ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος Τόμος | Σελίδες 610 | Διάσταση 15χ21 | 1999
Ασκητικα
A+
A
A-

Τό Μέγα Γεροντικόν Τόμος Δ΄

ΤΟ  ΜΕΓΑ  ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

Θεματική Συλλογή

Τόμος Δ´

(Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια)

 

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/τό-μέγα-γεροντικόν-τόμος-δ΄/

 

 Περιεχόμενα

 Εἰσαγωγικό σημείωμα

Κεφάλαιο ΙΕ´

Περί ταπεινοφροσύνης

Κεφάλαιο ΙΣΤ´

Περί ἀνεξικακίας

Κεφάλαιο ΙΖ´

Περί ἀγάπης

Κεφάλαιο ΙΗ´

Περί διορατικῶν

Κεφάλαιο ΙΘ´

Περί σημειοφόρων

Κεφάλαιο Κ´

Σχετικά μέ τήν ἐνάρετη ζωή

Κεφάλαιο ΚΑ´

Διάλογος ἁγίων Γερόντων μέ ἐρωτήσεις καί ἀποκρίσεις

Κεφάλαιο ΚΒ´

Γιά τούς δώδεκα ἀναχωρητές

Βιογραφικά σημειώματα

Εὑρετήρια

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα

Πρίν ἀπό ἕξι περίπου χρόνια μᾶς ἔγινε πρόταση –σέ ἀνύποπτο χρόνο– νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἔκδοση τῆς θεματικῆς σειρᾶς τῶν ἀποφθεγμάτων τῶν ἁγίων Γερόντων Αἰγύπτου, Θηβαΐδος, Σινᾶ, Παλαιστίνης καί περιχώρων, τά ὁποῖα ὥς τότε, στό σύνολό τους τουλάχιστον, παρέμεναν ἀνέκδοτα (βλ. Εἰσαγωγή Α´ τ. Μ. Γερ.).

Ἔχοντας συνείδηση τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων μας, ἡ πρώτη μας ἀντίδραση στήν πρόταση ὑπῆρξε ὁ δισταγμός. Γρήγορα ὅμως ὑπερίσχυσε ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός πού κυβερνᾶ τή ζωή μας καί οἰκονομεῖ τά πάντα, εἶναι Αὐτός πού παρουσίασε τήν εὐκαιρία αὐτή, ἀζήτητη ἀπό μέρους μας. Ἔτσι θεωρήσαμε χρέος μας νά μήν ἀντιπαρέλθουμε τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί ὅπου φτάσουμε.

Ὄντως εὐδόκησε ὁ Θεός καί ἤδη ἔχουμε στά χέρια μας τόν Δ´ τόμο τοῦ Μεγάλου Γεροντικοῦ, μέ τόν ὁποῖο ὁλοκληρώνεται καί ἡ σειρά.

Ὁ τόμος αὐτός περιλαμβάνει τά ὀκτώ (8) τελευταῖα κεφάλαια τῆς σειρᾶς τοῦ Μ. Γεροντικοῦ:

ΙΕ´. Περί ταπεινοφροσύνης

ΙϚ´. Περί ἀνεξικακίας

ΙΖ´. Περί ἀγάπης

ΙΗ´. Περί διορατικῶν

ΙΘ´. Περί σημειοφόρων

Κ´. Σχετικά μέ τήν ἐνάρετη ζωή

ΚΑ´. Διάλογος Γερόντων μέ ἐρωτήσεις καί ἀποκρίσεις

ΚΒ´. Γιά τούς δώδεκα ἀναχωρητές.

Κατά τήν ἀρίθμηση τῶν κεφ. τοῦ Δ´ τόμου θεωρήσαμε σκόπιμο νά δώσουμε ξεχωριστό ἀριθμό στά “Περί σημειοφόρων” ἀποφθέγματα –πού ἀκολουθοῦν τά “Περί διορατικῶν”– καθώς διαφοροποιοῦνται ἀπ᾿ αὐτά σέ ὁρισμένους κώδικες. Γιά τόν λόγο αὐτόν ὁ τελικός ἀριθμός τῶν κεφαλαίων ὅλης τῆς σειρᾶς (Α´, Β´, Γ´, Δ´ τόμων) ἀνέρχεται σέ εἴκοσι δύο (22), ἐνῶ ἡ ἀρχική ἐκτίμηση (Α´ τόμος) τά κατέτασσε σέ εἴκοσι ἕνα (21) κεφάλαια.

