Μυστ. Εξομολογησεως
A+
A
A-

31. Πῶς θά γνωρίσουμε καί θά ζήσουμε τελειότερα τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως

{«Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» }

Λέγαμε καί ἄλλη φορά ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει κανείς χριστιανός, ἄν δέν βαπτισθεῖ, καί δέν σώζεται κανείς, ἄν δέν βαπτισθεῖ. Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται (Μάρκ. 16, 16).

Ἡ Ἐκκλησία πίστεψε τά πράγματα ὅπως τά κήρυξε ὁ Κύριος, καί γι᾿ αὐτό καθιέρωσε τό βάπτισμα καί μάλιστα καί τόν νηπιοβαπτισμό. Ἀφοῦ γιά νά σωθεῖ κανείς πρέπει νά βαπτισθεῖ, ἕνα παιδί, ἄν φύγει ἀβάπτιστο, τί θά γίνει; Καί γι᾿ αὐτόν τόν λόγο, γιά νά μήν πεθάνει ἕνα παιδί ἀβάπτιστο, καθιερώθηκε ὁ νηπιοβαπτισμός. Δέν κάνουν καθόλου καλά οἱ γονεῖς ἐκεῖνοι πού ἀποφεύγουν νά βαπτίζουν τά παιδιά ἤ τό ἀναβάλλουν. Αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνο, καί εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, γι᾿ αὐτόν πού θά κάνει μιά τέτοια παράλειψη. Δηλαδή, τό νά πεθάνει ἕνα παιδί ἀβάπτιστο ἀπό ἀμέλεια τῶν γονέων εἶναι μεγάλη ἁμαρτία.

Τί γίνεται μέ τήν ψυχή τοῦ ἀβάπτιστου παιδιοῦ; Αὐτό τό θέμα βέβαια τό ἀφήνουμε στήν ἀγάπη καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ξέρει τί θά κάνει· καί δέν ἀδικεῖ κανέναν. Ὡστόσο ὅμως, ἐμεῖς ἀπό τόν Θεό γνωρίζουμε ὅτι, γιά νά σωθεῖ κανείς, πρέπει νά βαπτισθεῖ· ἄν δέν βαπτισθεῖ, δέν ξέρουμε τί θά γίνει αὐτή ἡ ψυχή. Θά ξέρετε ὅτι ὑπάρχουν καί σχετικές ἐργασίες ἀπό πατέρες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἔχει γράψει, ἀλλά καί ἄλλοι πατέρες ἀναφέρθηκαν σ᾿ αὐτό τό θέμα. Ὁ Θεός ξέρει τί ἀκριβῶς γίνεται μέ τά ἀβάπτιστα παιδιά, ἀλλά ὅμως δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι στόν παράδεισο, οὔτε βέβαια μποροῦμε νά ποῦμε, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι εἶναι στήν κόλαση.

Αὐτή τήν ὥρα ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει νά τονίσουμε ὅτι, γιά νά σωθεῖ κανείς, πρέπει νά γίνει χριστιανός, καί γιά νά γίνει χριστιανός, πρέπει νά βαπτισθεῖ. Δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς χριστιανός. Καί ὅλο αὐτό γίνεται, γιά νά σωθεῖ κανείς ἀπό τήν ἁμαρτία. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος.

{Τί  θά γίνει μέ ὅσους θά ἁμαρτήσουν μετά τό βάπτισμα; }

Ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν Ἀδάμ, εἶναι πεπτωκώς καί βεβαρημένος μέ τήν ἁμαρτία, καί δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά συγχωρηθεῖ, νά καθαρισθεῖ καί νά σωθεῖ παρά μόνο διά τοῦ βαπτίσματος. Μέ ὅσους ὅμως θά ἁμαρτήσουν μετά τό βάπτισμα, καί μάλιστα θά κάνουν θανάσιμες ἁμαρτίες, τί θά γίνει; Διότι αὐτοί πού πίστεψαν στόν Χριστό καί βαπτίσθηκαν καί ἔγιναν χριστιανοί, δέν ἔπρεπε νά ἁμαρτάνουν. Καί ὅταν ἄρχισαν νά ἁμαρτάνουν, ἡ Ἐκκλησία κατ᾿ ἀρχήν προβληματίστηκε γιά τό ἄν θά τούς ξαναδεχθεῖ ὡς μέλη της ἤ ὄχι.

Ὁ Κύριος ὅμως εἶχε ἤδη προβλέψει καί ἔδωσε τό δεύτερο βάπτισμα, ὅπως λέγεται ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση. Δηλαδή, μετανοεῖ κανείς γιά τίς ἁμαρτίες του καί περνάει ἀπό αὐτό τό μυστήριο τῆς μετανοίας, τήν ἐξομολόγηση, καί συγχωρεῖται. Ὅπως ἀκριβῶς μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του ἐκεῖνος πού θέλει νά γίνει χριστιανός καί βαπτίζεται. Δέν φθάνει ἁπλῶς νά μετανοήσει οὔτε φθάνει ἁπλῶς νά βαπτισθεῖ.

Ὅπως τά περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος, ὅσοι ἤθελαν νά γίνουν χριστιανοί, τούς ἔκανε ἡ Ἐκκλησία κατηχουμένους. Καί δέν τούς ἔλεγε ἁπλῶς κάποια πράγματα οὔτε περίμενε ἁπλῶς νά ἀκούσει ὅτι τά δέχονται, ἀλλά ἔβλεπε ἡ Ἐκκλησία στήν πράξη κατά πόσον αὐτοί ἦταν ἀποφασισμένοι νά ζήσουν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί ἔπειτα τούς ἔκανε χριστιανούς διά τοῦ βαπτίσματος.

