Πονος
A+
A
A-

45. «Καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ»

{Ματθ. 27, 39-42}

{Ὁ μεγάλος πειρασμός}

Δέν θά λέγαμε τίποτε σήμερα, ἀλλά δέν μποροῦμε καί νά τό ἀποφύγουμε. Εἶναι τοῦ ἁγίου Λογγίνου τοῦ Ἑκατοντάρχου, ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε ὅλα ὅσα ἔγιναν κατά τή σταύρωση τοῦ Κυρίου, εἶπε: «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν οὗτος» (Ματθ. 27, 54). Καί ἡ ὅλη εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρεται ἀκριβῶς στόν σταυρό τοῦ Κυρίου. Σέ κάποιο σημεῖο λέει: «Οἱ δέ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτόν κινοῦντες τάς κεφαλάς αὐτῶν καί λέγοντες· ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ Υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ. Ὁμοίως δέ καί οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετά τῶν γραμματέων καί πρεσβυτέρων καί Φαρισαίων ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτόν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεύς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ καί πιστεύσομεν ἐπ᾽ αὐτῷ» (Ματθ. 27, 39-42).

Ὁ μεγάλος πειρασμός: «καταβάτω –νῦν μάλιστα– καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ». (Ὁ Κύριος βέβαια δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό τέτοια, οὔτε μποροῦσε νά τόν ἀγγίξει κανένας πειρασμός). Ὁ μεγάλος αὐτός πειρασμός γιά τόν καθένα: «Καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ». Καί θά λέγαμε ὅτι αὐτός ὁ πειρασμός μοιάζει νά ἔρχεται καί ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά κυρίως εἶναι ἀπό μᾶς τούς ἴδιους. Κυρίως δηλαδή ἀπό μέσα σου τό καταλαβαίνεις ἔτσι.

Ὅποιος ἀποφασίσει νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά τόν ἀκολουθήσει, θά σταυρωθεῖ –δέν γίνεται ἀλλιῶς– θά ἄρει τόν σταυρό του. Τό σημερινό κεφάλαιο ἔχει στό τέλος ἀκριβῶς αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾽ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν» (Ματθ. 16, 24-25). Ἀπαρνούμενος τόν ἑαυτό του καί αἴρων τόν σταυρό ἀκολουθεῖ κανείς τόν Χριστό· ἀλλιῶς, ὅλα εἶναι ψέματα. Ἐάν σοβαρά ἀποφασίσεις νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό, καθώς ὁ δρόμος δέν εἶναι ἄλλος παρά αὐτό –τό νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου καί νά ἄρεις τόν σταυρό σου– ὁ Κύριος ἔτσι ἤ ἀλλιῶς θά σέ ἀνεβάσει στόν σταυρό. Ἐκεῖ ὁ Κύριος ἀνέβηκε, στόν σταυρό· ἐκεῖ ἔγιναν ὅλα: ἐκεῖ σταυρώθηκε καί ἀπέθανε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ καταργήθηκε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ καταργήθηκε ὁ θάνατος, ὁ ἅδης. Καί ὅποιος θέλει νά βρεῖ τόν Χριστό, ναί, θά σταυρωθεῖ. Ὁ Κύριος θά ὁδηγήσει τά πράγματα κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς νά γίνει πραγματικότητα αὐτό: ὄντως νά ἀπαρνεῖσαι συνεχῶς τόν ἑαυτό σου καί συνεχῶς νά αἴρεις, νά σηκώνεις τόν σταυρό σου. Καί ὅλο τό θέμα γιά τόν κάθε χριστιανό εἶναι αὐτό: Μένει ἐκεῖ στόν σταυρό καρφωμένος; Ἤ, ὄχι μόνο ἡ ὅποια ἀνθρώπινη προσπάθειά του γίνεται ἔτσι πού δείχνει ὅτι αὐτό πού τόν νοιάζει εἶναι πῶς θά κατέβει ἀπό τόν σταυρό, ἀλλά καί τόν Κύριο παρακαλεῖ –αὐτόν τόν χαρακτήρα καί αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ προσευχή του– νά τόν ξεκαρφώσει ἀπό τόν σταυρό, νά τόν κατεβάσει ἀπό τόν σταυρό;

