Ασκητικα
A+
A
A-

188. Καθαρά Δευτέρα – Ἡ πρώτη μέρα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

Ἡ πρώτη μέρα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

 

Πένθος καί χαρά

Πρῶτα, θά ἤθελα νά τονίσω στήν ἀγάπη σας, αὐτό πού κάπως ἀναφέραμε καί τό πρωί. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή βέβαια εἶναι περίοδος πένθους, πνευματικῆς λύπης, εἶναι περίοδος μετανοίας, δακρύων, ἐξομολογήσεως, εἶναι περίοδος πού συμμαζεύει κανείς τόν ἑαυτό του καί τόν τοποθετεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί βλέπει πόσο ἅγιος, πόσο καθαρός εἶναι ὁ Θεός, καί πόσο ἁμαρτωλός εἶναι ὁ ἑαυτός του. Ὅμως ὅλο αὐτό εἶναι μιά γιορτή.

Ὑποθέτω, κάθε χριστιανός θά ἔχει μιά κάποια μικρή ἐμπειρία ὅτι, ὅταν ὁ Θεός πάρει τό κάλυμμα ἀπό τά μάτια μας, πάρει τό κάλυμμα ἀπό ὅλες τίς αἰσθήσεις μας ἤ καλύτερα, ὅταν κάνει πνευματικές τίς αἰσθήσεις μας καί πάρει ὁ Κύριός μας τό κάλυμμα αὐτό πού καλύπτει ὅλη τήν ἀποκάλυψή του, ὅλη τή διδασκαλία του, ὅλη τήν ἀλήθεια, ὅταν πάρει τό κάλυμμα πού καλύπτει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού καλύπτει ὅλα αὐτά πού ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία _ἐπιμένω_ ὅλα αὐτά πού ἔχουμε μέσα στή λατρεία, στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα αὐτά πού ἔχουμε σέ ὅλα αὐτά πού ψάλλονται, πού ἀναγινώσκονται, ἀκόμη καί στά ἔργα τῶν Πατέρων, τότε ἡ ψυχή μεθάει, εἶναι σέ μιά μέθη, μέθη πνευματική, καί δέν χορταίνει, ἄς ποῦμε ἔτσι, π.χ., νά μετανοεῖ.

Μετανοεῖ καί θέλει κι ἄλλο νά μετανοήσει. Κλαίει καί θέλει κι ἄλλο νά κλάψει. Ταπεινώνεται καί θέλει ἀκόμη πιό πολύ νά ταπεινωθεῖ. Συντρίβεται καί θέλει ἀκόμη πιό πολύ νά συντριβεῖ. Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά της κι ἀκόμη πιό πολύ θέλει νά τή συναισθανθεῖ. Παραδίνεται στήν προσευχή πρός τόν Κύριο καί ἀκόμη πιό πολύ τό θέλει αὐτό. Παραδίνεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, στή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ κι ἀκόμη πιό πολύ θέλει νά παραδοθεῖ. Εἶναι μέθη, πνευματική μέθη.

Δυστυχής, δυστυχέστατος, ὅποιος δέν μπῆκε σ᾿ αὐτή τή μέθη, δέν μπαίνει σ᾿ αὐτή τή μέθη ἤ ὅποιος δέν τό πιστεύει ὅτι ἔτσι εἶναι καί νά περιμένει νά γίνει κάποια μέρα. Γιατί πρῶτα πρέπει νά τό πιστεύσει κανείς, νά ἐπιμείνει σ᾿ αὐτή τήν πίστη, καί ἡ πίστη του αὐτή νά ἐκδηλώνεται μέ πράξεις ἀνάλογες. Καί μετά θά ἔλθει αὐτή ἡ πραγματικότητα, καί ὅλα τά τοῦ Θεοῦ θά ἀποκαλυφθοῦν, θά ξεσκεπασθοῦν μπροστά στό εἶναι τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί ἀπό τήν ψυχή θά φύγει τό ὁποιοδήποτε κάλυμμα, καί θ᾿ ἀρχίσει αὐτή ἡ ἀπόλαυση, θ᾿ ἀρχίσει αὐτή ἡ γιορτή, θ᾿ ἀρχίσει αὐτή ἡ μέθη.

