Ασκητικα
A+
A
A-

55. … γιά νά σωθοῦμε καί ὄχι γιά νά χαθοῦμε

… γιά νά σωθοῦμε καί ὄχι γιά νά χαθοῦμε

(ἀπό τό βιβλίο Τό μυστήριο τῆς σωτηρίας σσ. 130-149)

Θά παρακαλέσω καί σήμερα τήν ἀγάπη σας νά προσέξουμε. Ἐγώ πιστεύω ὅτι πρέπει νά λεχθοῦν αὐτά τά ὁποῖα λέμε, ὅπως ἐπίσης πιστεύω ὅτι πρέπει νά προσέξουμε, γιά νά τά καταλάβουμε. Γι᾿ αὐτό καί παρακαλῶ τήν ἀγάπη σας καί ἐφιστῶ τήν προσοχή ὅλων μας.

Ἡ δοκιμασία τῶν πρωτοπλάστων

Θά σᾶς θυμίσω ἀκόμη μία φορά ὅτι καί μέσα στόν παράδεισο οἱ πρωτόπλαστοι ἔπρεπε νά δοκιμασθοῦν. Ὁ Θεός τούς ἔπλασε ἀναμάρτητους, τούς ἔδωσε τά πάντα. Ὄχι ἁπλῶς δέν τούς ἔλειπε τίποτε, ἀλλά μέσα τους εἶχαν ἀναμαρτησία, ἁγνότητα, καθαρότητα, ἀθωότητα· δέν εἶχαν βέβαια ἀκόμη ἀποτετελεσμένη ἁγιότητα. Ἐπλάσθησαν «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, ἀλλά ἔπρεπε νά δοκιμασθοῦν μέσα στόν παράδεισο μέ τό ἄν θά τηρήσουν ἤ ὄχι τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γιά νά φθάσουν, τηρώντας τήν ἐντολή, στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Καί ἐνόσω τά ἔπαιρναν ἁπλά τά πράγματα, καθόλου δέν ἦταν δύσκολο νά ζοῦν μέ ἀθωότητα, μέ ἁγνότητα καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, μέ ἀνεμελιά μέ τήν καλή ἔννοια. Οὔτε κίνδυνος ὑπῆρχε ἀπό πουθενά οὔτε καμιά ἀπειλή οὔτε κάποιο ἐμπόδιο, ἐνόσω ἔμεναν σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο τούς εἶπε ὁ Θεός. Ἔτσι, καθόλου δέν μπῆκε ἄλλος λογισμός μέσα στό μυαλό τους, μέσα στήν καρδιά τους, ἤ κάποιος προβληματισμός. Τελείωσε· τό εἶπε ἔτσι ὁ Θεός; Ἔτσι εἶναι. Καί ἔβαιναν ὅλα καλῶς.
Ὁ Θεός βέβαια γνώριζε πόσο καιρό θά κρατοῦσε αὐτή ἡ δοκιμασία, ὥστε νά προχωρήσουν στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καί νά φθάσουν στήν τελειότητα ἐκείνη πού ἔπρεπε νά φθάσουν, καί νά μήν ὑπάρχει κίνδυνος νά πέσουν. Ὅμως δέν τήρησαν τήν ἐντολή. Τήν ὥρα τήν κρίσιμη, πού ἔρχεται ὁ διάβολος μετασχηματιζόμενος εἰς ὄφιν καί τούς λέει αὐτό πού τούς λέει, θά μποροῦσαν ἀπό τήν πρώτη στιγμή οὔτε κάν νά τόν προσέξουν, οὔτε κάν νά τόν ἀκούσουν καί νά μή δώσουν τήν παραμικρή προσοχή στά λόγια του. Ἔτσι, δέν θά ὑπῆρχε κανένας κίνδυνος καί κανένα πρόβλημα.
Ὅμως, προσέξτε, παρακαλῶ. Ἔδωσε ὁ Θεός στούς πρωτοπλάστους αὐτή τήν ἐντολή πού ἔδωσε, καί οἰκονόμησε ὁ Θεός νά ὑπάρχει ὁ διάβολος. Τόν ὁποῖο διάβολο δέν τόν ἔκανε ὁ Θεός διάβολο. Αὐτός ἦταν ἄγγελος καί ἔγινε διάβολος, διότι ἔκανε πιό μπροστά ὁ ἴδιος αὐτό πού πάει τώρα νά σπρώξει τήν Εὔα καί τόν Ἀδάμ νά κάνουν. Ὁ Θεός λοιπόν οἰκονόμησε νά ὑπάρχει καί ὁ διάβολος καί γνώριζε ὁ Θεός ὅτι θά ἔλθει ὁ διάβολος καί θά πεῖ αὐτά τά λόγια στήν Εὔα καί στή συνέχεια ἡ Εὔα στόν Ἀδάμ. Αὐτά τά γνώριζε ὁ Θεός, ἀλλά τά οἰκονομεῖ ἔτσι, γιά νά φανεῖ τί θά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Νά δείξει ἐπάνω στήν πράξη, νά δείξει τήν ὥρα τήν κρίσιμη, ἄν ἀγαπᾶ τόν Θεό ἤ δέν τόν ἀγαπᾶ, ἄν πιστεύει στόν Θεό ἤ δέν πιστεύει, ἄν ὑπακούει στόν Θεό ἤ δέν ὑπακούει.
Θά περνοῦσε ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό μιά δυσκολία, ὄχι γιατί τά ἔκανε ἔτσι ὁ Θεός, ἀλλά γιατί ἔτσι χρειαζόταν. Ὅπως ἀργότερα στήν Καινή Διαθήκη θά πεῖ ὁ Κύριος: «Ἀνάγκη ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα», πού τό ἀναφέραμε καί ἄλλη φορά. Ἰδού· ὅταν ἔπεσαν οἱ δαίμονες, μόνο τό τάγμα τοῦ ἑωσφόρου ἔπεσε. Οἱ ἄλλοι ἄγγελοι; Οἱ ἄλλοι, τά ἐννέα τάγματα, πέρασαν μιά δυσκολία, πέρασαν μιά κρίση, ἀλλά ἔμειναν σταθεροί, καί δέν ὑπῆρχε κανένα πρόβλημα. Καί ὄχι μόνο δέν ὑπῆρχε κανένα πρόβλημα, ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα ὁριστικά πλέον ξεπέρασαν αὐτό τόν κίνδυνο.
Θά μποροῦσαν νά ξεπεράσουν αὐτή τή δυσκολία ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα. Ἦλθε βέβαια ὁ ὄφις, ὁ διάβολος, εἰσηγεῖται αὐτά πού εἰσηγεῖται, ἀλλά θά μποροῦσαν νά μήν τόν πιστέψουν καθόλου, νά μήν τόν ἀκούσουν καθόλου. Δέν εἶχαν κανένα λόγο, δέν εἶχαν καμιά ἀνάγκη, νά τόν πιστέψουν. Ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, δέν ἄντεξαν αὐτή τή μικρή δυσκολία, πού δέν ἦταν τίποτε. Ἔπρεπε ἁπλῶς νά μείνουν πιστοί στόν Θεό καί ὑπάκουοι στόν Θεό. Δέν ἄντεξαν αὐτή τή δυσκολία καί παρασύρθηκαν ἀπό τή συμβουλή τοῦ ὄφεως, καί ἔγινε τό κακό πού ἔγινε.