Ἀλλά εἶναι ὅμως καί ἔξωθεν ἡ πρόκληση. Ὅλοι οἱ «παραπορευόμενοι» –καί οἱ φίλοι καί οἱ γνωστοί καί οἱ πάντες, καί ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου– συνεχῶς θά σοῦ λένε: «Κατέβα ἀπό τόν σταυρό. Κατέβα ἀπό τόν σταυρό. Μή σταυρώνεσαι. Ἄσ᾽ το. Ζῆσε τή ζωή σου». Καί δέν θέλει αὐτό οὔτε φιλοσοφία οὔτε παραδείγματα νά φέρουμε οὔτε τίποτε. Πρόκληση μεγάλη λοιπόν, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Κυρίου: «Ἄν εἶσαι βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ, κατέβα τώρα ἀπό τόν σταυρό. Ἄλλους ἔσωσες· τόν ἑαυτό σου δέν μπορεῖς νά τόν σώσεις;» Πρόκληση, πειρασμός.

Δηλαδή, ἐκεῖνος πού σταυρώνεται, ἐκεῖνος πού πονάει, ὁπωσδήποτε, ἕνεκα τοῦ πόνου αὐτοῦ, ἕνεκα τοῦ θανάτου αὐτοῦ πού βιώνει πάνω στόν σταυρό, ἐπιθυμεῖ νά ξεγλιτώσει. Ἀλλά τό ἄλλο καμιά φορά εἶναι ἀκόμη χειρότερο, εἶναι ἀκόμη φοβερότερη πρόκληση, πού μοιάζει καί μέ τήν πρόκληση ἑνός ἀπό τούς πειρασμούς τοῦ Κυρίου: «Ὅλα αὐτά πού βλέπεις –τοῦ εἶπε ὁ διάβολος– θά σοῦ τά δώσω, ἄν πέσεις νά μέ προσκυνήσεις» (Βλ. Ματθ. 4, 9).

Ὁ Κύριος ἀπό μιά πλευρά ἦρθε ἀκριβῶς, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε, νά πάρει ἀπό τά χέρια τοῦ διαβόλου τόν κόσμο, νά τόν σώσει τόν κόσμο· δικός Του εἶναι. Ἀλλά ἔχει ἐξουσία ἐπάνω στόν κόσμο ὁ διάβολος ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας. Μέ αὐτή τήν ἔννοια λέει: «Ἄν πέσεις νά μέ προσκυνήσεις, ὅλα θά σοῦ τά δώσω». Αὐτό δέν ἤθελε ὁ Χριστός; Νά πάρει δηλαδή ἀπό τά χέρια τοῦ διαβόλου τόν κόσμο. Καί αὐτό ἔκανε τελικά, ἀλλά νικώντας τόν διάβολο· νίκησε τόν διάβολο καί κέρδισε τόν κόσμο. Δέν πῆγε οὔτε νά τόν παρακαλέσει οὔτε νά τόν προσκυνήσει οὔτε νά τόν καλοπιάσει. Τίποτε. Σταυρούμενος ὁ Κύριος νίκησε τόν διάβολο. Σταυρούμενος ὁ Κύριος νίκησε κατά κράτος τήν ὅλη ἁμαρτία καί τό ὅλο ἔργο τῆς ἁμαρτίας, τήν ὅλη συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Σταυρούμενος· ὄχι κάνοντας τό ἄλφα ἤ τό βῆτα.

Ὁπότε, μπορεῖ ἔτσι νά καταλάβει κανείς ὅτι ἰδέα δέν ἔχουμε οἱ χριστιανοί ἀπό τό τί εἶναι ἀληθινή χριστιανική ζωή. Ἰδέα δέν ἔχουμε. Πῶς τά καταφέραμε καί τή φτιάξαμε κατά τό κέφι μας. Καί ὅταν δέν καταλάβει κανείς σωστά τά πράγματα, ναί, μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός, μπορεῖ νά εἶναι καί κληρικός καί νά κάνει ἔργο, ἔργο πάνω στό ἔργο, ἔργο θαυμάσιο, καί τό ἔργο αὐτό νά ἔχει αὐτόν τόν χαρακτήρα: «Ὅλα θά σοῦ τά δώσω, ἄν πέσεις νά μέ προσκυνήσεις».