Ὀφείλουμε εὐχαριστίες στόν Θεό τόν συνεργήσαντα ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ μας στήν πραγματοποίηση τῆς ἔκδοσης αὐτῆς, ἡ ὁποία πιστεύουμε ὅτι θά εἶναι μιά “πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον” σ᾿ ὅσων τά χέρια καί τίς καρδιές θά φτάσει.

Παρακαλοῦμε τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες νά παραβλέψουν τίς δικές μας ἀτέλειες, μιά καί θά ἀποζημιωθοῦν γενναῖα –καί αὐτό εἶναι τό ζητούμενο– ἀπό τήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν πείρα τῶν πνευματοφόρων παλαιστῶν τῆς Ἐρήμου, τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄγγελοι βιώσαντες ἐπί τῆς γῆς μᾶς κληροδότησαν τούς ἀδάμαντες τῆς ἐμπειρίας τους, τόν ἀτίμητο αὐτόν θησαυρό.

Χρέος ἐπίσης αἰσθανόμαστε νά ἐκφράσουμε καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς τήν εὐγνωμοσύνη μας καί τίς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίες μας στούς φίλους συνεργάτες τῆς Ἀδελφότητος, οἱ ὁποῖοι μέ ὅλα τά μέσα πού ἡ ἀγάπη τους ἐπινοοῦσε συνέβαλαν στήν πραγματοποίηση τῆς ἱερῆς αὐτῆς ἔκδοσης.

Τά ὀνόματά τους εἶναι γραμμένα ἐν οὐρανοῖς, μιά καί προτιμοῦν τήν ἀνωνυμία στή γῆ μιμούμενοι τόν πτωχεύσαντα δι᾿ ἡμᾶς Κύριον.

Εὔχεσθε, παρακαλοῦμε, γιά τή μετάνοιά μας.

 

Ἐπιλογή ἀπό τά ἀποφθέγματα

 Κεφάλαιο ΙΕ´

 

  1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στόν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἡ σπουδαιότερη ἐργασία πού ἔχει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά ἀναμένει πειρασμό μέχρι τελευταίας του πνοῆς.

 

  1. Ἔκαναν ἔφοδο κάποτε οἱ δαίμονες στόν ἀββᾶἈρσένιο μέσα στό κελί του καί τόν ταλαιπωροῦσαν. Ἔφθασαν κάποια στιγμή οἱ διακονητές του καί καθώς ἦσαν ἔξω ἀπό τό κελί, τόν ἄκουσαν νά κραυγάζει πρός τόν Θεό καί νά λέει: «Θεέ μου, μή μέ ἐγκαταλείψεις. Δέν ἔκανα τίποτε τό καλό ἐνώπιόν σου ἀλλά βοήθησέ με κατά τήν ἀγαθότητά σου νά βάλω ἀρχή».

 

  1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ὅτι κάποιος ἀδελφός ἐπισκέφθηκε τόν ἀββᾶἈμμώη καί τοῦ εἶπε: «Ἀββᾶ, πές μου ἕναν λόγο». Ἔμεινε κοντά του ἑφτά μέρες καί δέν τοῦ εἶπε τίποτε ὁ Γέροντας. Ξεπροβοδίζοντάς τον τοῦ εἶπε μόνο: «Πήγαινε καί πρόσεχε τόν ἑαυτό σου. Οἱ δικές μου ἁμαρτίες μέχρι τώρα ἔχουν γίνει τεῖχος σκοτεινό ἀνάμεσα σέ μένα καί στόν Θεό».