Οἱ δοκιμασίες ὑπηρετοῦν τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου

Ἀπό κεῖ καί πέρα λοιπόν, ἀκριβῶς διότι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς διότι ὁ Θεός τελικά θέλει νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἐπέτρεψε καί οἰκονόμησε νά εἶναι ἔτσι τά πράγματα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά περάσει μέσα ἀπό δοκιμασία, νά περάσει μέσα ἀπό παιδεμό, μέσα ἀπό ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες πού ὁ Θεός οἰκονομεῖ, καί γενικότερα καί εἰδικότερα, γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι γιά νά χαθεῖ. Αὐτό τό πράγμα πρέπει νά τό καταλάβουμε καλά· γιά νά σωθεῖ. Δέν ὑπάρχει κανείς μετά τήν πτώση, μετά τήν ἁμαρτία, δέν ὑπάρχει κανείς ἀπό τά παιδιά τοῦ Ἀδάμ –ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τέκνα τοῦ Ἀδάμ– πού τελικά βρῆκε τήν ἀλήθεια καί σώθηκε, πού βρῆκε τόν Θεό καί ἔγινε παιδί τοῦ Θεοῦ, καί πού δέν πέρασε μέσα ἀπό δοκιμασίες, οἱ ὁποῖες εἶναι συγχρόνως συνέπεια τῆς πτώσεως, συνέπεια τῆς ἁμαρτίας.
Ἐάν, π.χ., ἡ γῆ εἶναι ἔτσι ὅπως εἶναι, καί ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν γίνονται σεισμοί κλπ. ἤ γενικότερα τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν θυμώνουν, ἄς ποῦμε ἔτσι, καί ἐκδηλώνονται ὅπως ἐκδηλώνονται, ἄν γενικά πάνω στή γῆ ὑπάρχει ἡ ἀναστάτωση, ὑπάρχει ἡ ἀγριότητα, ὑπάρχει ἡ ἐπιβουλή, ἄν μέσα στόν ἄνθρωπο τελικά εἶναι τά πράγματα ἔτσι ὅπως εἶναι –γιά νά μήν ξεχνοῦμε καί τά γονίδια– τά ἐπέτρεψε ὁ Θεός, τά οἰκονόμησε ὁ Θεός, ὅλα αὐτά.
Αὐτά πού ὑπάρχουν μέσα στόν ἄνθρωπο, κάποτε δέν τά γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι, καί σιγά-σιγά ὁ Θεός τούς φωτίζει νά τά ἀνακαλύπτουν. Χαίρονται οἱ ἄνθρωποι πού τά ἀνακαλύπτουν, πανηγυρίζουν καί δέν ὑποψιάζονται, ὅπως λέγαμε, ὅτι νά, τούς ἔδωσε δουλειά ὁ Θεός. Ἀλλιῶς τί θά ἔκαναν; Διότι, ἄν αὐτά πού ἀνακαλύπτουν εἶναι πάρα πολύ χρήσιμα, κι ἐμεῖς τώρα ζοῦμε σέ ἄλλους κόσμους, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ προηγούμενες γενεές, οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν στούς περασμένους αἰῶνες καί στίς περασμένες χιλιετηρίδες, ἀδικήθηκαν. Ὄχι. Δέν ἀδικήθηκε κανείς.
Ὁ καθένας σ᾿ αὐτό τόν κόσμο θά κάνει τόν κανόνα του, ὁ καθένας σ᾿ αὐτό τόν κόσμο θά σηκώσει τόν σταυρό του, ὁ καθένας σ᾿ αὐτό τόν κόσμο θά ζήσει τή ζωή αὐτή. Ὅπως ἔλεγε καί ἡ εὐχή τοῦ μνημοσύνου πού διαβάζαμε τό πρωί, εἶναι ἕνα χρέος ἡ ζωή. Ἦλθες στόν κόσμο; Τελείωσε· εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ζήσεις, ὄχι ὅσο θέλεις ἐσύ, ἀλλά ὅσο ἔχει κανονίσει ὁ Θεός. Καθένας λοιπόν θά ζήσει στήν ἐποχή του, στόν τόπο του, στίς συνθῆκες πού βρέθηκε καί, ἄν θέλετε, μέ τήν κληρονομικότητά του, μέ τήν ὅλη ψυχοσύνθεσή του, μέ τά γονίδια τά δικά του, μέ τό DNΑ πού, ἄς ποῦμε, ἔχουν τά δικά του γονίδια.
Ὅλα αὐτά τά οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεός, τά ἐπέτρεψε ἔτσι ὁ Θεός, γιά νά σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι· ὄχι γιά νά χαθοῦν. Ὅλα αὐτά τά ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ὄχι γιά νά ταλαιπωροῦνται οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἐπειδή ἀλλιῶς ὁ ἄνθρωπος δέν μπαίνει στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Καί ἀναμάρτητος νά εἶναι, φεύγει ἀπό τόν Θεό, ὅπως ἔκαναν οἱ πρωτόπλαστοι. Καί ἀγαθότατος νά εἶναι καί ἀθωότατος νά εἶναι καί ὅλα τά καλά νά ἔχει, φεύγει ἀπό τόν Θεό, ἀρνεῖται τόν Θεό, κάνει ἀνυπακοή στόν Θεό, δέν προτιμάει τόν Θεό καί προτιμάει τόν διάβολο.
Οἰκονόμησε ὁ Θεός ἔτσι τά πράγματα, ὥστε ἀρχικά ὁ ἄνθρωπος νά δοκιμασθεῖ λίγο. Δέν ἄντεξε στό λίγο ἐκεῖνο, καί ἔχασε τόν παράδεισο. Ἐπειδή νά, ἦλθε ὁ πειρασμός, ἦλθε ἡ δοκιμασία, καί δέν ἄντεξε. Δέν τοῦ φταίει ὁ διάβολος. Ὅπως λέγαμε ἄλλη φορά, οἱ Πατέρες βάζουν στό στόμα τοῦ Θεοῦ τά λόγια: «Ἔ, αὐτός κουτός εἶναι. Δέν καταλαβαίνει τί τοῦ γίνεται καί δέν ξέρει τό συμφέρον του ὅτι εἶναι ὡραῖα νά καθίσει ἐδῶ ὑπακούοντας καί ἀγαπώντας τόν πλάστη του καί νά χαίρει αἰωνίως κοντά στόν Θεό του. Θέλει νά παιδευτεῖ· νά πάει νά παιδευτεῖ, ἀφοῦ ἔτσι θέλει». Καί μᾶς ἔστειλε στήν ἐξορία αὐτή πού ζοῦμε τώρα.

Αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν
νά τά χρησιμοποιήσουμε, γιά νά ἁγιάσουμε

Ἐμεῖς τάχα προσπαθοῦμε ἀπό δῶ, προσπαθοῦμε ἀπό κεῖ, νά τή βελτιώσουμε τή ζωή καί νομίζουμε, ποιός ξέρει τί κάνουμε. Τί κάνουμε; Ἐάν δηλαδή θελήσει κανείς νά δεῖ τά πράγματα, νά δεῖ τήν ἀλήθεια, θά κάνει τή διαπίστωση ὅτι σάν νά εἶναι ἄμυαλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί γιατί ὅλ᾿ αὐτά; Ἀκριβῶς διότι δέν τά πιάνουν μέ τή σειρά τά πράγματα, δέν τά πιάνουν ἀπό τήν ἀρχή τους, ἀπό τήν ἄκρη τους· ὅπως πιάνεις μιά κλωστή ἀπό τήν ἄκρη καί προχωρεῖς καί ἐλέγχεις τήν ὅλη κλωστή. Χρειάζεται νά τά δοῦμε ἔτσι τά πράγματα, ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὅτι ὑπάρχει ὁ πλάστης, ὑπάρχει ὁ δημιουργός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔπλασε καί ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε καί οἰκονόμησε νά δοκιμασθοῦμε λίγο κι ἐμεῖς –ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα– καί δέν ἀντέξαμε. Καί μή νομίζουμε ὅτι, ἄν ἤμασταν ἐμεῖς, θά ἤμασταν καλύτεροι. Αὐτό, ἄν εἶσαι καλύτερος, μπορεῖς ἀμέσως τώρα νά τό ἀποδείξεις.
Πρέπει λοιπόν νά πάρουμε τά πράγματα ἔτσι, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεός, ὅτι ἔτσι ξεκίνησε ὁ ἄνθρωπος καί ἔτσι ξεκίνησε ἡ ζωή καί ὅτι ἄν παθαίνουμε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο ὅλα αὐτά πού παθαίνουμε, τά παθαίνουμε γιά τόν λόγο πού εἴπαμε, κι ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι ὄχι τάχα νά διορθώσουμε τό ἕνα, νά διορθώσουμε τό ἄλλο, τάχα νά ξεφύγουμε ἀπό τό ἕνα, τάχα νά ξεφύγουμε ἀπό τό ἄλλο, πού δέν θά γίνει ποτέ, ἀλλά τί; Ὅλα αὐτά πού ἔτσι κι ἀλλιῶς μᾶς συμβαίνουν νά τά χρησιμοποιήσουμε, γιά νά ἁγιάσουμε. Ὅλα αὐτά νά τά χρησιμοποιήσουμε, γιά νά καθαρίσει τό «κατ᾿ εἰκόνα», γιά νά φθάσουμε στό νά ὁμοιάσουμε μέ τόν Θεό. Ὄντως δηλαδή νά εἶναι μέσα μας ὁ Θεός, ὄντως νά ἀρχίσουμε ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο νά ζοῦμε αὐτή τή θεϊκή ζωή καί νά περιμένουμε πότε θά ἔλθει τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, γιά νά γευθοῦμε, γιά νά ἀπολαύσουμε, τό πλήρωμα αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ζωῆς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ λοιπόν εἶναι παιδεμός. Ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ἀλλά διότι ὁ ἄνθρωπος δέν μαθαίνει ἀλλιῶς. Κάποιος ἴσως νά ἔχει διαφορετική γνώμη· ὄχι· μαθαίνει κι ἀλλιῶς. Ὅσο ὅμως ἐγώ μπορῶ νά καταλάβω καί ὅσο μπορῶ νά μιλήσω, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, μέ μιά ἐγκυρότητα, σ᾿ ὅποιον πιστεύσει ὅτι εἶναι ἔτσι ὅπως τά λέμε, σ᾿ αὐτόν ἀμέσως θά γίνουν τά πράγματα ἔτσι ὅπως εἴπαμε. Δηλαδή θά γίνει ἕνα θαῦμα στήν ψυχή του, ἕνα θαῦμα στό εἶναι του, καί θά γλιτώσει ἀπό ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ταλαιπωροῦν τόν ἄνθρωπο, ἀπό ὅλα αὐτά τά ὁποῖα τυραννοῦν καί παιδεύουν τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ἄν εἶναι τίμιος, ἄν εἶναι εἰλικρινής, δέν θά ἀργήσει νά καταλάβει ὅτι δέν τόν συμφέρει νά μήν ἔχει κάποιο παιδεμό.
Σᾶς ἀνέφερα καί ἄλλη φορά τόν ἀσκητή ἐκεῖνο πού εἶχε κάποιον πόνο ἀνυπόφορο στό σῶμα του, καί ἔφθασε στό σημεῖο νά μᾶς λέει: «Καί ἡ προσευχή ἀκόμη δέν κάνει τόσο καλό, ὅσο κάνει ὁ πόνος». Διότι τήν προσευχή τήν κάνεις μέ ἄνεση καί τά κανονίζεις τά πράγματα ἐσύ ὅπως θέλεις. Ὁ πόνος ὅμως σέ ἀναγκάζει νά ζήσεις καταστάσεις καί βιώματα πού δέν θά τά διάλεγες μόνος σου, ἀλλά ἀναγκάζεσαι νά τά ζήσεις, ὁπότε γίνεται σπουδαία δουλειά μέσα στήν ψυχή. Γι᾿ αὐτό ὠφελεῖ ὁ πόνος πολύ-πολύ περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τήν προσευχή. Εἶχε λοιπόν αὐτός ἀνυπόφορο πόνο, ἀλλά, ἀφοῦ δοκιμάσθηκε, ὅσο χρειαζόταν νά δοκιμασθεῖ, πῆρε λάδι ἀπό τήν κανδήλα τοῦ Χριστοῦ, ἔβαλε στό σημεῖο τοῦ πόνου καί ἔφυγε ὁ πόνος. Καθώς ὅμως εἶδε πόσο καλό ἔφερε ὁ πόνος στήν ψυχή του, καί πόσο τώρα ὑπῆρχε κίνδυνος νά χαλαρώσει, ὅση καλή διάθεση κι ἄν εἶχε, ἄρχισε νά λέει: «Ντῶσε κι ἄλλο πόνο, ντῶσε κι ἄλλο πόνο». Ἦταν ξένος καί δέν μιλοῦσε καλά τά ἑλληνικά. Παρακαλοῦσε λοιπόν τόν Θεό νά τοῦ δώσει καί ἄλλο πόνο. Δέν ἦταν μαζοχιστής. Εἶχε βρεῖ τό μυστικό τῆς παρούσης ζωῆς, ὅτι μέσα ἀπό αὐτά καθαρίζεται κανείς, ἁγιάζεται, σώζεται, θεώνεται.

