Διαφορα
A+
A
A-

162. Μεγάλη Τρίτη ἑσπέρας

Μεγάλη Τρίτη ἑσπέρας

Σήμερα ὁ λόγος, ὅπως λέει τό συναξάρι, γιά τήν πόρνη· «Τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρό τοῦ σωτηρίου πάθους μικρόν τοῦτο γέγονεν». Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν τήν Μεγάλη Τετάρτη νά ποιούμεθα μνείαν τῆς πόρνης γυναικός, πού ἄλειψε μέ μύρο τά πόδια τοῦ Κυρίου. Καί τό δικαιολογεῖ ὅτι «πρό τοῦ σωτηρίου πάθους μικρόν τοῦτο γέγονεν».

Καί ὅπως εἴπαμε καί χθές, ὅλα τά τροπάρια ἀπόψε ἐμπνέονται καί ἀναφέρονται στήν μικρή εὐαγγελική περικοπή πού ἀναγινώσκεται ὄχι στόν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τετάρτης, πού ὁ ὄρθρος ψάλλεται τήν Μεγάλη Τρίτη τό βράδυ, ἀλλά στόν ἑσπερινό τῆς Μεγάλης Τετάρτης πρός τήν Μεγάλη Πέμπτη. Στόν ὁποῖο ἑσπερινό ψάλλονται πάλι τά ἴδια τροπάρια καί γίνεται ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, κατά τήν ὁποία ἀναγινώσκεται ἡ μικρή αὐτή εὐαγγελική περικοπή ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅπου καί γίνεται λόγος ἀκριβῶς γιά τήν γυναίκα αὐτήν, τήν πόρνη, πού ἄλειψε μέ πολύτιμο μύρο τά πόδια τοῦ Κυρίου.

«Μικρόν _λέει_ πρό τοῦ Πάσχα». Ὁ Κύριος προπαντός τήν Μεγάλη Τρίτη, ὅπως ἔχει καθορισθεῖ σήμερα, εἶχε μιά μεγάλη μέρα, καί εἶχε νά κάνει πολλά πράγματα καί συνέβησαν πάρα πολλά. Καί μόλις τελείωσε καί τίς παραβολές, ἀπό τίς ὁποῖες ἐμπνεύσθηκαν τά τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τρίτης, πού ἐψάλησαν τήν Μεγάλη Δευτέρα τό βράδυ, παραβολές πού περιέχονται στό 25ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, «εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· οἴδατε ὅτι μετά δύο ἡμέρας τό Πάσχα γίνεται».

Φαίνεται λοιπόν ὅτι ὅλα αὐτά, οἱ λόγοι, οἱ παραβολές, ὅλα ὅσα ἐλέχθησαν ἀλλά καί τά γεγονότα πού συνέβησαν, ἔγιναν τήν Μεγάλη Τρίτη. Καί «μετά δύο ἡμέρας _λέει_ γίνεται τό Πάσχα». Ἐννοεῖ ἐδῶ βέβαια τό Ἰουδαϊκό Πάσχα ὁ Κύριος, τήν Μεγάλη Πέμπτη. Καί ἀμέσως μετά άπό τά λόγια αὐτά γίνεται λόγος γιά τήν πόρνη.

Ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα. Ἡ ὑποκρισία τῶν γραμματέων καί Φαρισαίων. Ἡ θέση πού παίρνει ὁ Κύριος

«Τοῦ δέ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνή ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου καί κατέχεεν ἐπί τήν κεφαλήν αὐτοῦ ἀνακειμένου». Στήν Βηθανία στήν οἰκία τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ. Γίνεται λόγος καί γιά ἄλλη πόρνη _ἀλλά πιό μπροστά μᾶλλον_ πού κι αὐτή μύρωσε τά πόδια τοῦ Κυρίου, στό σπίτι ὅμως Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου. Καί ἴσως εἶναι δυό διαφορετικά πρόσωπα, διότι τό ἕνα ἔγινε πιό παλαιά, τό ἄλλο πρόσφατα. Πρέπει νά ἔγινε τήν Μεγάλη Τετάρτη.

Καί εἶναι πολύ πιθανόν, τό λέω ἐγώ τώρα, οἱ εἰδικοί μπορεῖ νά ἔχουν διαφορετικότερη γνώμη καί μπορεῖ κι αὐτό πού θά πῶ, τό εἴχαμε πεῖ κι ἄλλη φορά, νά μήν εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια, εἶναι ὅμως πιθανόν. Ἐμένα προσωπικά πολύ μέ ἀναπαύει αὐτή, ἄς πῶ, ἡ λύση.

Τήν Μεγάλη Τρίτη ὁ Κύριος, ὅπως εἴπαμε, εἶχε νά ἀντιμετωπίσει πολλά ἐκεῖ στήν πόλη· τό βράδυ πήγαινε στήν Βηθανία. Ἐκεῖ λοιπόν παρουσιάσθηκαν οἱ Φαρισαῖοι καί προσπάθησαν νά τόν παγιδεύσουν, ἀλλά καί οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποῖοι δέν πίστευαν στήν ἀνάσταση, προσπάθησαν κι αὐτοί νά τόν παγιδεύσουν, καί ἄλλοι κλπ. κυρίως ὅμως οἱ Φαρισαῖοι. Τήν Μεγάλη Τρίτη εἶπε ὁ Κύριος τά οὐαί πού ἀναγνώσαμε τήν Δευτέρα τό βράδυ, τά ὀκτώ οὐαί στούς γραμματεῖς καί Φαρισαίους «οὐαί ὑμῖν, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί».

