Θεομητορικες Εορτες
A+
A
A-

183. Τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου

Τῆς ἁγίας Σκέπης  τῆς Θεοτόκου

 

«Ἐπειδήἐσεῖς πηγαίνετε πλάγια, κι ἐγώπλάγια θάσᾶς φερθῶ»

 

Ἔχουμε σήμερα –28η Ὀκτωβρίου– τήν ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης. Ἡ ὅλη ἑορτή εἶναι συνδεδεμένη μέ τόν ἀγώνα πού ἐκλήθη σάν σήμερα ἡ Ἑλλάδα νά κάνει πρίν ἀκριβῶς 60 χρόνια, ἐναντίον μιᾶς ὑπερτέρας δυνάμεως, πού ἤθελε νά κατακτήσει καί τήν Ἑλλάδα. Οἱ παλαιότεροι βέβαια ἐνθυμούμαστε πολύ ζωντανά καί πολύ συγκεκριμένα τά γεγονότα ἐκείνων τῶν ἡμερῶν, καί ἔχουμε ὁπωσδήποτε ἐμπειρίες καί βιώματα.

 

Δέν μᾶς σκεπάζει πάντα ἡΠαναγία;

 

Κανονικά ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης ἑορτάζετο τήν 1η Ὀκτωβρίου. Μετετέθη ὅμως καί συνεδέθη μέ αὐτήν ἐδῶ τήν ἐπέτειο καί ἑορτάζεται στίς 28, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία, ζυγίζοντας τά πράγματα, βρῆκε ὅτι ἦταν καλό νά γίνει ἔτσι, καθώς ἦταν βεβαία ὅτι τότε ἡ Παναγία σκέπασε τήν ὅλη χώρα, τούς κατοίκους, τήν Ἑλλάδα, τό ὅλο ἔθνος. Βέβαια, ἔτσι ἔδειχναν τά πράγματα ἕως τόν Ἀπρίλιο τοῦ᾿41. Πέντε μῆνες κράτησε ὁ πόλεμος αὐτός καθ᾿ἑαυτόν ἐκεῖ, στά ἀλβανικά μέρη, καί ἔπειτα ἦρθε τό μεγάλο κακό. Ἐπετέθη καί ὁ ἄλλος ἐχθρός, καί ἔγινε ἐκεῖνο πού ἔγινε, καί βρεθήκαμε ὑπό κατοχήν γιά τέσσερα χρόνια· ὑπό τήν κατοχήν τῶν Γερμανῶν, τῶν Ἰταλῶν –οἱ ὁποῖοι εἶχαν νικηθεῖ, ἀλλά τελικά ἔγιναν καί κατακτητές– καί τῶν Βουλγάρων. Καί ἔγιναν σ᾿ἐκεῖνα τά τέσσερα χρόνια πολλά κακά.

Γιορτάζουμε βέβαια τό «ΟΧΙ», τό ὅτι δηλαδή ἐμεῖς δέν δεχθήκαμε αὐτό πού μᾶς εἶπαν, αὐτό πού ζήτησαν οἱ ἐχθροί, ἀλλά ἀντιδράσαμε· μπορέσαμε νά ἀντισταθοῦμε. Καί πιστεύουμε ὅτι τό πετύχαμε αὐτό μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα μέ τήν ὅλη σκέπη τῆς Παναγίας, καί γι᾿αὐτό συνεδέθη ἡ ἑορτή τῆς Παναγίας μέ τό γεγονός αὐτό.

Ἔπειτα ὅμως τί ἔγινε; Τί ἔγινε μετά;

