Ασκητικα
A+
A
A-

207. Ἐσύ, ἔστω καί μόνος, νά εἶσαι ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός

 

Ἐσύ, ἔστω καί μόνος, νά εἶσαι ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός

 

Προσωπικά ἔχω ἕναν προβληματισμό, καθώς τελικά ἡ ὅλη μας στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρωτίστως, καί ἐνώπιον τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων εἶναι ὑποκριτική. Κάνουμε τόν χριστιανό χωρίς νά εἴμαστε, ὁπότε τελικά ὑποκρινόμαστε καί τελείως ἀλλοιώνονται τά πράγματα. Δηλαδή, ἡ οὐσία, ἡ ἀλήθεια, τό βίωμα, ἡ ζωή ἡ ἀληθινή, ἡ χριστιανική ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ἀνατρέπεται.

Βέβαια, ὁ Θεός ἀνέχεται, ἀνέχεται, ἀνέχεται, μακροθυμεῖ, ἀλλά ὅμως ὅλα πηγαίνουν ὥς ἕνα σημεῖο. Ἀπό ἕνα σημεῖο καί πέρα δέν πᾶνε. Καί νά μήν ξεσπάσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ἅμα ξεσπάσει… Βέβαια, ὄχι ὅτι ὁ Θεός, ὅταν ξεσπάσει, ἄς ποῦμε, δέν ἐλέγχεται μετά καί δέν μπορεῖ νά συμμαζευτεῖ –μή γένοιτο νά σκεφτοῦμε ἔτσι. Ὄχι. Γιά νά φτάσει ὁ Θεός στό σημεῖο νά ξεσπάσει, σημαίνει ὅτι ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά δέν ὑπάρχει δυνατότητα, ἐλπίδα, διάθεση νά ἀλλάξουν τά πράγματα. «Πᾶσα παράβασις καί παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Θυμᾶμαι ὅτι πρίν ἀπό χρόνια εἶχα ρωτήσει ἕναν ἀπό τούς καθηγητές τῆς Θεολογικῆς σχολῆς: «Θέλω νά μοῦ πεῖς πῶς, ἄς ποῦμε, τό νιώθουμε αὐτό πού λένε οἱ πατέρες καί τό τονίζουν, ὅτι ὁ Θεός ἔδωκε τόν θάνατον ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται;» Δηλαδή, τό ὅτι ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί οἰκονόμησε νά πεθαίνουμε, γιά νά μήν εἶναι ἀθάνατο τό κακό. Καί εἶπε τό ἑξῆς: «Γιά νά τό καταλάβουμε,  μποροῦμε νά σκεφτοῦμε πῶς εἶναι, π.χ., ὁ καρκίνος, ὁ ὁποῖος ἔτσι καί βρεθεῖ σέ ἕνα σῶμα ἀνθρώπινο, σέ ἕναν ὀργανισμό, δέν συμμαζεύεται μέ τίποτε. Καί ἔρχεται ὁ θάνατος, ὁπότε θέλει δέν θέλει πεθαίνει καί ὁ καρκίνος. Πάει, τελείωσε. Ὅ,τι ἔκανε, ἔκανε. Ἐνόσῳ ζοῦσε ὁ ἄνθρωπος, ἔκανε τά δικά του. Ἦρθε ὁ θάνατος, πάει καί ὁ καρκίνος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔρχεται ὁ θάνατος, γιά νά μήν εἶναι ἀθάνατο τό κακό.

Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ἔρθουν χτυπήματα σέ μεγάλο βαθμό, σέ ἀσύληπτο βαθμό, γιατί δέν πάει ἄλλο. Καί δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἀνθρώπινη ἔκφραση τό «δέν πάει ἄλλο». Ἐδῶ σημαίνει ὅτι ἀποθρασύνεται πλέον τό κακό, ἀποθρασύνεται ἡ ἀναίδεια τοῦ ἀνθρώπου, τό νά μήν ὑπολογίζει τόν Θεό τό πλάσμα, τό δημιούργημα. Ἄλλο εἶναι νά εἶσαι ἁπλῶς ἀδιάφορος, νά κάνεις τά δικά σου, καί ἄλλο εἶναι νά παίρνεις στάση ἀπέναντι στόν Θεό πού εἶναι ὕβρις, βλασφημία, πού ἔτσι ἀντιτάσσεσαι στόν Θεό· ὅπως ἔγινε στόν πύργο τῆς Βαβέλ, ὅπως ἔγινε τότε μέ τόν κατακλυσμό, ὅπως ἔγινε μέ τούς Ἑβραίους, πού τελικά δέν τούς λυπήθηκε ὁ Θεός καί τούς σκόρπισε στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος. Ὅλο αὐτό εἶναι σάν ἕνας καρκίνος δηλαδή. Ὅπως ὁ καρκίνος τρώει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού τόν ἔχει, ἔτσι αὐτό τό πνεῦμα, τό ἐντελῶς ἀντιχριστιανικό διαβιβρώσκει τή σημερινή κοινωνία, τούς σημερινούς χριστιανούς. Ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως νά φοβηθοῦμε.