Εἶναι πολύ πιθανόν μεταξύ τῶν οὐαί, μεταξύ δηλαδή τῆς ὥρας πού ἄρχισε νά ὁμιλεῖ ἔτσι καί νά κατακεραυνώνει ὁ Κύριος τούς Φαρισαίους, καί τῶν ἄλλων πού εἶχαν προηγηθεῖ, εἶναι πολύ πιθανόν ἐκείνη τήν ὥρα νά ἔφεραν στά πόδια τοῦ Χριστοῦ τήν μοιχαλίδα γυναίκα. Καί ἤθελαν κι αὐτοί μέ τήν σειρά τους νά παγιδεύσουν τόν Κύριο, ὅπως καί οἱ ἄλλοι, οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ Φαρισαῖοι κλπ., νά δοῦμε τί θά πεῖ.

Σύμφωνα μέ τόν νόμο, ἐφόσον τήν συνέλαβαν ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ νά μοιχεύει, ἔπρεπε νά τήν θανατώσουν καί μάλιστα διά λιθοβολισμοῦ. Ὁ εὔσπλαγχνος Κύριος τί θά πεῖ σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση; Θά πεῖ λιθοβολῆστε την; Πῶς μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό, καθώς ἐμφανίζεται νά συγχωρεῖ τούς πάντας; Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἐάν ἔλεγε μήν τήν θανατώνετε, θά παρέβαινε τρόπον τινά τόν νόμο τοῦ Μωυσέως. Καί τήν θεώρησαν μιά καλή εὐκαιρία γιά νά τόν παγιδεύσουν. Δέν ἐνδιαφέρονταν τόσο γι᾿ αὐτήν καθεαυτήν τήν μοιχαλίδα τί θά ἀπογίνει, ἀλλά νά παγιδεύσουν τόν Κύριο.

Καί ὁ Κύριος τότε τούς εἶπε· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω». Καί δέν πῆραν οὔτε τήν μιά ἀπάντηση πού περίμεναν οὔτε τήν ἄλλη, γιά νά θεωρήσουν ὅτι τόν παγίδευσαν. «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω». Καί ἔσκυψε κάτω καί ἄρχισε νά γράφει τρόπον τινά στό χῶμα. Καί ἕνας ἕνας σηκώθηκαν κι ἔφυγαν ὅλοι. Ποιός μποροῦσε νά θεωρήσει τόν ἑαυτό του ἀναμάρτητο, γιά νά ρίξει τόν πρῶτο λίθο καί ν᾿ ἀκολουθήσουν καί οἱ ἄλλοι; Καί ὅταν ὁ Κύριος ὕψωσε τά μάτια, σήκωσε τό κεφάλι καί κοίταξε, εἶδε ὅτι εἶχε μείνει μόνος μέ μόνη τήν γυναίκα αὐτή. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχαν φύγει ἕνας ἕνας. Καί τῆς εἶπε· «Οὐδείς σέ κατέκρινεν;» «Οὐδείς». «Ἔ, κι ἐγώ δέν σέ κατακρίνω· πήγαινε». Προσθέτει ὅμως ὁ Κύριος «μηκέτι ἁμάρτανε». Καί καλό εἶναι ὅλο αὐτό νά τό λαμβάνουμε ὑπόψιν, ὄχι μόνο ὅτι ὁ Κύριος δέν κατέκρινε τήν μοιχαλίδα καί τήν συγχώρησε, ἀλλά συγχρόνως τῆς εἶπε «μηκέτι ἁμάρτανε». Διότι ὅλο τό θέμα εἶναι νά σταματήσει ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτάνει· δέν εἶναι μόνο νά σωθεῖ τήν δύσκολη ὥρα.

Καί ἡ γυναίκα, καθώς γλύτωσε ἀπό βέβαιο θάνατο, τά ᾿χασε, δέν ἤξερε τί ἔκανε· σηκώθηκε κι ἔφυγε κι ἐξαφανίσθηκε. Καί εἶναι πολύ πιθανόν, καθώς ἔψαξε τήν Τετάρτη νά βρεῖ τόν Κύριο ἀλλά ὁ Κύριος δέν κατέβηκε τήν Τετάρτη _μέχρι τήν Μεγάλη Τρίτη κατέβαινε στήν πόλη· τήν Τετάρτη μᾶλλον δέν κατέβηκε, ἔμεινε στήν Βηθανία_ καθώς ἔψαξε καί δέν τόν βρῆκε, ἔτρεξε, ρώτησε ἀσφαλῶς καί πληροφορήθηκε ὅτι εἶναι στήν Βηθανία καί πῆγε ἐκεῖ. Τόν βρῆκε λοιπόν στό σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ. Πιθανόν νά εἶναι ἡ ἴδια γυναίκα, πιθανόν, νά ᾿ναι αὐτή ἡ μοιχαλίδα ἡ ὁποία ἄλειψε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ τό μύρο. Αὐτό ἔγινε δυό μέρες πρίν ἀπό τό πάθος τοῦ Κυρίου μᾶλλον τήν Τετάρτη.

Ὅταν εἶπε ὁ Κύριος ὅτι μετά δυό ἡμέρες γίνεται τό Πάσχα τό ἑβραϊκό, ἦταν Τρίτη ἴσως ἀκόμη. Αὐτά δέν ἔχουν καί τόσο μεγάλη σημασία. Σημασία ἔχει ὅτι ὄχι ἁπλῶς ὁ Κύριος ἔσωσε τήν γυναίκα αὐτή ἀπό βέβαιο θάνατο ἀλλά ἔσωσε τήν ψυχή της. Καί ὅπως σ᾿ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἔλεγε ὁ Κύριος «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» ἔτσι κι ἐδῶ. Δέν θεράπευε ἁπλῶς τόν κάθε ἄρρωστο ἀπό τίς σωματικές ἀσθένειες, ἀλλά καί ἀπό τήν πρώτη καί κύρια ἀσθένεια, πού εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἄλλων ἀσθενειῶν, ἀπό τήν ἁμαρτία. Συνέβη τό ἴδιο καί μέ τήν μοιχαλίδα.

