Διαφορα
A+
A
A-

104. Ἐπί τῇ ἐθνικῇ ἐπετείῳ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940

Ἐπί τῇ ἐθνικῇ ἐπετείῳ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940

 

Κάποιες σκέψεις μέ ἀφορμή τήν ἱστορία μας

 

Σήμερα θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ κάποια θέματα, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό ὅτι ἀπόψε γιορτάζουμε τή Σκέπη τῆς Παναγίας μας καί ἐπίσης ἔχουμε τήν ἐπέτειο τῆς ἐπιθέσεως τοῦ ἐχθροῦ στήν πατρίδα μας τό 1940 καί τῆς ἀντικρούσεώς του ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό. Νά πάρουμε συγχρόνως ἀφορμή καί ἀπό τά δεινά πού ἀκολούθησαν σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, μετά δηλαδή τό ᾿40, ἀλλά καί σέ πολλές ἄλλες περιπτώσεις.

Ἄν θέλετε, νά ἀναφερθοῦμε ἀκόμη καί στήν περίοδο ἀπό τότε πού ἐπί πολλούς αἰῶνες πήγαιναν καλά τά πράγματα, μέχρι πού ὁ Θεός ἐπέτρεψε τά δεινά: τήν πτώση τῆς Πόλεως καί ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκολούθησαν μέχρι καί τήν ἐπανάσταση τοῦ ᾿21, μέχρι καί τήν ἀπελευθέρωση ὅλης τῆς Βορείου Ἑλλάδος καί τῆς Θεσσαλονίκης –σχεδόν μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ἀπό τότε πού ἔγινε ἡ ἐπανάσταση– ἀλλά νά ἀναφερθοῦμε καί στά δεινά καί σέ ὅλο ἐκεῖνο τό κακό πού ἔγινε κατά τή δεκαετία τοῦ ᾿10 καί τοῦ ᾿20 καί ἀργότερα καί μέχρι σήμερα. Ἤ μήπως τώρα εἶναι λίγα τά δεινά; Καί δέν ξέρουμε τί ἀκόμη θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός.

 

Ποιά εἶναι ἡ βουλή σου, Θεέ μου;

 

Ἐγώ προσωπικῶς, μέ βάση αὐτά πού λέμε ἐξ ἀφορμῆς τῶν διαφόρων δυσκολιῶν πού ἔχει ὁ καθένας γύρω του καί μέσα του –καθώς ἔχουμε τά πάθη μας, τίς ἀδυναμίες μας, διάφορες ἀρρωστημένες καταστάσεις, πού μοιάζουν ὅλα αὐτά νά εἶναι ἀγιάτρευτα, ἀξεπέραστα– εἶμαι τῆς γνώμης, ὅπως θά ἔχετε καταλάβει, ὅτι δέν μποροῦμε, δέν πρέπει αὐτά –κατά τή γνώμη μου βέβαια, ἐπαναλαμβάνω– νά τά παίρνουμε καί νά τά ἀντιμετωπίζουμε μοιρολατρικά: «Ἀφοῦ ἔρχονται ἔτσι, τί νά κάνουμε;» Πιστεύω δηλαδή ὅτι, ἄν δέν σκεφθεῖς ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀλήθεια, καί ἄν ἡ ὅλη ψυχή σου δέν πάρει στάση ἀκριβῶς ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀλήθεια, ἀλλά τά ἀφήνεις ἔτσι τά πράγματα, δέν μπορεῖ νά πάει καλά ἡ ψυχή σου. Ἄν μή τι ἄλλο, μέσα του κανείς μαζεύει παράπονο, στενοχώρια, ἕνα πνεῦμα ἀδιεξόδου, ἀλλά καί μαραζώνει καί ἁπλῶς μετά παλεύει ἀνθρωπίνως νά ξεπεράσει τά πράγματα, ὅσο μπορεῖ νά τά ξεπεράσει.