 

Αὐτό εἶναι ἡ χριστιανική ζωή

 

Αὐτό εἶναι ἀπό μιά πλευρά γενικότερα ἡ χριστιανική ζωή, πού γιά πολλούς εἶναι κάτι ἄχαρο, κάτι δύσκολο, καί ὅλο τό σκέπτονται καί τάχα δέν μποροῦν, καί δέν γίνεται. Καί δέν θέλουν οἱ εὐλογημένοι νά δεχθοῦν τουλάχιστον ὅτι αὐτό τό ὁποῖο αἰσθάνονται εἶναι κάτι ἀφύσικο. Δέν εἶναι αὐτό ἡ φυσική κατάσταση. Εἶναι ἄρρωστη ἡ ψυχή τους καί γι᾿ αὐτό αἰσθάνονται ἔτσι. Δέν θέλουν τουλάχιστο νά τό δοῦν ὅτι εἶναι ἔτσι, νά τό σκεφθοῦν ἔτσι. Ναί. Ὅλη ἡ χριστιανική ζωή εἶναι χαρά. Χαρά εἶναι, ἀγαλλίαση εἶναι. Ἔχει βρεῖ ἡ ψυχή τή ζωή της. Ἔχει βρεῖ τό στοιχεῖο της, τό νερό της, ὅπως τό ψάρι πού βρῆκε τό νερό, καί αὐτό εἶναι ἡ ζωή του.

Γενικότερα ἡ χριστιανική ζωή εἶναι μιά γιορτή καί εἰδικότερα οἱ περίοδοι αὐτές, ὅπως ἡ περίοδος τώρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού μοιάζει ἀπό μιά πλευρά νά εἶναι πιό δύσκολη, νά ἀπαιτεῖ περισσότερα, δυσκολότερα πράγματα, πού σάν νά στενεύει τόν ἄνθρωπο, σάν νά τόν ζορίζει τόν ἄνθρωπο, εἰδικότερα λοιπόν ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἀκόμη πιό μεθυστική, ἀκόμη πιό γιορταστική καί ἀκόμη πιό πολύ ἀπολαμβάνει κανείς τή δωρεά τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι αἰσθάνεται κανείς, γεύεται, ὅτι εἶναι χρηστός ὁ Κύριος, εἶναι γλυκύς ὁ Κύριος, εἶναι ὅλος ἀγάπη ὁ Θεός, καί εἶναι ὅλο εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση ἡ κοινωνία μετ᾿ αὐτοῦ. Δέν εἶναι ἔτσι ὅπως νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι «ἔ, μέ τόν Θεό μήν πολυέχεις σχέση· ζητάει πολλά. Εἶναι δύσκολα· δέν γίνεται ἔτσι. Ἡ ζωή εἶναι δύσκολη». Καί δέν τό καταλαβαίνουν, δέν θέλουν νά τό καταλάβουν, ὅτι εἶναι ἄρρωστοι καί τό νομίζουν ἔτσι. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκτός πραγματικότητος, ὁ καημένος.

Δέν θά πῶ περισσότερα ἐπάνω στό θέμα αὐτό. Ἐλπίζω ὅτι ὅλοι μας κάτι καταλαβαίνουμε καί ἐλπίζω νά μήν ὑπάρξει κανένας μας, ὁ ὁποῖος δέν θά φιλοτιμηθεῖ, ἤ πρωτίστως ἐλπίζω ὅτι δέν θά ὑπάρξει κανείς ὁ ὁποῖος δέν θά πιστεύσει ὅτι ἔτσι εἶναι τά πράγματα καί δέν θά φιλοτιμηθεῖ. Εἶναι κρίμα ἐμεῖς οἱ χριστιανοί _ἀφήνουμε τόν ἄλλο κόσμο_ νά ἀγνοοῦμε αὐτή τήν ἀλήθεια, νά ἀγνοοῦμε αὐτή τήν πραγματικότητα, καί νά εἶναι τόσο ἄχαρη ἡ ζωή μας, ἡ χριστιανική ζωή μας. Ἐλπίζω λοιπόν ὅτι καί θά πιστεύσουμε καί θά φιλοτιμηθοῦμε καί θά κινηθοῦμε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή πρωτίστως τουλάχιστον διά τῆς πίστεως.

