Αγιολογικα
A+
A
A-

197. Ἡ Σύναξις τῶν δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης ( A΄)

Ἡ Σύναξις τῶν δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης

 

Μᾶς ἀξιώνει καί ἀπόψε ὁ Θεός νά κάνουμε αὐτή τή μικρή ἀγρυπνία ἐδῶ, στόν ταπεινό αὐτό ναό, πού εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παναγία· ἀπόψε πού ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή σύναξη τῶν γονέων της, τῶν θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης. Ὅπως τή δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή σύναξη τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία γέννησε τόν Χριστό, τή δεύτερη μέρα τῶν Θεοφανείων τή σύναξη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος βάπτισε τόν Χριστό, ἔτσι καί τήν ἑπομένη τῆς θεομητορικῆς ἑορτῆς τῆς γεννήσεως τῆς Παναγίας τελεῖ τή σύναξη τῶν θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης. Ἀπόψε ἡ ὅλη ἀκολουθία γίνεται ἀκριβῶς γιά τήν ἑορτή αὐτή.

 

«Ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»

 

Κανονικά, ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς, πού εἴμαστε βαπτισμένοι καί χρισμένοι, πού εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανονικά ἔπρεπε νά μᾶς συνέχει ὅλη αὐτή ἡ πραγματικότητα· νά εἴμαστε κυριολεκτικά συνεπαρμένοι. Καί ἀπό μέσα μας συνεχῶς νά ποθοῦμε, συνεχῶς νά ἐπιζητοῦμε τόν Κύριο. Στήν ἀνθρώπινη καθημερινή ζωή ἔχουμε ἀνάλογα παραδείγματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν νά καταλάβουμε καλύτερα τά τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί νά δραστηριοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας καλύτερα. Ὅλοι λίγο πολύ καί στόν ἑαυτό τους ἔχουν δεῖ καί βλέπουν καί στούς ἄλλους ὅτι, ὅταν κανείς θέλει πολύ κάτι, ὅταν ἀγαπᾶ πολύ κάτι –κόλλησε, τρόπον τινά, ἐκεῖ ἡ καρδιά του– δέν χρειάζεται νά τοῦ ποῦν: «Κοίταξε, προσπάθησε νά μή χάσεις αὐτό πού ἀγαπᾶς, προσπάθησε νά πᾶς σ᾿ αὐτό πού θέλεις, προσπάθησε νά ἔχεις αὐτό πού θέλεις, αὐτό πού ἐπιθυμεῖς». Δέν χρειάζεται νά τοῦ ποῦν τίποτε. Ὅσα ἐμπόδια κι ἄν τοῦ βάλουν, αὐτός ἐκεῖ εἶναι στραμμένος, σύμφωνα μέ αὐτό πού εἶπε καί ὁ Κύριος: Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν. «Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός –αὐτό πού νομίζετε ὅτι εἶναι θησαυρός, πού τό θεωρεῖτε θησαυρό– ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά σας».

Καί ἐπαναλαμβάνω, σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις, καί ἄν ὅλοι μέ ὅλους τούς τρόπους πέσουν ἐπάνω σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν ἐμποδίσουν νά πηγαίνει ἐκεῖ πού ποθεῖ νά πάει, ἐκεῖ πού εἶναι ὁ θησαυρός ἀπό τόν ὁποῖο, ὅπως εἴπαμε, εἶναι κυριολεκτικά αἰχμαλωτισμένος, αὐτός θά βρεῖ τρόπο νά πάει. Σκεφθεῖτε τώρα πόσο περισσότερο, ἀπείρως περισσότερο, θά ἔπρεπε νά μᾶς ἑλκύει ὁ οὐράνιος θησαυρός, νά μᾶς συνέχει αὐτή ἡ οὐράνια πραγματικότητα. Δέν εἶναι αὐτά ἱστορίες, παραμύθια. Ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐποίησε ὅλη τήν κτίση καί ἐμᾶς, καί ὡς Θεός θέλησε καί μᾶς ἔπλασε κατ᾿ εἰκόνα του καί καθ᾿ ὁμοίωσιν καί θέλει νά μᾶς σώσει· ὅ,τι καί νά γίνει, θέλει νά μᾶς σώσει.

Ναί μέν δέχτηκε ὁ ἄνθρωπος τό κακό, ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ διαβόλου, παρασύρθηκε, ἁμάρτησε, καί εἶναι πέρα γιά πέρα ὑπεύθυνος γιά τό πάθημά του, ἀλλά ὅμως ἔχει καί τό ἐλαφρυντικό ὅτι ξεγελάστηκε, παγιδεύτηκε, ἄφησε νά λειτουργήσει ἡ ὅλη ἀδυναμία του ἡ ἀνθρώπινη ‒καθότι κτίσμα ὁ ἄνθρωπος· δέν εἶναι Θεός‒ καί πῆρε τόν κατήφορο, πῆρε τόν δρόμο τῆς ἀπωλείας. Ἀλλά ὁ Θεός θέλει νά τόν σώσει καί γι᾿ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια. Ὁ Χριστός λέει: «Ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σας». Ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Τό εἶπε ὁ Χριστός· ἀφοῦ τό εἶπε, ἔτσι εἶναι. Καί ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχουν οἱ ἅγιοι, ὑπάρχει ὅλη αὐτή ἡ πραγματικότητα. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τά μυστήρια, ἔχουμε τή λατρεία, ἔχουμε τίς ἀκολουθίες, καί ὅλα εἶναι ὁλοζώντανα: ὅλη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλο τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅλο τό ἐνδιαφέρον του, ὅλη ἡ συγκατάβασή του. Πῶς τά οἰκονόμησε μάλιστα ὁ Θεός, ὥστε νά βαπτιζόμαστε ἐνῶ εἴμαστε νήπια ἀκόμη καί δέν καταλαβαίνουμε. Ἀπό τό ἕνα μέρος εἶναι μειονέκτημα αὐτό, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἤδη, πρίν προλάβουμε νά μεγαλώσουμε, πρίν προλάβουμε νά ἀρχίσουμε νά ἁμαρτάνουμε, ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐάν αὐτό τό νιώθαμε, ἐάν τό ζούσαμε…

