Αγιολογικα
A+
A
A-

145. Τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νικηφόρου

Τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νικηφόρου

 

Τόν ἐκ παλαιοῦ κλητικόν Νικηφόρον τμηθέντα, γνῶθι πρακτικόν Νικηφόρον.

Δηλαδή αὐτός πού εἶχε τό ὄνομα Νικηφόρος, ἔγινε καί στήν πράξη Νικηφόρος, καθώς μαρτύρησε.

 

Οὗτος ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος ἦτο κατά τούς χρόνους Οὐαλεριανοῦ καί Γαληΐνου τῶν βασιλέων, ἐν ἔτει 260, ἰδιώτης κατά τήν τύχην. Οὗτος λοιπόν εἶχε φιλίαν ὑπερβολικήν μέ τινα Σαπρίκιον ἱερέα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὕστερον ἐξ αἰτίας τινός, μᾶλλον δέ ἐκ διαβολικῆς ἐνεργείας, ἐμίσησε τόν ἅγιον καί ἐχθρός αὐτοῦ ἔγινεν ἀφιλίωτος. Ὅθεν ὁ ἅγιος Νικηφόρος πολλάκις μετεχειρίσθη μεσίτας καί ἔβαλε διαλλακτάς εἰς αὐτόν ζητῶν συγχώρησιν καί τήν παλαιάν φιλίαν ἀνακαλούμενος. Ὁ Σαπρίκιος ὅμως τελείως δέν ἤθελε νά συγχωρήσῃ τόν φίλον του, ἀλλ᾿ ἐφύλλατε τήν ἔχθραν καί τήν μνησικακίαν εἰς τήν καρδίαν του. Μίαν φοράν δέ ἐκρατήθη ὁ Σαπρίκιος ἀπό τούς εἰδωλολάτρας ὡς Χριστιανός καί ὡς ἱερεύς τῶν Χριστιανῶν καί ἐφέρετο εἰς τό νά βασανισθῇ.

Τότε ὁ θεῖος Νικηφόρος στοχασθείς ὅτι ἦτο καιρός ἁρμόδιος διά νά ἐλευθερώσῃ τόν Σαπρίκιον ἀπό τήν ἔχθραν ἔτρεξε καί ἔπεσεν εἰς τούς πόδας του παρακαλῶν νά τόν συγχωρήσῃ, ἄν καί αὐτός ὁ εὐλογημένος δέν ἦτο αἴτιος τῆς τοιαύτης ἔχθρας. Ἐπειδή ὅμως δέν εἰσηκούετο, πολλάκις τόν ἐπρόφθανεν ὁ ἀοίδιμος εἰς τήν ὁδόν καί ἔπιπτεν εἰς τούς πόδας του ζητῶν συγχώρησιν· ὁ δέ σαπρός Σαπρίκιος ἀδυσώπητος ἔμενε καί νά καμφθῇ δέν ἤθελε. Ἀφ᾿ οὗ δέ ἐδοκίμασε πολλά βάσανα διά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί δέν ἐπείσθη νά θυσιάσῃ εἰς τά εἰδωλα, τέλος πάντων κατεδικάσθη νά ἀποκεφαλισθῇ.

Ἐφέρετο λοιπόν ὁ δυστυχής Σαπρίκιος εἰς τόν τόπον τῆς καταδίκης καί ἐπλησίαζεν εἰς τό νά λάβῃ τόν στέφανον τοῦ μαρτυρίου. Τότε ὁ καλός Νικηφόρος φοβηθείς μήπως τό μαρτύριον τοῦ Σαπρικίου γίνῃ ἀπρόσδεκτον εἰς τόν Θεόν…

 

Κάνει ἐντύπωση, μεγάλη ἐντύπωση, ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Νικηφόρος γνωρίζει καλά τί εἶναι ἀρετή, τί εἶναι ἀλήθεια. Γνωρίζει καλά πῶς πρέπει ὁ καθένας νά εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί τό γνωρίζει, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό τόνισε: Ἄν δέν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν οὐδέ ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος ἀφήσῃ τά παραπτώματα ἡμῶν. Γνώριζε καλά ὅτι, ἄν ὁ ἱερέας Σαπρίκιος φύγει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο ἔτσι χωρίς νά ἀλληλοσυγχωρηθοῦν, δέν θά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός.