Ἀπό μιά πλευρά γίνεται καί ἐδῶ αὐτό πού λέμε σχετικά μέ τά αἰσθήματα κατωτερότητος, πού χρησιμοποιεῖ κανείς τίς ὅποιες ἱκανότητες ἔχει, γιά νά ἐξισορροπήσει τά πράγματα. Ἀντί δηλαδή νά δεῖ καλά-καλά τί εἶναι αὐτό πού αἰσθάνεται, γιατί ὑπάρχει καί πῶς ξεπερνιέται, ἁπλῶς προσπαθεῖ ἀντανακλαστικῷ τῷ τρόπῳ, ἄν μπορῶ νά τό πῶ ἔτσι, τάχα μέ τίς ἱκανότητες πού διαθέτει νά τό ξεπεράσει, νά ἐξισορροπήσει, ὅπως εἴπαμε, τά πράγματα, ὁπότε γίνεται φαῦλος κύκλος καί ἡ κατάστασή του χειροτερεύει.

Ἔτσι καί γενικότερα μέσα στή ζωή, ὅταν δέν βρίσκουμε –εἴτε ὡς ἔθνος εἴτε ὡς ὁμάδες ἀνθρώπων εἴτε ὁ καθένας χωριστά– τήν ἀλήθεια καί δέν ἔχουμε μέσα μας τήν ἀλήθεια, ὅταν δέν φωτίζεται τό ὅλο πνεῦμα μας, ἡ ὅλη σκέψη μας ἀπό τήν ἀλήθεια καί δέν ἐμπνέεται ἡ ψυχή μας ἀπό τήν ἀλήθεια, τί θά κάνουμε μετά; Στραβά θά πᾶμε, χρησιμοποιώντας εἴτε μέ τόν ἕναν τρόπο εἴτε μέ τόν ἄλλο τίς ὅποιες ἱκανότητες ἔχουμε καί τίς ὅποιες εὐκαιρίες μᾶς δίδονται, γιά νά κάνουμε τοῦτο, νά κάνουμε ἐκεῖνο.

Διερωτῶμαι μερικές φορές: ἀπό πάνω ὁ Θεός, καθώς μᾶς βλέπει τόσο πολύ νά μᾶς ἀπασχολεῖ τό θέμα τῆς βελτιώσεως τῆς ζωῆς μας καί εἰδικότερα τῶν οἰκονομικῶν μας, τί θά λέει; Συμφωνεῖ μαζί μας καί λέει: «Ναί, πράγματι, πεινᾶτε. Πράγματι, εἶναι λίγα αὐτά πού ἔχετε. Πράγματι, πρέπει νά βελτιώσετε τή ζωή σας, νά κάνετε καλύτερα σπίτια, νά ἀποκτήσετε καλύτερα αὐτοκίνητα»; Ἄραγε συμφωνεῖ ὁ Θεός; Ἔτσι λέει; Συμφωνεῖ μέ τό πνεῦμα μας ἤ μήπως λέει: «Δέν ξέρετε τί κάνετε, δέν ξέρετε τί ζητᾶτε»;

Ἀκριβῶς ἐπειδή βαθύτερα κανείς δέν βρίσκει τήν ἀλήθεια, δέν θέλει νά βρεῖ τήν ἀλήθεια καί νά τά πάρει τά πράγματα ἀληθινά καί νά τά ἀντιμετωπίσει ἀληθινά, κάνει σπασμωδικές κινήσεις καί ἁπλῶς προσπαθεῖ νά τά ἐξισορροπήσει, χωρίς νά καταλαβαίνει τί φταίει. Γιά παράδειγμα, καθώς ἀκοῦμε καί διαβάζουμε ὅτι ὁ ἕνας λέει τοῦτο, ὁ ἄλλος λέει ἐκεῖνο, νά κάνουμε τό ἕνα, νά κάνουμε τό ἄλλο, σκεπτόμουν σήμερα: Πῶς μπορεῖ νά βρεῖ ἄκρη ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέν πεῖ: «Θεέ μου, ἐσύ τί λές, τί θέλεις; Ποιά εἶναι ἡ βουλή σου; Ποιά εἶναι ἡ ἐντολή σου; Ποιό εἶναι τό θέλημά σου;» Καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός, Θεός εἶναι. Ἁμάρτησες; Σέ συγχωράει. Πλανήθηκες; Δέχεται τήν ἐπιστροφή σου. Πεινᾶς; Θά σοῦ δώσει νά φᾶς. Κινδυνεύεις; Θά σέ προστατεύσει. Θεός εἶναι. Τό κάθε πλάσμα του –ὄχι ἁπλῶς τόν ἄλφα ἤ τόν βῆτα– τό δέχεται· πολύ περισσότερο βέβαια ἕνα χριστιανό. Ἀλλά περιμένει ὁ Θεός νά ρωτήσουμε ποιό εἶναι τό θέλημά του, ποιά εἶναι ἡ βουλή του, ποιά εἶναι ἡ βούλησή του, ποιές εἶναι οἱ ἐντολές του, τί περιμένει ἀπό μᾶς νά κάνουμε, καί ἐφόσον ἀνταποκρινόμαστε, μᾶς ἀναλαμβάνει, μᾶς προστατεύει.

 

Μήπως ἡ εὐθύνη εἶναι δική μας; Ἤ εἶσαι ἤ δέν εἶσαι τοῦ Θεοῦ

 

Σκέπτομαι ἐπίσης καμιά φορά μήπως καί στά ἐθνικά θέματα δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται. Μᾶς ἐπετέθησαν οἱ Ἰταλοί, μᾶς ἐπετέθη ὁ ἐχθρός, καί πράγματι μᾶς βοήθησε ὁ Θεός, μᾶς βοήθησε ἡ Παναγία. Ναί, ἀλλά ἀκολούθησαν τόσα ἄλλα γεγονότα δυσάρεστα. Τί γίνεται; Μᾶς ἄφησε ὕστερα ἕρμαια ὁ Θεός καί ὅ,τι γίνει; Ἀκολούθησε ἡ κατοχή, ἡ πείνα, ὅλο ἐκεῖνο τό κακό. Πόσοι πέθαναν ἀπό τήν πείνα, πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι μαρτύρησαν! Ναί, μαρτύρησαν. Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού κατά τή διάρκεια τῆς κατοχῆς, τόσο ἀπό τή μιά πλευρά ὅσο καί ἀπό τήν ἄλλη, μαρτύρησαν. Δηλαδή, μᾶς βοήθησε γιά λίγο ὁ Θεός καί ὕστερα μᾶς ἄφησε;

Βέβαια, καί ἐδῶ προσπαθεῖ κανείς νά ἀναπληρώσει τό κενό πού μένει, καθώς καλεῖται νά δώσει ἀπάντηση σέ τέτοια ἐρωτήματα, προσπαθεῖ νά ἐξισορροπήσει τά πράγματα καί γι᾿ αὐτό ψάχνει νά βρεῖ κάποιους πού φταῖνε, πού ἔκαναν τοῦτο, πού ἔκαναν ἐκεῖνο· καί καθόλου δέν διαλογιζόμαστε, δέν διανοούμαστε μήπως ἡ εὐθύνη εἶναι δική μας, μέ τήν ἑξῆς ἔννοια: Στήν ἀρχή ὁ Θεός, μόνο καί μόνο γιά νά δείξει ὅτι εἶναι ὁ Θεός μας καί νά μᾶς φιλοτιμήσει, μᾶς ἀναλαμβάνει, μᾶς προστατεύει καί περιμένει κάτι ἀπό μᾶς, ἀλλά, καθώς ἐμεῖς δέν ἀνταποκρινόμαστε, μᾶς ἐγκαταλείπει. Ἤ, μπορεῖ ὥς ἕνα σημεῖο νά εἴμαστε ὄντως δικοί του καί ἀπό κεῖ καί πέρα τόν ἀφήνουμε.

Μήν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, καί ὅταν ἀκόμη ἔχει τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός τόν βοηθάει –καί γι᾿ αὐτό εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο καλά τά πράγματα ἀκόμη καί μέσα του– κινδυνεύει νά πάρει θάρρος, νά πάρει ἀέρα καί νά παρεκκλίνει. Πόσο μᾶλλον ἄν ἁπλῶς καλοπερνάει ἀπό πλευρᾶς ὑλικῶν ἀγαθῶν καί δέν ἐνδιαφέρεται γιά τίποτε ἄλλο! Πολύ περισσότερο σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση θά πάρει κανείς ἀέρα.