 

Οἱ ἅγιοι χρόνια καί χρόνια περίμεναν

 

Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος τό τονίζει καί τό ξανατονίζει ὅτι πρέπει νά ἔχουμε μέσα μας γνωστῶςτή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· νά ἔχουμε γνώση, γεύση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Νά τό νιώθουμε δηλαδή μέσα μας τό ὅλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Καί ἔκανε ἀγῶνες ὁ ἅγιος γι᾿ αὐτό τό θέμα, καθώς ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ναί, εἶναι ἔτσι, ἀλλά δέν χρειάζεται νά τό νιώθουμε. Ἀλλά καί ἄλλοι πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, χρησιμοποιοῦν γιά τό ἴδιο θέμα χαρακτηριστικές λέξεις, φράσεις, ὅπως ἐν αἰσθήσει.Ναί, ὁ ἅγιος Συμεών εἶχε αὐτή τήν αἴσθηση, εἶχε αὐτή τή γεύση, εἶχε αὐτή τήν πραγματικότητα ὁλοζώντανη μέσα του. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι αὐτός πού εἶναι καί μιλάει ὅπως μιλάει καί γράφει ὕμνους πού τούς ὀνομάζει Ὕμνοι θείων ἐρώτων. Τίποτε δέν μποροῦσε νά τόν ἐμποδίσει πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Ὑπέστη καί διωγμούς, εἶχε καί ἄλλα ἐμπόδια, ἀλλά αὐτά πιό πολύ, τρόπον τινά, σάν νά ἄνοιγαν τόν δρόμο.

Κάθε χριστιανός ἔτσι πρέπει νά αἰσθάνεται, ἔτσι πρέπει νά ζεῖ. Καί μετά, ἐφόσον φλέγεται ἡ καρδιά του ἀπό τήν παρουσία τῆς χάριτος, εὔκολα τρέχει στόν Χριστό. Εἴπαμε ὅτι ὑπάρχουν ἀνθρώπινες πραγματικότητες, μέσα στήν καθημερινή ζωή, πού πράγματι κυριεύεται κανείς ἀπό τήν ἀγάπη πρός ἕνα πρόσωπο ἤ ἕνα πράγμα καί τρελαίνεται, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε. Δέν θέλει μέ τίποτε νά ξεκολλήσει ἀπό ἐκεῖνο πού τόσο πολύ ἐπιθυμεῖ, τόσο πολύ θέλει. Πολύ περισσότερο ἐμεῖς ὡς χριστιανοί ἔπρεπε νά νιώθουμε ἔτσι γιά τόν Χριστό. Καί δέν νιώθουμε.

Ἐδῶ εἶναι τώρα ὅλο τό μυστικό γιά μᾶς. Νά τό ποῦμε ἀκόμη μιά φορά: Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ἐφόσον λειτουργεῖ ἡ λογικότητα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ἐφόσον λειτουργεῖ ὁ νοῦς καί ὅλη ἡ ὕπαρξή μας, καθώς τά ἀκοῦμε τώρα αὐτά, δέν ἔχουμε κανένα ἐμπόδιο νά τά πιστέψουμε· δέν ἔχουμε κανένα ἐμπόδιο μέσα μας νά σκεφτοῦμε ὅτι νά, ἔτσι εἶναι ὅπως μᾶς τά λένε. Ἔχουμε ὡς παράδειγμα τούς ἁγίους –ὄχι ἕναν, ὄχι ἑκατό· ἀπειράριθμους ἁγίους– πού πίστεψαν στόν Χριστό καί ἔζησαν ἀνάλογα. Ὁ Κύριος γνωρίζει καί, ἄν θέλετε, δέν θά μᾶς καταδικάσει ἐπειδή δέν νιώθουμε ὅλα αὐτά πού ἔζησαν οἱ ἅγιοι, ἀλλά ἐπειδή δέν βάζουμε τόν ἑαυτό μας νά πιστέψει ὅπως πίστεψαν οἱ ἅγιοι. Δέν πιστεύουμε, ἐνῶ ὑπάρχει τό Εὐαγγέλιο, ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχει ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν οἱ ἅγιοι, οἱ πατέρες, τά βιβλία καί γενικά ὅλα τά δεδομένα μέσα στήν Ἐκκλησία πού μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, ἀλλά καί κάπως, κάπως βρίσκει τρόπο ὁ Θεός νά μᾶς ἔχει στόν δρόμο του.

Νά, καλή ὥρα τώρα ἐμεῖς πού εἴμαστε ἐδῶ καί ἀκοῦμε αὐτά πού λέγονται, δέν εἴμαστε τυχαῖα ἐδῶ, οὔτε μᾶς ἔφερε κάποιος χωρίς νά τό θέλουμε. Ἄρα λοιπόν, κάποια ἔστω στοιχειώδη πίστη ἔχουμε, κάποια ἀναφορά στόν Θεό ἔχουμε. Ἄν μᾶς προκαλέσουν νά τά ἀρνηθοῦμε ὅλα αὐτά καί νά ποῦμε ὅτι τίποτε ἀπό αὐτά δέν εἶναι ἀληθινό, δέν θά τό κάνουμε· δέν θά τά ἀρνηθοῦμε. Καί θέλει ὁ Θεός αὐτό: ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν αὐτή τήν πραγματικότητα καί ἔχοντας ὅλα αὐτά τά δεδομένα, νά προσκαρτεροῦμε. Νά ἀναμένουμε, ὅπως ἔκαναν οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ἔκαναν ἅγιοι καί ἅγιοι στίς ἐρήμους, πού χρόνια καί χρόνια περίμεναν, πιστεύοντας ὅτι ὁ Χριστός ὑπάρχει καί θά τούς ἐλεήσει.

Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ, ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχουν τά μυστήρια, ὑπάρχει ἡ χάρη, ὑπάρχουν ὁλοζώντανοι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἴπαμε, περίμεναν, προσδοκοῦσαν. Καί δέν ἔχουμε καμιά περίπτωση πού δέν ἦρθε τελικά ἡ χάρη, πού δέν ἦρθε τελικά αὐτή ἡ θεϊκή πραγματικότητα μέσα στήν ψυχή, σύμφωνα μέ αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος:Κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν. Ἕλξη ἀφόρητη, μέ ὅλη τήν καλή ἔννοια. Ὅσοι περίμεναν, περίμεναν, περίμεναν καί δέν ἀπόκαμαν ποτέ, δέν κουράστηκαν ποτέ, δέν εἶπαν «δέν γίνεται τίποτε», ἀλλά προσδοκοῦσαν, αὐτοί ἔλαβαν τή χάρη. Δέν ὑπάρχει κανείς πού νά ἐνήργησε ἔτσι καί νά μήν ἔλαβε τή χάρη. Ἡ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω καί ἡ ἐλπίς οὐ καταισχύνει, δέν ντροπιάζει, δέν ἀπογοητεύει.

 

«Τώρα θά γίνω χριστιανός»

 

Χθές τό βράδυ καί σήμερα γιορτάζουμε τή γέννηση τῆς Παναγίας, καί ἀπόψε τό βράδυ καί αὔριο ἔχουμε τή σύναξη τῶν θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης, τῶν γονέων της, οἱ ὁποῖοι, παρακαλῶ, ἦταν ἄτεκνοι· ἦταν στείρα ἡ Ἄννα. Χρόνια καί χρόνια καί χρόνια καί χρόνια περίμεναν. Καί δέν εἶναι μοναδική αὐτή ἡ περίπτωση· καί ἄλλες τέτοιες περιπτώσεις ἔχουμε –καί τήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί τήν περίπτωση παλαιῶν προφητῶν. Δέν ὑπῆρχε κατά τό ἀνθρώπινο καμιά ἐλπίδα νά γεννήσουν τέκνο ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα. Καί ὅμως, γέννησαν· καί μάλιστα γέννησαν αὐτήν πού γέννησε τόν Θεό, τόν Θεάνθρωπο Κύριο.

Πολλές φορές ἔχουμε ἀναφερθεῖ στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ἀλλά τώρα ἀκόμη περισσότερο ἔτσι τό αἰσθάνομαι καί θέλω νά τονίσω ἐκεῖνο πού θαυμάζει κανείς στόν ἅγιο αὐτόν, ὁ ὁποῖος δέν λέει: «Τόσα χρόνια βαπτισμένος καί δέν εἶμαι χριστιανός». Ἀλλά τί; «Τώρα θά γίνω χριστιανός». Ἔχει σημασία δηλαδή ὅτι δέν μένει ἁπλῶς στή διαπίστωση, ἀλλά περνάει στήν ἐλπίδα πού ἀνοίγεται μπροστά του, στήν πραγματικότητα πού ἀνοίγεται μπροστά του. Δέν ἔχει σημασία πού τόν ἔχουν συλλάβει καί θά τόν θανατώσουν. Ἴσα-ἴσα, ἄναψε ἡ καρδιά του, καθώς καταδικάστηκε νά θανατωθεῖ καί μάλιστα μέ τό νά τόν ρίξουν στά δόντια τῶν θηρίων. Καί λέει: «Τώρα θά γίνω χριστιανός» –μέ τήν ἔννοια ὅτι θά τόν κάνει ὁ Κύριος χριστιανό.

Αὐτό εἶναι τό μυστικό. Δέν βγαίνει τίποτε, ὅταν ἁπλῶς κάνεις τή διαπίστωση ὅτι δέν εἶσαι χριστιανός. Πιό πολύ παραπονεῖσαι, πιό πολύ στενοχωριέσαι, πικραίνεσαι. Καί δέν τό ὑποπτεύεται κανένας σχεδόν ὅτι παίρνει τήν ἀρνητική πλευρά καί ὄχι τή θετική, ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτό εἶναι μιά παρηγορία τῆς φιλαυτίας, μιά παρηγορία τοῦ ἐγώ, τοῦ ἐγωισμοῦ. Ὅλο τό ἔργο τοῦ Θεοῦ αὐτό εἶναι: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τό ὅτι μπορεῖ νά σέ σώσει ὁ Θεός, ὅτι μπορεῖ νά σέ ἁγιάσει, δέν τίθεται θέμα. Ἀλλά ἄφησε τόν ἑαυτό σου στά χέρια του. Ἐσύ τό φοβᾶσαι αὐτό καί ἁπλῶς λές: «Νά, ἐγώ ἀκόμη δέν πίστεψα, ἐγώ ἀκόμη δέν ἔγινα χριστιανός».

Ἄς πάρουμε τήν πιό προχωρημένη, θά λέγαμε, κατάσταση. Ἀρχίζει κανείς: «Ἔχω τοῦτο, ἔχω ἐκεῖνο, ἤθελα νά εἶμαι ἔτσι, ἤθελα νά εἶμαι ἀλλιῶς, ἀλλά, νά, δέν εἶμαι», καί κλαίει τή μοίρα του. Ἀλλά αὐτό δέν γίνεται ἔτσι τυχαῖα, οὔτε μπορεῖ νά πεῖ κανείς: «Ἄχ, δέν τά ξέρουμε καλά τά πράγματα καί γι᾿ αὐτό πέφτουμε ἔξω». Μπορεῖ νά μοιάζει ἔτσι, ἀλλά δέν εἶναι. Δέν εἶναι θέμα δηλαδή ὅτι πρέπει νά ἔχεις πολύ μυαλό, ὅτι πρέπει νά προχωρήσεις σέ βάθος, ὅτι πρέπει… Δέν εἶναι αὐτό. Ἴσα-ἴσα, τότε ἀρχίζουν οἱ πονηριές, καί προσπαθεῖς ἔτσι νά δικαιολογηθεῖς, προσπαθεῖς ἀλλιῶς νά δικαιολογηθεῖς· τελικά, προσπαθεῖς νά σιγουρέψεις τόν ἑαυτό σου.