Καί ἡ μοιχαλίδα αὐτή γυναίκα τό ἔνιωσε κατάβαθα αὐτό. Ὄχι ἁπλῶς ὅτι τήν ἔσωσε ἀπό βέβαιο θάνατο ὁ Χριστός, ἀλλά ἔνιωσε νά περνάει ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου μέχρι τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς της καί ἔτρεξε νά τόν βρεῖ. Καί δέν σταματάει νά καταφιλεῖ τά πόδια τοῦ Κυρίου, νά χύνει τό πολύτιμο μύρο καί νά πλένει τά πόδια καί νά τά σφογγίζει μέ τά μαλλιά της. Καί εἶναι συγκλονιστικό, θά ἔλεγα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ παρατεινόμενος Χριστός εἰς τούς αἰῶνας, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, βρῆκε ὅτι ἦταν πολύ καλό νά ἀφιερώσει ὅλη αὐτήν τήν ἡμέρα, τήν Μεγάλη Τετάρτη, στήν πόρνη γυναίκα, καί νά φτιάξουν οἱ ὑμνογράφοι αὐτούς τούς θεσπέσιους ὕμνους, πού δέν ξέρω ἄν ποτέ θά βρεθεῖ ὑμνογράφος, ποιητής, νά κάνει τέτοιους ὕμνους.

Ὅλη ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά μοιχεία. Ζωντανό ὑπόδειγμα μετανοίας

Ὁ ἕνας ὕμνος, τό ἕνα τροπάριο, εἶναι καλύτερο ἀπό τό ἄλλο· ἁμιλλῶνται μεταξύ τους. Καί τονίζουν καί ξανατονίζουν τήν μετάνοια τῆς γυναικός αὐτῆς, τήν ταπείνωση τῆς γυναικός αὐτῆς, τήν μεταστροφή της. Τονίζουν τήν ἁμαρτία ἀπό τό ἕνα μέρος, ἀλλά ἐπίσης τονίζουν τήν μετάνοια. Μεγάλη ἡ μετάνοια, λέει, μεγάλη ἡ μετάνοια· «δεινόν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια». Κάθε ἁμαρτωλός καλεῖται νά θεωρήσει αὐτό τό γεγονός, νά τό δεῖ καί νά τό βιώσει.

Ποιός μπορεῖ νά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖ ὅτι τάχα εἶναι καλύτερος ἀπ᾿ αὐτήν τήν γυναίκα, ἄσχετα ἐάν δέν ἔχει διαπράξει κανείς τίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες πού διέπραξε αὐτή ἡ γυναίκα; Ἀλλά ὅλη ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά μοιχεία. Ὅταν κανείς ἁμαρτάνει, ἀφήνει τόν ἀληθινό Θεό, ἀφήνει, χαλάει, σπάει τήν ἀγάπη πού ὀφείλει πρός τόν Θεό καί ἀγαπάει κάτι ἄλλο, ἀγαπάει τήν ἁμαρτία, ἀγαπάει τόν διάβολο πού ἐμπνέει τήν ἁμαρτία. Ἑπομένως εἶναι μιά μοιχεία, μιά πορνεία ἡ ὅποια ἁμαρτία.

Καί εἶναι ἕνα ζωντανό παράδειγμα αὐτή ἡ γυναίκα, ἔτσι ὅπως μᾶς τό παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία, τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας· ζωντανό παράδειγμα ὄχι μόνο συναισθήσεως τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί μετανοίας καί συγχωρήσεως. Εἶναι μιά μεγάλη ἁμαρτωλή, ἀλλά γίνεται μιά μεγάλη ἁγία, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία. Καί ἡ Ἐκκλησία, μοῦ κάνει ἐντύπωση, τό παίρνει αὐτό τό γεγονός καί τό βάζει ἐδῶ στήν καρδιά τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τήν Μεγάλη Τετάρτη, καί μᾶς καλεῖ ὅλους.

Μέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα γίνονται μέσα στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς καλεῖ λοιπόν ἡ Ἐκκλησία νά συγκλονισθοῦμε ὅλοι, καί νά ζήσουμε βαθιά μέσα μας τήν μετάνοια, νά ζήσουμε βαθιά μέσα μας τήν ταπείνωση, τήν κατάνυξη, τήν συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας. Καθένας νά αἰσθανθοῦμε πόσο ἁμαρτωλοί εἴμαστε, πόσο ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως εἴμαστε μοιχοί, ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ Θεός τούς Ἑβραίους, κάθε φορά πού τόν ἄφηναν καί ἀκολουθοῦσαν ἄλλο θεό.

Ἐδῶ πρωτεύοντα, ἄν θέλετε, ρόλο στήν ὅλη ἀκολουθία παίζει αὐτό τό τροπάριο πού τό ἀκούσαμε τελευταῖο, τό ἀκοῦμε κάθε χρόνο, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τό ὁποῖο ἔκανε ἡ Κασσιανή. Καί δυστυχῶς ὁ κόσμος πού ἔχει ἄγνοια _δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἄγνοια, ἀρέσκονται οἱ ἄνθρωποι στό ψέμα, ἀρέσκονται σ᾿ ἐκεῖνα πού ἱκανοποιοῦν τίς ἁμαρτωλές τους διαθέσεις καί ἐπιθυμίες καί τίς ἁμαρτωλές τους καταστάσεις_ ἔχουν φτιάξει παραμύθια καί μύθους γύρω ἀπ᾿ αὐτό τό θέμα, ἐνῶ ἡ Κασσιανή εἶναι μιά μοναχή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁσία Κασσιανή.

