Καινη Διαθηκη
A+
A
A-

238. Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως Κεφ. 21o

Διά τῆς πίστεως μυεῖται κανείς στά τοῦ Θεοῦ, γεύεται τά τοῦ Θεοῦ

Νομίζω ὅτι μιά ἀπό τίς πολλές εὐλογίες πού μᾶς δίδει ὁ Θεός σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν εὐλογημένη γωνιά, ναί, συγκλονιστική εὐλογία, εἶναι καί αὐτή ἐδῶ, πού ἀξιωθήκαμε νά διαβάσουμε καί νά προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε, ὅσο γίνεται κάπως καλά, τό βιβλίο αὐτό τῆς Ἀποκαλύψεως.

Ὅλα αὐτά (πού διαβάζουμε στήν Ἀποκάλυψη) σέ βοηθοῦν νά πιστέψεις στόν Θεό. Καί καθώς ὡς χριστιανοί ἔχουμε τήν ἀποκάλυψη  τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί πιστεύουμε ἀκόμη πιό πολύ, καί ἀκόμη πιό πολύ, ἔ, τότε λαμβάνεις πείρα, νιώθεις, γεύεσαι· μέσα στόν νοῦ σου καί μέσα στήν καρδιά σου τά βλέπεις ὅλα αὐτά, τά αἰσθάνεσαι, τά γεύεσαι. Δέν μπορεῖς νά τά ἐκφράσεις –δέν ἐκφράζονται– ἀλλά καταλαβαίνεις τί θέλει νά πεῖ τό κείμενο ἔτσι κατά βαθύτερο τρόπο. Ἕνας πού ἁπλῶς ἀρκεῖται σ᾿ αὐτά πού βλέπει, σ᾿ αὐτά πού διαβάζει, χωρίς νά ἀνοίγει ἡ καρδιά του μέ πίστη πρός τόν Χριστό, δέν καταλαβαίνει τίποτε, δέν γεύεται μέσα του τίποτε.

Ὅ,τι καί νά κάνει ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἁγιάσει τόν  ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά λαμπρύνει τόν ἑαυτό του, νά τόν κάνει τόν ἑαυτό του ἄξιον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μᾶς ἁγιάζει· ἀλλά μᾶς ἁγιάζει μέ τήν ἔννοια ὅτι πιστεύουμε σ᾿ αὐτόν, ἀφοσιωνόμαστε σ᾿ αὐτόν, τόν ἀκολουθοῦμε καί κάνουμε τόν ἀγώνα μας. Δέν γίνεται χωρίς ἀγώνα.

«…καινούς οὐρανούς καί καινήν γῆν», κατά τόν ἀπόστολο Πέτρο, «ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ».

Ἀκοῦμε πού λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅτι θά γίνουν ἔτσι, τό πιστεύουμε, τό δεχόμαστε. Καί τήν ὅλη αὐτή πραγματικότητα δέν τήν περιμένουμε ἁπλῶς. Ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Χριστό, πού εἶναι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι μέσα στά μυστήρια, πού ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐκεῖνος μυεῖται σ᾿ αὐτή τήν πραγματικότητα κάθε δευτερόλεπτο καί περισσότερο, κάθε δευτερόλεπτο καί περισσότερο. Ἑπομένως ὅλα αὐτά τρόπον τινά τά γνωρίζει ἐκ τῶν ἔσω, ὅλα αὐτά τά καταλαβαίνει ἐκ τῶν ἔσω, ὅλα αὐτά, ἄν θέλετε, τά πιστεύει ἐκ τῶν ἔσω. Αὐτός πού ἐκ τῶν ἔσω τά βλέπει, ἐκ τῶν ἔσω μυεῖται σ᾿ αὐτά καί τά προσεγγίζει, ὄχι ἁπλῶς γεύεται, ἀλλά ἀκόμη πιό πολύ τά πιστεύει, διότι ἡ πίστη ἀνοίγει διάπλατα τήν ψυχή. Πῶς ἀνοίγουμε τά πνευμόνια μας καί ἀναπνέουμε ὀξυγόνο πού εἶναι ζωή, καθαρό ὀξυγόνο, πολύ ὀξυγόνο. Ἡ πίστη κάθε τόσο σέ κάνει νά ἀνοίγουν τά πνευματικά πνευμόνια ὅλο καί περισσότερο καί ὄχι ἁπλῶς νά πείθεσαι νοητικά, ἀλλά μέσα σου νά γεύεσαι τόν Θεό, νά γεύεσαι τά τοῦ Θεοῦ, νά γεύεσαι ὅλα αὐτά τά πράγματα. Κάπου ἐκεῖ εἶναι καί τό μαρτύριο, κάπου ἐκεῖ εἶναι καί ἡ ὅλη δυσκολία πού δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία, καί ἀγωνίζεται κανείς καί νικᾶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καί εἶναι νικητής.