Δέν ξέρω πῶς νά τό πῶ. Ἔχω μέσα μου, ἄν θέλετε, μιά ἀπορία. Μιλώντας γιά τή σκέπη τῆς Παναγίας φθάνουμε ὥς ἕνα σημεῖο καί μετά τό ἀφήνουμε τό θέμα; Δηλαδή ὥς ἕνα σημεῖο μᾶς σκέπασε ἡ Παναγία καί μετά μᾶς ἄφησε; Τί ἔγινε μετά; Δέν μᾶς σκέπαζε ἔπειτα ἡ Παναγία; Δέν ἔβλεπε ὁ Θεός αὐτά πού γίνονταν; Ἤ ἦταν ἀδύναμος ὁ Θεός μετά; Ὥς ἕνα σημεῖο δηλαδή εἶχε τήδύναμη νά βοηθήσει καί ἀπό ἕνα σημεῖο καί πέρα δέν μποροῦσε νά ἀντέξει; Ἄν ἐπιτρέπεται νά τό ποῦμε αὐτό· γιατί μοιάζει μέ βλασφημία τό νά σκεπτόμαστε ἔτσι. Καί ὅμως, τό κακό ἔγινε. Καί οἱ Γερμανοί μπῆκαν μέσα στήν Ἑλλάδα, καί οἱ Ἰταλοί καί οἱ Βούλγαροι καί ἔμειναν οὔτε λίγο οὔτε πολύ τέσσερα χρόνια, καί ἔγινε μακελειό. Κι ἄν δέν ἐσφάγησαν ἄνθρωποι, κι ἄν δέν σκοτώθηκαν, κι ἄν δέν πέθαναν ἀπό τήν πείνα! Καί σάν νά μήν ἔφθανε αὐτό, οἱ ἴδιοι οἱἝλληνες ἔσφαζαν Ἕλληνες. Τούς βασάνιζαν μάλιστα πρῶτα καί μετά τούς ἐκτελοῦσαν· οἱ ἴδιοι οἱἝλληνες. Εἶναι κάτι πού συνεχίσθηκε, καί ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ κατακτητές καί ἐλευθερώθηκε ἡ πατρίδα. Πῶς θά τά δοῦμε ὅλα αὐτά; Ἐμεῖς μένουμε σέ μερικά καλά πού ἔγιναν, καί ἀπό κεῖ καί πέρα ὕστερα τά ἄλλα τά ἀφήνουμε ἔτσι, χωρίς νά τά προσέξουμε.

Προηγουμένως μοῦ ἔδωσαν ἕνα μεγάλο περιοδικό, πού εἶναι σάν βιβλίο, μέ πολύ προσεγμένη ἐκτύπωση, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τήΣερβία. Ἔχουν στό περιοδικό πολλές φωτογραφίες ἀπό τό Κόσοβο –ὅπου πῆγε ἡ εἰρηνευτική δύναμη– καί ὅλα ἀναφέρονται ἐκεῖ καί εἶναι ἀπό κεῖ. Καί τί δέν ἔγινε ἐκεῖ, ὄχι μόνο πιό μπροστά ἀλλά καί τώρα, ἐνῶ ὑπάρχει εἰρηνευτική δύναμη! Τί δέν ἔγινε! Βλέπει κανείς ἐκκλησίες κατεστραμμένες, μοναστήρια κατεστραμμένα, ἐρείπια, ἀνθρώπους σφαγμένους, σκοτωμένους. Ὅπως καί στήν Κύπρο εἶχαν κυκλοφορήσει πρίν ἀπό χρόνια ἕνα βιβλίο, καί εἶχαν κι ἐκεῖ… Καί τί δέν εἶχαν! Μαρτύρια, βασανιστήρια, θανάτους, βιασμούς, φωτιές, ἐρείπια, γκρεμίσματα, χαλάσματα, κλοπές κτλ.

Τί θά ποῦμε τώρα; Νά ἀναφερθοῦμε πρῶτα στήν Κύπρο. Δέν τούς σκέπασε ἐκεῖ ἡ Παναγία; Δέν ἦταν ἐκεῖ ὁ Θεός; Πῶς ἔγιναν ὅλα αὐτά τά πράγματα; Τί γίνεται; Ἔχω μιά ἀπορία μέσα μου, ἡ ὁποία εἶναι πιό πολύ ὡς πρός ἐμᾶς: Προσέχουμε τά μέν –τίς ἐπεμβάσεις, τή σκέπη τῆς  Παναγίας– καί δέν προσέχουμε τά δέ–τά τόσα δυσάρεστα, πού κάτι δείχνουν, κάτι σημαίνουν; Ἑρμηνεύουμε τά μέν καί δέν ἑρμηνεύουμε τά δέ; Παρουσιάζουμε τά μέν καί ἀφήνουμε τά δέ; Τί γίνεται; Καί περιοριζόμαστε ἁπλῶς στό νά φτιάχνουμε ὕστερα φωτογραφίες, ὅπως αὐτή ἡ ἔκδοση γιά τό Κόσοβο, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό ἐκκλησιαστικούς κύκλους καί παρουσιάζει κυρίως τίς καταστροφές πού ἔγιναν στίς ἐκκλησίες καί στά μοναστήρια, ἀλλά καί σφαγές κτλ.