Ἡ ἱστορία τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς

Κι ὅπως εἴχαμε πεῖ κι ἄλλη φορά, περίπου πρέπει νά ᾿ναι τά πράγματα ἔτσι· Ὅταν ἧρθε ἡ ὥρα νά παντρευθεῖ ὁ Θεόφιλος ὁ αὐτοκράτωρ, κατά τήν συνήθεια ἔπρεπε νά τοῦ παρουσιάσουν ὁρισμένες νέες, καί νά διαλέξει μιά ἀπ᾿ αὐτές νά τήν κάνει σύζυγό του καί νά εἶναι αὐτοκράτειρα. Μεταξύ αὐτῶν πού ἐκλήθησαν ἦταν καί ἡ Κασσιανή. Καί πράγματι ὁ Θεόφιλος ἀμέσως πρόσεξε τήν Κασσιανή, θέλησε ὅμως νά τήν δοκιμάσει πῶς σκέπτεται, γιατί τό θέμα δέν εἶναι μόνον ἐξωτερικό, ἀλλά καί ἐσωτερικά πῶς εἶναι μιά ψυχή. Καί τῆς λέει «Ἐκ γυναικός ἐρρύη τά φαῦλα» ἀπό τήν γυναίκα πηγάζουν τά κακά. Κι ἐκείνη μέ ἑτοιμότητα λέει «ἀλλά καί ἐκ γυναικός ἐρρύη τά κρείττω».

«Ἐκ γυναικός ἐρρύη τά φαῦλα»· ἀπό τήν Εὔα δηλαδή ἐπήγασαν καί πηγάζουν ὅλα τά κακά. Ἀλλά ἡ Κασσιανή ἀπαντᾶ, ἐκ γυναικός ὅμως πηγάζουν καί τά καλύτερα, τά ἄριστα· καί ἐννοοῦσε τήν Παναγία. Ὁπότε ὁ Θεόφιλος εἶδε ὅτι δέν μποροῦσε νά προχωρήσει καί πῆγε στήν μετέπειτα ἁγία Θεοδώρα καί ἔκανε σύζυγό του τήν ἁγία Θεοδώρα. Ἡ Κασσιανή ἔγινε μοναχή. Ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶναι παραμύθια. Ἔτσι κι ἀλλιῶς καί τοῦτο κι ἐκεῖνο.

Ὡστόσο ὅμως πρέπει ἴσως νά ὑπάρχει ἕνα κάτι ἐδῶ. Λέγεται, χωρίς ὅμως νά εἶναι ἔτσι· μπορεῖ νά ᾿ναι. Λέγεται ὅτι, ὅταν ἡ Κασσιανή ἔγραφε αὐτόν τόν ὕμνο πού ἀκούσαμε «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» δέν ἀναφερόταν στόν ἑαυτό της· δέν ἔζησε αὐτή μιά τέτοια ζωή, ἀλλά εἶχε ὑπόψιν της τήν πόρνη αὐτή γυναίκα, πού ἡ Ἐκκλησία καθόρισε αὐτήν τήν ἡμέρα νά ποιούμεθα μνείαν τῆς γυναικός αὐτῆς καί ἔγιναν ὅλα τά τροπάρια μέ τό πνεῦμα αὐτό καί ἑπομένως μέ τό ἴδιο πνεῦμα γράφει γιά τήν πόρνη γυναίκα ἡ Κασσιανή.

Γράφει λοιπόν αὐτό τό συγκλονιστικό δοξαστικό ἐκεῖ στό μοναστήρι πού εἶναι, μᾶλλον. Καί προχωρεῖ γράφοντας, λέξη πρός λέξη, φράση πρός φράση, καί ἔφθασε στό «καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις». Καταφιλήσω· δηλαδή ἡ Κασσιανή ὁμιλεῖ τρόπον τινά ἐξ ὀνόματος καί ἐκ στόματος τῆς γυναικός τῆς πόρνης. Θά καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, θά τούς σφογγίσω πάλι μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου. Καί πιθανόν ἡ Κασσιανή νά συνέχιζε «ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου».

Λέγεται, χωρίς νά ἀποδεικνύεται νομίζω, ὅτι ὅταν ἔγραφε τό τροπάριο, εἶχε φθάσει σ᾿ αὐτό τό σημεῖο· καθώς θά φιλῶ τά πόδια σου καί θά τά πλένω μέ τό μύρο καί τά δάκρυά μου, θά τά σφογγίσω μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου. Τῆς εἶπαν στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἐνεφανίσθη ὁ Θεόφιλος, _ὁ ὁποῖος οὔτε αὐτήν τήν φορά μπορεῖ νά μήν ἐνεφανίσθη, ἀλλά ὁπωσδήποτε ὄχι ἄλλες φορές_ αὐτήν τήν φορά ἐνεφανίσθη ὁ Θεόφιλος ἴσως· τῆς τό εἶπαν αὐτό καί αὐτή, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν ἤθελε νά τόν δεῖ _ἔτσι εἶναι οἱ ἅγιες ψυχές_ ἐξαφανίσθηκε. Ἐξαφανίσθηκε στόν κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ. Καί ὁ Θεόφιλος ὡς αὐτοκράτορας, μέ τόν ἀέρα πού εἶχε, μπῆκε λοιπόν καί πῆγε στό κελλί ἤ σέ κάποιον ἄλλο χῶρο πού ἔγραφε αὐτό τό τροπάριο ἡ ἁγία Κασσιανή.

Ὁ Θεόφιλος, ὅπως ξέρουμε, ἔγινε εἰκονομάχος μετά καί εἶχε κακό τέλος· ἀλλά ἡ ἁγία Θεοδώρα μαζί μέ τόν πατριάρχη καί μέ τούς μοναχούς καί μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία προσευχήθηκαν καί πῆραν τήν πληροφορία, λέει, ὅτι ὁ Θεός τόν ἔσωσε. Διότι ὡς εἰκονομάχος πού ἦταν καί πέθανε ὡς εἰκονομάχος, πρέπει νά ἔχασε τήν ψυχή του. Πάντως ἦταν αὐτός περίπου ὁ Θεόφιλος, πού ἔγινε καί αἱρετικός καί εἰκονομάχος.