Ὅταν ὅμως πεῖς αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος –«τώρα ἐγώ θά γίνω χριστιανός»– ὁμολογεῖς ἔτσι ὅτι δέν εἶσαι τίποτε, ἀλλά καί συγχρόνως ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτός, ὁ Κύριος εἶναι μπροστά σου. Λαμβάνεις ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα ἐκεῖνα πού συνέβησαν σ᾿ ἐκείνους πού ἔζησαν πρίν ἀπό σένα καί τούς ἁγίασε ὁ Κύριος, καί ἔχεις ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὅλος ἀγάπη, ὅλος συγκατάβαση· δέν ἔχεις τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι κι ἐσένα θέλει νά σέ σώσει, νά σέ ἁγιάσει, ὅπως τόσους ἄλλους. Καί αὐτά εἶναι πού ἀμέσως σοῦ δίνουν τήν ὤθηση νά πεῖς: «Ἐγώ τώρα θά γίνω χριστιανός»· μέ τήν ἔννοια αὐτή: «Τώρα ξύπνησε ἡ ψυχή μου, τώρα βγῆκα ἀπό τή νάρκη μου, τώρα τόν βρῆκα τόν Κύριο, τώρα ἄρχισα νά πιστεύω στόν Κύριο, τώρα τρέχω στόν Κύριο». Ἐνῶ ὅταν ἀρχίζει κανείς νά λέει: «Ἐγώ εἶμαι ἔτσι, ἐγώ εἶμαι ἀλλιῶς…», μοιάζει μέν ὅτι τάχα ταπεινοφρονεῖ καί ὅτι τάχα ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του, ὅμως εἶναι ἐπικίνδυνο αὐτό.

 

 

Ὅσο πιό στεῖρο βλέπεις τόν ἑαυτό σου, τόσο πιό πολύ νά ἐλπίζεις

 

Στείρα ἦταν ἡ Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Παναγίας, ἀλλά ἐκεῖ, πρόσμενε· πρόσμενε. Εἶναι πολύ σημαντικό νά παρακαλέσουμε τόν Θεό καί τούς ἁγίους νά μᾶς φωτίσουν καί νά μᾶς βοηθήσουν νά καταλάβουμε λιγάκι τί σημαίνει προσμένω· τί σημαίνει μέ ἐλπίδα προσμένω. Γιά σκεφθεῖτε, ἀπόψε, τώρα, νά ἀνάψει μέσα σέ ὅλους μας ἡ ἐλπίδα αὐτή, ἄσχετα τί ἔγινε μέχρι σήμερα, μέχρι αὐτή τήν ὥρα. Ἀφοῦ εἴμαστε μέσα στόν ναό, ἀφοῦ εἴμαστε βαπτισμένοι, ἀφοῦ ὁ Κύριος δέν μᾶς ἀπέρριψε –καί ἄν ἤρθαμε αὐτή τήν ὥρα ἐδῶ, ἄσχετα πῶς ἤρθαμε, ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε– σημαίνει ὅτι μᾶς ἀγαπάει ὁ Κύριος· καί ἰδού, μᾶς ἀνοίγει τόν δρόμο. Τί θά ἔχει αὐτός ὁ δρόμος; Ὁ Κύριος ξέρει. Ἀλλά ὅσο χειρότερος εἶναι –ὅσο δυσκολότερος δηλαδή· πού σημαίνει ὅτι καί θά πονέσεις καί θά ματώσεις καί θά ζοριστεῖς– τόσο καλύτερα. Γιά σκεφθεῖτε, ἄν τά πάρει ἔτσι κανείς, πόσο ἀλλάζει ἀμέσως.

Ἀλλά ὅσο κι ἄν τό πεῖς αὐτό, ὅσο κι ἄν τά πάρεις ἔτσι, δέν ἀρκεῖ. Γιατί πράγματι ἔχουμε καί τέτοιους ἀνθρώπους, τέτοιες ψυχές, πού ἐνθουσιάζονται εὔκολα, ἀλλά μπροστά πάει ἡ φιλαυτία. Μόλις δώσει κάποια ψίχουλα χάριτος ὁ Θεός, ἕτοιμη εἶναι ἡ φιλαυτία νά τά ἁρπάξει.

Καί γιά νά μήν μπερδεύεται κανείς, καθώς δέν ἀνάβει ἡ ψυχή του, καί γιά νά μήν προβληματίζεται –ἄραγε γίνεται αὐτό; δέν γίνεται;– νά βάλει κάτω τόν ἑαυτό του καί νά πεῖ: «Ἐντάξει, εἶμαι τί εἶμαι, ἀλλά ὅμως ξέρω τά τῆς πίστεως, ξέρω τά τοῦ Κυρίου, ξέρω ὅλη αὐτή τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί ὑπάρχει μιά κάποια διάθεση μέσα μου. Γιά νά μήν ἀνάβει ἡ ψυχή μου, ὥστε νά πῶ: ῾῾Κύριε, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, ὅσο δύσκολο κι ἄν εἶναι, ὅσα ἐμπόδια κι ἄν ἔρθουν, θέλω νά κάνεις τό ἔργο τῆς σωτηρίας στήν ψυχή μου. Ἐσύ τά ξέρεις αὐτά, ἐσύ τά κανονίζεις᾿᾿, μοῦ χρειάζεται, φαίνεται, νά εἶναι ἔτσι, ὥστε, τρόπον τινά, νά σύρω τόν ἑαυτό μου, νά τόν κουβαλήσω στόν Θεό. Ἄς φέρει ὁ ἑαυτός μου ἀντίσταση· δέν πειράζει. Αὐτό λοιπόν μοῦ χρειάζεται». Ἔτσι ὄντως πεθαίνει κανείς καί ὄντως ἀνασταίνεται ἐν Χριστῷ.

Καί νά ἀνάψει ἡ ψυχή σου. Αὐτό θά γίνει ὡς πόθος πρῶτα, ὡς πίστη, ὡς ὑπομονή, ὡς ἐλπίδα ὅτι μιά μέρα θά γίνει τό θαῦμα στήν ψυχή σου. Δέν ἔγινε ἀκόμη, ἀλλά θά γίνει· ὁ Κύριος θά τό κάνει. Δέν σέ κάλεσε ἔτσι τυχαῖα. Δέν παίζει ὁ Κύριος μέ τίς ψυχές. Καί ὅσο πιό στεῖρο, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε τώρα, βλέπεις τόν ἑαυτό σου, τόσο πιό πολύ ἐσύ νά ἐλπίζεις. Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι ὄχι λίγοι ἅγιοι γεννήθηκαν ἀπό στεῖρες μητέρες· ἀλλά κι ἐδῶ, στήν προκειμένη περίπτωση, ἔχουμε τήν ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία ἦταν στείρα καί ὅμως γέννησε, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τή μητέρα τοῦ Θεοῦ.

 

«Ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;»

 

Καί γιά νά ἀναφερθοῦμε καί σ᾿ ἐμᾶς ἐδῶ, πού οἱ περισσότεροι ἔρχεστε καί τά λέμε τακτικά, νά τονίσω τό ἑξῆς: Ἐνῶ φωτίζει ὁ Θεός νά ποῦμε τό ἕνα, νά ποῦμε τό ἄλλο, νά λάμψει κάποια ἀστραπή, ἄς ποῦμε, νά ἔρθει κάποια ἀκτίνα φωτός τοῦ Θεοῦ, ὕστερα σάν νά μήν ἔγινε τίποτε. Πέρα γιά πέρα φαίνεται αὐτή ἡ στειρότητα, ἡ ἀπόλυτη στειρότητα. Τό ἄτομο ἐκεῖνο δηλαδή τό ὁποῖο φυσιολογικά θά μποροῦσε νά γεννήσει πνευματικά, παρουσιάζει μιά ἀπόλυτη στειρότητα.

Ἀπό μιά πλευρά θά ἔλεγε κανείς, ὅπως εἶπε ὁ Ναθαναήλ: Ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; «Μπορεῖ νά προέλθει ἀπό τή Ναζαρέτ κανένα καλό;» Καί ὅμως, ἀπό κεῖ ἦρθε ὁ Χριστός. Βλέπετε, ἄλλη στειρότητα ἐκεῖ. Θά ἔλεγε λοιπόν κανείς: «Τί νά περιμένει κανείς τώρα ἀπό μᾶς;» Πρῶτα ἀπό μένα ἀλλά καί ἀπό ὅλους μας ‒συγγνώμη πού τό λέω ἔτσι· δέν θέλω νά θίξω κανέναν. Τί νά περιμένει; Τό δείξαμε πολλές φορές ὅτι ὑπάρχει μιά στειρότητα, μιά ξηρότητα, ὑπάρχει κάτι τό ἄγονο, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι. Θά ἀποφαινόταν λοιπόν κάποιος ἔτσι ἄνετα, καί θά εἶχε καί πολύ δίκαιο: «Τί νά περιμένεις ἐσύ τώρα ἀπό ὅλους αὐτούς, ἀπό ὅλες αὐτές τίς ψυχές;»

Τά ἴδια θά ἔλεγαν τότε γιά τήν ἁγία Ἄννα: «Τί μπορεῖ νά περιμένει κανείς τώρα ἀπό τήν Ἄννα; Ἡ καημένη, τόσα χρόνια ζητάει, ξαναζητάει, τρέχει ἐδῶ, τρέχει ἐκεῖ…» (Ὁ Ἰωακείμ πῆγε στό σπήλαιο, ἐκεῖ πού εἶναι τώρα μᾶλλον τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου –ὅσοι πήγαμε στούς Ἁγίους Τόπους ξέρουμε τό μέρος– καί προσευχόταν ἐκεῖ νά τούς δώσει ὁ Θεός παιδί. Ἐκείνη προσευχόταν στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ τους, τό ὁποῖο ἐπισκεφθήκαμε, ὅσες φορές πήγαμε στούς Ἁγίους Τόπους. Ὑπάρχει τώρα καί ναός ἐκεῖ τῶν ἁγίων Ἰωακείμ καί Ἄννης. Τό σπίτι ἦταν ἀπέναντι ἀπό τόν ναό τοῦ Σολομῶντος, γι᾿ αὐτό καί πολύ εὔκολα, τρόπον τινά, ἔδωσαν τήν Παναγία, ὅταν γεννήθηκε, καί μεγάλωσε ἐκεῖ στόν ναό.) Πολλοί λοιπόν –ὅσοι τυχόν ἤξεραν τό πρόβλημα– θά ἔλεγαν: «Ἡ καημένη, τρέχει ἐδῶ, τρέχει ἐκεῖ…» Ἀλλά αὐτή ἤλπιζε, ἤλπιζε, ζητοῦσε.

Ξέρετε, ὅσο στεῖρος κι ἄν εἶσαι, ὅσο ἄγονος, ὅσο ἄκαρπος κι ἄν εἶσαι, ὅσο κι ἄν εἶσαι ἕνα ἄχαρο πλάσμα, ὅσο κι ἄν ὑπάρχει μιά ξηρότητα μέσα σου, μή φοβᾶσαι. Ὁ Θεός τά ἔχει ὅλα στά χέρια του, κι ἐμᾶς μᾶς ἔχει στά χέρια του. Καί τώρα, αὐτή τήν ὥρα πού τά λέμε, καί καθόμαστε καί ἀκοῦμε ὅλοι, πάλι ὁ Θεός εἶναι πού φωτίζει νά ποῦμε καί μᾶς ἐνδυναμώνει, ὥστε, χωρίς νά καταβάλλουμε καμιά προσπάθεια, ἔτσι πολύ ἄνετα νά καθόμαστε καί νά ἀκοῦμε.

Ὅπως δηλαδή ἐκεῖ, ναί μέν ἦταν ἄκαρπη ἡ Ἄννα, ἀλλά ὅμως ἤλπιζε καί περίμενε. Πάλι ὁ Θεός ἦταν πού τό ἔβαζε αὐτό μέσα στήν καρδιά της. Κι ἐκείνη, αὐτό ἔδινε ὁ Θεός, αὐτό κρατοῦσε. Ἕως ὅτου ἦρθε ὁ καρπός. Καί τί καρπός! Σάν νά γέννησε ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος. Ὁ Νεστόριος, ὁ αἱρετικός, δέν ἤθελε νά τή λένε Θεοτόκο ἀλλά Χριστοτόκο. Ἡ Παναγία ὅμως εἶναι Θεοτόκος. Γέννησε τόν Θεό. Αὐτόν πού γεννήθηκε ἐκ τοῦ Πατρός πρό πάντων τῶν αἰώνων. Μόλις εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ: Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι, ἀμέσως ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο. Ὁ Λόγος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔγινε σάρξ. Δέν ξεκίνησε ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ἕνα ἁπλό ἔμβρυο. Εὐθύς ἐξαρχῆς ἡ Παναγία κυοφορεῖ μέσα της τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι Θεάνθρωπος· γι᾿ αὐτό καί λέγεται Θεοτόκος. Καί οἱ ἅγιοι Ἰωακείμ καί Ἄννα, οἱ γονεῖς τῆς Παναγίας, εἶναι θεοπάτορες. Ἀπόψε, ὅπως εἴπαμε, γιορτάζουμε τή σύναξη τῶν θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.

 

«…αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστί»

 

Τί μᾶς πειράζει, λοιπόν, καί ποιά εἶναι ἡ δυσκολία, ἐμεῖς τώρα νά τά πάρουμε ὅλα θετικά; Δηλαδή, ναί μέν λίγο πολύ σάν νά ἔχουμε μιά ξηρότητα, μιά ἀκαρπία, μιά ἀναισθησία, ἔτσι πού δέν γίνεται χειρότερα, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως μεριά μποροῦμε νά ἀκοῦμε, μποροῦμε νά καταλαβαίνουμε, μποροῦμε νά δεχόμαστε τά τῆς Ἐκκλησίας, νά ὑπακοῦμε στήν Ἐκκλησία καί νά προσμένουμε.

Καί οὔτε λίγο οὔτε πολύ θά ἀκούσουμε ἀπό τόν Κύριο: Ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου· ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστίν, ὅπως θά ἀναγνωσθεῖ στήν εὐαγγελική περικοπή τώρα μέσα στή θεία Λειτουργία. Ἤ, ὅπως εἶπε σέ ἄλλη περίπτωση ὁ Κύριος: Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν. Δέν ἔχει ἐδῶ ἀνώτερους καί κατώτερους, πιό κοντινούς καί πιό μακρινούς καί κάποιους παρακατιανούς. Ὄχι. Ὅλοι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, ὅλοι μέσα στήν καρδιά τοῦ Χριστοῦ· σέ ὅλους μέσα εἶναι ὁ Χριστός, σέ ὅλους δίδεται τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὄχι τσιγκούνικα. Τή μικρότερη, ἄς ποῦμε ἔτσι, ἀκτίνα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά λάβεις, εἶναι ὁ ὅλος Θεός· δέν εἶναι κάτι λίγο ἀπό τόν Θεό.

Γιά σκεφθεῖτε ἔτσι νά πιστέψουμε, ἔτσι νά τά πάρουμε τά πράγματα. Καί γιατί δέν τά παίρνουμε ἔτσι; Διότι ξέρουμε ὅτι, ἅμα τά πάρουμε ἔτσι, ἀφήνουμε πιά τόν ἑαυτό μας, γινόμαστε τοῦ Χριστοῦ μετά. Ἀλλά δέν τό θέλουμε αὐτό καί τάχα φέρνουμε ὡς δικαιολογία: «Νά, ἔχω ὑποχρεώσεις, ἔχω ἀσχολίες. Πρέπει νά προλάβω τοῦτο, ἐκεῖνο…» Ὅμως, ἀκριβῶς μέσα σέ ὅλα αὐτά πού ἔχεις θά βρεῖς καλύτερα αὐτόν τόν δρόμο καί θά προχωρήσεις καλύτερα σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο. Δέν σέ ἐμποδίζουν αὐτά, οἱ ὅποιες ὑποχρεώσεις σου. Ὁ Θεός μᾶς ἔβαλε στόν κόσμο αὐτόν μέ ὑποχρεώσεις καί ὅ,τι ἄλλο, καί, θέλουμε δέν θέλουμε, πρέπει νά ζήσουμε καί νά φθάσουμε στό τέλος. Ἀλλά διά μέσου ὅλων αὐτῶν ὁ Κύριος θά μᾶς ἁγιάσει. Νά πιστέψουμε ἔτσι καί νά παραδοθοῦμε στόν Χριστό. Νά ποῦμε: «Ὥς ἐδῶ ἦταν, Χριστέ μου. Αὐτό πάντοτε τό περίμενα· πάντοτε ἤλπιζα ὅτι θά ἔρθει αὐτή ἡ ὥρα. Παραδίδομαι τώρα σ᾿ ἐσένα νά μέ κάνεις χριστιανό, νά μέ κάνεις ὅπως μέ θέλεις ἐσύ».

Γιά σκεφθεῖτε νά πιστέψουμε ἔτσι. Ὄχι ἁπλῶς λόγια, ἀλλά νά γίνει αὐτό: νά νιώσουμε ὅτι κάπως τήν πλησιάζουμε τήν ἀλήθεια, μέ τήν ἔννοια ὅτι κάπως ἀφηνόμαστε στήν ἀλήθεια νά μᾶς ἐπηρεάσει. Ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἐμφανίζονταν τώρα ἡ Παναγία καί οἱ γονεῖς της, οἱ θεοπάτορες Ἰωακείμ καί Ἄννα, ἤ ἔστω ὅτι ἀκουγόταν ἡ φωνή τους, καί μᾶς ἔλεγαν: «Ναί, ἀκριβῶς ἔτσι εἶναι. Δέν χρειάζεται λοιπόν νά ζήσετε ἄλλο. Σᾶς παίρνουμε ὅλους ἐπάνω στόν οὐρανό, ἐκεῖ πού εἶναι ὡραῖα καί ὄμορφα», ἐμεῖς θά ἔπρεπε νά τό βιώσουμε αὐτό ὡς μιά ἀλήθεια. Ἀλλά, νά δεῖτε, κατατρομαγμένος ὁ καθένας θά τό βάλει στά πόδια, θά φύγει. Εἶναι καθένας προσκολλημένος ὄχι ἁπλῶς στά γήινα –προσέξτε· δέν εἶναι στά γήινα ἁπλῶς· ἐξάλλου, στή γῆ εἴμαστε– ἀλλά στό ἐγώ, τό ὁποῖο δέν μᾶς ἀφήνει νά λατρεύσουμε τόν Θεό. Ἀντί νά εἴμαστε θεολάτρες, νά λατρεύουμε δηλαδή τόν Θεό, νά ἀγαποῦμε τόν Θεό, εἴμαστε ἐγωλάτρες, λατρεύουμε τό ἐγώ.

Ἅμα δέν ἀρχίσουμε ὅμως νά πιστεύουμε ἔτσι, δέν γίνεται τίποτε. Καί μή φοβάστε, πού εἶπα νά μᾶς πάρουν ὅλους στόν οὐρανό. Εἶμαι τῆς ταπεινῆς γνώμης –καί δέν τό λέω αὐτό γιά νά σᾶς παρηγορήσω– ὅτι, ἄν ὁ Θεός δέχεται τώρα αὐτά πού λέμε καί θέλει νά μᾶς πεῖ κάτι, ἐκτός ἐξαιρέσεων, θά μᾶς ἔλεγε τό ἑξῆς: «Σᾶς δίνω ἀρκετά χρόνια ζωῆς, ἀκριβῶς γιά νά ζήσετε ἔτσι πού δέν ζούσατε μέχρι τώρα. Ἀφοῦ μέ βρήκατε –μέ αἰσθάνεστε Πατέρα σας, μέ ἀγαπᾶτε– ἀφοῦ σᾶς βρίσκω ἔτσι διατεθειμένους καί σᾶς δίνω τή χάρη, σᾶς ἀφήνω στή ζωή, γιά νά ζήσετε ἀκριβῶς ὡς ἀληθινοί χριστιανοί κάνοντας τό θέλημά μου καί τίς ἐντολές μου». Διότι καί τούς πρωτοπλάστους, πού ἦταν ἀναμάρτητοι, τούς ἔβαλε ὁ Θεός στόν παράδεισο νά ζήσουν ἕνα διάστημα ἐκεῖ, γιά νά δοκιμαστοῦν, καί ὕστερα νά τούς πάρει στήν αἰώνια βασιλεία του. Ἀλλά ἀπέτυχαν.

 

Μιά γέννα

 

Στή γωνιά αὐτή ἔφερε ὁ Θεός –καί φέρνει– ὅλους ἐμᾶς, γιά νά μποῦμε σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, σ᾿ αὐτή τήν προσμονή πού λέγαμε, γιά νά μποῦμε σ᾿ αὐτή τήν πίστη, σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα. Καί νά, ὅπως ἀρχίζει ἡ κυοφορία στή γυναίκα, καί κάποτε ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς γέννας, ἔτσι κι ἐδῶ. Βέβαια, μπορεῖ νά ἄρχισαν ὅλα αὐτά –ἐννοῶ τήν ὅλη πνευματική προσπάθεια στή γωνιά αὐτή– ὅμως πρωτίστως εἶναι ὅλο ἐκεῖνο πού προηγήθηκε τῆς γέννας· εἶναι ἡ πείρα καί ὁ πόνος τῆς στειρότητας, ὅλο ἐκεῖνο πού στοιχίζει πάρα πολύ. Ἡ ἁγία Ἄννα δέν ἔφτασε ξαφνικά σ᾿ ἐκείνη τή στιγμή πού ξεκίνησε νά κυοφορεῖ τήν Παναγία, καί τή γέννησε, καί ἔγινε μετά ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά χρόνια πιό μπροστά ἔζησε, μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, ὅλη ἐκείνη τή στειρότητα, τήν ξηρότητα, ὅλη τήν ἀκαρπία, τό ἄγονον, ὅλο ἐκεῖνο πού στοιχίζει τόσο πολύ!

Ἔχουμε πεῖ ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν ὄνειδος νά εἶναι στείρα μιά γυναίκα· ὄνειδος δηλαδή ἐνώπιον τῶν ἄλλων: τῶν γνωστῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν γειτόνων κτλ. Κυρίως ὅμως, καθώς ὑπῆρχε ἡ προφητεία ὅτι ὁ Μεσσίας θά προέλθει ἀπό τό ἰουδαϊκό ἔθνος, ὅλες οἱ γυναῖκες εἶχαν πολύ ἕναν τέτοιον καημό, μιά ἐλπίδα μήπως γεννήσουν τόν Μεσσία. Κι ἐκεῖνο πού τούς στοίχιζε ἰδιαίτερα, καθώς βίωναν τή στειρότητα, ἦταν αὐτό, ὅτι δέν εἶχαν πιά ἐλπίδα ὅτι ἴσως γεννήσουν τόν Μεσσία.

Τόν Μεσσία βέβαια μία γυναίκα θά τόν γεννοῦσε. Ὅμως εἶναι σίγουρο ὅτι κάθε ψυχή, ἀπό μιά πλευρά, μπορεῖ νά γεννήσει τόν Χριστό. Ἀλλά νά ὅμως, οἰκονομεῖ ἔτσι ὁ Θεός τά πράγματα, ὥστε νά τό ζήσει κανείς αὐτό κατά μοναδικό τρόπο: «Ἄραγε θά γίνει;» Καί συγχρόνως ἡ ἐλπίδα νά μεγαλώνει ὅλο καί περισσότερο, ὅλο καί περισσότερο: «Ναί, θά γίνει». Καί ἔρχεται, ἄς ποῦμε, ἡ κυοφορία, καί ἔρχεται ὁ τοκετός.

Ἐγώ προσωπικῶς –ἀλλά πιστεύω καί ὅλοι λίγο πολύ– αἰσθάνομαι ὅτι τό ἄγονον τῶν ψυχῶν μας, τρόπον τινά, ἦταν ἀπόλυτο, ἡ στειρότητα ἀπόλυτη, τό ἄκαρπον, ἡ ξηρότητα, τό τίποτε, ἦταν ἀπόλυτα. Ὅμως, μᾶς ὁδήγησε ὁ Θεός μέχρι τώρα, καί φθάσαμε σ᾿ αὐτό τό ἔτος, τό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος. Εἴμαστε στίς πρῶτες ἡμέρες ἀκόμη καί ἔχουμε μπροστά μας ὅλη αὐτή τήν πραγματικότητα: ὅλα ὅλα ὅλα αὐτά πού καταλήγουν στό ὅτι θά γεννηθεῖ μέσα μας ὁ Χριστός· θά γεννήσει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, ἡ ψυχή μας τόν Χριστό δι᾿ Ἁγίου Πνεύματος. Τό λένε αὐτό καί τό τονίζουν οἱ πατέρες, ὅπως ἔχουμε πεῖ τόσες φορές.

 

Πρέπει νά συνεπαρθεῖ κανείς

 

Ὁ ἄνθρωπος, καί καλός νά εἶναι –καί ἀναμάρτητος νά ἦταν– τίποτε δέν εἶναι, ἐάν δέν ἔχει μέσα του τόν Χριστό, ἐάν δέν ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μορφώνει μέσα του τόν Χριστό. Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν! λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅταν ὅμως ἐσένα σέ βλέπει ὁ Θεός ὅτι κάνεις καί προσευχές, ζητᾶς καί ὅ,τι θέλεις, ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα κάνεις τή ζωούλα σου, τό πρόγραμμά σου, τρέχεις στά δικά σου, τί νά σέ κάνει; Πολλές φορές θά λέει ὁ Θεός: «Μά, τώρα ἐρχόμουν νά σέ εὐλογήσω. Ποῦ πᾶς;» Τίποτε ἐσύ δέν καταλαβαίνεις· τίποτε. Ἑπομένως, γιά νά γίνει κάτι στήν ψυχή μας, πρέπει προηγουμένως νά συνεπαρθεῖ κανείς. Νά συνεπαρθεῖ. Εἶμαι τῆς ταπεινῆς γνώμης ὅτι κάπου, κάπου πλησίασε ἡ γέννα. Αὐτές τίς ἡμέρες λίγο πολύ ἔτσι νά αἰσθανθοῦμε ὅλοι –ὅσοι βέβαια δέν νιώθουμε μέν ἔτσι, ἀλλά θέλουμε νά νιώθουμε ἔτσι– ὅτι ἀνοίγει ὁ δρόμος μπροστά μας. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος: «Τώρα θά γίνω χριστιανός, τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ». Δέν ἐξαιρεῖ κανέναν ὁ Κύριος καί σέ ὅλους μπορεῖ νά δώσει αὐτή τήν εὐλογία, σέ ὅλους μπορεῖ νά δώσει αὐτή τή γέννα, αὐτόν τόν καρπό.

Ἀλλά πάλι θά πῶ ὅτι, ὅσο περισσότερο θά αἰσθάνεται κανείς ὅτι ἡ δική του ψυχή εἶναι ἄκαρπη, στείρα, ἄγονη, τόσο πιό πολύ νά ἐλπίζει. Διά μέσου αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, πού ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ἄγονη κατάσταση, ξηρότητα, ἀκαρπία, στειρότητα –σάν νά εἶναι ἕνα τίποτε κανείς– ὁ Κύριος δίνει τή χάρη του, δίνει τήν εὐλογία. Διότι σέ μιά τέτοια περίπτωση, ἄν εὐλογηθεῖ μιά ψυχή –ἐάν δηλαδή τήν εὐλογήσει ὁ Θεός, ἐνῶ ἀποτελεῖ μιά τέτοια περίπτωση– αὐτή ἡ ψυχή πέρα γιά πέρα συνειδητοποιεῖ πώς ὅ,τι ἔγινε τό ἔκανε ὁ Θεός. Ὅλα βέβαια εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κι ἐσύ πρέπει νά τό συναισθάνεσαι αὐτό, γιά νά μήν ὑπερηφανευθεῖς καί πάθεις ὅ,τι ἔπαθαν οἱ πρωτόπλαστοι, καί χάσεις τά πάντα.

Καί ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀδιανόητο ὁ Θεός νά φέρει ἔτσι τά κατά σέ, νά σέ ὁδηγήσει ἔτσι, πού τελικά νά πλημμυρίσεις ἀπό τήν παρουσία του, ἀπό τή χάρη του, καί ὕστερα νά πέσεις πάλι –δέν γίνεται· αὐτά ὅμως τά ξέρει ὁ Θεός– γι᾿ αὐτό, σέ πολλές περιπτώσεις μπορεῖ νά παρατείνει τήν περίοδο τῆς ξηρότητας καί τῆς στειρότητας. Ἀλλά ὁ πιστός, ὅσο περισσότερο παρατείνεται αὐτό, τόσο πιό πολύ ἐλπίζει, διότι ὁ Θεός μένει πιστός, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δέν ἀλλάζει γνώμη, δέν μᾶς προδίδει ὁ Χριστός. Πιστός μένει σ᾿ αὐτό πού ὑποσχέθηκε, σ᾿ αὐτό πού ὑπόσχεται, σ᾿ αὐτό πού κάνει.

Κάπως ἔτσι, παρακαλῶ, ἀπόψε καί ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες νά γιορτάσουμε τήν ὅλη ἑορτή καί κάπως ἔτσι νά μποῦμε στό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος.

 

9-9-2004