Τότε ὁ καλός Νικηφόρος φοβηθείς μήπως τό μαρτύριον τοῦ Σαπρικίου γίνῃ ἀπρόσδεκτον εἰς τόν Θεόν, διά τό πάθος τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας ἥν εἶχε, πάντα τρόπον ἔκαμνε γιά νά τόν καταπείσῃ νά διαλύσῃ τήν ἔχθραν, ἵνα γίνῃ τό μαρτύριόν του ἀκατηγόρητον· ἀλλ᾿ ὁ Σαπρίκιος οὐδέ τότε ἄφησε τήν ὀργήν καί τήν μνησικακίαν.

Ὑπάρχουν τέτοιες καταστάσεις. Κυριεύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό πεῖσμα, ἀπό κακία. Σάν νά τόν αἰχμαλωτίζει μιά ἐσωτερική κατάσταση. Ὅπως τό μικρό παιδί πού θυμώνει, πεισματώνει καί δέν συγκατατίθεται μέ τίποτε νά ἀλλάξει γνώμη. Μπορεῖ καί κάποιος μεγάλος νά τό πάθει. Γι᾿ αὐτό γενικά νά φοβόμαστε ἀδυναμίες πού μᾶς ἐπηρεάζουν ἔτσι σάν νά μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Ὅπως δηλαδή ὁ δεμένος, εἶναι δεμένος. Ποῦ θά πάει; Ἔτσι ὑπάρχουν ἀδυναμίες, πού σάν νά δένουν ἐσωτερικά τόν ἄνθρωπο καί δέν τόν ἀφήνουν νά ἀλλάξει γνώμη.

Νά φοβόμαστε καί νά μήν ἀφήνουμε τέτοιες καταστάσεις νά χρονίζουν, νά ἀποκτοῦν δύναμη καί νά μήν καταβάλονται μέ τίποτε.

Πολλοί ἄνθρωποι ἔχουν μιά τέτοια πείρα ἀπό τόν ἑαυτό τους, ὅτι δηλαδή θέλει κάποιος νά μετανοήσει καί δέν μπορεῖ. Θέλει νά μή θυμώνει καί δέν μπορεῖ. Θέλει κάτι ἄλλο νά μήν τό κάνει καί δέν μπορεῖ. Εἶναι αἰχμάλωτος.

Ὅσο αἰχμάλωτος, ὅσο δέσμιος κι ἄν εἶναι κανείς, ὅσο κι ἄν τή ζεῖ αὐτή τήν πραγματικότητα, ὅτι δέν μπορεῖ, ἐφόσον εἶναι στά λογικά του, μπορεῖ, π.χ., νά πεῖ ὅπως ἐκεῖνος ὁ πατέρας: Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ. , νά πεῖ: Κἄν θέλω, κἄν μή θέλω σῶσόν με Κύριε.

Ἐδῶ ὁ Σαπρίκιος, στήν περίπτωση αὐτή τή συγκεκριμένη, ὅλα δείχνουν ὅτι εἶναι αἰχμάλωτος ἐσωτερικά, ἔχει πεῖσμα, δέν μπορεῖ νά ἀφήσει τήν ὀργή, δέν μπορεῖ νά ἀφήσει τήν μνησικακία. Ὅσο κι ἄν ἔτσι ἦταν, ὅσο κι ἄν ἦταν δεμένος μέ αὐτή τήν ἀδυναμία, ἄν τή δοῦμε τήν περίπτωση μέ βάση τίς σημερινές γνώσεις πού ἔχουμε πάνω σ᾿ αὐτά τά θέματα, ἔχω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι θά μποροῦσε ὁ Σαπρίκιος νά πεῖ: «Ἔχεις δίκιο Νικηφόρε. Ἔχεις δίκιο. Ἀλλά τί ἔχω μέσα μου καί δέν μέ ἀφήνει; Προσευχήσου κι ἐσύ νά μέ βοηθήσει ὁ Θεός νά φύγει αὐτό τό ἄχτι ἀπό μέσα μου. Δέν τό αἰσθάνομαι, ἀλλά, ὅσο μπορῶ, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, νά εἴμαστε συγχωρεμένοι. Νά μᾶς συγχωρέσει καί τούς δύο ὁ Θεός». Καί νά τόν δεχτεῖ.