Κατ᾿ ἀρχήν δέν πρέπει νά ἁμαρτάνει κανείς μετά τό βάπτισμα, καί μπορεῖ νά μήν ἁμαρτάνει, προπαντός νά μή διαπράττει θανάσιμες ἁμαρτίες. Ἀλλά ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε σ᾿ αὐτό τό δίλημμα, νά δεχθεῖ ἤ ὄχι βαπτισμένους πού ἁμάρταναν. Ὁ Κύριος εἶχε ἤδη προβλέψει καί ἔδωσε τό δεύτερο βάπτισμα, πού εἶναι τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως.

{Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι πολυτέλεια}

Ὅπως δέν μπορεῖ νά γίνει χριστιανός κανείς, ἄν δέν βαπτισθεῖ, ἔτσι δέν τακτοποιεῖται ὁ χριστιανός πού εἶναι ἐν ἀταξίᾳ, ἄν δέν περάσει ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Καί εἶναι ἐν ἀταξίᾳ, ἅπαξ καί ἁμάρτησε, ἄσχετα ἄν ἔκανε κρυφά, ὅσα ἔκανε, καί δέν τά γνωρίζει κανένας. Ἡ συνείδησή του ὅμως τά ξέρει, καί ὁ Θεός τά ξέρει. Γιά νά τακτοποιηθεῖ καί νά ἐπανασυνδεθεῖ μέ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά παίρνει ζωή ἁγία, ζωή θεϊκή, πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία –καθώς κεφαλή της εἶναι ὁ Χριστός καί καρδιά της τό Ἅγιο Πνεῦμα– καί νά ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας, χρειάζεται νά κάνει τό δεύτερο βάπτισμα τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως –διότι τό πρῶτο βάπτισμα δέν ἐπαναλαμβάνεται.

Δέν ὑπάρχει δηλαδή ἡ ἐξομολόγηση ἁπλῶς γιά νά καταφύγουν ἐκεῖ κάποιοι ἡλικιωμένοι ἤ κάποιοι πού ἔχουν ψυχολογικά προβλήματα ἤ  διάφορα ἄλλα προβλήματα καί δυσκολίες καί τά ὅποια βάσανα. Βέβαια, οἱ πάντες θά καταφύγουν στήν Ἐκκλησία, οἱ πάντες θά καταφύγουν στούς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅ,τι κι ἄν ἔχουν, θά ζητήσουν τή συμβουλή τους καί θά βοηθηθοῦν καί στά προβλήματά τους. Ἀλλά ὁ τελικός σκοπός, τό κύριο ἔργο εἶναι νά τακτοποιήσει κανείς τήν ψυχή του, καθώς εἶναι ἐν ἀταξίᾳ ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν του, καί νά βρεθεῖ πάλι στόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Διότι ἕνας ὁ ὁποῖος μετά τό βάπτισμα διέπραξε προπαντός θανάσιμα ἁμαρτήματα καί ἀδιαφορεῖ γι᾿ αὐτά καί δέν τά τακτοποιεῖ διά τοῦ δευτέρου βαπτίσματος, πού εἶναι τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, δέν ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.

Ἑπομένως, ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι μόνο γιά ὅσους θά θελήσουν νά ἐξομολογηθοῦν οὔτε εἶναι ἕνα εἶδος πολυτελείας, καί ἄρα δέν εἶναι ἀνάγκη ὅλοι νά φθάσουν ὥς τό ἐξομολογητήριο. Ὅσοι εἶναι ἁμαρτωλοί –καί ποιός δέν εἶναι ἁμαρτωλός;– ὅσοι ἔχουν βεβαρημένη τή συνείδησή τους καί μολυσμένη τήν ψυχή τους ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν, πρέπει νά ἐξομολογηθοῦν, πρέπει νά περάσουν ἀπό τό δεύτερο βάπτισμα, γιατί μόνο ἔτσι εἶναι σίγουρο ὅτι τούς δέχθηκε ὁ Θεός, ὅτι τούς συγχώρησε, τούς καθάρισε, καί εἶναι καί σίγουρο ὅτι θά σωθοῦν.

Τούς πρώτους αἰῶνες, προκειμένου νά βαπτισθεῖ κανείς, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἔπρεπε στήν πράξη νά δείξει ὅτι στό ἑξῆς θά ζήσει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, θά ζήσει ὡς χριστιανός. Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε τούς κρατοῦσε ἡ Ἐκκλησία τούς κατηχουμένους ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια καί τούς βοηθοῦσε νά μάθουν τά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, διότι πρέπει νά ἀκούσει κανείς, πρέπει νά μάθει. Ἄν δέν μάθει ποιές εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τί θέλει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο, πῶς θά ἐνεργήσει σωστά;

Συγχρόνως ὅμως τούς παρακολουθοῦσε ἡ Ἐκκλησία, ἔβλεπε τήν καθημερινή τους ζωή καί τούς βάπτιζε, ἀφοῦ διαπίστωνε ὅτι, μετά ἀπό αὐτή τήν ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια δοκιμασία, εἶναι ἕτοιμοι πλέον νά βαπτισθοῦν. Διότι κατά τό διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν ὄχι ἁπλῶς μάθαιναν κάποια πράγματα, ὄχι ἁπλῶς ἔχοντας τήν πρίν ἀπό τό βάπτισμα χάρη τοῦ Θεοῦ προσπαθοῦσαν νά ζήσουν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἔδειχναν στήν πράξη ὅτι σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο ἄκουσαν, σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο ἔμαθαν, σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο δέχθηκαν, σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο ξεκίνησαν νά κάνουν, μένουν σταθεροί.