 

Σέ ὅλους μας κάτι γίνεται

 

Τό ἄλλο σημεῖο πού θά ἤθελα νά τονίσω στήν ἀγάπη σας εἶναι τοῦτο. Ὑποθέτω ὅτι ὅλοι μας, ὅσοι εἴμαστε αὐτή τή στιγμή ἐδῶ, ἤμασταν καί τό πρωί. Οἱ περισσότεροι, ὑποθέτω, ἤσασταν καί τό πρωί. Καί ἄν δέν ἤσασταν ἐδῶ, ἤσασταν κάπου ἀλλοῦ. Καί ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι ἐδῶ καί ἦταν τό πρωί, τώρα θά εἶναι κάπου ἀλλοῦ.

Καθώς σήμερα τό πρωί πήγαμε ἀρκετές ὧρες στήν ἐκκλησία καί τώρα ἐπίσης εἴμαστε ἀρκετή ὥρα, καί εἴχαμε τήν ὑπομονή ν᾿ ἀκούσουμε ὅσα ἀκούσαμε καί τό πρωί καί τώρα, καί ὄχι μόνο τά ψαλσίματα, ἀλλά καί τά λίγα λόγια τά ὁποῖα ἦταν σάν ὑπόμνημα ὅλων αὐτῶν, ὑποθέτω ὅτι, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, σέ ὅλους μας κάτι γίνεται. Δέν μπορεῖ. Εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις, πού κάποιος πειρασμός μπαίνει στή μέση καί χαλάει τήν ὅλη κατάσταση. Γενικά ὅμως μιά μέρα σάν κι αὐτή, πού οἱ χριστιανοί θά κανονίσουν νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, νά περάσουν δηλαδή ἀρκετές ὧρες στήν ἐκκλησία, ὅσο νά ᾿ναι θ᾿ ἀκούσουν μερικά πράγματα, θά προσέξουν μερικά πράγματα, θά σκεφθοῦν μερικά πράγματα. Γίνεται ἕνα κάτι. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν γίνεται· σέ ἄλλον περισσότερο καί σέ ἄλλον λιγότερο.

Γιά μερικούς ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι σάν πρώτη μέρα μέσα στόν Παράδεισο, σάν μιά πρώτη μέρα μέσα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιά ἄλλους λιγότερο, γιά ἄλλους ἀκόμη πιό λίγο καί γιά ἄλλους πιό πολύ. Καί λίγο ἄν τό προσέξουμε, ὅλοι καταλαβαίνουμε πώς αὐτό δέν ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ἡμέρα αὐτή ἔχει κάτι ἰδιαίτερο ἀπό ἀτμοσφαιρικῆς ἀπόψεως. Ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι εἰδική μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στό ὅλο πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια, τό ἔχουμε συνηθίσει ἔτσι, καταρχήν τό δεχόμαστε ἔτσι καί γι᾿ αὐτό πᾶμε στήν ἐκκλησία. Ἐπειδή τό δεχόμαστε, τό πιστεύουμε καί ξεκινοῦμε καί πᾶμε ὥς ἐκεῖ, καθόμαστε, ἀκοῦμε.

Ὅταν κανείς βρίσκεται σέ μιά ἀτμόσφαιρα μή καλή, ἕνας, π.χ., πού ἐργάζεται σ᾿ ἕνα ἐργοστάσιο καί ἐκεῖ μέσα πνίγεται, καί βγεῖ γιά λίγο καί πάει κάπου πού ἔχει καθαρό ἀέρα, εἶναι πολύ φυσικό νά αἰσθανθεῖ διαφορετικά, εἶναι πολύ φυσικό νά νιώσει μέσα του εὐεξία, νά νιώσει μιά καλύτερη κατάσταση στόν ὀργανισμό του. Ἔτσι κι ἐδῶ· γίνεται ἕνα κάτι. Σήμερα ἔγινε ἕνα κάτι στόν καθένα. Μπορεῖ νά ᾿ναι λιγουλάκι, ἀλλά εἶναι ἕνα κάτι. Γιά ἄλλους, ὅπως εἴπαμε, ὄντως σάν νά εἶναι ἡ πρώτη μέρα στόν παράδεισο.