 

  1. Ὁ μακαριστός Θεόφιλος ὁἀρχιεπίσκοπος ἐπισκέφθηκε κάποτε τό ὄρος τῆς Νιτρίας. Τόν προϋπάντησε ὁ ὑπεύθυνος ἀββᾶς τοῦ Ὄρους, καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ ὑπέβαλε τήν ἐρώτηση: «Τί περισσότερο βρῆκες, ἀββᾶ, σ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τῆς ζωῆς ἐδῶ;» Καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Τό νά ἀποδίδω τήν εὐθύνη τῶν ἐνεργειῶν μου στόν ἑαυτό μου καί αὐτόν νά κατηγορῶ πάντοτε». «Ὄντως —εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόφιλος— δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἐκτός ἀπ᾿ αὐτόν».

 

  1. Ὁἴδιος ὁ ἀββᾶς Θεόφιλος ὁ ἀρχιεπίσκοπος πῆγε κάποτε στή Σκήτη. Συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοί καί εἶπαν στόν ἀββᾶ Παμβώ: «Πές ἕνα λόγο στόν ἀρχιεπίσκοπο νά ὠφεληθεῖ». «Ἐάν δέν ὠφελεῖται —ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας— μέ τή σιωπή μου οὔτε κι ἀπ᾿ τά λόγια μου θά ὠφεληθεῖ».

 

  1. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Ἡπόρτα τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Καί οἱ Πατέρες μας, περνώντας μέ χαρά μέσα ἀπό πολλές καταφρονήσεις, μπῆκαν στήν πόλη τοῦ Θεοῦ».

 

  1. Ρωτήθηκε κάποιος Γέροντας: «Τίεἶναι ταπείνωση;» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ἐάν σφάλει ἀπέναντίσου ὁ ἀδελφός σου, καί ἐσύ τόν συγχωρήσεις προτοῦ νά σοῦ βάλει ἐκεῖνος μετάνοια».

 

  1. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Σέκάθε πειρασμόμήν κατηγορεῖς ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλά τόν ἑαυτό σου λέγοντας: ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου μοῦ συμβαίνουν αὐτά».

 

  1. Ρώτησαν κάποιο Γέροντα: «Πῶς ἀποκτᾶἡψυχή ταπείνωση;» Καί ἀποκρίθηκε: «Ἐάν νοιαστεῖ μόνο γιά τίς δικές της ἁμαρτίες».

 

  Κεφάλαιο ΙΣΤ´

 

  1. Ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος βοηθοῦσε αὐτούς πούτοῦ ἔκλεβαν. Ἀφοῦ ξεσήκωσαν αὐτοί ὅλα ὅσα ὑπῆρχαν μέσα καί ἄφησαν τελικά μόνο τό μπαστούνι του, στενοχωρήθηκε μόλις τό εἶδε ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος. Τό ἅρπαξε καί ἔτρεχε ἀπό πίσω τους γιά νά τούς τό δώσει. Ἐπειδή ὅμως αὐτοί δέν ἤθελαν νά τό πάρουν, ἀπό φόβο μήπως συνέβη κάτι, μόλις συνάντησε κάποιους πού βάδιζαν τόν ἴδιο δρόμο μέ τούς κλέφτες, τούς παρακάλεσε ἐπίμονα νά πάρουν τό ραβδί καί νά τούς τό δώσουν.

 

  1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζήνων: «Ἐκεῖνος πούθέλει ν᾿ ἀκούσει γρήγορα ὁ Θεός τήν προσευχή του, μόλις σταθεῖ ὄρθιος καί ὑψώσει τά χέρια του γιά νά προσευχηθεῖ πρός τόν Θεό, πρίν ἀπ᾿ ὅλα καί προτοῦ ἀκόμα εὐχηθεῖ γιά τή δική του ψυχή, ἄς προσευχηθεῖ ἀπ᾿ τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του γιά τούς ἐχθρούς του. Καί μ᾿ αὐτή του τήν πράξη, γιά ὅ,τι κι ἄν παρακαλέσει τόν Θεό, θά εἰσακουσθεῖ».