Κάτι παρόμοιο θά ἔπρεπε νά συμβαίνει καί μέ τήν ἐξομολόγηση. Νά μή γίνεται ἡ ἐξομολόγηση ὅπως κατάντησε σήμερα, πού ἔγινε σάν μιά ρουτίνα, μιά συνήθεια, καθώς τήν κάνει κανείς ἐπιπόλαια καί πολλές φορές ἔχει ὡς σκοπό, ὅπως εἴπαμε, ἁπλῶς νά τακτοποιήσει τά προβλήματά του, ἁπλῶς νά ξεκουραστεῖ λιγάκι ψυχικά, νά τοῦ φύγει λίγο ἡ θλίψη πού ἔχει. Κάτι παρόμοιο μέ αὐτό πού ἔκανε ἡ πρώτη Ἐκκλησία πρέπει νά κάνουμε καί τώρα.

{Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ἁμαρτάνουμε}

Κατ᾿ ἀρχήν καλό θά ἦταν νά μήν ἁμαρτάνει κανείς. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, καί ἡ Ἐκκλησία τό πῆρε ὡς δεδομένο αὐτό, ὅτι καί οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί ἁμαρτάνουν καί μάλιστα διαπράττουν θανάσιμες ἁμαρτίες. Τονίσαμε τήν ἄλλη φορά καί, παρακαλῶ, θά τό πῶ ἀκόμη μιά φορά. Ποτέ, ποτέ ἕνας βαπτισμένος νά μήν πεῖ: «Δέν πειράζει· ἄς ἁμαρτήσω. Θά μετανοήσω». Ποτέ. Ὁ βαπτισμένος ὀφείλει καθόλου νά μήν ἁμαρτάνει. Ἄν ὡς ἄνθρωπος τή δύσκολη ὥρα, τή δύσκολη στιγμή, πάνω στόν ἀγώνα του ἔπεσε, ὑπάρχει μετάνοια, ὑπάρχει συγχώρηση, ὑπάρχει ἔλεος, ὑπάρχει σωτηρία. Ἀλλά ἄν ὅμως πονηρά σκεπτόμενος λέει κανείς: «Μποροῦμε νά ἁμαρτάνουμε. Ὑπάρχει ἐξομολόγηση, ὑπάρχει μετάνοια. Θά πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε καί θά μᾶς συγχωρήσει ὁ Θεός», αὐτό εἶναι πολύ κακό καί δέν ξέρουμε πόσο συγχωρεῖ ὁ Θεός σέ μιά τέτοια περίπτωση. Ἑπομένως, αὐτό νά βγεῖ ἀπό τό μυαλό μας.

Πρέπει ἐπίσης νά τό νιώσουμε καλά-καλά ὅτι θανάσιμες ἁμαρτίες πού γίνονται μετά τό βάπτισμα, συγχωροῦνται μέ τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, (ὅπως εἴπαμε, τό δεύτερο βάπτισμα γίνεται, καθώς δέν μπορεῖ νά ξαναβαπτισθεῖ κανείς), καί ὁ χριστιανός πού ἐξομολογεῖται τακτοποιεῖται, καθαρίζεται, ἀλλά δέν γίνεται ὅπως γίνεται αὐτός πού βαπτίζεται.

Ἕνας πού εἶναι σέ μεγάλη ἡλικία καί εἶναι ἀβάπτιστος, ὅ,τι κι ἄν ἔχει κάνει, ἅμα βαπτισθεῖ, γίνεται καινούργιος ἄνθρωπος καί εἶναι σάν νά μήν ἔχει κάνει καμιά ἁμαρτία. Ἕνας ὁ ὁποῖος εἶναι βαπτισμένος, ἐάν κάνει βαρύτατα ἁμαρτήματα, συγχωρεῖται, ἐφόσον μετανοήσει καί ἐξομολογηθεῖ, καί θά σωθεῖ, ἀλλά ὅμως δέν εἶναι ὅπως εἶναι ὅταν βαπτίζεται.

Σᾶς ἀναφέρω ὡς παράδειγμα αὐτή τήν πραγματικότητα πού ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἀπό αὐτό μποροῦμε νά καταλάβουμε μερικά πράγματα. Ἐπιτρέπεται ὁ δεύτερος γάμος; Ἐπιτρέπεται. Ἐπιτρέπεται μέν, ἀλλά κατ᾿ οἰκονομίαν. Ἀλίμονο λοιπόν, ἄν ἐσύ πεῖς: «Μποροῦμε νά κάνουμε καί δεύτερο γάμο καί τρίτο γάμο». Δέν εἶναι ἔτσι. Ἕνας γάμος ὑπάρχει. Ὁ δεύτερος γίνεται κατ᾿ οἰκονομίαν, ὁ τρίτος γίνεται κατ᾿ οἰκονομίαν. Καί ἀπόδειξη, ἄν ἕνας παντρευτεῖ δύο φορές, δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς. Δηλαδή, στήν περίπτωση τοῦ ἱερέως ἡ Ἐκκλησία στό θέμα τοῦ γάμου τηρεῖ τήν ἀκρίβεια. Ὅπως γιά νά κάνει κάποιον ἱερέα, θά πρέπει αὐτός νά μήν ἔχει κάνει μετά τό βάπτισμα θανάσιμες ἁμαρτίες, ἔτσι θά πρέπει νά μήν ἔχει παντρευτεῖ δεύτερη φορά. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν εὐλογεῖ καί τόν δεύτερο καί τόν τρίτο γάμο, ἀλλά κατ᾿ οἰκονομίαν, γιά νά μή χαθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλίμονο ὅμως σ᾿ ἐκείνους πού λένε: «Μποροῦμε νά κάνουμε καί δεύτερο γάμο καί τρίτο γάμο».