 

Ἀξιοποίησε τή μικρή πείρα πού ἔχεις

 

Τό θέμα εἶναι πῶς τό συνεχίζει κανείς αὐτό. Αὐτό εἶναι τό θέμα. Ἐπαναλαμβάνω, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ὅλοι ἔχουν μιά κάποια πείρα. Νά λάβει ὑπ᾿ ὄψιν του κανείς καί τήν πιό πιό μικρή πείρα πού ἔχει, νά τή χρησιμοποιήσει αὐτή τή μικρή πείρα, νά τήν ἀξιοποιήσει καί ἔτσι νά προσπαθήσει νά συνεχιστεῖ αὐτό πού ἔγινε σήμερα. Μήν πεῖ κάποιος· «Αὔριο θά πάω στή δουλειά, μεθαύριο θά πάω στή δουλειά. Ἄν ἦταν καί αὔριο ἔτσι…»

Θά ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι δέν φθάνει ἁπλῶς ἔστω ὅλη τήν Καθαρά Ἑβδομάδα καί ὅλη τή Σαρακοστή, ἄς ποῦμε, νά ἔδιναν οἱ ἐργοδότες ἄδεια σ᾿ ὅλους τούς χριστιανούς. Νά τούς πληρώνουν, ἀλλά νά μήν πηγαίνουν στή δουλειά. Βέβαια, ἀπό κάποια πλευρά ὁπωσδήποτε θά ὠφελοῦσε αὐτό, ἀλλά θά δεῖτε ὅμως ὅτι τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς τό νά βρεθεῖ κανείς κάθε μέρα στόν ναό. Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες λίγο θά βαρεθεῖ, λίγο θά κουραστεῖ, λίγο _δέν ξέρω, ἄν μπορῶ νά πῶ τή λέξη_ θά μπουχτήσει, κλπ. καί θ᾿ ἀρχίσει ὁ ζῆλος νά πέφτει, ἄσχετα ἄν ἔχει τήν ἄδεια ἀπό τόν ἐργοδότη του καί μπορεῖ νά μείνει σπίτι. Θά βρεῖ κάποιες δικαιολογίες.

«Ὑποχρεωτικά αὔριο, μεθαύριο, δέν θά εἴμαστε στήν ἐκκλησία. Τί καλά νά ἦταν ὅπως σήμερα!» Δέν εἶναι αὐτό μόνο, ὥστε νά φέρει κανείς δικαιολογία καί νά πεῖ «ἔ, καλά εἶναι αὐτά, ἀλλά αὔριο θά εἴμαστε στή δουλειά». Ὄχι, ὄχι. Μπορεῖ κανείς ν᾿ ἀξιοποιήσει τή σημερινή ἐμπειρία, διότι ὁ Θεός πού εἶναι τώρα ἐδῶ, ὁ ἴδιος θά εἶναι καί ἐκεῖ στή δουλειά. Μάλιστα, πρέπει νά ξέρετε τό ἑξῆς. Νομίζω ὅτι δέν τό ἔχουμε πεῖ ἄλλη φορά. Τό εἶπα κάποτε, ἀλλά δέν θά τό ἔχετε ἀκούσει ἴσως κανένας· στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ λατρεία γενικῶς καί εἰδικότερα τά μυστήρια, καί μάλιστα τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπ᾿ ὅπου ἐξαρτῶνται ὅλα, δέν εἶναι ἐν ἐνεργείᾳ ἁπλῶς τήν ὥρα ἐκείνη πού εἴμαστε στόν ναό. Εἶναι βέβαια αὐτή ἡ ἀλήθεια, εἶναι αὐτή ἡ πραγματικότητα ὅτι εἴμαστε μέσα στό μυστήριο τῆς λατρείας, ὅταν εἴμαστε στόν ναό τήν ὥρα πού τελεῖται ἡ λατρεία, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια «ἐνόσω εἴμαστε ἐκεῖ καλά· ὅταν φύγουμε…» Ὄχι. Φεύγοντας κανείς εἶναι σάν νά παίρνει, καί σάν νά προεκτείνεται ἡ λατρεία, σάν νά προεκτείνεται ὁ ναός καί πιό πέρα καί ν᾿ ἀγκαλιάζει ὅλη τή ζωή καί τοπικά, ἀλλά, ἄς ποῦμε ἔτσι, καί χρονικά, ποιοτικά.