Ὅπως καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά μποροῦσε νά πεῖ: Κἄν θέλω, κἄν μή θέλω σῶσόν με, Κύριε. Μπορῶ δέν μπορῶ, Κύριε, βοήθησέ με νά λυτρωθῶ ἀπό τήν ὀργή, νά λυτρωθῶ ἀπό τή μνησικακία». Αὐτό μποροῦσε νά τό πεῖ. Τό νά βγάλεις ἀπό μέσα σου τό ἀγκάθι, δέν μπορεῖς. Δέν βγαίνει, ἐκτός ἄν ἔχει ὡριμάσει ἡ κατάσταση μέ τήν ὅλη στάση σου, καί σέ μιά κρίσιμη ὥρα τό βγάζει ὁ Θεός καί λυτρώνεσαι. Ἀλλιῶς, κάποια ἀγκάθια δέν βγαίνουν εὔκολα! Ἄς μήν βγαίνουν. Ὅσο κι ἄν φανεῖ παράδοξο αὐτό, ἄς μή βγαίνουν. Ἔτσι, μπορεῖ κανείς ἀκόμη πιό ταπεινωμένος νά εἶναι.

Δέν τόν ἐμποδίζει τίποτε τόν Σαπρίκιο νά ταπεινωθεῖ. Καί μάλιστα, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν μπορεῖ νά λυτρωθεῖ ἀπό αὐτά πού ἔχει μέσα του, ἀπό τό ἄχτι, ἀκόμη πιό πολύ νά ταπεινωθεῖ, νά μετανοήσει, ἀκόμη πιό πολύ νά παρακαλέσει τόν Θεό: «Κἄν θέλω, κἄν μή θέλω σῶσόν με Κύριε. Κἄν μπορῶ, κἄν δέν μπορῶ, σῶσόν με Κύριε».

Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά ποῦμε: «Ὁ καημένος ὁ Σαπρίκιος εἶχε ἀρρωστημένες καταστάσεις μέσα του ὡς πρός αὐτό τό θέμα, καί τόν πήγαιναν καί τόν ἔφερναν. Τί μποροῦσε νά κάνει;» Δέν εἶναι ἔτσι. Ὅ,τι καί νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἔχει σωστά τά λογικά –ἐκτός ἄν χάσει τά λογικά  του, ὁπότε ἔχει κανείς τό ἀκαταλόγιστο, καί ὁ Θεός δέν λογαριάζει αὐτά πού κάνει– ὅσο ἄσχημα κι ἄν αἰσθάνεται, μπορεῖ, ἐπαναλαμβάνω, νά πάρει μιά τέτοια στάση, πού ἐννοοῦν αὐτά τά λόγια: «Κἄν θέλω, κἄν μή θέλω σῶσόν με Κύριε», ἤ τά λόγια: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». Ὅμως, αὐτός ἔμεινε στό ἄχτι του.

Καί πάλι τό λέω: Ὅλοι μας νά προσέχουμε νά μήν ἀφήνουμε καί χρονίζουν μέσα μας ἁμαρτωλές καταστάσεις. Ἐφόσον εἶσαι στά λογικά σου, εἶναι δυνατόν, μόλις περάσει ἡ μπόρα, νά μήν καταλάβεις ὅτι μέσα σου εἶχες ὀργή; Εἶναι δυνατόν νά μήν καταλάβεις, ὅταν περάσει ἡ μπόρα, ὅτι ἔχεις μέσα σου μνησικακία; Τότε ποιός σέ ἐμποδίζει, τί σέ πειράζει νά πεῖς: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με κι ἐμένα, πού εἶμαι ἔτσι. Συγχώρεσέ με κι ἐμένα, πού αἰσθάνομαι ἔτσι, πού ἔχω τέτοιες καταστάσεις μέσα μου».

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τέτοιες καταστάσεις πού ἔχουν καί ἀρρωστημένο χαρακτήρα ξεφεύγουν ἀπό δῶ ἤ ἀπό κεῖ καί σάν νά μήν σέ ἀφήνουν νά τίς δεῖς. Εἶπα ὅμως ὅτι, ἐφόσον εἶναι στά λογικά του κανείς, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, μπορεῖ νά τίς δεῖ καί μπορεῖ νά βοηθηθεῖ. Γι᾿ αὐτό εἶναι οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι στήν Ἐκκλησία. Στέλνει ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους του νά μᾶς βοηθήσουν. Μπορεῖ νά βοηθηθεῖ κανείς καί νά δεῖ αὐτά πού ἔχει μέσα του.