{Ὁ σταυρός εἶναι θάνατος. Σβήνουν ὅλα. Οὔτε εἶσαι τίποτε οὔτε ἐπιτυγχάνεις τίποτε. Σταυρώνεσαι}

Ὄχι μόνο λοιπόν πονάει κανείς, ὅταν σταυρώνεται. Πονάει· δέν εἶναι ἀστεῖα. Καί ὁ σταυρός ἐδῶ ἔχει θάνατο· δέν ἔχει ἁπλῶς μιά ταλαιπωρία. Ἀλλά σύν τοῖς ἄλλοις εἶναι καί ἡ πρόκληση αὐτή, πού εἶναι διαβολική πρόκληση ἀλλά εἶναι καί ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅπως εἴπαμε. Ὅμως πιό πολύ ζεῖ κανείς αὐτή τήν πρόκληση, αὐτόν τόν πειρασμό μέσα του ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ἕνας πού θά πάρει τήν ἀπόφαση νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό καί νά σταυρωθεῖ –νά ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του καί νά σταυρώνεται– πεθαίνει καί ὡς πρός τόν κόσμο. Ναί, πεθαίνει. Πᾶνε οἱ ἀξίες, πᾶνε οἱ ὅποιες ἐκτιμήσεις, πᾶνε τά ὅποια ὄνειρα καί σχέδια, καθώς ὁ καημός τοῦ καθενός ἀνθρώπου, θά λέγαμε, σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι νά πετύχει: νά κάνει τοῦτο, νά κάνει ἐκεῖνο… Καί νά ἀπολαύσει τή ζωή βέβαια, ἀλλά καί νά πετύχει· νά τόν δοῦν οἱ ἄλλοι ὅτι πέτυχε, νά ἀναγνωρίσουν οἱ ἄλλοι ὅτι κάτι εἶναι. Ὁ σταυρός εἶναι θάνατος. Σβήνουν ὅλα. Οὔτε εἶσαι τίποτε οὔτε ἐπιτυγχάνεις τίποτε… Τίποτε. Σταυρώνεσαι.

Γιά σκεφθεῖτε τώρα πόσο θά ἐντυπωσιάζονταν ὅλοι αὐτοί –καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς καί οἱ ἄλλοι πού περνοῦσαν ἀπό κεῖ καί τόν βλασφημοῦσαν καί τοῦ ἔλεγαν: «Κατέβα τώρα ἀπό τόν σταυρό καί θά πιστέψουμε»– ἄν κατέβαινε ὁ Κύριος ἀπό τόν σταυρό. Πόσο θά ἐντυπωσιάζονταν! Καί μποροῦσε νά τό κάνει ὁ Κύριος· νά κατέβει. Νά κατέβει, νά τόν δοῦν ὅτι κατέβηκε, ὅτι ἐλευθερώθηκε, καί μετά νά ἀνέβει πάλι. Πάντοτε ἕνας ἄνθρωπος, κοινός ἄνθρωπος, ἔχει τέτοιους πειρασμούς. Καί ὅταν ἀκόμη ἀκολουθεῖ τόν Χριστό καί κάνει ἀγώνα πνευματικό, θέλει νά ἐντυπωσιάσει. Δέν μπορεῖ νά ἀνεχθεῖ νά σηκώσει τήν ἀνυποληψία καί τό σβήσιμο αὐτό πού φέρνει ὁ σταυρός, ὁ θάνατος.