Ἀλίμονο, ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ θάνατος

Ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, λένε οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τόν θάνατο, γιά νά μή γίνει ἀθάνατο τό κακό. Ἐάν, π.χ., δέν πεθαίναμε, ἐάν δέν εἴχαμε ὅλες αὐτές τίς συνέπειες πού ἔχουμε, πού πότε πονοῦμε, πότε ἀρρωσταίνουμε, πότε μᾶς φταίει τό ἕνα, πότε μᾶς φταίει τό ἄλλο, πότε ὅλη αὐτή ἡ ἀθυμία πού ἔρχεται ἀπό μέσα μας –τά γονίδια δουλεύουν καί τόν κάνουν τόν καθένα, ἀνάλογα τί γονίδια ἔχει, νά ζεῖ μερικές φορές κόλαση– ἄν λοιπόν δέν ἦταν αὐτά, τόσο πολύ θά ὑπερηφανευόταν ὁ ἄνθρωπος, τόσο πολύ θά κυριευόταν ἀπό τόν ἐγωισμό, ἀπό τήν οἴηση, πού δέν θά ὑπῆρχε καμιά γιατρειά. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε μέ τά δαιμόνια, πού δέν ὑπάρχει γιατρειά. Βέβαια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἀδίκησε τούς δαίμονες· κανέναν δέν ἀδικεῖ ὁ Θεός. Ἀλλά ἐν πάσῃ περιπτώσει γιά μᾶς εἶναι ἕνα παράδειγμα ἡ περίπτωση τῶν δαιμόνων, πού βρίσκονται σέ τέτοια κατάσταση καί οὔτε μετάνοια ἔρχεται στήν ὕπαρξή τους οὔτε σωτηρία.
Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, καί ὑπάρχει κίνδυνος νά πάθει αὐτό πού ἔπαθαν οἱ δαίμονες. Ὅμως ἐπλάσθη «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, γιά νά μαθητεύει στόν Θεό, γιά νά ὑποτάσσεται στόν Θεό, γιά νά ὑπακούει, γιά νά κάνει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καί νά σταθεροποιηθεῖ στήν κατάσταση αὐτή καί ποτέ-ποτέ νά μήν περάσει πλέον ὁ παραμικρός λογισμός ἀπό μέσα του νά ὑπερηφανευθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά μένει αἰώνια ὑποταγμένος ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό καί νά ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια ζωή.
Ἐμεῖς κλαῖμε καί ὀδυρόμαστε, γιατί δέν ξέρουμε, ἀλλά ἀλίμονο, ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ θάνατος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Οὐ θέλω ἀγνοεῖν ὑμᾶς περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα». Θέλω –καί τά γράφει ἐδῶ στούς Θεσσαλονικεῖς– θέλω νά σᾶς πῶ σχετικά μέ τούς κεκοιμημένους, μ᾿ αὐτούς πού πεθαίνουν, γιά νά ξέρετε ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια καί νά μήν κάθεσθε καί λυπᾶσθε, ὅπως λυποῦνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι –οἱ κοσμικοί, οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἀλλοεθνεῖς– πού δέν τά ξέρουν. Ἐσεῖς πιστεύσατε στόν Χριστό, ἀνήκετε στόν Χριστό, εἶστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, βαπτισθήκατε. Γιά μᾶς λοιπόν τά πράγματα ἔχουν ὡς ἑξῆς: θά γίνει ἡ ἀνάσταση. Θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί καί πρῶτοι αὐτοί θά ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κατά τή Δευτέρα Παρουσία, καί θά ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς.

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἤξεραν τί ἔκαναν;