Ἄν λοιπόν κάνει κανείς κάποιες ἁμαρτίες μετά τό βάπτισμα, δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς. Ἄν μετανοήσει, θά συγχωρηθεῖ, θά καθαρισθεῖ, θά σωθεῖ· ἀσφαλῶς θά σωθεῖ. Ἀλλά ὅμως δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς.

Ὅλα αὐτά τά τονίζουμε, γιά νά καταλάβουμε ὅτι δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἁμαρτάνουμε. Νά τό προσέξουμε αὐτό. Βαπτισθήκαμε; Ὀφείλουμε νά ζήσουμε ὡς βαπτισμένοι, ὀφείλουμε νά εἴμαστε καθαροί καί ἅγιοι. Ἔπεσες; Ἔπεσες. Ἀλλά νά πέσεις πάνω στή μάχη, πάνω στόν ἀγώνα, καί ὄχι ἔχοντας τό φρόνημα ὅτι μπορεῖς νά ἁμαρτάνεις, ἀφοῦ θά πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς.

Αὐτά νά τά καταλάβουμε πάρα πολύ καλά. Καί ἐνόσω εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἐνόσω τά φέρνει ἔτσι ὁ Θεός, πού μποροῦμε νά ἀκούσουμε, νά συζητήσουμε, νά ρωτήσουμε, νά διαβάσουμε, νά καταλάβουμε, παρακαλῶ πολύ νά δοῦμε καλά τά τῆς ψυχῆς μας, καί κανένας νά μήν ἀφήσει τήν ψυχή του ἀτακτοποίητη ὡς πρός τό θέμα τῶν ἁμαρτιῶν πού ἔκανε μετά τό βάπτισμα. Κανένας.

{Πότε δέν δημιουργοῦνται ἐνοχές καί ψυχολογικά προβλήματα; }

Δέν τακτοποιοῦνται οἱ ἁμαρτίες οὔτε μέ τό νά περάσει ὁ καιρός οὔτε ἁπλῶς μέ τό νά πεῖ κανείς στήν προσευχή του: «Συγχώρησέ με, Θεέ μου, γιατί ἔκανα αὐτό». Εἶναι πολύ σοβαρό τό θέμα, καί ὁ καθένας πολύ σοβαρά, πολύ ὑπεύθυνα νά τό τακτοποιήσει καί ὄχι μέ ἀρρωστημένη διάθεση. Γιατί ἐπικρατεῖ καί αὐτή ἡ ἄποψη, ὅτι μέ τό νά μιλοῦμε γιά τήν ἁμαρτία, κάνουμε τούς ἀνθρώπους νά αἰσθάνονται ἐνοχές, καί καθώς αἰσθάνονται ἐνοχές, δημιουργοῦνται ψυχολογικά προβλήματα. Ἔτσι εἶναι βέβαια, ἀλλά μόνο ἄν τά πάρεις ἀνάποδα καί στραβά. Τό λέω ρητῶς καί κατηγορηματικῶς ὅτι δέν παθαίνει κανείς τίποτε, τίποτε –καί ὄχι ἁπλῶς δέν παθαίνει, ἀλλά τότε λυτρώνεται– ὅταν καλά-καλά δεῖ τήν ἁμαρτία του. Ἔκανες τήν ἁμαρτία; Δές την. Ἐφόσον διέπραξες τήν ἁμαρτία, νά τή δεῖς. Μή φοβᾶσαι νά τή δεῖς, καί μετανόησε. Ἄν μετανοήσεις, λυτρώνεται ἡ ψυχή σου, καί οὔτε κομπλεξικές οὔτε ἄλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις δημιουργοῦνται. Ὅποιος παθαίνει ἀπό αὐτά τά πράγματα, σημαίνει ὅτι στό βάθος δέν μετανοεῖ ἀληθινά. Δηλαδή, καθώς ἀκούει γιά τά θέματα αὐτά, ἀπό τό ἕνα μέρος νιώθει ὅτι ἔκανε ἁμαρτίες, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως δέν θέλει νά μετανοήσει, δέν θέλει νά ἀναγνωρίσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι ἁμάρτησε καί νά πεῖ: «Ἁμάρτησα, Θεέ μου· συγχώρησέ με». Δέν θέλει νά ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά ζητήσει τό ἔλεός του. Θέλει νά εἶναι ἀσπροπρόσωπος. Αὐτά δέν συμβιβάζονται. Καί ἀρχίζουν οἱ ἐνοχές καί οἱ διάφορες  κομπλεξικές καταστάσεις