 

Μήπως δέν τά βλέπουμε σωστά τά πράγματα;

 

Προσωπικῶς ἀναπαύομαι μέ αὐτό πού θά πῶ στή συνέχεια. Καί ὅταν λέω «ἀναπαύομαι», ἐννοῶ ὅτι νομίζω πώς αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, καί γι᾿αὐτό μέ ἀναπαύει. Νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό ἀληθινό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς πίστεώς μας, τό πνεῦμα τό ὁποῖο πηγάζει ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου καί ἀπό τό ὅλο ἔργο τοῦ Κυρίου, καί τό ὁποῖο συνεχίζει νά ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία του μέχρι σήμερα καί θά ὑπάρχει μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἔχω ὅμως τόν φόβο μήπως δέν τά βλέπουμε σωστά τά πράγματα ἤ δέν θέλουμε νά τά δοῦμε σωστά, μήπως δέν τά μελετοῦμε καί δέν τά ἑρμηνεύουμε σωστά, καί τελικά πλανώμεθα καί ἁπλῶς λέμε τό ἄλφα καί τό βῆτα. Τό πνεῦμα δηλαδή αὐτό ποιό εἶναι; Θά ἐξηγήσω ἀμέσως.

Δέν ξέρω ἄν ἐσεῖς συμφωνεῖτε μέ αὐτό πού θά πῶ τώρα. Λέμε διάφορα ἀκόμη καί ἀπό καθαρῶς χριστιανικῆς ἀπόψεως, καί ἀπό καθαρῶς πλευρᾶς Θεοῦ, δηλαδή γιά τό πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἀλλά μοῦ φαίνεται ὅτι δέν βλέπουμε τό καθετί κάτω ἀπό τό ὅλο θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τήν ὅλη πρόνοια καί οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Δέν τό βλέπουμε ἔτσι.

Γιά παράδειγμα, γιορτάζουμε σήμερα. Διερωτόμαστε μέσα μας πῶς θά ἤθελε ὁ Θεός νά γιορτάσουμε; Πῶς θά ἤθελε ὁ Θεός νά δοῦμε ὅλο αὐτό τό θέμα, ὅλα αὐτά τά γεγονότα πού ἄρχισαν –γιά νά μήν πᾶμε ἀλλοῦ– τήν 28η Ὀκτωβρίου 1940, καί συνέβησαν ἀπό τότε μέχρι σήμερα; Νά τά δοῦμε ὅλα αὐτά τά γεγονότα, ἀλλά νά τά δοῦμε κάτω ἀπό τήν πρόνοια τοῦΘεοῦ, κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τό τί θέλει ὁ Θεός. Δηλαδή, τί θά ἤθελε ὁ Θεός; Ἄν τόν ρωτούσαμε, τί θά μᾶς ἔλεγε ὅτι θά ἤθελε νά σκεφθοῦμε; Πῶς θά ἤθελε νά τά πάρουμε ὅλα αὐτά; Πῶς θά ἤθελε νά τά καταλάβουμε; Ποιά θά ἔπρεπε νά εἶναι ἡστάση μας καί ποιά ἡ ἀνταπόκρισή μας;

 

Περιμένει ὁ Θεός νά δεῖ κάποια συναίσθηση, κάποια ἐπιστροφή!

 

Νά ἀναφερθοῦμε λίγο στούς Ἑβραίους. Γύρω στό 600 π.Χ. αἰχμαλωτίσθηκαν οἱἙβραῖοι –ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά αἰχμαλωτισθοῦν– καί ἐπί ἑβδομήντα χρόνια ἔκαναν αἰχμάλωτοι στή Βαβυλώνα. Καί ὑπάρχει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ΠαλαιάΔιαθήκη, ἡ ὁποία ἀναφέρει γιά ποιόν λόγο αἰχμαλωτίσθηκαν καί περιγράφει τά τῆς αἰχμαλωσίας καί ὅλα ἐκεῖνα πού συνέβησαν ἐκεῖ. Ἀλλά ἦρθε ἡ ὥρα, πού τέλειωσε αὐτή ἡ περίοδος. Ὁ Θεός ἐλάλησε ἀγαθά στούς ἐκεῖ τότε ἄρχοντες, στούς ὑπευθύνους, στούς ἁρμοδίους, καί ἔτσι ἐπέτρεψαν στόν λαό–ἀλλά καί τόν βοήθησαν– νά ἐπιστρέψει πίσω, καί νά ξανακτίσουν τά τείχη καί τήν πόλη.

Ἐκεῖ ὅμως πού βρίσκεται ὁ λαός, ὅλο καί ἔρχεται σέ συναίσθηση γιά ποιό λόγο βρίσκεται ἐκεῖ. Καί βλέπουμε νά ἔχουν πόθο, νά ἔχουν νοσταλγία καί ἐπιθυμία νά ξαναγυρίσουν στήν πατρίδα τους, ἀλλά ὅλα αὐτά μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ὅτι δέν αἰχμαλωτίσθηκαν ἔτσι τυχαῖα ἤ ἁπλῶς ἐπειδή ἦταν κακοί οἱ Βαβυλώνιοι. ΟἱΒαβυλώνιοι αὐτό ἦταν, αὐτό ἔκαναν, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός πού ἄφησε νά αἰχμαλωτισθεῖ ὁ λαός του καί νά συρθεῖ στήν αἰχμαλωσία καί νά κάνει ἐκεῖ οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἑβδομήντα χρόνια –καί ὄχι τέσσερα χρόνια πού ἤμασταν ἐμεῖς ὑπό κατοχήν, καί μᾶς φάνηκαν πολλά. Ὄντως εἶχαν συναίσθηση ὅτι τούς ἄξιζε αὐτή ἡ αἰχμαλωσία, τούς ἄξιζαν ὅλες αὐτές οἱ ταλαιπωρίες, καί γι᾿αὐτό μετανοοῦσαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί παρακαλοῦσαν νά τούς συγχωρήσει καί νά ἔρθει ἡ ὥρα πού θά ἐπέμβει, ὥστε νά λυτρωθοῦν καί νά ἐπιστρέψουν στήν πατρίδα τους.

Ἔχω ἕναν τέτοιο φόβο: μήπως ἐμεῖς, ἐνῶ ἀπό τό ἕνα μέρος εἴμαστε χριστιανοί ὀρθόδοξοι –καί θέλουμε νά τό τονίζουμε αὐτό– εἴμαστε χριστιανικό ἔθνος, ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἄν συμβεῖ κάτι, ἁπλῶς τά βάζουμε μέ κάποιους κακούς. Οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ εἶναι κακοί, κακό θά κάνουν καί βρίσκουν εὐκαιρία νά κάνουν τό κακό. Ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴμαστε τώρα, ὅπως ἦταν πρό Χριστοῦ. Ἐδῶ, σ᾿αὐτούς τούς τόπους κατοικοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Ὅπως ἦταν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί, ἦταν καί αὐτοί, καί ἀγωνίζονταν νά κρατήσουν τήν ἐλευθερία τους, ἀγωνίζονταν νά νικήσουν τούς ἐχθρούς τους, ὅπως κάθε λαός. Ἐμεῖς ὅμως τώρα εἴμαστε χριστιανοί, εἴμαστε χριστιανικό ἔθνος, χριστιανικό γένος· εἴμαστε αὐτοί οἱ ὁποῖοι πιστεύουμε ὅτι βρισκόμαστε κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Παναγίας, καί πώς ὅ,τι ἔχει νά κάνει ἡ Παναγία, ὅ,τι ἔχει νά κάνει ὁ Θεός, γιά νά μᾶς προστατεύσει, τό κάνει. Ἀλλά ἔπειτα τί γίνεται; Φεύγει ἡ σκέπη καί ἔρχονται ὅλα τά δεινά;

Καί καθόλου, καθόλου δέν διερωτόμαστε μήπως κάτι δέν πηγαίνει καλά ἀπό τή δική μας πλευρά, καί μήπως περιμένει ὁ Θεός νά δεῖ κάποια μετάνοια, κάποια συναίσθηση, κάποια ἐπιστροφή, κάποια ἀλλαγή. Τίποτε. Καθόλου δέν μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτό τό θέμα. Ὥς τό σημεῖο πού πηγαίνουν ὅλα καλά, θά θυμηθοῦμε καί τή σκέπη τῆς Παναγίας, ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα ἁπλῶς φρονοῦμε ὅτι φταῖνε οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολύ κακοί, καί γι᾿αὐτό ἦρθαν τά δεινά. Ἐκεῖνοι εἶναι κακοί, καί ἀφοῦ εἶναι κακοί, τέτοια θά κάνουν. Τί γίνεται ὅμως; Σταματάει ἡ Παναγία ἐμᾶς νά μᾶς σκεπάζει; Σταματάει ὁ Θεός νά εἶναι μαζί μας; Σταματάει ὁ Θεός νά μᾶς προστατεύει; Ἤ, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, εἶναι ἀδύναμος ὁ Θεός καί, τρόπον τινά, σηκώνει τά χέρια καί δέν μπορεῖ ἄλλο νά μᾶς βοηθήσει;

Ἐμένα μοῦ κάνει ἐντύπωση πῶς δέν πάει καθόλου τό μυαλό μας νά τά σκεφθοῦμε λίγο ἔτσι, νά τά δοῦμε λίγο ἔτσι τά πράγματα. Δέν πάει τό μυαλό μας. Νά μήν ἤμασταν χριστιανικός λαός, νά μήν ἤμασταν λαός πού λίγο πολύ ὅλοι εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀλλά νά ἤμασταν ἁπλῶς ἕνας λαός, θά εἴχαμε δικαιολογία νά ποῦμε: «Τί νά κάνουμε; Ἀντέξαμε ὅσο μπορούσαμε νά ἀντέξουμε, καί μετά οἱ ἄλλοι, ἐπειδή ἦταν ἰσχυρότεροι, μᾶς νίκησαν, καί ἔγινε τό ὅποιο κακό ἔγινε, ὅπως γίνεται πάντοτε». Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε χριστιανικός λαός. Εἶναι ὁ Θεός μαζί μας ἤ δέν εἶναι; Εἶναι ἡ Παναγία μαζί μας ἤ δέν εἶναι; Καί ὥς ἕνα σημεῖο βλέπουμε ὅτι εἶναι καί τό λέμε βέβαια· ἄν καί ἀμφιβάλλω ἄν τό λέμε κατά σωστό τρόπο. Μετά ὅμως τί θά ποῦμε; Δέν μποροῦσε ἄλλο ὁ Θεός νά μᾶς βοηθήσει, κι ἐμεῖς ἔχουμε ἄχτι ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι νίκησαν κι ἐμᾶς καί τόν Θεό καί ἔκαναν κακό; Πῶς θά τό ποῦμε αὐτό; Δέν πρέπει λίγο νά διερωτηθοῦμε τί λέει ὁ Θεός; Σ᾿αὐτό θέλω νά καταλήξω: Τί λέει ὁ Θεός;

 

Ἐπιτρέπεται νά σκεπτόμασε καί νά ἐνεργοῦμε ἔτσι;

 

Ἄς πᾶμε λίγο σέ ἄλλο τομέα τῆς ζωῆς, γιά νά βοηθηθοῦμε. Ἀρρώστησες. Ἐντάξει· ἀρρώστησες. Ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἔγινε αὐτό; Δέν τό ξέρει, δέν τό βλέπει ὁ Θεός; Κι ἐσύ κάνεις μέν ὅ,τι κάνεις, ἀλλά μέ πνεῦμα ἐντελῶς λαθεμένο γιά ἕνα χριστιανό. Θά θυμηθεῖς καί τόν γιατρό καί τά φάρμακα, θά θυμηθεῖς καί τά χρήματα πού μπορεῖς νά διαθέσεις, θά πᾶς καί στό ἐξωτερικό, θά πᾶς καί στήν ἐκκλησία, θά προσευχηθεῖς, θά παρακαλέσεις καί ἄλλους νά προσευχηθοῦν, ἀλλά ὅλα αὐτά μέσα στό πνεῦμα ὅτι μᾶς βρῆκε ἕνα κακό, καί νά κάνουμε τό πᾶν, γιά νά γλιτώσουμε ἀπό τό κακό. Ποῦ ἦταν ὁ Θεός, ὅταν ἦρθε αὐτό τό κακό; Ποῦ ἦταν; Πῶς τό ἄφησε καί ἦρθε; Χριστιανοί εἴμαστε! Ἐπιτρέπεται νά σκεπτόμαστε καί νά ἐνεργοῦμε ἔτσι;

Ἄν πάλι ἀπό λάθος σου ἔγινε τό ὅποιο κακό, τό νιώθεις ὅτι ἔκανες λάθος; Καί λάθος ὄχι ἁπλῶς μέ τήν ἔννοια πού τό λέμε ἐμεῖς, ὅπως ὅταν παραπατήσει κανείς, ἀλλά λάθος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καί ἔτσι ἀντιμετωπίζεις αὐτό τό θέμα –τό ὁποῖο εἶναι μιά πραγματικότητα· εἶναι ἡ ἀρρώστια εἴτε ἐλαφριᾶς εἴτε βαριᾶς ἤ καί βαρυτάτης μορφῆς– μέ λαθεμένο πνεῦμα. Ἀκόμη καί ὅταν θά τρέξεις, ἐπαναλαμβάνω, στή Λειτουργία, στά σαρανταλείτουργα, στίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, στίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων, ὅλο αὐτό δέν γίνεται μέσα στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: τί λέει ὁ Θεός, γιατί τό ἄφησε καί ἔγινε, τί περιμένει νά βγεῖ ἀπό αὐτό;

Ὁ Θεός τά ξέρει ὅλα· δέν τοῦ ξεφεύγει τίποτε. Ἐμεῖς μένουμε μέ τήν ἐντύπωση ὅτι κάποιο λάθος ἔγινε καί ξέφυγε ἡ ὑπόθεση ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν μπόρεσε νά ἀποτρέψει τήν ἀρρώστια, ὁπότε μένει σ᾿ἐμᾶς νά τρέξουμε, γιά νά ἐπανορθώσουμε τά πράγματα καί νά ξαναβροῦμε τήν ὑγεία μας. Ὁ Θεός δηλαδή–ἐάν λάβουμε ὑπ᾿ὄψιν μας τόν Θεό· καί ὡς χριστιανοί θά τόν λάβουμε ὑπ᾿ὄψιν μας, ἀλλά καί τό κάνουμε, ἀφοῦ τρέχουμε καί παρακαλοῦμε νά μᾶς ἐλεήσει– θέλει νά παιδεύεται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, θέλει νά βασανίζεται; Εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά τό θέλει αὐτό; Ἐμεῖς, πού εἴμαστε σκληροί ἄνθρωποι, ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί, ὅταν δοῦμε νά βασανίζεται κάποιος, ραγίζει ἡ καρδιά μας. Καί θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀπάνθρωπος ἕνας ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶναι στό χέρι του νά βοηθήσει κάποιον πού πάσχει, δέν τόν βοηθᾶ. Κατά κανόνα λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, εὐαισθητοποιούμαστε, ραγίζει ἡ καρδιά μας καί τόν βοηθᾶμε. Ὁ Θεός;

Ἤθελε ὁ Θεός λοιπόν τό᾿40 νά γίνει αὐτό τό κακό, πού ἄφησε δηλαδή τούς Γερμανούς καί ὅποιους ἄλλους νά ἔρθουν, γιά νά μᾶς βασανίσουν; Καί τό θέμα ἁπλῶς εἶναι τί κακοί πού ἦταν οἱ Γερμανοί καί πῶς τά ἔκαναν αὐτά τά πράγματα; Ἐντάξει. Αὐτοί αὐτό ἦταν, καί γι᾿αὐτό τά ἔκαναν, ὅπως καί οἱ Ἰταλοί, οἱ Βούλγαροι, οἱ ὅποιοι ἄλλοι κακοί, καί τώρα οἱ Τοῦρκοι στήν Κύπρο, καί ἐδῶ ἐπάνω στό Κόσοβο οἱ μουσουλμάνοι.

 

Τί θέλει ὁ Θεός;

 

Γιατί δέν μποροῦμε νά δοῦμε, δέν θέλουμε νά δοῦμε, δέν θέλουμε νά προσέξουμε αὐτό τό τόσο ἁπλό; Ἀφοῦ ὁ Θεός κυβερνάει τόν κόσμο, ἐμεῖς νά διερωτηθοῦμε: Τί ἤθελε ὁ Θεός καί τά ἄφησε νά γίνουν αὐτά; Καί τί θέλει τώρα ὁ Θεός, ἀφοῦ αὐτά ἔγιναν; Τί θέλει; Θέλει ἁπλῶς νά θυμηθοῦμε τό πόσο σπουδαῖοι ἤμασταν, καί ὅτι μᾶς βοήθησε, ὅταν κάναμε τοῦτο κι ἐκεῖνο; Καί ὕστερα πού ἔγινε τό μακελειό, θέλει ἁπλῶς νά θυμηθοῦμε ὅτι μᾶς ἔκαναν αὐτό, μᾶς ἔκαναν ἐκεῖνο, μᾶς ἔκαναν τό ἄλλο, καί νά περιοριστοῦμε στό νά παρουσιάσουμε ἁπλῶς κάποιες φωτογραφίες; Ἤ μήπως θέλει τίποτε ἄλλο ὁ Θεός;

Καί αὐτό–τό νά διερωτηθοῦμε τί θέλει ὁ Θεός– δέν ἀφορᾶ εἰδικά μόνο τό θέμα αὐτό. Ὄχι. Βλέπετε, ἀνέφερα καί τήν ἀσθένεια, πού εἶναι κάτι προσωπικό. Αὐτό ἀφορᾶ καί ἄλλα προσωπικά θέματα πού ἔχουμε. Δέν διερωτόμαστε: Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Τί θέλει ὁ Θεός;

Καί ἀφοῦ εἴμαστε χριστιανικό κράτος, καί οἱ κυβερνῶντες ἀπό τή μιά πλευρά θά λάβουν ὑπ᾿ὄψιν καί τοῦτο, κι ἐκεῖνο, θά λάβουν ὑπ᾿ὄψιν τήν ὅλη συγκυρία πού ὑπάρχει σήμερα, τό ὅλο πνεῦμα πού ὑπάρχει στήν οἰκουμένη –διότι, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ὁ καθένας πρέπει πάντοτε νά ἐνεργεῖ καί ἀνθρωπίνως· πολύ περισσότερο ἕνα κράτος– ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως πρέπει νά διερωτηθοῦν: Τί θέλει ὁ Θεός; Τί θέλει;

Ἀλλά καί ὁ καθένας προσωπικά νά διερωτόμαστε στό καθετί: Τί θέλει ὁ Θεός; Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Καί μάλιστα νά διερωτόμαστε ὄχι μέ τήν ἔννοια: τί θέλει, τέλος πάντων, ὁ Θεός, σάν νά μᾶς φταίει ὁ Θεός, ἀλλά νά διερωτόμαστε, ἔχοντας μιά τέτοια διάθεση στήν καρδιά μας καί μιά τέτοια στάση ψυχῆς: ὁ Θεός εἶναι ὁ πατέρας μας, εἶναι αὐτός πού μᾶς ἀγαπάει, καί τό ὅλο πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς νά κάνουμε τοῦτο κι ἐκεῖνο ἤ νά ἐπιτύχουμε τοῦτο κι ἐκεῖνο, ἀλλά νά ἔχουμε τή συναίσθηση ὅτι αὐτός εἶναι Θεός, ἐμεῖς εἴμαστε τά πλάσματά του, εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἦρθε ὅμως καί μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια καί μᾶς εἶπε καί μᾶς λέει τήν ὅλη ἀλήθεια καί προσέφερε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του θυσία, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί στό νά σωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία συντελοῦν καί ὅλα τά βάσανα πού περνοῦμε· τά ὁποιαδήποτε βάσανα.

Πόσο διαφορετικά κανείς ἀρχίζει νά βλέπει τά πάντα –καί τά προσωπικά του καί τά οἰκογενειακά του καί τά πιό πέρα καί ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν στή γῆ– ὅταν τά βάλει κάτω ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τήν ὅλη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τό τί θέλει ὁ Θεός! Ἀκόμη καί τά θρησκευτικά πράγματα πού κάνουμε –τά πολύ θρησκευτικά, τά πολύ πνευματικά, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε– ἄραγε ἔτσι τά θέλει ὁ Θεός, ἤ μήπως τά κάνουμε ἔτσι ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε;

Πόσο σημαντικό ἐπίσης εἶναι νά θυμηθεῖ κανείς τό παρελθόν –τό πολύ πρόσφατο ἤ τό πολύ μακρινό– καί νά σκεφθεῖ: «Σ᾿ἐκείνη τήν περίπτωση πού ἐνήργησα ἔτσι, δέν πολυρώτησα τόν Θεό, ἀλλά ἔκανα τά δικά μου. Καί μοῦ συνέβη ὅ,τι μοῦ συνέβη, ἀκριβῶς διότι, καθώς ἐγώ παρεξέκλινα, ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά πάθω τοῦτο κι ἐκεῖνο». Νά τά δεῖ λοιπόν κανείς σωστά τά πράγματα καί στή συνέχεια νά μετανοήσει ἀληθινά, ἀλλά καί ἀπό κεῖ καί πέρα νά ἐνεργήσει σωστά καί νά ἀνταποκριθεῖ σωστά.

 

«Ποιός εἶσαι ἐσύ, Θεέ μου; Ἐγώ εἶμαι ἀνώτερος ἀπό σένα!»

 

Ὅλα αὐτά τά εἴπαμε μέ μιά ἐπιφύλαξη. Ὅμως, ἄν θέλετε νά πῶ: μήπως εἶναι ἔτσι ὅπως τά λέμε; Καί, ἄν εἶναι ἔτσι πού λέμε, μήπως κάνουμε μεγάλο λάθος, πού τά βλέπουμε ὅπως τά βλέπουμε, δηλαδή λανθασμένα; Καί ὁπωσδήποτε, ὅταν κινηθεῖς λανθασμένα, δέν θά ἔρθει ἐκεῖνο τό ὁποῖο κατά βάθος ἐπιθυμεῖς, ἀλλά θά ἔρθουν πάλι ἀνάποδα τά πράγματα. Πέρα ἀπό τό ὅτι ἡ στάση μας μπορεῖ νά δείχνει κάτι τέτοιο: «Μά, τόσο δέν καταλαβαίνουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Τόσο δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε;» Μήπως λοιπόν εἴμαστε πολύ φίλαυτοι καί σκεπτόμαστε καί ἐνεργοῦμε ἁπλῶς ὅπως μᾶς ὁδηγεῖ ἡ φιλαυτία μας; Ὁπότε, μπορεῖ νά ταιριάζει σ᾿ἐμᾶς αὐτό πού λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη: «Δέν εἶστε εὐθεῖς μαζί μου, δέν εἶστε εἰλικρινεῖς. Δέν εἶστε οἱ ἄνθρωποί μου, τά παιδιά μου, ὥστε νά ἀκοῦτε τί λέω, νά καταλαβαίνετε καί νά ἀνταποκρίνεσθε. Ἔτσι πού ἐνεργεῖτε, τελικά κάνετε πονηριές, κινεῖστε πλάγια. Ἐπειδή λοιπόν ἐσεῖς πᾶτε πλάγια, καί ἐγώ πλάγια θά σᾶς φερθῶ».

Δέν κάνει ὁ Θεός πλάγια πράγματα, ἀλλά θέλει νά πεῖ ὅτι θά γίνει τελικά ὅ,τι σᾶς ἀξίζει. Ὄχι βέβαια διότι θέλει νά πονέσει τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ἤ διότι θέλει νά τόν βασανίσει ἤ διότι σάν νά θέλει νά ἐκδικηθεῖ. Δέν κάνει τέτοια ὁ ἀνεξίκακος Κύριος. Δέν θυμώνει οὔτε ἐκδικεῖται ὁ Θεός. Ἀλλά εἶναι φοβερό πράγμα τό λογικό πλάσμα τοῦ Θεοῦ νά μήν καταλαβαίνει τόν Θεό του, νά μή θέλει νά ἀκούσει τόν Θεό του, νά μή θέλει νά ὑποταχθεῖ στόν Θεό του καί νά κάνει τίς ζαβολιές του. Καμιά φορά μάλιστα φθάνει ὁ ἄνθρωπος μέχρι τοῦ σημείου πού ὄχι ἁπλῶς κάνει κάποιες ἀταξίες, ἀλλά ὅ,τι κάνει τό κάνει κινούμενος ἀπό μιά βαθύτερη συνειδητή τοποθέτησή του ἀρνητική πέρα γιά πέρα.

Ἄλλο εἶναι νά εἶσαι ἕνα ἀνθρωπάκι, καί, ἐπειδή πείνασες, πᾶς καί κλέβεις, γιά νά φᾶς, ἤ δέν μίλησες καλά σέ κάποιον κτλ., καί ἄλλο εἶναι ἡ ὅλη τακτική σου, ἡ ὅλη στάση σου, ἡ ὅλη ζωή σου νά εἶναι ἀντάρτικη, καί σάν νά λές –δέν τό λές ἔτσι, ἀλλά ἔτσι τό ζεῖς: «Ποιός εἶσαι ἐσύ, Θεέ μου; Ἐγώ εἶμαι ἀνώτερος ἀπό σένα». Σέ τέτοιες περιπτώσεις χτυπάει καμιά φορά ὁ Θεός κατακέφαλα, διότι φθάνει εἰς ὕβριν ὁ ἄνθρωπος, καί ἄν τόν ἀφήσει ὁ Θεός καί δέν τόν χτυπήσει, θά εἶναι εἰς βάρος τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός χτυπάει κάποιον, πρίν πάρει πολύ θάρρος, γιά νά τόν καθηλώσει, σάν νά εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τόν Θεό. Ὄχι. Ἀλλά γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, γιά τό ἴδιο τό πλάσμα εἶναι ἐπικίνδυνα τά πράγματα, ὅταν ἀφεθεῖ στό νά παίρνει στάση ὕβρεως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ἔχει κάποιες συνέπειες.

Ἐπαναλαμβάνω, τά λέω μέ μιά ἐπιφύλαξη, μήπως εἶναι κάπως ἔτσι τάπράγματα. Ὁπότε, μήπως κάνουμε λάθος, καθώς τά παίρνουμε ἀλλιῶς, καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτό τό ἐνδεχόμενο, ἀλλά καί ἀπό τό ὅλο γεγονός πού γιορτάζουμε ἀπόψε, νά δοῦμε τήν ὅλη ζωή μας. Καί θά διαπιστώσουμε ὅτι ὄντως σέ πάρα πολλές περιπτώσεις κάνουμε λάθος, καθώς δέν λογαριάζουμε καθόλου τό θέλημα τοῦ Θεοῦ οὔτε διερωτόμαστε ποιό εἶναι, ὥστε νά ὑποταχθοῦμε σ᾿αὐτό. Καί μάλιστα νά ὑποταχθοῦμε ἑκουσίως καί μέ χαρά, καί ὄχι σάν νά παραπονιόμαστε, πού δέν ἀφήνει ὁ Θεός νά γίνει τό δικό μας θέλημα, ἀλλά σάν νά θέλει νά μᾶς ἐπιβάλει τό δικό του.

Ἄς τά σκεφθοῦμε, παρακαλῶ, αὐτά ἔστω καί ἔτσι –μέ τή σκέψη δηλαδή μήπως εἶναι ἔτσι– καί νομίζω ὅτι θά ὠφεληθοῦμε.

28-10-2000