Ὅταν γνωρίζει κανείς τήν ὅλη ἀλήθεια, γνωρίζει τό πῶς τά ἔκανε ὁ Θεός, τό πῶς τά θέλει ὁ Θεός, τό πῶς τά λέει ὁ Θεός, ἀλλά κυρίως ὅμως ὅταν τά πιστεύει καί μπαίνει μέσα στό ὅλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, στήν ὅλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί μέσα στόν νοῦ τοῦ Θεοῦ, πῶς δηλαδή τά σκέφθηκε ὁ Θεός καί τά προχωρεῖ, δέν ἔχει πρόβλημα· κάνει τόν κανόνα του καί τόν κάνει μέ πολλή χαρά. Διότι στήν πράξη ἀρχίζει κανείς νά καταλαβαίνει: «Ἄχ, Θεέ μου! Ἐάν δέν εἶχα αὐτό, τί θά γινόμουν; Ἐάν δέν μοῦ συνέβαινε ἐκεῖνο, τί θά γινόμουν; Ἐάν δέν ἐρχόταν τό ἄλλο, πού μοῦ στοίχισε, πού μέ παίδεψε, πού μέ πόνεσε, τί θά γινόμουν; Σέ τί ἄγνοια θά βρισκόμουν, τί ἔπαρση θά εἶχα μέσα μου, πόσο ἄρρωστη θά ἦταν ἡ ψυχή μου!»
Οἱ μάρτυρες –ἐπειδή ἐδῶ στό σημείωμα ἀναφέρει τούς μάρτυρες– καί οἱ ὅσιοι καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἤξεραν τί ἔκαναν; Ἐάν τά ζυγίσουμε τά πράγματα μέ τό δικό μας τό μυαλό, μέ τή δική μας τήν κρίση, θά ποῦμε: «Γιατί δέν ρίχνει λίγο θυμίαμα στά κάρβουνα, ἀλλά δέχεται τό μαρτύριο;» ἤ «Γιατί δέν κάνει ἔτσι, ἀλλά κάνει ἀλλιῶς;» κλπ. Καί οἱ μάρτυρες καί οἱ ὅσιοι καί οἱ ἀναχωρητές καί γενικῶς οἱ ἅγιοι, ὅπως εἴπαμε, ξέρουν τί κάνουν. Δέν κάνουν παράλογα πράγματα. Δέν κάνουν πράγματα πού εἶναι λόξα. Μπορεῖ νά μοιάζει καμιά φορά ὅτι εἶναι ἔτσι, ὅμως ξέρουν τί κάνουν. Βρῆκαν τό μυστικό, βρῆκαν τό μονοπάτι, βρῆκαν τόν δρόμο ἐκεῖνο ἀκριβῶς πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία, καί πού περνάει μέσα ἀκριβῶς ἀπό τά παθήματα.
Ἄν δέν ἦταν ἔτσι τά πράγματα, δέν χρειαζόταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός νά περάσει μέσα ἀπό τά παθήματα. Ὁ Χριστός, Θεός ὤν ἀλλά καί ἄνθρωπος, ἦλθε νά ζήσει καί νά περπατήσει αὐτό τόν δρόμο πού καλούμαστε κι ἐμεῖς νά περπατήσουμε. Ἐμεῖς χρειάζεται νά τόν ἀκολουθήσουμε, καί ἔτσι ἀποκτᾶ νόημα τό νά μιμούμαστε τόν Χριστό. Ὅμως συγχρόνως μέ τό νά κάνει ὅλ᾿ αὐτά πού κάνει, μᾶς σώζει. Ἀλλά καί ὅλη του ἡ ζωή ἦταν ἕνα μαρτύριο, καί στό τέλος ὑπέστη ὅλα αὐτά πού ὑπέστη καί ὄντως σταυρώθηκε. Τί γίνεται ἐδῶ; Δηλαδή διαφεντεύει τό κακό καί κάνει τό κακό ὅ,τι θέλει, καί κάποια στιγμή, μέσα στή δίνη αὐτή πού τό κακό κάνει ὅ,τι θέλει, βρίσκεται καί ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὑφίσταται, θέλει δέν θέλει, ὅλα αὐτά πού ὑπέστη; Ὄχι· δέν εἶναι ἔτσι.

Τό λαθεμένο πνεῦμα

Θά παρακαλέσω νά προσπαθήσουμε νά δοῦμε τήν ὅλη ἀλήθεια ἀπό αὐτή τήν πλευρά. Βλέπετε, πῶς σκεπτόμαστε ἐμεῖς καί πῶς ἐμεῖς τά παίρνουμε τά πράγματα; Μήν πονέσουμε, μή στεναχωρηθοῦμε, μή ζοριστοῦμε, μή στερηθοῦμε, μήν τυχόν ζημιωθοῦμε, μήν τυχόν χάσουμε τό ἕνα, μήν τυχόν δέν ἀπολαύσουμε ἐκεῖνο, μήν τυχόν δέν εἶναι ἡ ζωή μας ὅπως τή φαντασθήκαμε. Δέν εἶναι ἔτσι. Εἶναι λάθος αὐτό. Ἄν τά πράγματα ἦταν ἔτσι ὅπως τά νομίζουμε καί τά κρίνουμε ἐμεῖς, τότε πρῶτος ὁ Χριστός δέν ἐνήργησε σωστά. Ἐνῶ μποροῦσε ὅλα νά τά ἀποφύγει, ὅμως ἄφησε τόν ἑαυτό του νά περάσει ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ὡς ἄνθρωπος.
Ἀλλά ἔπειτα καί οἱ Ἀπόστολοι. Τί δέν λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τούς Ἀποστόλους! Τί δέν λέει! Καί παθαίνουμε ἔτσι καί παθαίνουμε ἀλλιῶς καί μᾶς συμβαίνει τοῦτο καί μᾶς συμβαίνει ἐκεῖνο κτλ. Τί συμβαίνει λοιπόν; Δέν κυβερνάει ὁ Θεός τόν κόσμο; Δέν μπορεῖ ὁ Θεός νά ἐπέμβη; Θυμηθεῖτε μόνο αὐτό πού ὁ Κύριος εἶπε στόν Πέτρο στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πέτρε, θά παρακαλοῦσα τόν Πατέρα μου καί θά ἔστελνε περισσότερες καί ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων νά ἔλθουν ἐδῶ νά μέ ὑποστηρίξουν, ἄν ἦταν ἡ ἀλήθεια ἔτσι ὅπως παίρνεις ἐσύ τά πράγματα, καί βγάζεις τή μάχαιρά σου καί κόβεις τό αὐτί τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ δέν εἶναι θέμα νά προστατευθοῦμε. Ὄχι». Σάν νά τοῦ λέει, παραδίδομαι ἐγώ ἀπό μόνος μου σ᾿ ὅλο αὐτό τό μακελειό, καί θά ἀκολουθήσετε κι ἐσεῖς.

«Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε»

Καί ὅταν ἀνέβαιναν ἀπό τήν Ἰεριχώ στά Ἰεροσόλυμα, τόν πλησιάζουν τά δύο ἀδέλφια, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, καί λένε: «Θέλουμε νά καθίσουμε ὁ ἕνας ἀπό τά δεξιά καί ὁ ἄλλος ἀπό τά ἀριστερά». Μαθηταί αὐτοί τοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τόν Χριστό εἶναι, καί ὅμως ἡ ὅλη σκέψη τους δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή σκέψη τοῦ Χριστοῦ, καί οὔτε καταλαβαίνουν τίποτε. Τό λέμε αὐτό, γιά νά δοῦμε ὅτι κι αὐτοί πού ἦταν κοντά στόν Χριστό, δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη ποιό ἦταν τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐμεῖς πού εἴμαστε χριστιανοί βαπτισμένοι κλπ., εἶναι ἐνδεχόμενο ἰδέα νά μήν ἔχουμε ἀπό τήν ἀλήθεια πού πρέπει νά ζοῦμε καί νά μήν ἔχουμε καταλάβει καθόλου τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τήν ὅλη πορεία τοῦ Χριστοῦ.
«Νά καθίσουμε ὁ ἕνας ἀπό τά δεξιά καί ὁ ἄλλος ἀπό τά ἀριστερά». «Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε», τούς ἀπαντᾶ. Κι ἀμέσως τούς λέει: «Μπορεῖτε νά βαπτισθεῖτε τό βάπτισμα πού ἐγώ βαπτίζομαι;» Δηλαδή σάν νά τούς ἔλεγε: Ἐγώ πάω γιά μαρτύριο, καί θά ἀκολουθήσετε κι ἐσεῖς μετά ἀπό μένα· δέν γίνεται ἀλλιῶς. Καί, ὅπως ξέρουμε, κάποια φορά τούς εἶπε: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων». Δέν τούς στέλνει οὔτε μέ ὅπλα οὔτε μέ ὅποια ἄλλη ἀνθρώπινη δύναμη. Εἶναι ἐντελῶς ἄδειοι ἀπό ὅ,τι ἀνθρώπινο καί ἀπό κάθε τί στό ὁποῖο θά μποροῦσαν νά στηριχθοῦν. Τούς στέλνει «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων».