Κανείς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀσπροπρόσωπος. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι ἐκτεθειμένοι, ὅποιοι κι ἄν εἴμαστε, διότι μετά τό βάπτισμα οἱ πάντες ἁμαρτήσαμε. Καλότυχοι, θά ἔλεγε κανείς, καί μακάριοι ἐκεῖνοι πού δέν διέπραξαν θανάσιμες ἁμαρτίες, ἀλλά τελικά ὅμως μακάριοι εἶναι ὅλοι ὅσοι θά μετανοήσουν γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔκαναν μετά τό βάπτισμα –ἀληθινά θά μετανοήσουν– καί θά δεχθοῦν τή συγχώρηση καί τήν τακτοποίηση τῆς ψυχῆς πού δίνει ὁ Θεός. Ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή μετάνοια, ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ἐξομολόγηση, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν αἰσθήματα ἐνοχῆς, τά ὁποῖα καταπιέζουν τόν ἄνθρωπο καί δημιουργοῦν, ὅπως εἴπαμε, κομπλεξικές καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Τό λέω ρητῶς καί κατηγορηματικῶς.

Ἑπομένως, νά μή φοβόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, προπαντός στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, νά δοῦμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, νά νιώσουμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί νά ὁμολογήσουμε τήν ἁμαρτία μας, νά ἐξομολογηθοῦμε τήν ἁμαρτία μας. Καθόλου, καθόλου νά μή φοβόμαστε. Μήν καταβάλεις τήν παραμικρή προσπάθεια νά κρύψεις τά ἁμαρτήματά σου ἤ νά τά ἐξωραΐσεις. Ὠμά πές τήν ἁμαρτία. Ὅσο πιό πολύ θά δεῖς τήν ἁμαρτία σου καί ὅσο πιό ἀνεπιφύλακτα θά τήν ὁμολογήσεις μέ μετάνοια καί μέ ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τόσο πιό πολύ συγχωρεῖσαι, τόσο πιό πολύ καθαρίζεσαι καί τόσο πιό πολύ τακτοποιεῖσαι.

{Ἡ ἁμαρτωλή κατάσταση ἀφαιρεῖ ἀπό τήν ψυχή τή δυνατότητα τῆς ὀρθῆς κρίσεως}

Θά ἤθελα σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἀκόμη μιά φορά νά τονίσω τήν ὅλη ἀρνητική δουλειά πού κάνει ἡ ἁμαρτία, τό κακό πού κάνει ἡ ἁμαρτία στόν ὅλο ἄνθρωπο. Δέν εἶναι μόνο ὅτι ἁμαρτάνεις καί νά, λερώθηκε ἡ ψυχή σου. Τό θέμα εἶναι ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἁμαρτωλή κατάσταση ἐπιδρᾶ στόν ὅλο ἄνθρωπο, ὅπως, ἄς ποῦμε, ἐπιδρᾶ τό οἰνόπνευμα σ᾿ αὐτόν πού πίνει.

Τό οἰνόπνευμα δέν κάνει ζημιά μόνο στό συκώτι, στό στομάχι, στούς πνεύμονες, στήν καρδιά, σέ ὅλο τό σῶμα, ἀλλά ἐπιδρᾶ κατά τέτοιον τρόπο σ᾿ αὐτόν πού εἶναι ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ οἰνοπνεύματος, ὥστε οὔτε νά σκεφθεῖ σωστά μπορεῖ οὔτε νά κρίνει σωστά οὔτε νά καταλάβει σωστά, καί ἐπιπλέον ἔχει καί συναισθηματικές διαταραχές. Ἄλλο τώρα ὅτι δέν θά βρεῖς ποτέ κάποιον πού εἶναι ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ οἰνοπνεύματος –ἕναν μεθυσμένο, ἕναν ἀλκοολικό– ὁ ὁποῖος θά παραδεχθεῖ καί θά πεῖ: «Ξέρεις, ἐγώ εἶμαι μεθυσμένος, εἶμαι ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ οἰνοπνεύματος, καί δέν εἶμαι στά καλά μου. Οὔτε ἡ λογική μου λειτουργεῖ σωστά, οὔτε ἡ κρίση μου εἶναι σωστή οὔτε οἱ ἐνέργειές μου καί οἱ ἐκδηλώσεις μου εἶναι σωστές. Καί γι᾿ αὐτό θά ἀκούσω τί θά μοῦ πεῖς ἐσύ καί θά συμμορφωθῶ πρός αὐτά πού θά μοῦ ὑποδείξεις». Δέν θά συναντήσεις κανέναν τέτοιο.

Αὐτός πού πίνει, ὄχι μόνο βλάπτεται σωματικά, ἀλλά ἐπηρεάζεται ἀπό τό ποτό καί σκέπτεται ἀνάλογα καί ἐνεργεῖ ἀνάλογα. Καί ἐπιπλέον, δέν τό καταλαβαίνει ὅτι δέν σκέπτεται σωστά καί ὅτι δέν ἐνεργεῖ σωστά, καί γι᾿ αὐτό δέν ἔχει καμιά διάθεση νά ἀκούσει ἐκεῖνον πού ἔχει σώας τάς φρένας.

Ἔτσι ἀκριβῶς ἐπιδρᾶ στόν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία. Καί μάλιστα, νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ, ὅταν ἡ ἁμαρτία ἔχει καί ἀρρωστημένο χαρακτήρα, τά πράγματα εἶναι πολύ χειρότερα. Καί δέν μποροῦμε στή γενιά μας νά μήν τά ποῦμε αὐτά, γιατί κατά κανόνα οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν καί ἀρρωστημένες καταστάσεις.