Εἶδε λοιπόν αὐτό τό τροπάριο ὁ Θεόφιλος καί πιθανόν σ᾿ αὐτό τό σημεῖο νά πῆρε τήν πέννα καί νά συμπλήρωσε μέ δικά του γράμματα καί μέ δική του ἔμπνευση αὐτά τά λίγα λόγια «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Καί ταιριάζει ἔτσι αὐτή ἡ φράση, ἄν εἶναι παρέμβλητη. Ταιριάζει δηλαδή μέ τήν ἔννοια ὅτι, καθώς ἡ Κασσιανή ἔφυγε καί πῆγε στόν κῆπο, σάν ἄλλη Εὔα τρόπον τινά φοβήθηκε καί ἔφυγε.

Ὁ Θεόφιλος ὅμως ἀναφέρεται στό γεγονός τοῦ Παραδείσου. Τά λόγια πού βάζει ἡ Κασσιανή στό στόμα τῆς πόρνης, ὅτι θά φιλήσω τους ἀχράντους σου πόδας καί θά τούς σπογγίσω μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου, συμπληρώνει ὁ Θεόφιλος _ἄν εἶναι ἀληθές_ «πού στόν Παράδεισο τό δειλινό ἐκεῖνο, αὐτῶν τῶν ποδιῶν τόν κρότον ἄκουσε ἡ Εὔα καί φοβήθηκε καί ἐκρύβη»· διότι ὄντως ἔγινε ἔτσι. Ὅταν ἄκουσαν τό δειλινό ὅτι ἐνεφανίσθη ὁ Θεός, πῆγαν καί κρύφθηκαν καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα. Καί ταιριάζει, ἄς ποῦμε τώρα, ὅτι ἐδῶ πῆγε καί κρύφθηκε ἡ Κασσιανή. Αὐτό εἶναι ὅλο, ἄν εἶναι κι αὐτό. Πού πιθανόν νά μήν εἶναι οὔτε αὐτό.

Τό πνεῦμα τοῦ τροπαρίου· Μεγάλη ἁμαρτωλή μεταπηδᾶ ἀπό τήν κόλαση στόν παράδεισο

Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει μεγάλη σημασία _ξαναγυρίζουμε_ εἶναι τό ὅλο πνεῦμα τῆς ἀκολουθίας, τῶν τροπαρίων αὐτῶν καί ἰδιαίτερα αὐτοῦ τοῦ τελευταίου τροπαρίου, τοῦ δοξαστικοῦ τῆς Κασσιανῆς. Τί νά πρωτοθαυμάσει κανείς! Νά θαυμάσει τήν ἴδια τήν Κασσιανή πού ἔχει τήν ἔμπνευση νά γράψει ἕνα τέτοιο κείμενο, νά γράψει ἕνα τέτοιο ποίημα συγκλονιστικό, ἐνῶ ὁπωσδήποτε αὐτή δέν εἶχε καμία ἐμπειρία τέτοια πού εἶχε ἡ πόρνη γυναίκα;

Ὅμως ἐδῶ ἐπειδή ἀκριβῶς τό ὅλο θέμα τό βλέπει ἀπό τήν πλευρά τῆς ταπεινώσεως, ἀπό τήν πλευρά τῆς μετανοίας, ἀπό τήν πλευρά τῆς ἁμαρτωλότητος, φωτίζεται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά τό δεῖ καλά-καλά καί συγχρόνως νά ἐμφανίσει τήν μετάνοια αὐτῆς τῆς γυναίκας. Διότι τό θέμα δέν εἶναι ἐδῶ νά τονισθεῖ ἡ ἁμαρτία, νά ἀγκιστρωθεῖ ὁ ὅποιος στήν ἁμαρτία καί νά πελαγώσει ἐκεῖ μέσα καί νά χαθεῖ μέσα στά ὅσα λέγονται γιά τήν ἁμαρτία. Τό θέμα ἐδῶ εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ἀληθινή μετάνοια. Καί ὄχι ἁπλῶς ἡ μετάνοια ἔτσι γενικά, ἀλλά ὅτι μιά μεγάλη ἁμαρτωλή μπορεῖ νά μετανοήσει κατά τέτοιον τρόπο πού νά ᾿ναι μεγάλη ἡ μετάνοιά της, καί ἀπό κεῖ πού εἶναι στήν κόλαση, νά βρεθεῖ στόν παράδεισο, ἀπό κεῖ πού χάνεται αὐτή ἡ ψυχή, νά σωθεῖ αἰώνια.

Νά θαυμάσουμε λοιπόν τήν ἁγία Κασσιανή πού κάνει ἕνα τέτοιο τροπάριο. Νά ἐπισημάνουμε ἐδῶ πόσο χαμηλά μπορεῖ νά πέσει ὁ ἄνθρωπος καί πόσο μπορεῖ νά παρασυρθεῖ ἀπό τίς διάφορες ἐπιθυμίες καί κυριολεκτικά νά φτιάξει κόλαση μέσ᾿ στήν ψυχή του καί νά βουλιάξει ἐκεῖ μέσα. Κυρίως ὅμως νά θαυμάσουμε τήν μετάνοια· τήν μετάνοια πού ᾿ναι μεγάλη καί σώζει τόν ἄνθρωπο.

Δέν ἔχουμε χρόνο βέβαια νά ποῦμε πολλά, ἀλλά νά κάνουμε λίγη ὑπομονή νά προσέξουμε τουλάχιστον αὐτό τό τροπάριο σύντομα σύντομα ὅσο μπορέσουμε.