Σέ φρενάρει ὁ Θεός

Ἕνεκα τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε καί ἔχει μέσα του τήν ἁμαρτία, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά σωθεῖ, παρά μόνο ἄν τόν σώσει ὁ Χριστός. Τό θέμα ὅμως εἶναι νά πάει ὁ ἄνθρωπος στόν Χριστό. Δέν ἦταν μέσα στόν παράδεισο μέ τόν Θεό; Καί ὅμως τόν ἔχασε τόν Θεό. Τόν ἔχασε, ἀκριβῶς γιατί κάποια στιγμή ὑπερηφανεύθηκε. Καί ὁ Θεός οἰκονομεῖ τήν ὅλη ζωή μας σ᾿ αὐτό τόν κόσμο νά εἶναι τέτοια, πού, ἄν εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, ἄν πιστεύεις στόν Χριστό –ἄν δέν πιστεύεις, ἄλλο θέμα– καί νά θέλεις νά ὑπερηφανευθεῖς, νά μήν μπορεῖς, καί νά θέλεις νά χαλαρώσεις νά μήν μπορεῖς, καί νά θέλεις νά ξεφύγεις ἀπό δῶ νά μήν μπορεῖς. Τό νά μήν μπορεῖς ἐντός εἰσαγωγικῶν.
Ἐάν ἀρχίζεις νά ἔχεις μιά κάποια καλή σχέση μέ τόν Κύριο, ἐάν ὁ Κύριος ἀρχίζει πλέον νά σέ ὑπολογίζει, μέ τήν ἔννοια ὅτι σέ βρίσκει σοβαρό κι ὅτι θέλεις πραγματικά νά σωθεῖς ὅ,τι κι ἄν σοῦ στοιχίσει, διαπιστώνεις στήν καθημερινή πραγματικότητα τό ἑξῆς: τήν ὥρα ἀκριβῶς πού ὑπάρχει κίνδυνος νά ἐπαρθεῖς, χωρίς νά τό καταλάβεις, κάτι ἐπιτρέπει ὁ Θεός καί σέ φρενάρει. Τήν ὥρα πού ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὡς ἄνθρωπος ἀδύναμος, χωρίς νά τό καταλάβεις, πᾶς νά ξεφύγεις, κάτι ἐπιτρέπει ὁ Θεός καί σέ φρενάρει, κάτι ἐπιτρέπει ὁ Θεός καί σέ προλαβαίνει, κάτι ἐπιτρέπει ὁ Θεός καί ἀκόμη πιό πολύ ταπεινώνεσαι, ἀκόμη πιό πολύ συνειδητοποιεῖς τήν ἁμαρτία καί ὅλα τά καταστροφικά στοιχεῖα πού ἔχεις μέσα σου, καί τά ὁποῖα ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἔχεις, γιά νά δουλεύουν μέ τήν ἔννοια αὐτή: νά σέ βοηθοῦν νά εἶσαι ταπεινός, νά μετανοεῖς, νά ἐμπιστεύεσαι στόν Θεό, νά μήν παίρνεις θάρρος καί θέλεις νά ἀπομακρυνθεῖς καί θέλεις νά ξεμακρύνεις καί χαθεῖς.
Ὄχι ὅτι μᾶς ἀναγκάζει ὁ Θεός. Καί ἀπόδειξη ὅτι, ὅσοι δέν θέλουν, δέν ὑποχρεώνονται. Παραδίνονται στόν ἑαυτό τους, συμβουλεύονται τόν ἑαυτό τους, ἀκολουθοῦν τόν ἑαυτό τους, ἀκολουθοῦν τίς ἀδυναμίες τους, ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἀδυναμίες τους, ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς. Ναί, δέν ὑποχρεώνεται κανένας. Ἀλλά ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος θά θελήσει νά σωθεῖ, τά ἔχει ὅλα ἕτοιμα· ὅλα. Καί ὅλα γύρω σου καί τά πιό ἄσχημα πράγματα, γιά τά ὁποῖα ἐμεῖς μερικές φορές προβληματιζόμαστε τί θά γίνει, τά οἰκονομεῖ ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε καθένα μέ τόν τρόπο του νά συντελέσει γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Ἀλλά κι ἐκεῖνα πού ἔχεις μέσα σου, καί γιά τά ὁποῖα ἴσως θά λές: «Γιατί νά ἔχω αὐτή τήν ἀδυναμία ἤ τήν ἄλλη ἀδυναμία, γιατί νά ἔχω αὐτό τό πάθος ἤ τό ἄλλο πάθος, ἤ γιατί νά εἶναι τά δικά μου γονίδια ἔτσι, ἐνῶ τοῦ ἄλλου εἶναι ἀλλιῶς», κι ἐκεῖνα εἶναι ὅ,τι χρειάζεται.
Ὁ Θεός βέβαια τά ξέρει αὐτά. Ἐμεῖς ὅμως μποροῦμε ἄνετα νά ποῦμε, πρῶτα πιστεύοντας κι ἔπειτα καθώς τό βλέπουμε στήν πράξη, ὅτι ὁ Θεός τά ἔχει οἰκονομήσει καί τά γύρω μας, αὐτά πού εἶναι ἔξω ἀπό μᾶς, ἀλλά κι ἐκεῖνα πού εἶναι μέσα μας, ἔτσι πού δέν γινόταν καλύτερα, ἔτσι πού νά εἴμαστε ὄντως στόν δρόμο αὐτό τῆς σωτηρίας, νά εἴμαστε ὄντως στόν δρόμο αὐτό πού εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ταπείνωση, ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἡ ἀγάπη στόν Θεό, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα σ᾿ Αὐτόν, πού εἶναι τό νά χαιρόμαστε νά εἴμαστε μέ τόν Θεό. Ὅλα αὐτά μᾶς βοηθοῦν νά βρισκόμαστε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.