Θά ἔφτανα στό σημεῖο νά πῶ ἔτσι. Ἄς τά ἔχει. Δέν πειράζει. Ἔχει τίς ὅποιες καταστάσεις. Ἄς τίς ἔχει. Μπορεῖ νά τίς ἀξιοποιήσει μέ τό νά εἶναι πιό ταπεινός, πιό μετανοημένος, μέ τό νά ἐλπίζει πιό πολύ, μέ τό νά νιώθει, ἄν θέλετε, μιά σταύρωση μέσα του, διότι ἔχει τήν τάση ὁ ἄνθρωπος νά λυτρωθεῖ ἀπό τό ἕνα, νά λυτρωθεῖ ἀπό τό ἄλλο, γιά νά χαίρεται.

Καί ἕνας πού ἔχει ζόρια μέσα του, εἶναι σάν νά σταυρώνεται, καί ἔχει αὐτό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μεγαλύτερη  ἀξία. Δέξου τόν σταυρό, σταυρώσου, δέξου τόν πόνο, δέξου τό ὅλο ζόρι πού σοῦ δημιουργεῖ ἡ ὅποια κατάσταση. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός σοῦ δίνει τά λογικά σου, νά ἐνεργήσεις ὡς λογικός ἄνθρωπος.

 

Ὅθεν γυμνωθείς ὁ ἄθλιος ἀπό τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καί σκοτισθείς κατά τόν νοῦν ἠρνήθη, φεῦ! τόν Χριστόν καί μετά τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον ἔχασε καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

 

Ὅλα δείχνουν ὅτι μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος ὁ Σαπρίκιος νά πεῖ: «Συγχώρεσέ με, Νικηφόρε». Ἀλλά ἔστω,  ἀφοῦ ὁ ἄλλος πάει καί ζητάει, νά πεῖ: «Νά ᾿μαστε συγχωρεμένοι. Νά ᾿σαι συγχωρεμένος». Ὅμως δέν δείχνει ἀγάπη στόν Νικηφόρο, καί ἔτσι χάνει αὐτή τήν ἀγάπη. Καί μαζί μέ τό χάσιμο αὐτῆς τῆς ἀγάπης, χάνει καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Μεγάλο μυστήριο ἡ σωτηρία! Μεγάλο μυστήριο! Γι᾿ αὐτό καί δέν πρέπει κανείς νά στηρίζεται σέ κάποια τάχα ἔργα, σέ κάποιες τάχα πράξεις. Τί τόν ὠφέλησε αὐτόν πού ἦταν ἱερέας; Τί τόν ὠφέλησε πού ὥς ἐκείνη τήν ὥρα σήκωσε μαρτύρια; Τί τόν ὠφέλησε; Βέβαια, ἕνας σημερινός ἄνθρωπος πού τά παίρνει ἔτσι ὅπως τά παίρνει, θά ρωτήσει: Γιατί ὁ Θεός νά μήν τόν κάνει νά μετανοήσει, γιά νά μή χάσει ὅλο τόν κόπο πού ἔκανε πιό μπροστά γιά τή σωτηρία του; Ἔτσι τά βλέπει ἕνας ὀρθολογιστής.

Δέν εἶναι ἔτσι, διότι μένει κάτι στόν ἄνθρωπο, πού περιμένει ὁ Θεός νά τό κάνει. Ὁ Θεός δίνει μετάνοια, ἀλλά σ᾿ αὐτόν πού θέλει τή μετάνοια. Δίνει ταπείνωση, δίνει λύτρωση, δίνει ἀπαγκίστρωση ἀπό τέτοιες καταστάσεις, ἀλλά σ᾿ ἐκεῖνον πού πραγματικά τό θέλει. Καί τό θέλει, ὅταν πεῖ τουλάχιστον αὐτό: «Κἄν θέλω, κἄν μή θέλω σῶσόν με Κύριε».

Διότι, ὅπως κι ἄν ἔρθουν τά πράγματα, μένει μιά ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ὅσο κι ἄν εἶναι βαθύτερα δεμένη ἡ ὕπαρξή του ἕνεκα κάποιων καταστάσεων τοῦ ὑποσυνειδήτου του, τοῦ ἀσυνειδήτου του. Ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἐλεύθερο, καί μπορεῖ νά πεῖ αὐτές τίς φράσεις: Κἄν θέλω, κἄν μή θέλω σῶσόν με Κύριε. Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ.

 

Τοῦτο δέ θεωρήσας ὁ μακάριος Νικηφόρος ἀμέτρως ἐλυπήθη καί πολλά δάκρυα ἔχυσε.