Ὅταν λοιπόν διαπράττει κανείς ἁμαρτία, τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐν ἁμαρτίαις, καί τί θά γίνει μέ τόν ἄνθρωπο αὐτόν, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἐπηρεάζει καί τό λογικό του καί τήν ψυχή του καί τήν καρδιά του καί τά συναισθήματά του καί τή βούλησή του καί τά πάντα, καί ἀνάλογα σκέπτεται καί ἀνάλογα συμπεριφέρεται. Ἐπιπλέον, καθόλου δέν πάει τό μυαλό του νά διερωτηθεῖ: «Γιά στάσου· σάν νά μή σκέπτομαι καλά. Ἄς ρωτήσω κάποιον ἄλλο. Σάν νά μήν αἰσθάνομαι καλά, καί ὅλη ἡ βούλησή μου καί ἡ ὅλη ἐσωτερική μου κατάσταση σάν νά μή λειτουργοῦν σωστά. Ἄς ρωτήσω κανέναν ἄλλο». Ἀκόμη καί νά ἔλθει ὁ ἄλλος καί νά τοῦ πεῖ: «Χριστιανέ μου, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα ὅπως τά καταλαβαίνεις ἐσύ· δέν εἶναι τά πράγματα ὅπως τά κάνεις ἐσύ· δέν εἶναι τά πράγματα ὅπως τά λές ἐσύ», δέν θά τό δεχθεῖ.

{Ἡ ἁμαρτία στίς ἀρρωστημένες ψυχικά καταστάσεις}

Καί ἄν ἐδῶ ὑπάρχει καί ἀρρωστημένη κατάσταση, ἀκόμη πιό δύσκολα καταλαβαίνει κανείς· διότι ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, ἐπειδή ὑπάρχει μέσα του γενικότερα ἡ ἀδυναμία. Δέν ἁμαρτάνει ἐν ψυχρῷ, σάν νά λέει: «Τώρα θά ἁμαρτήσω». Δέν ἐλέγχει πλήρως τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος. Ὑπάρχουν καταστάσεις μέσα στόν ἄνθρωπο πού διαφεντεύουν, καί πάρα πολλές φορές ἐπηρεάζεται ἀπό αὐτές καί ἁμαρτάνει.

Πιό συγκεκριμένα: Ἐάν κάποιος, ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, δέν αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἐάν δέν αἰσθάνεται ὅτι μπορεῖ καί αὐτός νά σταθεῖ ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά ζήσει σωστά ἔχοντας τήν ὑπόληψη καί τήν ἀναγνώριση πού θά ἤθελε νά ἔχει, ἀλλά ἀντίθετα αἰσθάνεται μειονεκτικά, αὐτό πολύ τοῦ στοιχίζει, πολύ τόν ἐνοχλεῖ καί τόν κάνει νά εἶναι στενοχωρημένος καί νά ἔχει μέσα του θλίψη, κατάθλιψη.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τί θά κάνει; Δέν ἀντέχει αὐτή τήν κατάσταση καί ἀναζητεῖ κάτι πού θά τόν εὐχαριστήσει. Καί τό κάνει αὐτό, ὄχι τόσο γιατί θέλει νά πάει νά κάνει ἐκείνη τή συγκεκριμένη πράξη πού θά τόν εὐχαριστήσει, ἀλλά σάν νά τόν σπρώχνει ἀπό μέσα του αὐτή ἡ ἔλλειψη πού ἔχει, αὐτή ἡ ἄσχημη κατάσταση πού ἔχει, αὐτή ἡ θλίψη πού ἔχει, καθώς αἰσθάνεται ὅτι δέν μπορεῖ ἄνετα μαζί μέ τούς ἄλλους νά συνυπάρχει καί νιώθει μειονεκτικά. Ὁπότε θά φάει πολύ· θά τρώει καί δέν θά τελειώνει. Θά πάει νά πιεῖ, θά βλέπει μέ τίς ὧρες τηλεόραση, ἀλλά καί ἄλλα πράγματα θά κάνει. Στήν περίπτωση αὐτή τό θέμα δέν εἶναι μόνο ὅτι ἁμαρτάνει κανείς, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά ἁμαρτάνει καί κατά ἀρρωστημένο τρόπο, καθώς ὑπάρχει καί τό κίνητρο τῆς ἀρρωστημένης καταστάσεως. Καί γίνεται ἕνας φαῦλος κύκλος, γίνεται ἕνα μπέρδεμα, καί ποῦ νά τά ξεμπερδέψει κανείς!