Μερικοί τό λένε κιόλας, ἄλλοι ἁπλῶς τό σκέφτονται: «Ἄν κάνουμε, λένε, τό ἄλφα, ἄν κάνουμε τό βῆτα, ἄν κάνουμε τό γάμα, κερδίζουμε τόν κόσμο, τούς κάνουμε νά πιστέψουν, τούς φέρνουμε κοντά μας» κτλ. Ἀπό μιά πλευρά ἐδῶ στή χώρα μας ἔτσι κατήντησε ἡ ὅλη χριστιανική κίνηση· σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της καί σέ ὅλες τίς προσπάθειες κάπως ἔτσι κατήντησε: «Μή χάσουμε τούς ἀνθρώπους, μήν τυχόν φύγει ὁ κόσμος…» Καί συνέχεια προδίδουμε τήν πίστη μας, συνέχεια συσχηματιζόμαστε, συνέχεια δέν λέμε τήν ἀλήθεια –ἄν τήν ποῦμε, εἶναι πικρή· θά φύγει ὁ κόσμος, δέν θά ἔχουμε ὀπαδούς· μένουμε στό κενό.

Ποιός τά καταλαβαίνει ἔτσι καί τά παίρνει τά πράγματα ἔτσι; Ὅτι ὅπως ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί ἔσβησε καί ἀπό τούς δικούς του καί ἀπό ὅλους, ἔτσι κι ἐμεῖς. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί ἔσβησε ἐκεῖ στόν σταυρό. Ἔσβησε. Καί καθώς εἶδαν ὅλοι ὅτι δέν κάνει τίποτε ἀπό αὐτά πού περίμεναν ἔσβησε, θά λέγαμε, μπροστά στά μάτια τους, ἀλλά καί ἔσβησε καί πραγματικά: παραδόθηκε ἐκεῖ στούς ἀγροίκους ἀνθρώπους, καί τόν ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν, καί τελικά σταυρώθηκε, πέθανε· πάει, τέλειωσε. Ναί· αὐτό ὅμως ἦταν ἡ νίκη κατά τοῦ ἐχθροῦ, ἡ νίκη κατά τοῦ κακοῦ, ἡ νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας. Καί αὐτό ἦταν ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας, ὁ θάνατος τοῦ διαβόλου καί ἡ ἀνάσταση τῆς καινούργιας ζωῆς.

Δέν τόν ἀκολουθοῦμε τόν Κύριο, δέν τόν καταλαβαίνουμε τόν Κύριο. Ἀπό ἄλλο δρόμο θέλουμε νά πᾶμε ἐμεῖς· καί στίς καλύτερες περιπτώσεις ἀκόμη. Ἐάν τά πάρεις ἔτσι τά πράγματα, ὅτι θά ἀκολουθήσεις τόν Κύριο, ναί, θά σταυρωθεῖς καί θά ἔχεις πειρασμό καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου καί ἀπό τούς ἄλλους: «Κατέβα ἀπό τόν σταυρό! Ἄσ᾽ τον τόν σταυρό!» Ἐσύ ἐκεῖ ὅμως. Τίποτε. Δέν θά ἀκοῦς τίποτε καί δέν θά ἐπηρεαστεῖς. Καί καθόλου δέν θά σκεφτεῖς: «Νά, ἄν κάνω αὐτή τήν ἀβαρία τώρα, ἄν κάνω ἐκεῖνο τόν συμβιβασμό, ἐπιτυγχάνω αὐτό τό καλό, ἐκεῖνο τό καλό, σώζω ἀνθρώπους» –τάχα. Ἐκεῖ, θά πεθάνεις, θά σταυρωθεῖς, ἔχοντας τόν πειρασμό, καί θά νικήσεις τόν πειρασμό πού λέει: «Κατέβα. Κατέβα ἀπό τόν σταυρό». Καί μπορεῖς νά κατέβεις.

{Ὅταν σταυρωθεῖς μέ τόν Χριστό, ἡ ἁμαρτία θά μείνει νεκρή, ἀλλά ἐσύ θά ἀναστηθεῖς}

Δέν μποροῦσε νά κατέβει ὁ Χριστός ἀπό τόν σταυρό; Τό θέμα δέν εἶναι ὅτι ἦταν καρφωμένος –ὅτι τόν κρατοῦσαν, ἄς ποῦμε, τά καρφιά ἐκεῖ– καί δέν μποροῦσε νά κατέβει, ἄν τό πάρουμε ἀπό τήν πλευρά: «Ἄνθρωπος ἦταν καί αὐτός, ἀδύναμος ἦταν. Ἀφοῦ ἦταν καρφωμένος, δέν μποροῦσε νά κατέβει». Δέν εἶναι αὐτό. Δέν ἤθελε νά κατέβει. Καί ἄν ἀκόμη, τρόπον τινά, τόν ξεκάρφωναν, ὁ Χριστός δέν ἤθελε νά κατέβει.

Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, τό βαθύτερο νόημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς· αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς πού πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί νά ἀκολουθήσουμε. Ὁ καθένας μας. Καί νά τ᾽ ἀφήσουμε αὐτά: «Ἄχ, δύσκολο εἶναι!»· καί τρομάζουμε καί νομίζουμε ὅτι δέν ἀντέχουμε. Δέν εἶναι ἔτσι. Σέ τυραννάει, εὐλογημένε μου ἄνθρωπε, ἡ ἁμαρτία πού ἔχεις μέσα σου, καί πού τήν καλοπιάνεις καί τήν τρέφεις καί τή χορταίνεις καί τήν αὐξάνεις καί τή δυναμώνεις μιά ζωή. Σέ τυραννάει, σέ βασανίζει καί θά σέ βασανίζει αἰώνια. Καθότι ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως ἁμάρτησε. Δέν τοῦ ἐπέβαλαν τήν ἁμαρτία. Ἑκουσίως ἁμάρτησε· ἀγκαλιάστηκε μέ τήν ἁμαρτία. Αὐτό εἶναι μέσα μας, εἶναι μιά πραγματικότητα. Καί δέν ξεγλιτώνεις ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐάν ἀκριβῶς δέν ἀποφασίσεις νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, νά πεθάνεις δηλαδή. Δέν εἶναι κάτι ἡ ἁμαρτία πού μπορεῖς νά τό πάρεις καί νά τό πετάξεις. Ἀγκαλιάστηκες καί, τρόπον τινά, σάν νά ἔγινες ἕνα μέ τήν ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά πεθάνεις. Ὅταν σταυρωθεῖς μέ τόν Χριστό, ἡ ἁμαρτία θά μείνει νεκρή, πεθαμένη, ἀλλά ἐσύ θά ἀναστηθεῖς· ὁ Χριστός θά σέ ἀναστήσει.

Καί ὅσοι ἔχουν τήν τόλμη αὐτή, ὅσοι ἔχουν αὐτό τό κουράγιο νά σταυρωθοῦν, προχωροῦν. Οἱ ἄλλοι πᾶνε ὥς ἐκεῖ, κλωθογυρίζουν ἐκεῖ, ἀλλά στό πρῶτο φύσημα τοῦ ἀνέμου, στήν πρώτη προσβολή τοῦ ἐχθροῦ παραδίδονται ἄνευ ὅρων στόν ἐχθρό καί κατεβαίνουν ἀπό τόν σταυρό· δέν θέλουν νά σταυρωθοῦν. Καί εἶναι κρίμα, εἶναι κρίμα! Πάει ἔτσι χαμένη ἡ ζωή μας. Βέβαια, ὁ Θεός ξέρει τί θά κάνει μέ τόν καθένα μας τελικά, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια· τήν ὁποία ἀλήθεια πρέπει νά τήν καταλάβουμε, νά τή δεχθοῦμε, νά τή βιώσουμε. Αὐτό θά πεῖ πίστη στόν Χριστό: ὅτι τόν πιστεύουμε ὡς Θεό, καί ὅ,τι λέει Αὐτός, αὐτό θά γίνει, κι ἐμεῖς ἀφηνόμαστε στά χέρια τά δικά του, στή δύναμη τή δική του, ἄσχετα ἄν ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι νιώθουμε ἐντελῶς ἀδύναμοι.

Παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, νά ἀφεθοῦμε λίγο νά σπάσει αὐτή ἡ νοοτροπία πού δέν μᾶς ἀφήνει νά βροῦμε ὄντως τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, δέν μᾶς ἀφήνει νά συσταυρωθοῦμε ὄντως μέ τόν Χριστό καί νά ζήσουμε ἀναστημένοι, ὅπως μᾶς ὑπόσχεται ὁ Κύριος. Νά προσέξουμε, παρακαλῶ, καλά.

15/16-10-2003 Ἀγρυπνία

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου»