Αγιολογικα
A+
A
A-

10. Τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ καί τῶν σύν αὐτῷ ἀποκτανθέντων ἕξ μαθητῶν αὐτοῦ

Σήμερα πού τελοῦμε τή μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπως ἀκούσαμε, ὡς εὐαγγελική περικοπή ἀνεγνώσθη ἡ περικοπή ἐκείνη πού ἀναγινώσκεται κατά κανόνα στή μνήμη τῶν μεγάλων ὁσίων Πατέρων. Εἶναι ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο καί σ᾿ αὐτήν ὁ Κύριος καλεῖ τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους· «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἀλλά ὕστερα ὅμως προσθέτει ὁ Κύριος· «Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11, 27-30).

Ἡ πρώτη καί ἡ μόνιμη ἀνάπαυση πού δίνει ὁ Κύριος

Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα οἱ ὅσιοι Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος, πού ἀσκήτεψε στό Ἅγιο Ὄρος, σήκωσαν αὐτόν τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι βρῆκαν ἀνάπαυση, τήν ἀνάπαυση πού δίνει ὁ Χριστός. Ὅλοι λίγο-πολύ ἔχουμε πείρα τῆς πρώτης ἀναπαύσεως. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Δέν ὑπάρχει μέχρι σήμερα ψυχή πού κατέφυγε στόν Χριστό καί δέν ἔνιωσε αὐτή τήν ἀνάπαυση, αὐτή τήν ἀνακούφιση, αὐτή τή λύτρωση, πού δίνει ὁ Κύριος σέ κάθε μετανοημένο. Ὅμως ἐνῶ ὅλοι γεύονται αὐτή τήν ἀνάπαυση, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι σηκώνουν τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, καί βρίσκουν αὐτή τήν ἀνάπαυση κατά μόνιμο τρόπο. Αὐτό κυρίως τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι καί ἰδιαίτερα, ὅπως εἴπαμε, οἱ ὅσιοι Πατέρες.

Ἕνας ἀσκητής, ἕνας ἐρημίτης, ἕνας ἀναχωρητής, γενικά ἕνας μοναχός, σ᾿ ὅλη του τή ζωή αὐτό κάνει· σηκώνει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ. «Οὐδείς, ὅπως λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, μετά ἀνέσεως εἰς τόν οὐρανόν ἀνῆλθεν». Ὅλοι σήκωσαν αὐτόν τόν ζυγό καί ἔτσι ἀνῆλθαν στόν οὐρανό καί ἔτσι βρῆκαν τήν ἀνάπαυση πού δίνει ὁ οὐρανός, πού δίνει ὁ Θεός.

Ὁ ζυγός τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἄνθρωποι πού πιστεύουν στόν Χριστό

Ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, ἡ στάση τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Χριστό εἶναι ἤ ἔτσι ἤ ἔτσι. Μπορεῖ δηλαδή κανείς, καίτοι εἶναι χριστιανός, καίτοι πιστεύει στόν Χριστό, καίτοι προσεύχεται καί παρακαλεῖ νά τύχει τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, μιά ζωή ὁλόκληρη νά ἀποφεύγει αὐτόν τόν ζυγό. Οἱ περισσότεροι αὐτό κάνουν. Καί ὅσο ἀποφεύγει ὁ πιστός _γιά τόν πιστό μιλοῦμε_ τόν ζυγό, τόσο ταλαιπωρεῖται, δεινοπαθεῖ, τόσο εἶναι δυστυχής καί τόσο ἔχει πολλά ἄλλα νά σηκώσει καί νά ἀντιμετωπίσει.

Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι μιά ὁλόκληρη ζωή αὐτό κάνουν· σηκώνουν τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ κάθε μέρα, ὅπως εἶπε ἀλλοῦ ὁ Κύριος· «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρό αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν» (Λουκ. 9, 23). Σηκώνει κανείς κάθε μέρα αὐτόν τόν ζυγό καί _ὤ τοῦ θαύματος!_ κάθε μέρα αἰσθάνεται πιό λυτρωμένος, κάθε μέρα αἰσθάνεται πιό ἀναπαυμένος, κάθε μέρα παραδόξως αἰσθάνεται ὅτι δέν σηκώνει κανένα βάρος, διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε· «Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν». Ἐκεῖνος πού ἀποφεύγει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, νομίζοντας ὅτι εἶναι βαρύς, νομίζοντας ὅτι εἶναι ἀσήκωτος, ἐκεῖνος λειώνει κάτω ἀπό πολλά ἄλλα βάρη. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος σηκώνει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, παραδόξως εἶναι ἀνάλαφρος, σάν νά μήν ἔχει κανένα βάρος ἐπάνω του, γιατί τό φορτίο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐλαφρό.

Οἱ ἅγιοι καί ἰδιαίτερα οἱ ὅσιοι ἔχουν αὐτή τήν πείρα. Χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη, χωρίς τόν παραμικρό ἐνδοιασμό, χωρίς καθόλου νά τό σκεφθοῦν, ἐντελῶς αὐθόρμητα καί μέ ὅλη τή διάθεσή τους σήκωσαν αὐτόν τόν ζυγό. Σ᾿ ἐμᾶς, πού δέν ξέρουμε ἀπό αὐτό τό σήκωμα τοῦ ζυγοῦ, μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἀσήκωτος ζυγός, ἕνα ἀσήκωτο βάρος καί, καθώς διαβάζουμε τούς βίους τῶν ἁγίων καί βλέπουμε ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔπεσαν ἐπάνω τους ὡς φορτίο τοῦ Χριστοῦ, μᾶς φαίνονται ἀκατόρθωτα. Οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι, ἄνθρωποι ἦταν· δέν ἦταν κάτι ἄλλο. Ἄνθρωποι σάν κι ἐμᾶς καί τά σήκωσαν ὅλα. Αὐτό σημαίνει ὅτι γίνεται κάποιο θαῦμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι συμβαίνει κάτι παράδοξο. Αὐτά ὅλα τά ὁποῖα, γιά ἐκεῖνον πού εἶναι ἀπ᾿ ἔξω, γιά ἐκεῖνον πού διστάζει νά ἐμπιστευθεῖ στόν Χριστό, διστάζει νά ὑπακούσει στήν ἐντολή του καί νά σηκώσει αὐτόν τόν ζυγό, φαίνονται ὅτι εἶναι ἀσήκωτα, γιά τόν ἄλλο πού βάζει τόν τράχηλό του κάτω ἀπό τόν ζυγό καί σηκώνει τό φορτίο, παραδόξως τό φορτίο γίνεται ἐλαφρό.

Αὐτά λίγο-πολύ ὅλοι τά ξέρουμε. Παραδόξως ὅμως κάνουμε σάν νά μήν τά ξέρουμε. Στόν στρατό μερικοί ξεφεύγουν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, γιά νά μήν κάνουν κάποια ὑπηρεσία, κάποια ἐργασία, κάποια ἀγγαρεία, ὅπως λέγεται. Αὐτό τό πράγμα κάνουν πολλοί χριστιανοί, καί ὁ Θεός τούς ἀφήνει. Στόν στρατό βέβαια ὁ ὑπεύθυνος θά φροντίσει _πονηρά κι αὐτός ἐνεργῶν_ καί θά πιάσει ἐκεῖνον πού ξεφεύγει ἤ ἐκείνους πού ξεφεύγουν. Ὁ Θεός δέν τό κάνει αὐτό. Δέν θά μᾶς ψάξει νά μᾶς βρεῖ μήν τυχόν τοῦ ξεφύγουμε, γιατί θέλει ἑκουσίως νά κάνουμε ὅ,τι θά κάνουμε. Ὅμως πολλοί ξεφεύγουν.

Ὅταν πεθάνουμε, καί θά ἐξαφανισθοῦν ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς ξεγελοῦν καί μᾶς κάνουν νά ξεφεύγουμε, καί θά μείνει μόνο ἡ ἀλήθεια, θά μείνει ἡ πραγματικότητα, τότε θά δοῦμε ὅτι ὅλα τά γνωρίζαμε, ὅλα τά ξέραμε καί θά ἀναλογισθοῦμε· «Γιατί φερθήκαμε τόσο πονηρά; Γιατί ἐνεργήσαμε τόσο τεμπέλικα; Γιατί κάναμε τό πᾶν νά ξεφύγουμε τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ;» Καί τελικά, ὅπως εἶναι φυσικό, δέν θά ἔχουμε τήν ἀνάπαυση ἐκείνη πού θά ἔχουν ὅλοι ὅσοι σηκώνουν τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ ὁποῖοι τήν ἀνάπαυση αὐτή τήν ἔχουν ἀπό δῶ καί θά τήν ἔχουν καί στή μέλλουσα ζωή.

Νά παρακαλέσουμε τόν ἅγιο Ἀθανάσιο καί τούς ἄλλους ἁγίους πού γιορτάζουμε σήμερα καί τίς ἄλλες ἡμέρες, νά μεσιτεύσουν, νά πρεσβεύσουν, νά φωτισθοῦμε, νά φιλοτιμηθοῦμε, νά μᾶς κεντρίσει αὐτή ἡ ἀλήθεια, νά μᾶς ξυπνήσει αὐτή ἡ ἀλήθεια καί νά ἀποφασίσουμε νά σηκώσουμε τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ.

Μιλοῦμε γιά τούς ἁγίους, γιά τούς ὁσίους, πού σήκωσαν τόν ζυγό, ἀλλά καί κάθε πιστός _δέν ἐξαιρεῖται κανείς_ καλεῖται νά σηκώσει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ. Χρειάζεται λοιπόν νά ξυπνήσουμε, νά καταλάβουμε ὅτι αὐτό πρέπει νά κάνουμε καί χωρίς τήν παραμικρή πονηριά γιά νά ξεφύγουμε, νά θελήσουμε νά σηκώσουμε αὐτό τόν ζυγό, πιστεύοντας στά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ ζυγός του εἶναι χρηστός καί τό φορτίο του εἶναι ἐλαφρό. Ἔτσι θά βροῦμε ἀνάπαυση.

5-7-1986

* Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο «Θέλεις νά ἁγιάσεις;» Α’ ἔκδ.