Καί θά λέγαμε ὅτι σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις, ὅταν ἐξομολογηθεῖ κανείς, δέν φθάνει ἁπλῶς νά πεῖ: «Νά, εἶμαι λαίμαργος». Δέν φθάνει ἁπλῶς νά πεῖ: «Κάθομαι μέ τίς ὧρες καί βλέπω τηλεόραση ἤ κάθε τόσο θέλω νά καπνίσω ἤ κάθε τόσο θέλω νά πιῶ». (Νά μήν ἀναφέρουμε ἄλλα χειρότερα, πού μπορεῖ νά κάνει). Δέν φθάνει ἁπλῶς νά ἀναφέρει αὐτά τά συγκεκριμένα. Πρέπει νά δεῖ καί βαθύτερα γιατί τά κάνει αὐτά. Ἅμα δέν δεῖ αὐτό τό βαθύτερο πού τόν παρακινεῖ, ἄν δέν τό προσέξει, ναί μέν, ἀφοῦ εἶπε τίς συγκεκριμένες πράξεις, τίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες, θά πάρει ἄφεση, ὅμως ἡ πληγή μένει, ἡ πηγή τοῦ κακοῦ μένει, καί ἡ ψυχή παραμένει ἀτακτοποίητη. Ἔτσι, ἐπαναλαμβάνει τά ἴδια· καί τί γίνεται;

Ἄν δηλαδή ὁ ἐξομολογούμενος δέν καταλάβει καλά τί τοῦ συμβαίνει, καί ἄν ὁ πνευματικός δέν ἀντιληφθεῖ περί τίνος πρόκειται, δέν θά βοηθηθεῖ αὐτός ὁ ἐξομολογούμενος νά δεῖ ὅτι ὅλα ξεκινοῦν βαθύτερα ἀπό τή φιλαυτία του.

Γιατί ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μειονεκτικά; Διότι ὑπάρχει ἡ φιλαυτία, ἡ ὁποία στήν προκειμένη περίπτωση ἔχει ἀρρωστημένο χαρακτήρα, ἐκδηλώνεται κατά ἀρρωστημένο τρόπο καί ἐπηρεάζει τόν ἄνθρωπο κατά ἀρρωστημένο τρόπο. Νά βοηθηθεῖ λοιπόν κανείς νά δεῖ τή φιλαυτία του, τόν ἐγωισμό του· νά δεῖ ὅλο αὐτό πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἔχει μέν μιά γενική πίστη στόν Θεό, νά εἶναι θρησκευτικός ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ὕπαρξή του νά μήν ἀκουμπᾶ στόν Θεό, νά μήν εἶναι πιασμένη ἀπό τόν Θεό. Διότι, ἅμα κανείς βρεῖ τόν Θεό, ἅμα ἀκουμπήσει στόν Θεό, ἄν ἀνοίξει ἡ ψυχή καί ἔχει μέσα της τόν Θεό, πᾶνε καί οἱ φιλαυτίες, πᾶνε καί οἱ ἀρρώστημένες καταστάσεις, καί δέν ἁμαρτάνει κανείς. Γιατί νά ἁμαρτήσει; Δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἁμαρτήσει. Τά γεμίζει ὅλα ὁ Θεός, τά ἱκανοποιεῖ ὅλα ὁ Θεός.

{«Γυμνοί καί τετραχηλισμένοι» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ}

Χρειάζεται λοιπόν νά στρωθοῦμε καί νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας. Καί μήν πεῖ κανείς: «Ἐγώ εἶμαι τακτοποιημένος». Μακάρι νά εἶναι ἔτσι. Πιό σωστό θά εἶναι ὅλοι –«γυμνοί καί τετραχηλισμένοι» (Πρβλ. Ἑβρ. 4, 13) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χωρίς καμιά προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίς κανένα αἴσθημα αὐταρκείας, χωρίς καμιά φροντίδα νά βγοῦμε ἀσπροπρόσωποι– νά ταπεινωθοῦμε καί νά δοῦμε καλά τήν ἁμαρτία μας. Ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές, μία εἶναι ἡ ἁμαρτία ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες: ἡ φιλαυτία. Νά δοῦμε λοιπόν τήν ἁμαρτία μας, νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά δοῦμε καί τίς συγκεκριμένες πράξεις κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς μας: «Καί ἐκεῖνο τό ἔκανα καί τό ἄλλο τό ἔκανα, καί αὐτό τό εἶπα καί τό ἄλλο τό προμελέτησα…»

Καί ἐδῶ πού τά λέμε, κανονικά αὐτό δέν θά τό κάνει ὁ καθένας μόνος του, ἀλλά θά τό κάνει βοηθούμενος ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ὅμως σέ θέση ἡ Ἐκκλησία νά τά παρακολουθήσει αὐτά; Εἶναι σέ θέση ὁ κάθε πνευματικός νά τά παρακολουθήσει; Τόν καθένα δηλαδή ὄχι ἁπλῶς νά τόν δεχθοῦμε νά ἐξομολογηθεῖ, ὄχι ἁπλῶς νά τοῦ ποῦμε «εἶσαι συγχωρημένος», ἀλλά νά τόν παρακολουθήσουμε στή ζωή του, ὅπως γινόταν μέ αὐτόν πού ἤθελε νά γίνει χριστιανός, πρίν βαπτισθεῖ. Πρῶτα ὄντως ἀποδεικνυόταν πάνω στά πράγματα ὅτι αὐτός θά ζήσει ὡς χριστιανός, καί μετά τόν βάπτιζε ἡ Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὄντως νά φανεῖ πάνω στά πράγματα ὅτι ὁ χριστιανός αὐτός πού ἔρχεται νά ἐξομολογηθεῖ, μετανοεῖ γιά ὅ,τι ἔπραξε μετά τό βάπτισμά του καί καθ᾿ ὅλη  τή ζωή του καί εἶναι ἀποφασισμένος πιά νά ζήσει ἐν μετανοίᾳ, εἶναι ἀποφασισμένος πιά νά ζήσει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι νά τόν δεχθεῖ ἡ Ἐκκλησία, νά τόν συγχωρήσει καί νά τόν τακτοποιήσει.