 

  1. Ἐνῶ καθόταν κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός μπροστά ἀπό τήν ἐκκλησία, τόν περιτριγύρισαν οἱ ἀδελφοί καί τοῦ ἐμπιστεύονταν τούς λογισμούς τους. Τόν εἶδε κάποιος ἀπ᾿ τούς Γέροντες καί ἐπειδή πολεμήθηκε ἀπό φθόνο, τοῦ εἶπε: «Τό κανάτι σου, Ἰωάννη, εἶναι γεμάτο δηλητήριο». Καί ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τοῦ εἶπε: «Ἔτσι εἶναι, ἀββᾶ. Καί αὐτό τό εἶπες, γιατί βλέπεις μόνο τά ἔξω. Καί τί δέν θά εἶχες ἀκόμη νά πεῖς, ἄν ἔβλεπες καί τά μέσα;»

 

  1. Ἔλεγαν γιά τόν ἀββᾶἸωάννη τόν Πέρση πώς, ὅταν τοῦ ἐπιτέθηκαν κακοῦργοι, τούς ἔβγαλε λεκάνη καί ἤθελε νά τούς πλένει τά πόδια. Κι ἐκεῖνοι ἀπό σεβασμό καί ντροπή ἄρχισαν νά μετανιώνουν.

 

  1. Ἔλεγαν γιά τόν μικρόἸωάννη τόν Θηβαῖο, πού ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ἀββᾶ Ἀμμώη, ὅτι δώδεκα χρόνια ὑπηρέτησε τόν Γέροντα, ὅταν ἦταν ἄρρωστος. Καί μετά τήν ὑπηρεσία του καθόταν σέ μιά ψάθα. Ὁ Γέροντας σάν νά ἀδιαφοροῦσε γι᾿ αὐτόν. Ἐνῶ ἔκανε πολλούς κόπους, καμιά φορά δέν τοῦ εἶπε: «Εἴθε νά σωθεῖς». Ὅταν πλησίαζε τό τέλος του κι ἐνῶ κάθονταν γύρω του οἱ Γέροντες, τοῦ κράτησε ὁ Γέροντάς του τό χέρι του καί τοῦ εἶπε: «Εἴθε νά σωθεῖς, νά σωθεῖς, νά σωθεῖς». Καί παραδίδοντάς τον στούς Γέροντες εἶπε: «Αὐτός εἶναι ἄγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος».

 

  1. Κάποτε πού συνεδρίαζαν οἱΠατέρες στή Σκήτη, θέλοντας νά δοκιμάσουν τόν ἀββᾶ Μωυσῆ, τόν ἐξευτέλισαν λέγοντας: «Τί καί αὐτός ὁ ἀράπης ἔρχεται ἀνάμεσά μας;» Κι αὐτός, ὅταν τ᾿ ἄκουσε, σώπασε. Ἀργότερα, ὅταν διαλύθηκαν αὐτοί, τοῦ εἶπαν: «Ἀλήθεια, ἀββᾶ, δέν ταράχτηκες;» Τούς ἀπάντησε: «Ταράχτηκα, ἀλλά δέν μίλησα».

  

Κεφάλαιο ΙΖ´

 

  1. Εἶπε πάλι: «Ἡ ζωήκαί ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ἐξαρτᾶται ἀπό τόν πλησίον (Α´ Ἰω. 3, 14). Ἄν κερδίσουμε τόν ἀδελφό, τόν Θεό κερδίζουμε· ἐνῶ ἄν σκανδαλίσουμε τόν ἀδελφό, στόν Χριστό ἁμαρτάνουμε».

 

  1. Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶπε: «Ποτέ δέν πλάγιασα νά κοιμηθῶ, ἔχοντας δυσαρεστηθεῖ μέ κάποιον, ἀλλά οὔτε καί ἄφησα —ὅσο μποροῦσα— ἄλλον νά κοιμηθεῖ, ἔχοντας κάτι μέ μένα».

 

  1. Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποτέ δέν ἔδωσα ἁπλῶς ἐλεημοσύνη. Φρόντιζα οἱ δοσοληψίες μου νά εἶναι μέ ἀγάπη, γιατί σκεφτόμουν ὅτι τό κέρδος τοῦ ἀδελφοῦ μου φέρνει σέ μένα καρπό».

 

  1. Ἐνῶ κάποιοι ἀδελφοί συζητοῦσαν γενικά γιά τήν ἀγάπη, ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ εἶπε: «Ἐμεῖς δέν ξέρουμε τί εἶναι ἀγάπη». Καί πρόσθεσε: «Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶχε ἕνα μικρό κλαδευτήρι. Μιά φορά πού τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας ἀδελφός τό εἶδε καί τό ἐπαίνεσε. Ἔ, δέν τόν ἄφησε νά φύγει, παρά μόνον ἀφοῦ τό πῆρε μαζί του».