Αὐτό εἶναι τό μαρτύριό μου

Ἕνα σημείωμα πού μοῦ ἔδωσαν γράφει: «Ὅταν ὁ μάρτυς βασανίζεται, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑπομένει τό μαρτύριο καί ἔχει χαρά μέσα του καί καρτερία. Ὅταν ἐγώ βασανίζομαι ἀπό τόν φθόνο, τήν κακία, τήν ἰδιορρυθμία, τήν ὑπερηφάνεια, τήν πονηρία, τήν ἀγριότητα, τήν οἴηση, τήν πανουργία καί ὅλα τά πικρά ἐκχυλίσματα τῶν παθῶν μου, πῶς μπορῶ νά νιώσω καί νά πιστέψω ὅτι ὑπομένω τήν κόλαση τῶν παθῶν μου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;» Εἶναι πάρα πολύ ἁπλό τό πράγμα· πάρα πολύ ἁπλό. Ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ Θεός ἔτσι τά οἰκονόμησε, ὥστε νά ὑπάρχουν οἱ διωγμοί, καί ὑπομένοντας τά μαρτύρια καί καλλιεργώντας μέσα τους τή διάθεση αὐτή νά μαρτυρήσουν, ὑποχωροῦσαν ὅλα αὐτά τά στοιχειά γιά τά ὁποῖα λέμε, καί πού ἦταν μέσα τους. Σ᾿ ἄλλη ἐποχή ἀλλιῶς τά οἰκονόμησε ὁ Θεός. Καί στή δική μας ἐποχή τά οἰκονομεῖ ἔτσι ὅπως τά οἰκονόμησε ὁ Θεός.
Ἄς ποῦμε λοιπόν ἔτσι πολύ συγκεκριμένα: μπορεῖ νά ἔχεις μέσα σου ἤ μᾶλλον μπορεῖ τό γονίδιό σου νά ἔχει τέτοια στοιχεῖα μέσα του πού νά σέ κάνουν νά ἔχεις τάση νά θυμώνεις ἤ νά σέ κάνουν νά ἔχεις τάση ἐπιθετικότητος, τάση νά θέλεις νά ὑπερηφανευθεῖς καί ὅ,τι ἄλλο. Ἐσύ ὅμως ἁπλά, ταπεινά, στέκεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί λές: «Ὅ,τι καί νά συμβαίνει, ὁ Θεός τό ξέρει. Ὅ,τι καί νά συμβαίνει εἶναι μέσα στήν ὅλη δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ὅλα τά ἐλέγχει. Μέ ξέρει ὁ Θεός καί ὡς σύνολο, μέ ξέρει καί μέ τήν κάθε λεπτομέρεια πού ἐγώ δέν γνωρίζω. Ὁ Θεός λοιπόν ἐπέτρεψε, ἄν θέλετε νά τό πάρουμε ἔτσι, νά κληρονομήσω τίς ὅποιες προδιαθέσεις καί τήν ὅποια ψυχοσύνθεση κληρονόμησα, πού ἔχει ὅλα αὐτά πού ἔχει».
Θά ἤθελες, π.χ., νά εἶσαι ταπεινός. Καί ἐκείνη τήν ὥρα πού τό ποθεῖς ἔτσι καί τό θέλεις τόσο πολύ, δέν καταλαβαίνεις ὅτι αὐτό εἶναι πέρα γιά πέρα ἐγωισμός. Διότι ἄν θέλεις πράγματι νά ταπεινωθεῖς, ἄν θέλεις πράγματι νά ὑπακούσεις στόν Θεό, νά ἀγαπᾶς τόν Θεό, νά δοθεῖς στή χαρά πού δίνει ὁ Θεός, καθόλου δέν σκανδαλίζεσαι, ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει, καί δέν προβληματίζεσαι γιατί νά εἶναι ἔτσι καί ὄχι ἀλλιῶς καί τί θά κάνω ἐγώ πού εἶναι ἔτσι κλπ. Τίποτε. «Ὅπως ἔδοξε τῷ Κυρίῳ. Ἔτσι τά ἐπέτρεψε ὁ Θεός. Ὁ Θεός φαίνεται ἤξερε καλά ὅτι θά ἦταν ἀμφίβολη ἡ σωτηρία μου, ἄν δέν εἶχα μέσα μου συνέχεια αὐτό τό σκουλήκι νά μέ κάνει νά θέλω νά ὑπερηφανευθῶ, καί νά χρειάζεται ἐγώ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νά ἀγωνισθῶ νά μήν κάνω τό κέφι του». Διότι ἄλλος κάνει τό κέφι του· καί τόν βλέπουμε, ἀπό δῶ, ἀπό κεῖ ἀγωνίζεται μέσα στήν κοινωνία, καταλαμβάνει καί μιά θέση καί ὅποιον πάρει ὁ χάρος, ὅπως λέγαμε καί ἄλλη φορά.
Βρίσκεσαι λοιπόν σέ σωστό δρόμο, τήν ὥρα πού θά πεῖς: «Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ οὔτε θά σκανδαλισθῶ, πού ἔχω αὐτό τό πράγμα, οὔτε θά λυπηθῶ, μέ τήν ἔννοια νά πικραθῶ καί νά ἀφήσω τόν ἑαυτό μου νά κυριευθεῖ ἀπό κατάθλιψη. Τίποτε τέτοιο. Θά κάνω τόν ἀγώνα μου. Τό νά ἔχω μέσα μου τάση γιά ἐγωισμό καί λίγο-πολύ νά φαίνεται αὐτό καί στούς ἄλλους, δέν μοῦ περιποιεῖ τιμή, ἀλλά ἀντίθετα μέ ἐκθέτει καί ἔτσι μέ βοηθάει, ὥστε νά ταπεινωθῶ ἀληθινά».
Ὅταν λοιπόν δέν θά πάρεις ὕφος σάν νά εἶσαι ἀδικημένος οὔτε θά πάρεις παραπονιάρικη στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί νά ἐπιτρέψει νά ἔχεις αὐτό τό πράγμα, ἀλλά θά πεῖς: «Ἄχ, Θεέ μου, ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί χειρότερα μέ ἄξιζαν», τότε ἀκριβῶς ὁδεύεις πρός τή σωτηρία. Διότι πάντοτε ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἡγεμόνος νοῦ, ὅπως τό ὀνομάζουν οἱ Πατέρες.
Μπορεῖ λοιπόν αὐτό τό ἐγώ μέ τήν καλή ἔννοια, ὁ ἡγεμονεύων νοῦς, νά πεῖ: «Ἐπέτρεψε ὁ Θεός αὐτό, ἐπέτρεψε ὁ Θεός ἐκεῖνο· καί τά ἐπέτρεψε, ὄχι γιά νά παραδοθῶ σ᾿ αὐτά, δηλαδή στήν ἐγωιστική μου διάθεση ἤ στήν τάση πού ἔχω πρός κατάθλιψη ἤ στήν ἐχθρικότητα, πού μέ κάνει κάτι νά ἔχω μέ τούς ἀνθρώπους. Ὄχι. Θά κάνω τόν ἀγώνα μου. Ἄς εἶμαι ὁ τελευταῖος ὅλων, ἄς εἶμαι ὁ χειρότερος, ἄς μέ θεωροῦν ἔτσι· δέν πειράζει. Θά κάνω τόν ἀγώνα μου». Αὐτό εἶναι τό μαρτύριο. Αὐτό εἶναι πού περιμένει ὁ Θεός νά δεῖ.