Μήπως λοιπόν πρέπει νά τά ἐξετάσουμε καλά-καλά αὐτά τά πράγματα, καί φυσικά καί τόν ἑαυτό μας, καί νά δοῦμε διά μέσου ὅλων αὐτῶν τήν τοποθέτησή μας, τήν ὅλη στάση μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Καί πρέπει νά ποῦμε ἐδῶ καί τοῦτο: μπορεῖ –εἴτε γνωρίζεις τόν Θεό εἴτε δέν τόν γνωρίζεις– νά ἀποφασίσεις ὡς ἄνθρωπος νά ζήσεις ὅπως ζεῖ ἕνα ζῶο σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, πού τό φέρνει ὁ Θεός στή ζωή, στήν ὕπαρξη, καί τό φροντίζει, καί τό ὁποῖο ζεῖ ὅσο ζεῖ καί τελικά πεθαίνει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν εἶναι ζῶο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος. Πρέπει νά βρεῖ τόν Θεό καί πρέπει νά πιστέψει καί νά ὑπακούσει στόν Θεό, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, καί μέσα ἀπό κεῖ, δηλαδή μέσα ἀπό τήν πίστη του καί τή σχέση του μέ τόν Θεό, νά τά δεῖ ὅλα. Ὅμως, δέν θέλει. Θέλει νά ζήσει περίπου μιά ζωή ζώου. Σέ μιά τέτοια περίπτωση, θά βρέχει βέβαια ὁ Θεός καί γιά σένα, θά χιονίζει καί γιά σένα, θά ἀνατέλλει τόν ἥλιο καί γιά σένα· θά καρποφορεῖ ἡ γῆ, θά χρησιμοποιεῖς κι ἐσύ τό μυαλό σου καί θά ζήσεις μαζί μέ ἄλλους ὁμοίους σου. Ἀλλά τίποτε περισσότερο. Ὅταν ὅμως ἀποφασίζεις νά εἶσαι τοῦ Θεοῦ, ἤ εἶσαι ἤ δέν εἶσαι. Δέν μπορεῖς νά παίζεις· δέν εἶναι παιγνίδια αὐτά τά πράγματα.

 

 

Θά πάθουμε πολλά γιά νά ξεκαθαρίσουμε τή θέση μας

 

Καθώς λοιπόν ἐδῶ στήν πατρίδα μας συνέβησαν καί πολλά καί πολύ βαριά, πού εἴπαμε, καί τά ξέρουμε, ἀλλά καί συμβαίνουν καί θά συμβαίνουν, μήπως –δέν ξέρω– ὁ Θεός λέει ἀπό πάνω: «Ἐσεῖς κάνετε ὅτι εἶστε χριστιανοί καί θέλετε νά σᾶς ἀναγνωρίζω ὡς χριστιανούς. Ναί, ἐντάξει, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά παίζετε. Ἐφόσον ἐσεῖς τά παίρνετε ἀψήφιστα τά πράγματα, ἐγώ δέν θά σᾶς ἀφήσω ἔτσι. Θά ἀφήσω νά πάθετε καί αὐτό, νά πάθετε κι ἐκεῖνο, νά πάθετε καί τό ἄλλο, γιά νά ξεκαθαρίσετε τή θέση σας. Εἶστε ἤ δέν εἶστε χριστιανοί;» Ὁπότε, ἄν μέν εἶσαι χριστιανός, τά παίρνεις σωστά τά πράγματα· μετανοεῖς, ταπεινώνεσαι, πιό πολύ ἐμπιστεύεσαι στόν Θεό, δέν σκανδαλίζεσαι μέσα σου μέ τό νά νομίζεις ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀγαπάει, δέν τά βάζεις μέ κανέναν, ἀλλά λές: «Μᾶς ἀξίζουν, Θεέ μου, καί τέτοια καί χειρότερα». Ἔτσι ἐνεργεῖς, ἄν εἶσαι χριστιανός. Ἄν δέν εἶσαι… Θέλεις ὅμως νά σέ δέχονται ὡς χριστιανό, νά σέ παραδέχονται ὅτι εἶσαι χριστιανός. Ὁπότε, νά ξέρεις: θά πάθεις καί πάλι καί πάλι καί πάλι, καί δέν θά ἔχουν τελειωμό τά παθήματα. Ποῦ θά τά πάει τά πράγματα ὁ Θεός, αὐτός ξέρει. Ὁ Θεός τά ξέρει αὐτά. Ἐμεῖς πάντως ὀφείλουμε νά δοῦμε τήν ὅλη ἀλήθεια.