Ἑπομένως, καί τήν ὥρα πού θά πᾶς στή δουλειά σου, δέν εἶσαι κάποιος ἄλλος. Εἶσαι αὐτός πού χθές ἤσουν στήν ἐκκλησία, πού ἤσουν μέσα στή λατρεία, πού ἤσουν μέσα στό μυστήριο. Σύ ὁ ἴδιος εἶσαι καί εἶσαι φορέας τῆς εὐλογίας πού ἔδωσε ὁ Θεός. Προσέξτε· δέν εἶναι ρομαντικά αὐτά, δέν εἶναι φανταστικά. Εἶναι μιά πραγματικότητα. Μόνο λίγο νά θελήσει ὁ ἄνθρωπος καί θά δεῖ ὅτι ἔτσι γίνεται. Ἐκεῖ στήν ἐργασία σου εἶσαι φορέας αὐτῶν τῶν εὐλογιῶν τῆς λατρείας, τοῦ μυστηρίου. Καί ὄχι μόνο ἐσύ δέν θά πάθεις τίποτε, ἀλλά μπορεῖς νά ἁγιάζεσαι, ἀλλά καί ν᾿ ἁγιάσεις καί τό περιβάλλον σου καί τούς γύρω σου.

 

Καί ὅταν φύγουμε ἀπό τή λατρεία τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ συνεχίζεται

 

Ἄς ποῦμε, κάποια πράγματα πνευματικά ζήσαμε σήμερα ὅλοι μας. Αὔριο, πού θά βρεθεῖτε στίς δουλειές, ἄν ἐσύ εἶσαι ἐπηρεασμένος ἀπ᾿ αὐτά, ἀνάλογα θά μιλήσεις. Δέν θά μιλήσεις ὅπως μιλοῦσες προχθές. Θά μιλήσεις λίγο πιό καλωσυνάτα, πιό ταπεινά, πιό ὑποχωρητικά, πιό ἀνεκτικά. Αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τρόπος, ἄς ποῦμε, συζητήσεως. Ὄχι. Αὐτό εἶναι μιά εὐλογία πού πήραμε ἀπό τή λατρεία, ἀπό τό μυστήριο, εἶναι μιά εὐλογία πού πήραμε ἀπό τήν ἐκκλησία. Αὐτή τήν εὐλογία τή ζοῦμε καί ἡ εὐλογία αὐτή ἐπεκτείνεται καί πιό πέρα καί ἁγιάζει. Πῶς ἁγιάζει;

Μήν περιμένετε, ὅταν λέμε ἁγιάζει, νά γίνει τίποτε ἐντυπωσιακό. Δέν εἶναι λίγο πού ἐσύ μέ τόν τρόπο πού μιλᾶς, μέ τήν ἐν γένει στάση σου, μέ τή συμπεριφορά σου, μέ τήν ἐξυπηρετικότητά σου, συντελεῖς στό νά μή δημιουργηθοῦν πολύ ἄσχημες καταστάσεις, ὅπως δημιουργοῦνταν τίς ἄλλες ἡμέρες, καί συντελοῦσες κι ἐσύ. Νά, λοιπόν πῶς ἁγιάζεται τό περιβάλλον.

Ἔτσι λοιπόν δέν εἴμαστε μέσα στή λατρεία, μόνο ὅταν εἴμαστε στή λατρεία. Ἀλλά καί ὅταν φύγουμε ἀπό τή λατρεία, αὐτό τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ συνεχίζεται. Καί, ἐπαναλαμβάνω, αὐτά δέν εἶναι ρομαντικά οὔτε φανταστικά· αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Μήν ἐπηρεάζεσθε ἀπό τήν κατάσταση τῆς πτώσεως στήν ὁποία βρισκόμαστε, πού οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σάρκες. Μήν ἐπηρεάζεσθε ἀπ᾿ αὐτό. Ὁ Θεός ὑπάρχει, τό μυστήριό του ὑπάρχει, ἡ λατρεία του ὑπάρχει, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν.

Ἔχεις τό ραδιόφωνο κλειστό. Ἄν πατήσεις τό κουμπάκι πού τό ἀνοίγει, ἀμέσως γίνεσαι κοινωνός ὅλων ἐκείνων στά ὁποῖα σέ εἰσάγει τό ραδιόφωνο. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν κανείς συνηθίσει μέσα στήν πνευματική ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέσα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μέσα στή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, καί τό συνηθίσει αὐτό ἀπό τή λατρεία, μετά, ὅπου κι ἄν βρεθεῖ, σέ ὅποιες καταστάσεις κι ἄν εἶναι, σάν νά πατάει ἕνα κουμπάκι, σάν νά γυρίζει ἕναν διακόπτη καί ἀμέσως εἶναι μέσα σ᾿ αὐτό τό πανηγύρι, στό θεϊκό πανηγύρι, πού εἶναι πανηγύρι οὐρανοῦ καί γῆς, πού εἶναι πανηγύρι Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά πεῖ κανείς· «Χθές καλά ἦταν, ἀλλά σήμερα ἐδῶ στή δουλειά…» Ὄχι.