Κανονικά, στίς περιπτώσεις ἐξομολογουμένων μέ σοβαρές ἁμαρτίες δέν θά ἔπρεπε ἀμέσως κιόλας νά διαβάζουμε συγχωρητική εὐχή. Καί μιά φορά καί δυό φορές καί τρεῖς φορές νά τό ἀναβάλουμε, νά τό ξανααναβάλουμε, ἕως ὅτου ὄντως νά δεῖ κανείς βαθύτερα τίς ἁμαρτίες του καί νά μετανοήσει· ὄντως νά θελήσει νά ἀλλάξει καί νά δείξει μέ τή ζωή του ὅτι θέλει νά ζήσει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θέλει νά ζήσει τή νέα ζωή, πού παρέχει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Καί θά παρακαλοῦσα πάρα πολύ νά ἀνάψει σέ ὅλους μας ὁ ζῆλος, ἡ διάθεση ἡ καλή. Ἀφοῦ ἐρχόμαστε πού ἐρχόμαστε, ἀφοῦ ἀκοῦμε πού ἀκοῦμε, ἀφοῦ θέλουμε πράγματι τή σωτηρία μας, γιατί τελικά νά μήν κάνουμε καί αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε, γιά νά τακτοποιηθεῖ ἡ ψυχή μας; Εἴμαστε μέν ἁμαρτωλοί, ἀλλά νά καθαρισθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία καί ὄντως νά γίνουμε τοῦ Χριστοῦ. Θά παρακαλέσω πάρα πολύ.

{Νά λυτρωθοῦμε ἀπό τό πνεῦμα πού μαστίζει τόν σημερινό κόσμο}

Στήν πράξη ἔχουμε διαπιστώσει ὅτι ἔχει πάθει φοβερές ζημιές ὁ σημερινός ἄνθρωπος καί δύσκολα μετανοεῖ, δύσκολα συνέρχεται καί δύσκολα ἀρχίζει τήν καινούργια, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἔχει πάθει μεγάλη ζημιά. Καί κυρίως εἶναι τό κοσμικό πνεῦμα πού ἔχει πλημμυρίσει τό κεφάλι μας καί τήν ὅλη ὕπαρξή μας. Μέσα σ᾿ αὐτό τό κοσμικό πνεῦμα θέλουμε νά ζήσουμε χριστιανικά κι ἐκεῖ μέσα νά βάλουμε τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση καί τίς προσευχές καί τή θεία Κοινωνία καί τήν ὅλη χριστιανική ζωή. Δέν γίνεται.

Πρέπει νά ἀλλάξουμε νοοτροπία, νά ἀλλάξουμε τρόπο σκέψεως καί τό ὅλο πνεῦμα μας –αὐτό ἄλλωστε εἶναι μετάνοια. Πρέπει νά λυτρωθοῦμε δηλαδή ἀπό τό πνεῦμα πού μαστίζει τή σημερινή κοινωνία, τόν σημερινό κόσμο. (Ὄχι ὅτι θά γίνουμε κάτι ἄλλο.) Καί γίνεται αὐτό, ξέρετε· δέν εἶναι δύσκολο. Ἀρκεῖ νά ἀποφασίσεις καί νά πεῖς: «Ἐγώ θέλω νά εἶμαι πιά τοῦ Χριστοῦ». Ἐμπιστέψου ὅμως τόν ἑαυτό σου στόν Χριστό, ἔστω κι ἄν ἀπό τώρα θά νιώθεις πώς πέθανες, καί σάν νά μήν ὑπάρχει τίποτε γιά σένα πιά. Μόνο ἔτσι ἄν τά πάρουμε τά πράγματα, θά ἀνοίξει ὁ δρόμος.

Ἀφήνομαι λοιπόν στόν Χριστό μέ τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός μέ ἀγαπάει πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἀγαπῶ ἐγώ τόν ἑαυτό μου καί μέ φροντίζει πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι φροντίζω ἐγώ τόν ἑαυτό μου καί ὅτι ἐκεῖνος θά κανονίσει τί θά γίνει ἡ ζωή μου στό ἑξῆς. Ἐγώ ὅμως πρέπει νά πάω στόν Χριστό μέ διάθεση τέτοια, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ (Γαλ. 6, 14). Δηλαδή, σταυρώθηκε γιά μένα ὁ κόσμος, σταυρώθηκα ἐγώ γιά τόν κόσμο· δέν ὑπάρχω γιά τόν κόσμο, δέν ὑπάρχει κόσμος γιά μένα· εἶμαι πεθαμένος.

Ἄν δέν τά πάρει κανείς ἔτσι τά πράγματα καί δέν δοθεῖ ἔτσι στόν Χριστό, ὅλο θά εἶναι χριστιανός καί ὅλο δέν θά εἶναι καί δέν θά ξέρει τί τοῦ φταίει. Ἐνῶ, ἐάν σκεφθεῖ κανείς ἔτσι καί τά πάρει ἔτσι τά πράγματα καί μέσα στήν Ἐκκλησία κάνει τά καθήκοντα πού ἔχει νά κάνει, δηλαδή ἐξομολογεῖται ἀληθινά καί πάλι καί ξανά, προσεύχεται, ἐκκλησιάζεται, κοινωνάει καί κάνει τόν ἀγώνα του, θά σωθεῖ.

29-9-1991

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» Δ´ ἔκδ.