Καί ἄς ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι ὁ Θεός λογαριάζει ἔστω καί ἐλαχίστους πού παίρνουν τή σωστή στάση. Βρέθηκε ἡ Παναγία, πού ἦταν αὐτή πού ἤθελε ὁ Θεός, καί ξεκίνησε τό σωτηριολογικό ἔργο, ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε ἄνθρωπος δηλαδή ὁ Θεός καί ἔκανε ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος, ὡς Θεάνθρωπος, ὅ,τι ἔκανε, γιά νά σωθεῖ τό ἀνθρώπινο γένος. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας ἁγίους καί ἁγίους. Καί στά χρόνια μας μπορεῖ νά ἔχει· ὁ Θεός τό ξέρει αὐτό. Ἀλλά ὅμως χρειάζεται ὡς δεδομένο τό ἀληθινό, τό σωστό, ἔστω κι ἄν εἶναι λιγουλάκι. Χρειάζεται.

Τόν Ἀβραάμ τόν ἐπισκέφτηκε ὁ Θεός στό πρόσωπο τριῶν ἀγγέλων, τούς ὁποίους φιλοξένησε, καί ξεκίνησαν ὕστερα γιά νά καταστρέψουν τά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Τοῦ φανέρωσαν μάλιστα γιά ποιόν λόγο πηγαίνουν πρός τά κεῖ. Καί ὁ Ἀβραάμ ἔκανε ἕναν διάλογο μέ τόν Θεό. «Ἐάν εἶναι πενήντα ἄνθρωποι ὅπως τούς θέλεις, Κύριε ἐσύ, θά καταστρέψεις τά Σόδομα; » «Ὄχι», εἶπε ὁ Θεός. Καί στή συνέχεια ρώτησε: «Ἄν εἶναι σαράντα, ἄν εἶναι τριάντα, ἄν εἶναι εἴκοσι, ἄν εἶναι δέκα;» Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ἀπάντησε ὁ Θεός μέ τή μορφή ἀγγέλου στόν Ἀβραάμ: «Ὄχι, δέν θά καταστρέψω τήν πόλη». Ἀλλά μέχρι τό δέκα ἔφτασαν· δέν πῆγαν πιό κάτω. Καί δέν βρέθηκαν οὔτε δέκα.

Λοιπόν, δέν εἶναι σωστό νά μένουμε ἁπλῶς στό νά λέμε: «Χάλασε ὁ κόσμος. Ἔτσι πού εἶναι σήμερα οἱ ἄνθρωποι, δέν βρίσκεις τίποτε, δέν ἔμεινε τίποτε ὄρθιο» κτλ. Αὐτά τά ξέρει ὁ Θεός. Ἐσύ ὅμως, ἔστω καί μόνος, μονώτατος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά μήν ἐπηρεαστεῖς ἀπό τό τί γίνεται γενικότερα, ἀλλά νά εἶσαι ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός. Αὐτό εἶναι κατ᾿ ἀρχήν σωτηρία γιά σένα, ἀλλά εἶναι καί μιά μονάδα, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, ὑγιής. Καί πιό πέρα θά εἶναι μιά ἄλλη καί πιό πέρα μιά ἄλλη καί μιά ἄλλη καί μιά ἄλλη.

Οὔτε θά φοβηθοῦμε οὔτε θά ἀπογοητευθοῦμε. Ἀλλά χρειάζεται νά μήν ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας νά μᾶς πάρει τό ρεῦμα, νά μήν τόν ἀφήσουμε νά κινηθεῖ ὅπως γενικότερα πάει τό ποτάμι τῆς σημερινῆς κοινωνίας.

 

23.1.2000

ἀπόσπασμα