅτι εἶχε στρέψει τόν νοῦ του ἀποκλειστικά στόν οὐρανό. Τόνιζε συχνά ὅτι πρέπει νά ἐνθυμούμαστε καί νά ἔχουμε κοινωνία μέ τούς κεκοιμημένους. Τό ἐξασθενημένο του πρόσωπο εἶχε μιά ἱλαρότητα καί μέσα στήν ἀσθένειά του ἐξέπεμπε γαλήνια χαρά καί ἀνάπαυση. Ἀρκοῦσε μόνο νά τόν βλέπεις. Τήν ὥρα τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» καί τῆς παρακλήσεως στήν Παναγία συγκινοῦνταν. Ἤθελε νά ἔχει δυνάμεις νά ἑρμηνεύσει λέξη πρός λέξη τά νοήματα. Ἀλλά τό ἀσθενικό καί γηρασμένο σῶμα του, παρ᾿ ὅλες τίς φροντίδες, εἶχε φτάσει πρός τό τέλος του. Ἕνα ἐκτεταμένο ἔμφραγμα ἦταν ἡ ἀρχή γιά τήν πορεία πρός τήν αἰωνιότητα.

Ἀπό τόν Μάρτιο τοῦ 2015, καθώς ἄγγιξε τόν θάνατο μέσα στή μονάδα ἐντατικῆς παρακολούθησης, αἰσθάνθηκε ὅτι ἀναχωρεῖ γιά τήν οὐράνια ζωή. Ἐπανῆλθε στό μοναστήρι, γιά νά περάσει κοντά στά παιδιά του τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Δέν χαμογελοῦσε καί ἐπικοινωνοῦσε μόνο γιά τά ἀπαραίτητα. Ἐλάχιστες συζητήσεις καί σύντομες ἐξομολογήσεις δεχόταν, χωρίς νά λέει πολλά. Τούς τελευταίους τέσσερις μῆνες λόγῳ κατάγματος καθηλώθηκε στό κρεβάτι καί μόνο μέ καροτσάκι ἔβγαινε δύο φορές τήν ἡμέρα. Οἱ πατέρες τοῦ παρεῖχαν ὅλη τή φροντίδα, γιά νά ἀναπαύεται καί νά μήν πονάει. Δέν ἤθελε πλέον νά τρώει καί γινόταν ἐμφανές ὅτι ἀναχωρεῖ γιά τήν ἄλλη ζωή. Ἔδινε τήν εὐχή του σέ ὅσους τόν πλησίαζαν καί κρατοῦσε τό χέρι μέ ἀγάπη, σάν νά ἤθελε νά πεῖ πολλά. Ὁ νοῦς του λειτουργοῦσε, ἀλλά τό ἐξασθενημένο σῶμα του δέν ἀκολουθοῦσε. Τίς τελευταῖες ἡμέρες σταμάτησε νά μιλάει καί δέν ἐπικοινωνοῦσε οὔτε μέ τά μάτια.

Ἔσβηναν καί οἱ ἐλάχιστες δυνάμεις τοῦ σώματός του, καί οἱ πατέρες διαισθάνθηκαν ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Τήν παραμονή συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ πατέρες καί οἱ ἀδελφές ἀπό τό γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο καί, ἀφοῦ τέλεσαν τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου, ἔψαλαν τόν παρακλητικό κανόνα τῆς Παναγίας καί τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί πῆραν τήν εὐχή του γιά τελευταία φορά. Ἀνέμεναν τήν ὥρα τῆς σεπτῆς του κοιμήσεως, καθώς ἔβλεπαν νά βαραίνει ἡ ἀναπνοή του. Ὅπως σέ ὅλη του τή ζωή ἔδινε ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔλιωνε σάν λαμπάδα γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, ἔτσι καί στήν κοίμησή του ἔσβηνε σιγά-σιγά, ἔσβηνε ἤρεμα, ὥσπου ἄφησε ἀθόρυβα τήν τελευταία του πνοή μέσα στό ἱλαρό φῶς τῆς αἰωνίου καταπαύσεως. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τά ξημερώματα τῆς 30ῆς Σεπτεμβρίου 2015.

Τό πρωί μεταφέρθηκε τό σκήνωμά του στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ὅπου τελέσθηκε Λειτουργία καί τρισάγιο. Τό βράδυ ἔγινε ὁλονύκτια ἀγρυπνία μέ τήν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κηδείας. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τελέσθηκε τό πρωί ἀπό τόν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο μέ τήν παρουσία ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καί πλήθους λαοῦ. Ἡ ταφή ἔγινε ἀπέναντι ἀπό τόν ναό στό κοιμητήριο, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος εἶχε ἐπιμεληθεῖ λίγα χρόνια πρίν τήν κοίμησή του. Στόν τάφο του χαράχτηκαν οἱ τρεῖς ἀγαπημένες του λέξεις: ταπείνωση, ἀφάνεια, σιωπή.

Ἡ ἀληθινή ἀγάπη του παραμένει χαραγμένη στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού τόν γνώρισαν, καί ἡ ταπείνωσή του ἀποτελεῖ ἀνεξίτηλο παράδειγμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅπως κάθε φωτισμένη καί ἁγία ψυχή δέν μένει «ὑπό τό μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπί τήν λυχνίαν καί λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ», ἔτσι καί ὁ π. Συμεών ἄφησε τή ζωή του ὡς φωτεινό δεῖγμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μολονότι πάντοτε ἐπεδίωκε νά παραμένει ἀφανής, ὁ ζωντανός λόγος του φανερώνει τίς ἐμπειρίες τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους τόν γνωρίζουν μετά τήν κοίμησή του. Ὅλοι μποροῦν νά γευθοῦν τίς βιωματικές ἀλήθειες πού περιέχονται στά ταπεινά βιβλία του καί πλέον στή νέα ἱστοσελίδα.