Ὅταν πάρει κανείς τά πράγματα ἔτσι ὅπως εἴπαμε, μέ τήν πρώτη εὐκαιρία πάλι θά πάει στόν ναό, στή λατρεία, γιά νά ἐνισχυθεῖ. Σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς· «Ἀφοῦ εἶμαι στή λατρεία μέ τό κουμπάκι ὅπου κι ἄν εἶμαι, δέν ξαναπάω στήν ἐκκλησία». Θά πᾶς ἐκεῖ. Στήν πηγή θά πηγαίνεις πάντοτε. Πᾶμε ἐκεῖ πού εἶναι ἡ φωτιά καί θερμαινόμαστε καί ὕστερα ἀντέχουμε καί λίγο πιό πέρα. Ἀλλιῶς, ὅσο μένει κανείς μακριά, παγώνει. Θέλω νά πῶ, καθώς σήμερα ἔτσι ἤ ἀλλιῶς ἔγινε ἕνα κάτι μέσα μας, ἐάν ἔχουμε μέριμνα, ἐάν ἔχουμε φροντίδα, αὐτό τό κάτι _«κράτει ὅ ἔχεις»_ νά τό κρατήσουμε καί συγχρόνως νά τό ἀξιοποιήσουμε, καί ὅσο γίνεται νά μείνουμε κοντά στόν Θεό, θά γίνει τό θαῦμα στήν ψυχή μας.

Εἴπαμε κι ἄλλη φορά ὅτι ἡ κλώσα πού τή βάζουν νά κλωσήσει τά αὐγά, ἐάν καθίσει τήν πρώτη ἡμέρα καλά καλά καί τά ζεστάνει τά αὐγά καί ὕστερα δέν καθίσει τή δεύτερη, τήν τρίτη, τήν τέταρτη ἡμέρα, καί μετά πάλι θυμηθεῖ νά κλωσήσει, δέν θά βγοῦν ποτέ ἀπό αὐτά τά αὐγά πουλάκια. Κλούβια θά εἶναι· θά χαλάσουν. Χρειάζεται αὐτό τό συνεχές.

Σέ ὁρισμένα μέρη πού ἔχει ὅλο χιόνια _καί αὐτό τό εἴχαμε πεῖ, νομίζω, ἄλλη φορά_ οἱ λαγοί πού εἶναι σ᾿ αὐτά τά μέρη, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι μέσα στό χιόνι πάντοτε _χιόνι βλέπουν, χιόνι αἰσθάνονται, ἄς ποῦμε κλπ._ εἶναι κάτασπροι, ὅπως μερικά κουνέλια εἶναι κάτασπρα. Καί οἱ ἀρκοῦδες οἱ ἄσπρες, ὑποθέτω, πιό πολύ γι᾿ αὐτό εἶναι λευκές, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι πάντοτε στά χιόνια, στούς πάγους.

 

Δέν γίνεται ἔτσι…

 

Στά πνευματικά πράγματα αὐτό γίνεται· Ἅμα εἶσαι συνέχεια μέσα στή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἅμα εἶσαι συνέχεια μέσα στήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἅμα εἶσαι συνέχεια μέσα στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια, δηλαδή συνέχεια σκέπτεσαι τόν Θεό, συνέχεια εἶσαι ἀνοικτός στόν Θεό, ἡ εὐλογία συνεχίζει νά ἔρχεται καί ἡ ψυχή ἁγιάζεται μέρα μέ τήν ἡμέρα, προκόπτει μέρα μέ τήν ἡμέρα. Ἄν ὅμως σήμερα ἤρθαμε, κάτι ἔγινε, καί μετά ξεχαστοῦμε καί θυμηθοῦμε ἴσως τή Μεγάλη Ἑβδομάδα…