Καμιά φορά μεταξύ μας –μέ τούς πατέρες καί μέ τίς ἀδελφές– λέμε: «Ἄν μέναμε λαϊκοί, ὅπως ὁ πολύς κόσμος, θά ἦταν κάπως διαφορετικά τά πράγματα. Ἀφοῦ ὅμως ἐμεῖς ἀποφασίσαμε στά σοβαρά νά ἀφιερωθοῦμε στόν Θεό –δέν μᾶς ξεγέλασε κανένας οὔτε μᾶς παρέσυρε· εἴχαμε ἡλικία καί φρόνηση, καί εἴπαμε ὅτι ἐμεῖς ἀφοσιωνόμαστε πιά στόν Θεό– ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός ἔτσι θά μᾶς πάρει, ἔτσι θά μᾶς ἐκλάβει καί ἔτσι θά μᾶς μεταχειρισθεῖ. Καί ἄν μέν ἐμεῖς μένουμε σταθεροί στόν δρόμο αὐτό, στόν δρόμο τῆς μετανοίας, τῆς ταπεινώσεως –θά ταπεινωθεῖς καί θά ἰσοπεδωθεῖς· δέν γίνεται ἀλλιῶς– θά μᾶς εὐλογήσει ὁ Θεός. Δέν λέγεται πόσο εὐλογεῖται κάποιος πού μπαίνει στόν δρόμο τῆς ἀφιερώσεως στόν Θεό εἴτε ὡς μοναχός εἴτε ὡς κληρικός. Ἄν ὅμως παίζεις, ἄν δέν τά παίρνεις στά σοβαρά τά πράγματα, ἄν δέν καταλαβαίνεις ἤ δέν θέλεις νά καταλάβεις τί ἔγινε μέ τό νά ἀφιερωθεῖς στόν Θεό, πρέπει νά ξέρεις ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά παίζει».

Πάντως, ὅταν μπεῖς στόν δρόμο αὐτόν, ὁ Θεός θά σέ ξεσκεπάσει, γιατί ἀλλιῶς δέν θά ταπεινωθεῖς καί δέν θά μετανοήσεις σωστά. Ὡς λαϊκός, ἐπειδή ἔχεις ἄλλα βάσανα καί ἄλλον κανόνα, κάπου μέσα ἀπό αὐτά θά τακτοποιήσει ὁ Θεός τά τῆς ψυχῆς σου καί δέν θά σέ πολυξεσκεπάσει. Σ᾿ αὐτόν ὅμως τόν δρόμο τῆς ἀφιερώσεως θά σέ ξεσκεπάσει ὁ Θεός, καί ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου θά ξεσηκωθεῖ νά σέ φάει, ἄν δέν προσέξεις νά δεῖς καλά τά πράγματα, ὥστε νά ταπεινωθεῖς, νά μετανοήσεις, νά ἐμπιστευθεῖς στόν Χριστό, νά γίνεις ἀληθινός, νά ἀκολουθεῖς ἀληθινά τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Γιά ὅποιον λοιπόν ἀφοσιώνεται στόν Θεό, ἀπό τό ἕνα μέρος αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, καί γι᾿ αὐτό εἶναι ζόρικα τά πράγματα. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, δέν σοῦ συγχωράει ἐσένα ὁ Θεός νά μήν εἶσαι ἀπόλυτα δικός του. Τόν ἄλλο, τόν λαϊκό, πού μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἀγράμματος, ἕνας βιοπαλαιστής, ἕνας πού ἔχει ὅλα ἐκεῖνα τά βάσανα πού ἔχει, ὁ καημένος, μπορεῖ ὁ Θεός νά τόν σώσει χωρίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις. Ἀπό ἐσένα ὅμως ἔχει ἀπαιτήσεις ὁ Θεός· ἤ εἶσαι ἤ δέν εἶσαι δικός του.

 

Τί λέει ὁ Θεός μέσα ἀπό τά γεγονότα;

 

Αὐτό ἰσχύει γενικότερα γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, πού θέλουμε νά εἴμαστε χριστιανικό κράτος καί θέλουμε νά εἴμαστε –ἔτσι λέμε– χριστιανοί. Βλέπετε, καί τά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας κάνουν λόγο γιά ὅλη τήν Ἑλλάδα, γιά ὅλους τούς Ἕλληνες, γιά τό γένος μας. Ναί, ἐντάξει. Ὅταν κηρύχτηκε ὁ πόλεμος, ὁρμήσαμε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, καί ὁ ἐχθρός τό ᾿βαλε στά πόδια, διότι μᾶς βοήθησε ὁ Θεός. Ἀλλά δέν μποροῦμε νά μή λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν καί ὅλα τά ἄλλα πού ἀκολούθησαν.

Τί ἔγινε λοιπόν; Ὥς ἐδῶ ἦταν; Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός μᾶς ἄφησε; Ἔχουν κι ἐκεῖνα τόν λόγο τους, καί πρέπει κι ἐκεῖ νά δοῦμε τί λέει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κρύβεται πίσω ἀπό τά γεγονότα ὅπως ἐδῶ, ὅπως καί τά παλαιότερα χρόνια, πού πάθαμε συμφορές, πού πάθαμε τοῦτο, πάθαμε ἐκεῖνο. Πῶς τά προσπερνοῦμε ἐκεῖνα; Ὅλα πρέπει νά τά δοῦμε. Τό νά τά προσπερνοῦμε δέν βγάζει πουθενά. Οὔτε μποροῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά δικαιολογηθοῦμε λέγοντας: «Οἱ κακοί οἱ τάδε, οἱ κακοί οἱ ἄλλοι… πού μᾶς ἔκαναν τό κακό». Ἐκεῖνοι κακοί εἶναι, γι᾿ αὐτό κάνουν τό κακό. Ἀλλά θά τούς ἄφηνε ὁ Θεός νά τό κάνουν, ἄν ἐμεῖς ἤμασταν ὅπως μᾶς ἤθελε ὁ Θεός; Ἤ μήπως τούς ἄφησε ὁ Θεός καί τούς ἀφήνει νά τό κάνουν, ἀκριβῶς διότι θέλουμε μαστίγιο; Καί δέν εἶναι σάν νά τά ὑποθέτει κανείς αὐτά, καί μήν τυχόν μᾶς πέσουν βαριά.

Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στήν Παλαιά Διαθήκη· ἐκεῖ τέτοια γεγονότα εἶναι πολύ ὠμά, πολύ χειροπιαστά. Ὁ Θεός δέν εἶναι καθόλου μέ τό μέρος τῶν Φιλισταίων, τῶν Ἰδουμαίων, τῶν Μωαβιτῶν. Ὄχι. Μέ τόν λαό του εἶναι· τόν λαό του ἀγαπᾶ. Καί ὅμως, ἀφήνει αὐτούς τούς λαούς –καί σάν νά τούς βάζει ἐπίτηδες μερικές φορές– νά ταλαιπωροῦν τόν λαό του, ἕως ὅτου μετανοήσει, ἕως ὅτου ἐπιστρέψει. Ἔτσι, ἐπέτρεψε νά αἰχμαλωτισθοῦν οἱ Ἑβραῖοι, καί ἔγινε ἡ μετοικεσία στή Βαβυλώνα, πού κράτησε ἑβδομήντα χρόνια.2 Τέλειωσε ὅμως κάποτε. Τέλειωσε. Γιατί; Διότι κάτι εἶδε ὁ Θεός, κάποια μετάνοια εἶδε στόν λαό του καί γι᾿ αὐτό ἐλάλησε ἀγαθά στή σκέψη τῶν ἐχθρῶν τους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καμιά σχέση μέ τόν ἀληθινό Θεό, καί τούς φώτισε νά ἀφήσουν τόν λαό νά ξαναγυρίσει στήν πατρίδα του, γιά νά κτίσουν τόν ναό, τά τείχη, τήν πόλη.

Ὁ Θεός λοιπόν κυβερνᾶ τόν κόσμο, ὁ Θεός ἐπιτρέπει τοῦτο ἤ ἐκεῖνο, κι ἐμεῖς, μέσα ἀπό τή βουλή τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τό θέλημά του, μέσα ἀπό τό πῶς τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός, πρέπει νά βρίσκουμε τήν ἀλήθεια καί νά τοποθετούμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅπως θέλει ἐκεῖνος, εἴτε πρόκειται γιά ὁμάδες ἀνθρώπων εἴτε πρόκειται γιά τόν ἑαυτό μας μόνο. Ἐφόσον θέλουμε νά εἴμαστε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί λέμε προσευχές, ὁ Θεός τίς ἀκούει καί μᾶς πιστεύει. Λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καί τό ἀκούει ὁ Θεός καί θέλει νά μᾶς ἐλεήσει, ἀλλά ἐκεῖνος ξέρει πῶς θά μᾶς ἐλεήσει· τί πρέπει νά μᾶς συμβεῖ, γιά νά μᾶς ἐλεήσει.

Καί πολύ προσωπικά λοιπόν ὁ καθένας, καί ὡς ὁμάδες πού εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς γένος, ὡς ἔθνος νά μήν τά παίρνουμε τά πράγματα ὅσα πᾶνε κι ὅσα ἔρθουν. Νά ξέρουμε ὅτι τά πάντα τά κυβερνάει ὁ Θεός καί τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός ἔτσι, πού εἶναι γιά τό συμφέρον μας. Ἄλλοτε εἶναι συμφέρον μας νά πάθουμε, διότι πρέπει νά πάθει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἀνοίξουν τά μάτια του, γιά νά καθαρθεῖ ἡ ψυχή του. Καί ἄλλοτε ἀκριβῶς ἐπειδή σηκώνεις κεφάλι. Δέν εἶσαι ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός, καί γι᾿ αὐτό σέ χτυπάει κατακέφαλα. Ὄχι βέβαια γιατί ἀγρίεψε ὁ Θεός ἤ γιατί εἶναι κακός καί σάν νά λέει: «Θά σοῦ δείξω ἐγώ», ἀλλά γιατί δέν σέ συμφέρει καθόλου νά σέ ἀφήσει νά ὑψώσεις κεφάλι καί νά πέσεις ἀκόμη πιό πολύ στήν ἁμαρτία καί στήν ἄβυσσο τῆς ἐναντιώσεώς σου στόν Θεό.

Εὔχομαι ἡ Παναγία μας, πού εἶναι «θεός μετά Θεόν», ὅπως λέει ἕνα τροπάριο,3 νά μᾶς φωτίσει ἀπόψε, γιατί ἐκείνη μᾶς καταλαβαίνει, καθώς πέρασε πολλά –καί ξέρει γιατί τά πέρασε– ὡς μητέρα τοῦ Θεοῦ πού ἀξιώθηκε νά γίνει, ἀλλά καί μαζί μας περνάει πολλά, καθώς συμπάσχει μέ τόν καθένα μας. Νά μᾶς φωτίσει ἡ Παναγία νά δοῦμε τήν ὅλη ἀλήθεια καλύτερα, καί μέσα μας καί γύρω καί γενικότερα, ὥστε νά ἐνεργήσουμε ἔτσι ὅπως πρέπει γιά τό καλό μας.

 

28-10-1998