 

 

Ἀκοῦτε, ἀκοῦτε! Δέν σηκώνεται νά φύγει λέγοντας: «Τί νά τόν κάνω, ἀφοῦ δέν θέλει;» Τόν ἀγαπᾶ, πολύ τόν ἀγαπᾶ τόν ἱερέα, καί καθώς βλέπει ὅτι ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀμέτρως ἐλυπήθη καί πολλά δάκρυα ἔχυσε καί πολλά παρακάλεσε τόν Σαπρίκιον νά μήν ἐκπέσῃ τελείως ἀπό τόν Χριστόν καί νά γίνῃ παίγνιον εἰς τούς ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς, τυράννους ὁμοῦ καί δαίμονας.

 

Ὁ ἅγιος Νικηφόρος ἦταν πεπεισμένος ὅτι θά τόν δεχόταν ὁ  Χριστός καί μετά τήν ἄρνηση. Διότι σκοτίσθηκε καί ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί εἶπε: «Ναί, ἀρνοῦμαι τόν Χριστό». Ὁ ἅγιος Νικηφόρος λυπᾶται, χύνει δάκρυα, τόν παρακαλεῖ νά μήν ἐκπέσει, διότι θά μποροῦσε νά ἐπανέλθει, καθώς εἶχε πεποίθηση ὁ ἅγιος ὅτι θά τόν δεχόταν ὁ  Χριστός.

 

Βλέποντας αὐτό ὁ μακάριος Νικηφόρος ἀμέτρως ἐλυπήθη καί πολλά δάκρυα ἔχυσε καί πολλά παρακάλεσε τόν Σαπρίκιο νά μήν ἐκπέσει τελείως ἀπό τόν Χριστόν.

 

Τόν παρακαλεῖ νά μήν ἐκπέσει. Εἶχε πεποίθηση ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὅτι, ἄν ἔστω μετά ἔλεγε: «Ἄχ, τί ἔκανα! Νά ᾿μαστε συγχωρεμένοι», θά γινόταν πάλι γενναῖος καί θά βάσταζε τό μαρτύριο μέχρι τέλους, καί θά ἐλάμβανε τόν στέφανον τοῦ μαρτυρίου.

Διότι, ἄν δέν στηρίξει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅση δύναμη ἀνθρώπινη κι ἄν ἔχεις, δέν μπορεῖς νά ἀντέξεις. Ὅπως ἐπίσης, ὅσο κι ἄν δέν μπορεῖς νά ἀντέξεις, ἄν σέ στηρίξει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀντέχεις.

 

Ἐπειδή δέ ἔλεγε τά λόγιά του εἰς κωφόν, κατά τήν κοινήν παροιμίαν, διά τοῦτο ἀντί τοῦ ἀρνηθέντος Σαπρικίου ἐμβῆκε ὁ τρισόλβιος Νικηφόρος εἰς τόν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου καί ὡμολόγησε παρρησίᾳ τόν Χριστόν. Ὅθεν κατά προσταγήν τοῦ ἡγεμόνος ἀπεκεφαλίσθη ὁ ἀοίδιμος καί ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον.

 

Ἔχει  ὁ Συναξαριστής μιά ὑποσημείωση. Εὔκαιρον εἶναι ἐνταῦθα νά εἴπωμεν τά τοῦ θείου Χρυσορρήμονος –τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου– λόγια· «Ἀγάπης οὐδέν, οὔτε μεῖζον, οὔτε ἴσον ἐστίν, οὐδέ αὐτό τό μαρτύριον, ὅ πάντων ἐστί κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν καί πῶς; Ἄκουσον. Ἀγάπη μέν καί χωρίς μαρτυρίου ποιεῖ μαθητάς τοῦ Χριστοῦ, μαρτύριον δέ χωρίς ἀγάπης οὐκ ἄν ἰσχύσειε τοῦτο ἐργάσηται». Εἶναι ἀπό τόν λόγο στόν μεγαλομάρτυρα Ρωμανό.

Καί πάλιν ἑρμηνεύων τό «ἐπί πᾶσιν δέ τούτοις τήν ἀγάπην ἥτις ἐστί σύνδεσμος τελειότητος» λέγει· «ὅ δέ θέλει εἰπεῖν τοῦτό ἐστιν· ὅτι πάντα ἐκεῖνα αὕτη συσφίγγει· ὅπερ ἄν εἴπῃς ἀγαθόν ταύτης ἀπούσης οὐδέν ἐστί, ἀλλά διαρρεῖ». Ἄν λείπει ἡ ἀγάπη, ὅποιο ἀγαθό κι ἄν εἶναι, δέν εἶναι τίποτε. Σάν νά χάνεται, σάν νά μήν εἶναι ἀγαθό. «Οἷα γάρ ἐάν τις ἔχῃ κατορθώματα, πάντα φροῦδα ἀγάπης μή οὔσης». Τά ὅποια κατορθώματα ἔχει κανείς, εἶναι τίποτα, ἄν λείπει ἡ ἀγάπη.