Γιατί, ἀπό ὅ,τι κατάλαβα καί ἀπό ἄλλα χρόνια, σήμερα, αὐτή τήν ἡμέρα, ἀρκετοί χριστιανοί ὅπου βρεθοῦν, θά πᾶνε σέ κάποιον ναό. Ὕστερα βέβαια πηγαίνουν στούς Χαιρετισμούς, ἀλλά αὐτό ἔχει κάπως ἄλλο χαρακτήρα. Ὁρισμένοι πηγαίνουν κάθε μέρα στίς ἀκολουθίες, ἀλλά γιά τούς πολλούς τελικά τή Μεγάλη Ἑβδομάδα σοβαρεύουν τά πράγματα καί τότε κάπως οἱ χριστιανοί θυμοῦνται αὐτό τό ὁποῖο ἄρχισαν σήμερα. Τί νά σοῦ κάνει ἔτσι; Δέν γίνεται. Τά αὐγά θά βγοῦν κλούβια. Ἐκτός ἄν, κάθε φορά κανείς πού θυμᾶται καί ἐπιστρέφει στόν Θεό, τό κάνει κατά ἕναν ὁριστικό τρόπο. Αὐτή ἡ ἐπιστροφή, ἡ μετάνοια, νά ἔχει ὁριστικό χαρακτήρα καί νά μήν εἶναι σάν παιχνίδι· «Ἐντάξει· κάτι κάνουμε σήμερα. Θά δοῦμε πότε ἄλλοτε θά κάνουμε». Ἄλλη φορά πάλι· «Κάτι κάναμε· θά δοῦμε πότε ἄλλοτε». Δέν γίνεται ἔτσι.

Μπορεῖ κάποιος νά ἔχει τίς ἑπόμενες ἡμέρες τόση ἐργασία, τόση ἀπασχόληση, πού νά μήν εὐκαιρεῖ οὔτε σέ Προηγιασμένη νά πάει. Ὑποθέτω, θά βρεῖ τρόπο κανείς νά πάει, ἀλλά, ἄς ποῦμε, ὅτι δέν θά εὐκαιρεῖ. Ἄν ὅμως σήμερα σάν νά βρῆκε τόν Θεό, σάν νά τόν βρῆκε ὁ Θεός, ἐάν, καθώς λέμε αὐτά τά λόγια, πιστεύσει, ἀλλά πιστεύσει ἀνεπιφύλακτα, μετά τίποτε δέν θά τόν ἐμποδίζει νά ζητάει τόν Θεό. Γιατί ἡ ψυχή, μόλις τήν ἀφήσουμε ἐλεύθερη, ρουφάει. Δέν ἀπορρίπτει ἡ ψυχή τή ζωή της, διότι ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή της. Κάποιο ἄλλο, τό ὑπερεγώ _κατά τούς ψυχολόγους, ψυχιάτρους_ ἐπεμβαίνει καί τά χαλάει τά πράγματα.

Ἅμα λοιπόν ἀφήσουμε τήν ψυχή ἐλεύθερη, ἡ ψυχή ἀνοίγει. Ποιά γῆ κατάξερη, ἅμα τῆς ρίξουμε σταγόνες νεροῦ δέν τίς δέχεται; Θά τίς καταρουφήξει. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ψυχή. Ζητάει τόν Θεό, διψάει τόν Θεό, δέν τόν ἀφήνει μέ τίποτε. Ἅμα ἐπιτρέψει ὁ χωροφύλακας, πού ἔχει ὁ καθένας μας μέσα του _τά βάζουμε μέ τούς ἄλλους χωροφύλακες, ἀλλά καθένας μας ἔχει τόν δικό του χωροφύλακα_ ἄν λοιπόν ἐπιτρέψει ν᾿ ἀνοίξει ἡ ψυχή, ν᾿ ἀνοίξει ὁ δρόμος, καί σήμερα βρεῖ κανείς τόν Θεό, συναντηθεῖ μέ τόν Θεό, ἀπό κεῖ καί πέρα τίποτε δέν ἐμποδίζει τήν ψυχή. Τίποτε. Κάθε ἐμπόδιο πιό πολύ θά τήν κάνει νά ζητάει τόν Θεό, πιό πολύ θά τήν κάνει νά βρίσκει τόν Θεό καί, ὅπως εἴπαμε, μέρα μέ τήν ἡμέρα θά γίνεται κανείς πιό χριστιανός, πιό πολύ θά ἁγιάζεται, πιό πολύ θά γίνεται τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος.

Δέν θά σᾶς κουράσω ἄλλο. Θά σταματήσω ἐδῶ. Παρακαλῶ τήν ἀγάπη σας, προσέξτε τα αὐτά. Καί ὅπως λέγαμε τό πρωί, τό εἴπαμε καί τώρα, νά φιλοτιμηθοῦμε καί ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε.

 

26-2-1990