Ἡ ἑρμηνεία τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς

«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή τήν σήν αἰσθομένη θεότητα». Κύριε, αὐτή ἡ γυναίκα πού ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες «τήν σήν αἰσθομένη θεότητα», ἀφοῦ σέ ἔνιωσε Θεόν _αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια. Διότι δέν πῆγε αὐτή ἡ γυναίκα ἔτσι τυχαῖα, ἁπλῶς, ἄς ποῦμε, νά ἐκδηλωθεῖ σέ κάποιον ἄνθρωπο, ὅσο καλός κι ἄν ἦταν αὐτός, ἀλλά διαισθάνθηκε ὅτι ἦταν ὁ Θεός. Πῆγε λοιπόν καί οὔτε λογαριάζει τό πολύτιμο μύρο, οὔτε λογαριάζει ἄν τυχόν ἐκτίθεται σέ τρίτους, οὔτε λογαριάζει ἄν… Ξέχασε τά πάντα. Τό μόνο πού ὑπάρχει μπροστά της εἶναι αὐτός, ὁ Κύριος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς πού τήν ἔσωσε, κι ἀπό βέβαιο θάνατο καί τήν ψυχή της ἀπό τήν ἁμαρτία, δηλαδή τόν αἰώνιο θάνατο.

«Τήν σήν αἰσθομένη θεότητα». Ἀντιλαμβανόμενη λοιπόν τήν θεότητά σου, ὅτι εἶσαι Θεάνθρωπος, «μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει». Ἡ γυναίκα πού ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες, καθώς κατάλαβε ὅτι εἶσαι ὁ Θεός, ἔγινε μυροφόρα. Χωρίς νά ᾿ναι μυροφόρα, ἀνέλαβε μυροφόρου τάξιν, ἔγινε μυροφόρα δηλαδή, καί «ὀδυρομένη μύρα σοι πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει». Καί μέ ὀδυρμούς, μέ κλαυθμούς καί μετά δακρύων σοῦ φέρνει μύρα πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ.

Ἐκεῖ, στόν ἐνταφιασμό, συνηθιζόταν αὐτό γιά ὅλους τούς Ἑβραίους· ὅποιος Ἑβραῖος πέθαινε, τόν μύρωναν καί τόν ἔθαπταν. Εἰδικότερα ὅμως ἐμύρωσαν τόν Κύριο. Αὐτή προλαμβάνει. Πρίν ἀκόμη ὁ Κύριος πεθάνει, πρίν ἀκόμη ὁ Κύριος βρεθεῖ στόν τάφο πού θά τόν μυρώσουν, αὐτή προλαμβάνει πρίν ἀπ᾿ ὅλους, ἄς ποῦμε, νά τόν μυρώσει. Ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό εἶπε. Τό εἶπε βέβαια στήν Μαρία ἐκεῖ στό σπίτι τοῦ Λαζάρου, πού κι ἐκείνη ῾῾ἐξέχεε μύρον᾿᾿ καί ἄλειψε τά πόδια τοῦ Κυρίου καί τά ἐσπόγγισε μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς της. Καί ὅταν ἐγόγγυσαν ἰδιαιτέρως ὁ Ἰούδας καί οἱ ἄλλοι ὅτι ἔπρεπε νά πωληθεῖ αὐτό τό μύρον καί νά τό δώσουμε στούς πτωχούς, εἶπε ὁ Κύριος ὅτι αὐτή πρόλαβε νά μέ μυρώσει πρό τοῦ πάθους, πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου.

«Ὁ ἔρως τῆς ἁμαρτίας»

Καί τί λέει; «Οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Ἀλίμονο, λέει, «ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει». Δέν εἶναι ἐδῶ ἁπλῶς ὅτι ποιητικῇ ἀδείᾳ, ἄς ποῦμε, ἡ Κασσιανή βρίσκει ὡραῖες λέξεις καί βάζει καί φτιάχνει ἔτσι ὑπερβολικά νοήματα, δέν εἶναι ἁπλῶς ποιητικῇ ἀδείᾳ, ἤ ρητορεία, ἤ… Ὅταν ἔρθει ὁ ἄνθρωπος σέ συναίσθηση, συναίσθηση τῆς καταστάσεώς του, ὅταν πέσει λίγο φῶς Θεοῦ μέσα του καί δεῖ τήν ἁμαρτία, βλέπει αὐτό τό σκοτάδι πού ὑπάρχει μέσα του, βλέπει αὐτήν τήν νύκτα «ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας».

«Οἶστρος ἀκολασίας». Δέν γνωρίζω ἄν ἔχετε ὑπόψιν σας, τήν ἄνοιξη, τώρα σέ λίγες ἡμέρες, βγαίνει μιά μύγα ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχουν ζῶα, κυρίως στά βοοειδῆ _κι ἄς ἐπιτραπεῖ ἐδῶ νά πῶ ὅτι ἐκεῖνος πού βόσκει αὐτόν τόν καιρό βόδια, λαμβάνει ἔτσι μία γεύση τί ἐστι ῾῾τρελλές ἀγελάδες᾿᾿_ βγαίνει μία μύγα ἡ ὁποία κεντρίζει τά ζῶα αὐτά καί κάνουν σάν τρελλά. Τόσο πού κοντεύουν νά σκοτωθοῦν, ἄς ποῦμε, καθώς τρέχουν νά πᾶνε κάπου νά τρυπώσουν, πού νά μήν τά βρίσκει ἡ μύγα. Αὐτή φαίνεται εἶναι πολύ δηλητηριώδης.

Οἶστρος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος γενικῶς, ἐδῶ μιά γυναίκα, μιά πόρνη, κυριευθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔτσι τά παρουσιάζει ἡ Κασσιανή, τά βάζει στό στόμα τῆς πόρνης καί ὁμολογεῖ αὐτή ὅτι ἔχει μέσα της νύκτα, ἔχει σκοτάδι, οἶστρον ἀκολασίας, ὄχι ἁπλῶς διάθεση γιά ἁμαρτία, διάθεση γιά ἀκολασία, ἀλλά οἶστρον, σάν νά τρέχει ἀσυγκράτητα κανείς σάν τρελλός καί νά μήν μπορεῖ νά τόν σταματήσει τίποτε· ἔτσι καί σέ τέτοια θέματα ἀφήσει κανείς χαλαρά τόν ἑαυτό του, χάθηκε.