 

  1. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων: «Ἄν γινόταν νά βρῶ ἕναν λεπρό καί νά τοῦ δώσω τό δικό μου σῶμα καί νά πάρω τό δικό του, εὐχαρίστως θά τό ἔκαμνα. Γιατί αὐτή εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη».

 

  1. Ἔλεγαν πάλι γι᾿αὐτόν ὅτι πῆγε κάποτε στήν πόλη, γιά νά πουλήσει τό ἐργόχειρό του. Στήν πλατεία βρῆκε ριγμένο κάποιον ἄρρωστο, ξένο, πού δέν εἶχε ἄνθρωπο νά τόν φροντίζει. Ὁ Γέροντας τόν πῆρε καί ἔμεινε μαζί του σέ δωμάτιο πού νοίκιασε. Ἀπό τό ἐργόχειρό του πλήρωνε τό ἐνοίκιο καί τά ὑπόλοιπα τά ξόδευε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ἀρρώστου. Ἐκεῖ παρέμεινε τέσσερις μῆνες, ἑωσότου γιατρεύτηκε ὁ ἄρρωστος. Ἔτσι γύρισε ὁ Γέροντας μέ εἰρήνη στό κελί του.

 

  1. Στά Κελλία ζοῦσε κάποιος Γέροντας, πού τόν ἔλεγαν Ἀπολλώ. Αὐτός, ἄν ἐρχόταν κάποιος ἀδελφός νά τόν ζητήσει γιά ὁποιαδήποτε ἐργασία, πήγαινε μέ χαρά λέγοντας: «Σήμερα μαζί μέ τόν Χριστό ἔχω νά ἐργασθῶ γιά τήν ψυχή μου· γιατί αὐτό εἶναι ὁ μισθός της».

 

  1. Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τοῦἘνάτου εἶπε: «Ὅταν ἤμουν νέος, ἔμενα στήν ἔρημο. Μιά μέρα πῆγα στό ἀρτοποιεῖο νά κάνω δυό ψωμιά. Ἐκεῖ βρῆκα ἕναν ἀδελφό πού ἤθελε νά κάνει ψωμί, ἀλλά δέν εἶχε κάποιον νά τοῦ δώσει ἕνα χέρι βοήθειας. Ἄφησα τότε τά δικά μου καί τόν βοήθησα. Μόλις εὐκαίρησα ἀπ᾿ αὐτόν ἦρθε ἄλλος. Τόν βοήθησα καί ἐκεῖνον καί ἔγιναν τά ψωμιά του. Ἦλθε καί τρίτος ἀδελφός· ἔκανα τό ἴδιο. Ἔτσι ἔκαμνα μέ κάθε ἕναν πού ἐρχόταν. Καί ἔκανα ἕξι ψωμιά. Ὕστερα, ὅταν σταμάτησαν νά ἔρχονται ἄλλοι, ἔφτιαξα τά δυό δικά μου ψωμιά».

 

 Κεφάλαιο ΙΗ´

 

  1. Ἕνας ἀδελφός πού πῆγε στή Σκήτη, στό κελί τοῦ ἀββᾶ Ἀρσενίου, πρόσεξε ἀπό τό παράθυρο. Βλέπει τόν Γέροντα ὁλόκληρο σάν φωτιά. Βέβαια ἦταν ἄξιος ὁ ἀδελφός νά τό δεῖ αὐτό.

Ὅταν χτύπησε τήν πόρτα, βγῆκε ἔξω ὁ Γέροντας καί βλέπει τόν ἀδελφό κατάπληκτο. Τόν ρωτάει: «Ἔχεις πολλή ὥρα πού χτυπᾶς τήν πόρτα; Μήν τυχόν εἶδες τίποτε;» «Ὄχι» ἀπάντησε. Ἔπειτα μίλησε μαζί του καί τόν ἄφησε νά φύγει.