Κανένας δέν ἀπαλλάσσεται

Ἄν ἔλθουν τά πράγματα ἀλλιῶς, ἄν οἰκονομήσει ὁ Θεός νά δημιουργηθοῦν καταστάσεις πού νά χρειασθεῖ μαρτύριο, ὅπως τά πρῶτα χρόνια, καί μᾶς πιάσουν νά μᾶς σουβλίσουν κλπ., αὐτό εἶναι ἄλλο θέμα. Τώρα λοιπόν ὁ καθένας καλεῖται νά ζήσει αὐτό τό μαρτύριο, τό ὁποῖο ὅμως εἶναι γλυκό μαρτύριο. Ὅλο τό θέμα εἶναι νά ἐννοήσει κανείς τήν ἀλήθεια αὐτή καί νά τήν ἀποδεχθεῖ. Δέν χρειάζεται νά ξέρει γράμματα οὔτε χρειάζεται νά εἰδικευθεῖ. Ὄχι. Ἁπλά-ἁπλά νά πιστεύεις ὅτι ξέρει ὁ Θεός τί κάνει καί πώς, ὅ,τι ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ξέρει γιατί τό ἐπέτρεψε. Καί νά μήν ἀφήσεις μέσα σου –αὐτό εἶναι στό χέρι σου– οὔτε πικρία νά δημιουργηθεῖ οὔτε παράπονο οὔτε σκανδαλισμός οὔτε ἀντίδραση. Οὔτε νά ἀρχίσεις νά κλαῖς τή μοίρα σου, γιατί ἔτσι καί ὄχι ἀλλιῶς. Ἐμπιστέψου στόν Θεό, πάρε τήν τελευταία θέση καί πές ὅτι εἶσαι ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων.
Ἐδῶ, ἄλλοι ἔλιωσαν τά κόκκαλά τους στήν ἄσκηση, γιά νά ἔλθει κάποτε μέσα τους αὐτή ἡ πεποίθηση ὅτι εἶναι οἱ τελευταῖοι τῶν ἀνθρώπων. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν μετανοήσει καί δέν ταπεινωθεῖ ἔτσι, ὥστε νά ἔχει ἀληθινή μετάνοια καί ἀληθινή ταπείνωση μέσα του, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἔλθει νά τόν σώσει. Κι ἐσένα πού ἔχεις τά κουσούρια, τά ὅποια κουσούρια, σέ βοηθοῦν αὐτά τό συντομότερο νά ταπεινωθεῖς, τό συντομότερο νά μετανοήσεις, τό συντομότερο νά ζήσεις τό μαρτύριο αὐτό, καθώς ὅλα αὐτά σέ καταθλίβουν. Καί νά τό ὑπομείνεις τό μαρτύριο αὐτό γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί νά χαίρεις, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο.
Καί πρέπει νά ποῦμε ἐδῶ ὅτι ὅλα τά μαρτύρια εἶναι βαριά, ὅλα τά μαρτύρια στοιχίζουν, ὅλα τά μαρτύρια προκαλοῦν πόνο, ἀλλά ὅμως φαίνεται ὅτι τό μαρτύριο πού περνᾶ κανείς ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του εἶναι τό χειρότερο, εἶναι τό δυσκολότερο. Καί φαίνεται ὅτι κανένας δέν ἀπαλλάσσεται ἀπ᾿ αὐτό. Ὁ καθένας, στηριζόμενος βέβαια στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στό ὅτι ὁ Θεός τά οἰκονομεῖ ὅλα πρός τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νά σηκώσει τόν ἑαυτό του, νά ἀντέξει τόν ἑαυτό του, νά πάει κόντρα πρός ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα θέλουν νά τόν βουλιάξουν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία, στήν ἀπόγνωση, στήν ἀπελπισία.
Ἐλπίζω, καί εὔχομαι, μ᾿ αὐτά πού εἴπαμε καί σήμερα, νά μυηθήκαμε κάπως καλύτερα στό ὅλο θέμα καί ἔτσι νά ἀρχίσουμε νά καταλαβαίνουμε τί θά πεῖ: «Λές μέ τό στόμα σου τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί πιστεύεις μέσα στήν καρδιά σου καί σώζεσαι». Ἀλλά πρέπει ὅλ᾿ αὐτά νά τά ἔχεις ὑπ᾿ ὄψιν σου, ὅλ᾿ αὐτά νά τά ἑρμηνεύσεις καί νά τά καταλάβεις σωστά, γιά νά μιμηθεῖς τόν Χριστό, πού πρῶτος αὐτός τά ἔζησε ὡς ἄνθρωπος, γιά νά σώσει ἐμᾶς, ἐνῶ δέν εἶχε ἀνάγκη Ἐκεῖνος νά τά ζήσει. Νά μιμηθοῦμε καί τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι, μιμούμενοι τόν Χριστό, ἔζησαν ὁ καθένας τό μαρτύριό του, ὅπως οἰκονόμησε ὁ Θεός, καί ἔλαβαν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Καί κάποια μέρα, τότε πού θά φύγουμε κι ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο, νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά σωθοῦμε καί νά εἴμαστε μαζί μέ τούς ἁγίους στήν αἰώνια ζωή.

21-1-96