Δέν διστάζει ἡ γυναίκα αὐτή, καθώς εἶναι στά πόδια τοῦ Κυρίου καί θέλει νά τονίσει καί νά ὁμολογήσει ἀπό τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς της τήν κατάστασή της, νά φανερώσει τήν ἁμαρτία· «Νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας».

«Ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει ἔτσι τυχαῖα. Ὁ ἄνθρωπος, ἄν θέλετε νά ποῦμε, ἀφοῦ τόν ἔκανε ὁ Θεός νά ἔχει ἀγάπη μέσα του, κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀγάπη· ἀλλά ποῦ τήν δίνει τήν ἀγάπη αὐτή, τήν ὅποια ἀγάπη; Σ᾿ ἄλλον ἡ ἀγάπη ἐκδηλώνεται ὡς ὑπερηφάνεια, σ᾿ ἄλλον στό νά κατηγορεῖ τόν ἕνα καί τόν ἄλλο, σ᾿ ἄλλον στό νά κάνει κακό στούς ἄλλους. Δέν τό κάνει τυχαῖα κανείς. Ἔχει οἶστρον, κατά κάποιο τρόπο, ἔχει ἔρωτα. Γενικῶς ὁ ἔρως τῆς ἁμαρτίας δέν εἶναι μόνον ὁ ἔρως πρός τά σαρκικά πράγματα, πρός τίς σαρκικές ἄς ποῦμε ἁμαρτίες, ἀλλά πρός κάθε ἁμαρτία.

«Ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Ἔρως τῆς ἁμαρτίας, ἀγάπη πρός τήν ἁμαρτία, τρέλλα πρός τήν ἁμαρτία «ζοφώδης τε καί ἀσέληνος», ὅπως δηλαδή εἶναι μιά νύκτα ζοφερή, ὁλοσκότεινη, χωρίς φεγγάρι. Καί μάλιστα ἄν ἔχει σύννεφα, τό ζοφώδης θά ὑπονοεῖ ἐδῶ καί τήν κατάμαυρη συννεφιά πού ὑπάρχει. Ὅταν λοιπόν εἶναι νύκτα, τά σύννεφα ἀπό πάνω εἶναι κατάμαυρα, σελήνη δέν ὑπάρχει _ὄχι μόνο πού δέν φαίνεται πίσω ἀπό τά σύννεφα ἄν ὑπάρχει, ἀλλά καί ὅταν δέν ὑπάρχει, ἀκόμη χειρότερα_ δέν βλέπεις οὔτε τό δάκτυλο· ψηλαφητό εἶναι τό σκοτάδι.

«Ἔρως τῆς ἁμαρτίας ζοφώδης»· τόσο δηλαδή σκοτίζεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο τρελλαίνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ, τόσο ἄγεται καί φέρεται. Δέν ξέρω ἄν μποροῦσε νά βρεῖ κανείς πιό ἐκφραστικές λέξεις ἀπ᾿ αὐτές πού βρίσκει ἐδῶ ἡ Κασσιανή, γιά νά παραστήσει, νά παρουσιάσει τό κακό πού συμβαίνει σέ μιά ψυχή, ὅταν εἶναι παραδομένη στήν ἁμαρτία, ὅταν εἶναι κυριευμένη ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ὅποια ἁμαρτία. Γιατί δέν εἶναι μόνον οἱ σαρκικές ἁμαρτίες· εἶναι καί οἱ ἄλλες πού αἰχμαλωτίζουν ἐξίσου τόν ἄνθρωπο καί τόν τρελλαίνουν ἐξίσου τόν ἄνθρωπο.

Ἡ ἀληθινή μετάνοια γεννᾶ τήν ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ

«Δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ». Κλαίει, ἔγιναν βρύση τά μάτια της, ἔγιναν πηγή τά μάτια της, καί παρακαλεῖ τόν Κύριο· Δέξου αὐτά τά δάκρυα Σύ, ὁ ὁποῖος παίρνεις τά νερά τῆς θαλάσσης _τά ᾿ξερε αὐτά ἡ Κασσιανή καί τά γράφει ἔτσι· ἤξερε δηλαδή ὅτι ἐξατμίζεται τό νερό τῆς θαλάσσης, γίνεται σύννεφα ἀπό πάνω καί πέφτει ὕστερα ὡς βροχή_ Σύ ὁ ὁποῖος παίρνεις τά νερά τῆς θαλάσσης, «ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ», καί μετασχηματίζεις τά νερά αὐτά σέ νεφέλη, σέ σύννεφα καί ἔπειτα σέ βροχή.

«Κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τούς οὐρανούς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει». Λύγισε· ἄκου τούς στεναγμούς τῆς καρδίας μου, ἄκου τόν καημό μου, τόν πόνο μου καί λύγισε. Ὄχι βέβαια ὅτι ἔχουμε ἐδῶ μιά ψυχή πού εἶναι σέ ἀπόγνωση. Νά τό προσέξουμε αὐτό. Ἀλλιῶς μιλάει ἐκεῖνος πού ἔχει φθάσει σέ ἀπόγνωση καί ἀλλιῶς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπελπισθεῖ τελείως ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐλπίζει στόν εὔσπλαγχνο Θεό, ὅπως αὐτή ἐδῶ ἡ γυναίκα. Καί ἔτσι, μ᾿ αὐτό τό πνεῦμα παρακαλεῖ τόν Κύριο νά καμφθεῖ, νά λυγίσει πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας της.