 

  1. Ὁ ἀββᾶς Ἐφραίμ ὅταν ἦταν παιδί, εἶδε ὄνειρο, δηλαδή ὅραμα, ὅτι στή γλώσσα του φύτρωσε κληματαριά καί μεγάλωσε καί γέμισε ὅλη τή γῆ κάτω ἀπό τόν οὐρανό καί ἦταν φορτωμένη καρπό. Ὅλα τά πουλιά ἔρχονταν καί ἔτρωγαν ἀπό τά σταφύλια τῆς κληματαριᾶς, κι ὅσο ἔτρωγαν τόσο περισσότερος γινόταν ὁ καρπός ἐκεῖνος.

 

  1. Οἱ ἅγιοι Πατέρες προφήτεψαν γιά τήν ἐσχάτη γενιά. Ἀναρωτήθηκαν: «Ἐμεῖς τί ἔργο κάναμε;» Ἕνας ἀπό αὐτούς μέγας στήν ἀσκητική ζωή, πού τόν ἔλεγαν Ἰσχυρίονα, ἀποκρίθηκε: «Ἐμεῖς κάναμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ». Οἱ ἄλλοι ρώτησαν: «Ἆραγε ἐκεῖνοι πού θά ἔρθουν ὕστερα ἀπό μᾶς τί θά κάνουν;» Ἀπάντησε: «Θά φτάσουν στό μισό ἀπό τό δικό μας ἔργο». Ρώτησαν πάλι: «Οἱ μετά ἀπό αὐτούς τί;» Εἶπε: «Οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς γενιᾶς δέν θά ἔχουν καθόλου ἔργο. Θά τούς ἔρθει πειρασμός. Καί κεῖνοι πού θά βρεθοῦν δόκιμοι σ᾿ αὐτόν τόν πειρασμό, θά ἀποδειχθοῦν μεγαλύτεροι καί ἀπό μᾶς κι ἀπ᾿ τούς Πατέρες μας».

 

  1. Ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς ἔλεγε στή Σκήτη: «Ἄν κρατήσουμε τίς ἐντολές τῶν Πατέρων μας, σᾶς διαβεβαιώνω, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν θά ρθοῦν ἐδῶ βάρβαροι. Ἄν ὅμως δέν τίς κρατήσουμε, ὁ τόπος πρόκειται νά ἐρημωθεῖ».

 

 Κεφάλαιο ΙΘ´

 

  1. Ξεκίνησε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς μέ σκοπό νά συναντήσει τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο καί ἔχασε τόν δρόμο. Κάθισε λοιπόν κάπου καί τόν πῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος. Ὅταν ξύπνησε, προσευχήθηκε στόν Θεό λέγοντας: «Σέ παρακαλῶ, Κύριε καί Θεέ μου, μήν ἐπιτρέψεις νά χαθεῖ τό πλάσμα σου». Καί ἀμέσως τοῦ παρουσιάστηκε ἕνα ἀνθρώπινο χέρι κρεμασμένο ἀπ᾿ τόν οὐρανό πού τοῦ ἔδειχνε τόν δρόμο, ὥσπου ἔφθασε καί στάθηκε ἀπέναντι ἀπό τό σπήλαιο τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου.

 

  1. Ἄλλη φορά, ὅταν τοῦ παρουσιάστηκε ἀνάγκη, ἔκαμε εὐχή καί πέρασε πεζός τόν Χρυσορρόα (ποταμό) καί βρέθηκε στήν ἀπέναντι ὄχθη. Κι ἐγώ γεμάτος θαυμασμό τοῦ ᾿βαλα μετάνοια λέγοντας: «Πῶς ἔνιωθες τά πόδια σου, ὅταν περπατοῦσες στό νερό;» Κι εἶπε ὁ Γέροντας: «Μόνο ἕως τούς ἀστραγάλους αἰσθανόμουν τό νερό, τό πιό κάτω ἦταν στερεό».

 

  1. Κάποια ἄλλη φορά πάλι, καθώς πηγαίναμε σέ κάποιον Γέροντα, πῆγε ὁ ἥλιος νά βασιλέψει. Προσευχήθηκε τότε ὁ Γέροντας καί εἶπε: «Σέ παρακαλῶ, Κύριε, ἄς σταθεῖ ὁ ἥλιος ὥσπου νά φτάσω στόν δοῦλο σου». Κι ἔγινε ἔτσι.