Καί πάλι λέγει ὁ αὐτός ὅτι οὐδέ τούς ἀπίστους πρέπει νά μισῶμεν, ἀλλά τά πονηρά αὐτῶν δόγματα. «Τί οὖν φησιν, ἄν ἐχθροί ὦσι καί Ἕλληνες, οὐ δεῖ μισεῖν; Μισεῖν μέν, οὐκ ἐκείνους δέ, ἀλλά τό δόγμα μισεῖν, οὐ τόν ἄνθρωπον, ἀλλά τήν πονηράν πρᾶξιν, τήν διεφθαρμένην γνώμην· ὁ μέν γάρ ἄνθρωπος ἔργον Θεοῦ, ἡ δέ πλάνη ἔργον τοῦ διαβόλου· μή τοίνυν ἀναμίξῃς τά τοῦ Θεοῦ καί τά τοῦ διαβόλου». Βλέπετε πῶς σκέπτονται οἱ ἅγιοι καί πῶς τά λένε.

Ἁρμόδιον εἶναι νά ἀναφέρωμεν ἐδῶ καί ἐκεῖνο ὅπερ γράφει ὁ Εὐεργετινός, ἤγουν ὅτι δύο ἀδελφοί ἐπιάσθησαν εἰς τόν καιρόν τοῦ διωγμοῦ καί βασανισθέντες ἐβλήθησαν εἰς τήν φυλακήν. Ἐπειδή δέ ἀκολούθησε μεταξύ αὐτῶν παροξυσμός τις καί λογοτριβή, ὁ μέν εἷς μετανοήσας διά τοῦτο ἔβαλε μετάνοια ὀγλήγορα εἰς τόν ἀδελφόν λέγων· ἀκολουθεῖ εἰς ἡμᾶς αὔριον νά τελειωθῶμεν μέ τό μαρτύριον, ὅθεν ἄς διαλύσωμεν τήν ἔχθραν καί ἄς κάμωμεν ἀγάπην, ὁ δέ ἄλλος δέν ἐπείθετο.

Τί γίνεται, τί γίνεται! Καί οἱ δυό συνελήφθησαν ὡς χριστιανοί καί τήν ἑπομένη θά μαρτυρήσουν. Καί ὅμως κάτι συμβαίνει καί μαλώνουν· καί εἶναι καί ἀδέλφια. Καί ὁ ἕνας τό καταλαβαίνει καί ζητεῖ συγγνώμη, ἐνῶ ὁ ἄλλος δέν δεχόταν νά ζητήσει.

Εἰς δέ τήν ἐρχομένην ἡμέραν ἐφέρθησαν καί οἱ δύο εἰς τό κριτήριον καί ἐβασανίσθησαν· καί ἐκεῖνος ὅστις δέν ἠθέλησε νά λύσῃ τήν ἔχθρα, εὐθύς μέ τήν πρώτην δοκιμήν τῶν βασάνων ἐνικήθη καί ἠρνήθη τόν Χριστόν. Ὅθεν ἠρώτησεν αὐτόν ὁ ἄρχων, διατί χθές τόσα βάσανα δοκιμάσας δέν ἠρνήθης, τώρα δέ τόσον ταχέως ἐνικήθης; Ὁ δέ ἀπεκρίθη. Διότι χθές μέν εἶχον ἀγάπην μέ τόν ἀδελφόν μου, διά τοῦτο καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέ ἐνεδυνάμωνε καί ὑπέμεινα τά βάσανα, τώρα δέ, ἐπειδή ἐμνησικάκησα εἰς τόν ἀδελφόν μου, διά τοῦτο ἐγυμνώθην ἀπό τήν σκέπην τοῦ Θεοῦ καί παρηγορίαν καί δύναμιν».

 

Ἐδῶ ἔτσι πώς τό λέει, σάν νά περιμένει κανείς νά δεῖ στή συνέχεια ὅτι εἶπε: «Ὅμως τώρα θά κάνω ἀγάπη μέ τόν ἀδελφό μου…» Δέν ξέρουμε ἀκριβῶς τί ἔγινε.

 

9-2-1996