Ὅλα θά ἐκλείψουν, ὄχι ὅμως ἁπλῶς ἡ ὕλη, πού εἶναι τοῦ Θεοῦ καί αὐτή· καί τήν ὕλη ὁ Θεός τήν ἔφερε ἀπό τό μηδέν στό νά ὑπάρχει ὡς ὕλη. Ἐκεῖνο πού κυρίως θά ἐκλείψει εἶναι ἡ ὅλη φθορά πού μπῆκε μέσα στήν ὕλη, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας καί τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων. Ὁπότε θά λυτρωθεῖ, καθώς θά καταστραφεῖ. Αὐτό μποροῦμε νά τό καταλάβουμε καλύτερα ἀπό τό ὅτι πέθανε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἀνάγκη νά πεθάνει, ἀλλά πέθανε γιά νά πεθάνει τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ ἐκεῖ στόν Χριστό πεθάναμε ἐμεῖς.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναστήθηκε· δέν ἀναστήθηκε κανένας ἄλλος. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀνασταίνεται, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μεταμορφώνεται, ἀνακαινίζεται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ἀλλά ὅμως πρέπει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε τώρα ἐδῶ, νά ὑπάρξει καταστροφή πρῶτα. Θά καταστραφεῖ τό σύμπαν γιά νά γίνει καινούργιο σύμπαν, θά καταστραφεῖ ἡ γῆ γιά νά γίνει καινούργια, οἱ ἄνθρωποι, τά πάντα, κυρίως ὅμως ἡ ἁμαρτία.

 

Πολύ συγκεκριμένα νά ἀποφασίσουμε νά ἀλλάξουμε

 

Εἶναι τόσο δηλητηριασμένος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία, πού δέν ἔχει καί συναίσθηση, καί εἶναι πολύ σοβαρά τά πράγματα, πάρα πολύ σοβαρά, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας, τήν ὁποία τρόπον τινά ὁ ἄνθρωπος τήν ἀγκάλιασε, τήν ἀγκαλιάζει, τήν καλλιεργεῖ σήμερα τήν ἁμαρτία, τήν αὐξάνει· ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιά ἁμαρτία, ἔτσι ὅπως τή ζεῖ τήν ἁμαρτία.

Καί θά ἦταν εὐχῆς ἔργον, καθώς τώρα εἴμαστε στό τέλος τῆς Ἀποκαλύψεως καί στό τέλος τοῦ κόσμου ἄς ποῦμε, θά ἦταν εὐχῆς ἔργον ἔτσι πολύ συγκεκριμένα παρακαλῶ, πολύ ἀληθινά, νά ἀποφασίσουμε ὅλοι μας νά ἀλλάξουμε· ἀπόψε κιόλας νά ἀλλάξουμε ἀληθινά. Διότι δέν ἔχει ὠφέλεια τό πράγμα, ἄν μένεις αὐτός πού εἶσαι καί ἁπλῶς πασαλείφεσαι λίγο μέ κάποιες ἀλήθειες. Ἄλλο τώρα ὅτι, ἄν δέν ἄφηνε ὁ Θεός νά ἁμαρτήσουν οἱ ἄνθρωποι, νά παγιδευτοῦν μέσα στήν ἁμαρτία γιά νά μάθουν τό μάθημα τῆς ταπεινώσεως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀληθινῆς πίστεως στόν Θεό, νά βιώσουν τή μετάνοια, γιά νά ξεμολυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δέν θά σωζόταν κανένας.

Ὅσοι θά σωθοῦν, θά σωθοῦν διότι γεννήθηκαν ἐν ἁμαρτίαις καί παιδεύτηκαν μέ τήν ἁμαρτία σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί ἔμαθαν τό μάθημα τῆς ταπεινώσεως, τῆς μετανοίας καί τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό. Ὁ Χριστός μᾶς σώζει ἀπό τήν ἁμαρτία, δέν μᾶς σώζει ἁπλῶς ἡ ἁμαρτία. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν μᾶς βοηθάει νά ταπεινωθοῦμε. Ὅπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπελπισμένος, ἀπελπισμένος. Προσπάθησε, παιδεύτηκε, ἔκανε ἀγώνα, ἀλλά δέν μπόρεσε νά κάνει τίποτε· βαλτώθηκε κάπου ἐκεῖ καί ἀπελπίστηκε καί κράζει, ἀλλά ταπεινωμένος. Πρῶτα εἶχε «ἐπηρμένην ὀφρύν» καί νόμιζε ὅτι αὐτός μπορεῖ νά βγεῖ. Καί τίποτε, τίποτε.

Θά περάσουμε τόν πειρασμό, τόν μεγάλο πειρασμό –νά τό προσέξουμε αὐτό– ὅσο πλησιάζουμε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς μας. Καί θά ἦταν εὐχῆς ἔργον νά ἀρχίσουμε νά μαθητεύουμε σωστά. Μοῦ κάνει ἐντύπωση πού κάποιος, κάποια, ἔ, ἀκούει λιγάκι, πιστεύει κάπως, ξεκινάει λίγο στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, τά παίρνει λίγο στά σοβαρά, καί εἶναι φυσικό μετά νά ξεσηκωθεῖ ἡ ὅλη ἁμαρτία πού ὑπάρχει μέσα, τά πάθη πού ὑπάρχουν μέσα του, ἀπό τριγύρω ὁ διάβολος. Καί πελαγώνει κανείς καί τρομάζει.

Καθώς ὁ Θεός θέλει ἀψεγάδιαστοι νά πᾶμε στόν ἄλλο κόσμο, ἀψεγάδιαστοι νά μποῦμε στή βασιλεία του, θά ἐπιτρέψει νά περάσουμε φοβερό πειρασμό. Ὄχι γιατί θέλει νά μᾶς βασανίσει, ἀλλά ἔτσι λαμπικάρεται ἡ ψυχή, ἔτσι καθαρίζει ἡ ψυχή. Νά τά ξέρουμε αὐτά καί νά κάνουμε κουράγιο, κι ἔτσι θά νικήσουμε.

Μέσα ἀπό ὅλα αὐτά θά εἶναι τόσο ἔμπειρος κανείς, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, καί τόσο πιστός, πού δέν διατρέχει κίνδυνο, ἐκτός ἄν εἶναι ψεύτικη ἡ ἕως τότε πίστη του.

Νά γεμίζει τήν ψυχή μας αὐτή ἡ ἀλήθεια, αὐτή ἡ πραγματικότητα, ὅτι ἀπό τό ἕνα μέρος μᾶς ἑτοιμάζει ὁ Θεός διά τῆς Ἐκκλησίας του, διά τῶν μυστηρίων του, διά τοῦ κηρύγματός του, διά τοῦ ἐρχομοῦ του, πού ἦρθε στή γῆ, μέ ὅλη τή χάρη του, μᾶς ἑτοιμάζει ὅλους μαζί ἀλλά καί τόν καθένα χωριστά, νά γίνουμε ἄξια νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Καί τρόπον τινά –ἄν μποροῦμε ἔτσι λίγο νά τό συλλάβουμε αὐτό– ἐνῶ εἴμαστε στή γῆ, ἐνῶ ζοῦμε ἐδῶ στή γῆ, ἐνῶ εἶναι αὐτή ἡ πραγματικότητα τῆς γῆς, ὅμως ὡς χριστιανοί, καθώς μέσα μας ἔχουμε οὐράνια πράγματα, θεϊκά πράγματα, χάρη Θεοῦ, Πνεῦμα Θεοῦ, ὁ Χριστός εἶναι μέσα μας, μοιάζει σάν νά εἴμαστε στόν οὐρανό.

Κατεβαίνει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στή γῆ, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μᾶς ἀνεβάζει ὁ Θεός διά τῆς χάριτός του στόν οὐρανό, κι ἐκεῖ στά ἐργαστήριά του, ἄς ποῦμε ἔτσι, μᾶς ἑτοιμάζει, κατεργάζεται τίς ψυχές μας, κατεργάζεται τίς ἀκατέργαστες ψυχές μας, τό ἀκατέργαστο βάθος τοῦ εἶναι μας, τό κατεργάζεται ἔτσι, πού μᾶς κάνει νά εἴμαστε ὅ,τι καλύτερο ὡς νύμφες ὅλοι μαζί, ἤ ὡς νύμφη ὁ καθένας χωριστά, τοῦ Ἀρνίου, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ ἴδιος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Λίγο νά τά πιστέψει κανείς αὐτά, λίγο νά τά πιστέψει –δέν χρειάζεται πολύ νά τά πιστέψει– σιγά-σιγά ἔρχεται καί τό πολύ. Θέλω νά πῶ δηλαδή, γιά νά μήν τά νιώθουμε, γιά νά μή γίνεται αὐτό, γιά νά μήν ἔρχεται μιά κάποια γεύση πού λέμε, σημαίνει ὅτι τό ἀκούει κανείς καί ἀμφιβάλλει, ἀμφισβητεῖ. Γιά νά μή γίνεται λοιπόν, σημαίνει ὅτι καί αὐτή ἡ πίστη λείπει. Δέν εἶπε ὁ Κύριος: «Ἄν ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως…»; Ἄλλο πού θεωρητικά τά πιστεύουμε. Ὅταν ἡ πίστη δέν σέ βάζει νά κάνεις αὐτό πού πρέπει νά κάνεις, αὐτό πού εἶναι τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, δέν εἶναι πίστη αὐτή.

Ἅμα ἔρθει ἡ ἀληθινή πίστη μέσα σου, εἶναι ἀδύνατον νά σέ ἀφήσει ἔτσι καί νά μή σέ ἀλλάξει. Καί εἶναι ἀδύνατον, ἄν ἔρθει ἡ ἀληθινή πίστη μέσα σου, νά μήν εἶσαι κοινωνός τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ.

Στήν αἰώνια ζωή μόνο παρόν ὑπάρχει, δέν ὑπάρχει βάθος ἄς ποῦμε χρόνου, μόνο παρόν· ζεῖς μέ τόν Θεό, ἀνά πᾶσαν στιγμήν ζεῖς μέ τόν Θεό. Αὐτό γίνεται ἀπό τώρα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Δηλαδή τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού πήραμε, καί παίρνουμε συνεχῶς, μέσα στήν Ἐκκλησία διά τῶν μυστηρίων, ἔτσι τή βιώνουμε, ὡς ἕνα παρόν· δέν ὑπάρχει ἄς ποῦμε παρελθόν καί μέλλον. Στήν αἰώνια ζωή, κυρίως ἐκεῖ, θά ὑπάρχει ἕνα παρόν.

Πίστεψε, πίστεψε. Ἡ πίστη εἶναι πέρα ἀπό τή λογική. Δέν εἶναι παραλογισμός, ἀλλά εἶναι ὑπέρ λόγον, εἶναι πέρα ἀπό τή συνηθισμένη, τήν καθημερινή λογική. Ἔτσι θά ἀνοίξει ἡ ὕπαρξή σου, ἡ ὅλη ὕπαρξή σου, καί θά καταλάβεις τά θεῖα πράγματα. Κάνουμε μεγάλο λάθος πού θέλουμε καί τά θεῖα πράγματα νά τά βάλουμε μέσα στό κατεστημένο μας, μέσα στόν τρόπο σκέψεως καί λειτουργίας ἐδῶ στήν καθημερινή ζωή.

 

Ὁ τελικός σκοπός: νά ὑπάρχει κοινή ζωή Θεοῦ καί ἀνθρώπου

 

Ὅταν σοῦ δώσει ἀγάπη ὁ Θεός, τότε ἔχεις ἀληθινή ἀγάπη. Ὄχι ἁπλῶς ξεκινᾶς ἀπό τήν ἀνθρώπινη, ἀλλά σοῦ δίνει ὁ Θεός τή θεϊκή ἀγάπη, σοῦ δίνει ὁ Θεός τή θεϊκή πίστη, πού εἶναι ἔργο τῆς θείας χάριτος. Τότε ἀγκαλιάζεις τούς ἀνθρώπους ἔτσι πού σάν νά μήν μπορεῖς νά κάνεις χωρίς αὐτούς. Οὔτε κάν σέ ἐνοχλοῦν, οὔτε κάν σέ πειράζουν, οὔτε κάν σοῦ δημιουργοῦν θέματα. Σάν νά πλαταίνει ἀκόμη πιό πολύ ἡ καρδιά σου, σάν νά χορταίνει ἀκόμη πιό πολύ ἡ καρδιά σου, σάν νά μεθᾶς κυριολεκτικά, ἄν τό πάρουμε ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀγάπης μας πρός τόν πλησίον, ὅπως λέει ὁ Κύριος. Ὡς πρός τόν Θεό;

Ὅταν μυηθεῖ κανείς στή χάρη τοῦ Θεοῦ, στό φῶς τοῦ Θεοῦ, στήν καινούργια αὐτή πραγματικότητα πού ἑτοιμάζει ὁ Κύριος γιά τήν ὅλη ἀνθρωπότητα, γιά τό ὅλο σύμπαν, γιά τήν ὅλη του δημιουργία, ὅταν κανείς μυηθεῖ, χωρίς νά ἔχει τίποτε τό ἀφύσικο, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ζεῖ σέ ἄλλη πραγματικότητα.

Ἕνας εἶναι ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ χριστιανοί. Ἀλλά εἶσαι χριστιανός, ἄν πιστεύεις ἀληθινά, ἄν εἶσαι στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἄν ζεῖς κατά Θεόν, ἄν ζεῖς κατά τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν ζεῖς δηλαδή ὅπως θέλει ὁ Θεός. Δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς τό ὅτι βαπτιστήκαμε καί γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ἀρκεστοῦμε σ᾿ αὐτό μόνο, οὔτε αὐτό μᾶς σώζει.

Αὐτό εἶναι τό τελικό ἄς ποῦμε ἀποτέλεσμα, αὐτός εἶναι ὁ τελικός σκοπός: νά ὑπάρχει κοινή ζωή Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καί νά ἔχει τό πράγμα, ὅσο τέλειο κι ἄν τόν κάνει ὁ Θεός, δέν μπορεῖ νά ξεμοναχιαστεῖ ἀπό τόν Θεό. Ζεῖ ἀληθινή ζωή, ζεῖ ἁγία ζωή, εἶναι σεσωσμένος, εἶναι ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε νά ὑπάρξει ὡς δημιούργημα –ἀλλά καί ἀναδημιούργημα– τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό. Καί ἄν καταλαβαίνω καλά, οἱ περισσότεροι χριστιανοί οὔτε τό καταλαβαίνουν αὐτό τό πράγμα. Καταφεύγουν στόν Θεό, προσεύχονται, ζητοῦν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά νά τούς βοηθήσει νά γίνει ὅ,τι θέλουν νά γίνει, ἀλλά ἡ ζωή τους ζωή τους. Ἐδῶ εἶναι τό κρίσιμο σημεῖο. Ἐσύ, ὅποιος κι ἄν εἶσαι, καί ὅσο καλός κι ἄν εἶσαι, ὅσα κι ἄν κάνεις, δέν θέλεις στή ρίζα σου ἐκεῖ νά αἰσθάνεσαι ὅτι ὁ Θεός ζεῖ μαζί σου κι ἐσύ μαζί του, καί εἶσαι ἑνωμένος μαζί του καί ἀκολουθεῖς τόν Θεό. Ὄχι. Θέλεις τήν ἀνεξαρτησία σου. Προσέξτε καί θά δεῖτε. Καί γι᾿ αὐτό δέν προκόπτουν καί οἱ χριστιανοί, γιατί βλέπουν ἔτσι πολύ ἐξωτερικά  τά πράγματα.

«Ἐγώ θά εἶμαι Θεός τους, καί αὐτοί θά εἶναι λαός μου». Ἡ κοινή αὐτή ζωή· θά ὑπάρχουμε μαζί μέ τόν Θεό. Ὅλα αὐτά τά ἀνέλαβε νά τά κάνει ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀξιώνει, καθώς ἑνωνόμαστε μαζί του, καθώς εἶναι μέσα μας, εἴμαστε μέσα του, εἴμαστε ἐν Χριστῷ –«μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν»– νά γινόμαστε κληρονόμοι Θεοῦ. Κληρονόμος ὁ Χριστός ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ, κληρονόμοι κι ἐμεῖς, ὡς συγκληρονόμοι Χριστοῦ. Μαζί μέ τόν Χριστό συγκληρονομοῦμε τά πάντα.

Ἐμεῖς κατά χάριν χριστοί, ὄχι ἐκ φύσεως, κατά χάριν θεοί οἱ ἄνθρωποι, ὄχι ἐκ φύσεως. Κατά χάριν. Διότι ὁ Θεός σέ κάλεσε. Γεμίζεις ἔτσι θεϊκή χάρη, σέ χριστοποιεῖ ὁ Θεός, ἀλλά πρέπει νά ὑπακούσεις, πρέπει νά ὑποταχθεῖς, πρέπει νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Καί οἱ ἄνθρωποι δέν τό θέλουν αὐτό, δέν τό θέλουν. Ἔχει γίνει τέτοια διαστροφή, πού δέν θέλει κανείς. «Ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα, καί ἔσομαι αὐτῷ Θεός καί αὐτός ἔσται μοι υἱός». Ὅλα αὐτά εἶναι γι᾿ αὐτόν πού θά νικήσει.

Προσωπικά τώρα λέει ὁ Θεός στόν καθένα –δέν λέει μόνο γενικά– καί ἀκοῦς ἐσύ τή φωνή τοῦ Θεοῦ νά σοῦ λέει: «Ἀκολούθησέ με. Ἐγώ θά σέ βοηθήσω νά νικήσεις, πρέπει νά νικήσεις, μπορεῖς νά νικήσεις. Ἄν νικήσεις, θά εἶσαι ἄνθρωπος ἀληθινός, σωστός, μυαλωμένος δηλαδή».

Ὁ Θεός στέλνει τόν Υἱό του καί γίνεται ἄνθρωπος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἀφήνεται στούς ἀνθρώπους νά τόν κάνουν ὅ,τι θέλουν οἱ ἄνθρωποι. Καί ὅλα αὐτά τά κάνει ὁ Κύριος, σταυρώνεται, θυσιάζεται, θάπτεται, ἀνίσταται, ὅλα αὐτά γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Κι ἐσύ, ἐνῶ εἶναι μπροστά σου ἡ ὅλη αὐτή ἀλήθεια, ἡ ὅλη αὐτή πραγματικότητα, καί ἐνῶ εἶναι ἐκθαμβωτικός ἥλιος μπροστά σου ὁ Θεός, ἡ ὅλη ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐσύ τάχα δέν βλέπεις, τάχα δέν καταλαβαίνεις, δέν παίρνεις εἴδηση καί καθόλου δέν ἐπηρεάζεσαι ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ζήσεις ἐν ἀληθείᾳ· δηλαδή νά μετανοήσεις, νά ἀκολουθήσεις τόν Θεό, νά εἶσαι ἕτοιμος νά πεθάνεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καθόλου δέν ἐπηρεάζεσαι ἀπό αὐτό. Τίποτε. Ζεῖς ἔξω ἀπό αὐτή τήν ἀλήθεια. Ἔ, εἶσαι ψεύτης ἤ δέν εἶσαι ψεύτης; Ἐσύ ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἐν σχέσει μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δέν κατάλαβες τίποτε καί ζεῖς στό ψέμα. Δέν εἶσαι ἐσύ γιά τόν Θεό, δέν εἶσαι γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν εἶσαι μέσα σ᾿ αὐτούς πού εἶναι ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἔχεις καμιά διάθεση γιά τήν αἰώνια ζωή. Δέν ἔχεις καμιά διάθεση νά συγκατοικήσεις μέ τόν Θεό καί νά συνυπάρχεις μέ αὐτόν σέ ὅλη σου τή ζωή, αἰωνίως.