 

  1. Ἄλλοτε πάλι τοῦ᾿φεραν κάποιοι ἕναν δαιμονισμένο κι ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Σάν τί θά μποροῦσα νά σᾶς κάνω, πᾶτε καλύτερα στόν ἀββᾶ Ζήνωνα». Ἀργότερα ὁ ἀββᾶς Ζήνων ἄρχισε νά ἐπιπλήττει τόν δαίμονα προσπαθώντας νά τόν διώξει. Κι ἄρχισε νά φωνάζει τό δαιμόνιο: «Καί τί νομίζεις, ἀββᾶ Ζήνων, ὅτι ἐξαιτίας σου φεύγω; Νά, ἐκεῖ προσεύχεται ὁ ἀββᾶς Λογγίνος, παρακαλώντας τόν Θεό ἐναντίον μου καί ἐπειδή φοβᾶμαι τίς προσευχές του βγαίνω· ἐσένα οὔτε πού σοῦ ἔδινα σημασία».

 

  1. Ἔλεγαν γιά τόν ἀββᾶ Μακάριο ὅτι καθώς πῆρε τόν ἀνηφορικό δρόμο ἀπ᾿ τή Σκήτη κρατώντας ζεμπίλια, κουράστηκε καί κάθισε κάπου νά ξεκουραστεῖ· καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια προσευχῆς: «Θεέ μου, σύ ξέρεις πώς δέν ἀντέχω ἄλλο».

Καί ἀμέσως βρέθηκε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, κοντά στόν τόπο γιά τόν ὁποῖο πήγαινε.

 

  1. Κάποιος στήν Αἴγυπτο εἶχε ἕνα γιό παράλυτο καί τόν ἔφερε στό κελί τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου. Τόν ἄφησε κοντά στήν πόρτα νά κλαίει καί ἔφυγε μακριά. Σάν ἔσκυψε ὁ Γέροντας καί εἶδε τό παιδί νά κλαίει, τοῦ εἶπε: «Ποιός σ᾿ ἔφερε ἐδῶ;» «Ὁ πατέρας μου —ἀπάντησε ἐκεῖνο— μ᾿ ἔριξε ἐδῶ κάτω καί ἔφυγε». Τότε τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Σήκω νά τόν προλάβεις». Καί ἀμέσως θεραπεύτηκε, σηκώθηκε καί ἔφτασε τόν πατέρα του καί ἔτσι γύρισαν στό σπίτι τους.

 

 Κεφάλαιο Κ´

 

  1. Ὅταν ἦταν νά πεθάνει ὁ ἀββᾶς Ρωμανός, συγκεντρώθηκαν γύρω του οἱ μαθηταί του καί τόν ρωτοῦσαν: «Πῶς πρέπει νά διοικηθοῦμε;» Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ποτέ δέν θυμᾶμαι νά εἶπα σέ κάποιον ἀπό σᾶς νά κάνει κάτι, παρά ἀφοῦ πιό μπροστά ἔπειθα τόν λογισμό μου νά μήν ὀργισθῶ, ἄν δέν τό κάνει αὐτό πού εἶχα πεῖ νά γίνει. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ὅλο μας τόν καιρό ζήσαμε εἰρηνικά».

 

  Κεφάλαιο ΚΑ´

 

  1. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν εἶπε ὅτι τό θέλημα καί ἡ ἀνάπαυση καί, προπαντός, ἡ συνήθεια σ᾿ αὐτά, ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν πτώση.

 

 Κεφάλαιο ΚΒ´

 

  1. Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δέν πρέπει κανείς νά μεριμνᾶ γιά τίποτε παρά μόνο γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καί πρόσθετε: «Κι ἄν ἀναγκασθῶ νά φροντίσω γιά γήινη ἀνάγκη, ποτέ δέν τήν σκέφτομαι πρίν ἀπό τήν ὥρα της».

 

  1. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ὅπως ἡ φωτιά καίει τά ξύλα, ἔτσι καί τό ἔργο τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νά καίει τά πάθη.