«Ὁ κλίνας τούς οὐρανούς». Σύ πού ἔκλινες τούς οὐρανούς μέ τήν ἄφατό σου κένωση, πού ἐκένωσες σεαυτόν, «τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει». «Οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλ᾿ ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών». Ποιός μπορεῖ νά καταλάβει, ποιός μπόρεσε νά καταλάβει ποτέ, τί ἀκριβῶς καί πῶς ἀκριβῶς τό ἔκανε ὁ Κύριος; Πῶς ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος, ἐκένωσεν ἑαυτόν. Καί λέει «καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Εἴπαμε λίγα λόγια προηγουμένως γι᾿ αὐτές τίς φράσεις.

Καί τελειώνει ἡ Κασσιανή, τελειώνουν δηλαδή τά λόγια πού βάζει στό στόμα τῆς πόρνης αὐτῆς γυναικός· «Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» Τά πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου ἀλλά καί τάς ἀβύσσους τῶν βουλῶν σου καί τῶν κρίσεών σου «τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» ποιός μπορεῖ νά τά ἐξερευνήσει; Καί οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι τόσο πολλές, πού δέν βρίσκει ἄκρη κανείς, ἀλλά ὅμως καί οἱ ἄβυσσοι τῶν βουλῶν σου _καί ἐννοεῖ ἐδῶ δηλαδή καί οἱ ἄβυσσοι τοῦ ἐλέους σου_ ὅλα αὐτά ποιός μπορεῖ νά τά ἐξερευνήσει, Σωτήρ μου;

«Μή με τήν σήν δούλην παρίδῃς ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό ἔλεος». «Μή μέ παρίδῃς»· ἔτσι τελειώνει. Τά εἶπα ὅλα δηλαδή, σάν νά λέει, καί μένει αὐτό· μή μέ παραβλέψεις. Εἶμαι γιά νά μέ πετάξεις, εἶμαι γιά νά μέ ἀπορρίψεις, εἶμαι γιά νά μή μέ λογαριάσεις, ἀλλά σύ πού ἔχεις τό ἀμέτρητον ἔλεος, μή μέ παρίδεις, ἀλλά νά μέ δεῖς μέ σπλαγχνικό μάτι, νά μέ συγχωρήσεις, νά μέ δεχθεῖς, νά γίνω κι ἐγώ παιδί σου.

Ἡ μετάνοια μᾶς κάνει δεκτικούς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ

Θά ἤξερε ἆραγε, θά εἶχε ἀκούσει αὐτή ἡ γυναίκα τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ; Δέν γνωρίζουμε. Ἀλλά ξέρετε, πολλά πράγματα, πάρα πολλά, τά μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρθει μέσα του τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ γυναίκα τώρα εἶναι στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἀκουμπᾶ τόν Κύριο καί καταφιλεῖ τά πόδια του· εἶναι ὅτι πέφτει ἐπάνω της τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Βρῆκε μιά ψυχή ὁ Χριστός ἁμαρτωλή, πολύ ἁμαρτωλή, ἀλλά εἶναι σέ τέτοια κατάσταση πού εἶναι δεκτική τῆς Χάριτος, δεκτική τοῦ φωτός του. Δίνει λοιπόν τό ἄπλετο φῶς, δίνει τήν ἄπειρη Χάρι του στήν ψυχή αὐτή καί ἡ ψυχή αὐτή ὅλα τά μαθαίνει καί ὅλα τά καταλαβαίνει.

Κι ἄν ἀκόμη δέν εἶχε ἀκούσει γιά τόν ἄσωτο υἱό, τό αἰσθάνεται καί παραδίνεται στόν Θεό, στόν Κύριο πού ἔχει μπροστά της, ἔτσι μ᾿ αὐτό τό πνεῦμα, μ᾿ αὐτήν τήν διάθεση, μ᾿ αὐτήν τήν στάση· «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου καί οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Καί ὅπως ἐκεῖ στήν παραβολή ὁ πατέρας δέχθηκε τόν ἄσωτο, ὄντως ἐδῶ δέχθηκε ὁ Κύριος τήν γυναίκα αὐτή καί ἔσωσε καί ἁγίασε τήν ψυχή της.

Καί ἀκριβῶς γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ἡ Ἐκκλησία ὅρισε κατά τήν Μεγάλη Τετάρτη νά τελεῖται αὐτή ἡ εἰδική ἀκολουθία καί νά ψάλλονται ὅλα αὐτά τά συγκλονιστικά τροπάρια, πού ἀκοῦμε κάθε Μεγάλη Τρίτη βράδυ, πού ὅπως εἴπαμε εἶναι ὁ ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τετάρτης, καί τά ὁποῖα τροπάρια εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή πού ἀναγινώσκεται τήν Μ. Τετάρτη, στή Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων. Καί ἡ ὅλη περικοπή περιέχει ἀκριβῶς αὐτό τό περιστατικό μέ τήν ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ ὁποία ἦρθε καί βρῆκε τόν Κύριο στό σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ στήν Βηθανία καί ὅπως μᾶς τά παρουσιάζει ἐδῶ ἡ ἁγία Κασσιανή καί ἡ ὅλη ἀκολουθία, συνετελέσθησαν ὅλα ἐκεῖ μέσα σέ λίγη ὥρα, καί μιά μεγάλη ἁμαρτωλή σώθηκε καί ἔγινε μιά μεγάλη ἁγία, ὅπως συνέβη καί μέ ἄλλες ψυχές.

Νά εὐχηθοῦμε ὁ Θεός νά μᾶς φωτίσει ὅλους, νά μετανιώσουμε κατά τόν ἴδιο τρόπο, νά ταπεινωθοῦμε κατά τόν ἴδιο τρόπο, νά ἐλπίσουμε, νά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας κατά τόν ἴδιο τρόπο, καί νά τύχουμε τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου καί νά σωθοῦμε αἰώνια.

9-4-1996