ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος τόμος | Σελίδες 330 | Διάσταση 15 × 21 | 1998
Δεσποτικες Εορτες
A+
A
A-

03. Σταυροαναστάσιμα

Δεῦτε … συμπορευθῶμεν … καί συσταυρωθῶμεν … καί συζήσωμεν αὐτῷ

 

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/δεῦτε-συμπορευθῶμεν-καί-συσταυ/

 

Περιεχόμενα

 

Ἀντί προλόγου………………………………………………………………..11

Ε´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν………………………………………………13

Ἀναφορά στίς ἀκολουθίες τῆς Μ. Ἑβδομάδος

Ὁ Κύριος προχωρεῖ σταθερά στό μαρτύριο

Σάββατο τοῦ Λαζάρου………………………………………….39

Νά γίνουμε κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου

Κυριακή Βαΐων πρωί (α´)………………………………………………..43

Ἡ σημασία τῶν δύο ἡμερῶν πού παρεμβάλλονται

Πρόγευση καί αἴσθηση τῆς αἰωνίου ζωῆς

Κυριακή Βαΐων πρωί (β´)………………………………………………..52

Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ Κυρίου

στήν Ἰερουσαλήμ

Νά ἀκολουθήσουμε τόν Κύριο στήν πορεία Του

Κυριακή Βαΐων ἑσπέρας (α´)………………………………………….61

Ὁ Χριστός τά πάντα μετέρχεται

γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο

Κυριακή Βαΐων ἑσπέρας (β´)………………………………………….78

Μέ ἀνυπολόγιστη ἀξία τίμησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο

«Τοῦ γάρ Θεοῦ εἰμι ἐγώ»

Μεγάλη Δευτέρα ἑσπέρας (α´)………………………………………88

Σύντομη ἀναφορά στό τυπικό τῶν ἀκολουθιῶν

Ἑκάστη ψυχή ψάλλει στόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας

Μεγάλη Δευτέρα ἑσπέρας (β´)………………………………………101

Ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας

«Τόν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν»

Μεγάλη Τρίτη ἑσπέρας (α´)…………………………………………..114

«Μικρόν πρό τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦτο γέγονεν»

Ἱστορία καί ἑρμηνεία τοῦ τροπαρίου

τῆς Κασσιανῆς

Μεγάλη Τρίτη ἑσπέρας (β´)…………………………………………..132

Ἡ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων

εἶναι γιά τήν ἡμέρα πού τελεῖται

Σώζεσαι, ὅταν παραδοθεῖς στόν Θεό

ΜεγάληΤετάρτη ἑσπέρας……………………………………………..145

Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα νόμου

καί Πάσχα καινόν· «Αἷμα, Σῶμα Δεσπότου»

Ἐνδέχεται ὡς φίλοι τοῦ Χριστοῦ νά τόν προδίδουμε

Μεγάλη Πέμπτη ἑσπέρας……………………………………………..161

Ὁ Κύριος πορεύεται πρός τό ἑκούσιον πάθος

Εἴμαστε κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου;

Μεγάλη Παρασκευή πρωί…………………………………………….175

Στό περιστατικό τῶν δύο ληστῶν

βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας

«Σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ»

Μεγάλη Παρασκευή ἑσπέρας………………………………………189

Ὁ Θεάνθρωπος ἐτάφη!

Τά παθήματά Του ὁδηγοῦν στήν Ἀνάσταση

Μέγα Σάββατο………………………………………………………………200

«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία…»

Ἔχεις μπεῖ στή χαρά τοῦ Χριστοῦ;

Κυριακή Πάσχα…………………………………………………………….205

Στήν ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία,

πρό τῆς Θείας Κοινωνίας

Ἀρχή καινούριας ζωῆς

Κυριακή Πάσχα, Ἑσπερινός τῆς Ἀγάπης (α´)………………209

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί…

οἱ δύο ἀναστάσεις τοῦ ἀνθρώπου

Κυριακή Πάσχα, Ἑσπερινός τῆς Ἀγάπης (β´)………………220

Θέλουμε τόν Χριστό,

γιά νά νομιμοποιεῖ τήν ἁμαρτία μας

«Ὥρα ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι»

Κυριακή Πάσχα, Ἑσπερινός τῆς Ἀγάπης (γ´)………………229

«Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος,

ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ»

Οἱ τέσσερες βαθμίδες τοῦ Πάσχα

Δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα……………………………………………244

Ἡ Διακαινήσιμος Ἑβδομάδα

ὡς ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός,

καί ὁ ἀναστάσιμος κανόνας του

Τρίτη Διακαινησίμου……………………………………………………..251

Α´ Ὁμιλία στόν “Κατηχητικό Λόγο”

τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου

Πρόσκληση στή χαρά τοῦ Θεοῦ

Τετάρτη Διακαινησίμου…………………………………………………270

Β´ Ὁμιλία στόν “Κατηχητικό Λόγο”

τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου

«Μηδείς φοβείσθω τόν θάνατον»

Παρασκευή Διακαινησίμου (Ζωοδ. Πηγῆς)…………………..286

«Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμέν ἐν Χριστῷ

μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν»

Μήπως πιστεύουμε θεωρητικά στόν Χριστό;

Ἀπόδοση Πάσχα (α´)………………………………………………………303

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί ἡ δική μας

ἀνάσταση ἀπό τόν κόσμο αὐτόν

«Τιμῆς ἠγοράσθητε, οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν»

Ἀπόδοση Πάσχα (β´)………………………………………………………318

Νά ἀνταποκριθοῦμε στήν πρόσκληση

βαδίζοντας τόν ἴδιο δρόμο μέ τόν Κύριο

Μακριά ἀπ᾿ τήν ψυχή μας κάθε ἀντίδραση

 

 

Ἀντί προλόγου

 

Στό παρόν βιβλίο περιέχονται ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες, πού ἔγιναν κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τοῦ Πάσχα.

Ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά εἶναι τόσο φτωχές, πού μᾶλλον δέν θά ἔπρεπε νά δοῦν τό φῶς τῆς δημοσιότητος. Ὅμως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη πλευρά. Οἱ ὁμιλίες δέν θά ἐγίνοντο, ἄν ὁ ὁμιλητής δέν πίστευε τήν ὥρα ἐκείνη ὅτι ὁ Θεός διά τῶν πτωχῶν λόγων του δίνει τά ὅποια θεῖα νοήματα γιά τό καλό τῆς ψυχῆς τοῦ ἰδίου καί τῶν ἀκροατῶν. Ὄντως ἡ θεία χάρις βοηθοῦσε ὅλους μας νά γινόμαστε, κατά τό μέτρον τῆς πίστεώς μας, κοινωνοί τῶν παθημάτων καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Ὅπως στό ὄρος Θαβώρ ὁ Κύριος ἔκανε –κατά τούς ἁγίους πατέρας– τά μάτια τῶν μαθητῶν κατάλληλα νά δοῦν τό φῶς τοῦ προσώπου του, ἔτσι μέσα στό μυστήριο τῆς θείας λατρείας ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διά τῆς χάριτός του μᾶς κάνει ἱκανούς νά γινόμαστε κοινωνοί τῆς θείας ζωῆς του.

Εὐχόμαστε ὁ ἀναγνώστης μέ αὐτό τό πνεῦμα νά διαβάσει τίς φτωχές γραμμές πού ἀκολουθοῦν, καί ἐλπίζουμε νά ὠφεληθεῖ κι αὐτός, ὅπως κι ἐμεῖς.

Δετε ον καί μες κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθμεν ατ καί συσταυρωθμεν καί νεκρωθμεν δι᾿ ατόν τας το βίου δονας, να καί συζήσωμεν ατ καί κούσωμεν βοντος ατο· Οκέτι ες τήν πίγειον ερουσαλήμ διά τό παθεν, λλά ναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου, καί Πατέρα μν, καί Θεόν μου, καί Θεόν μν. Καί συνανυψ μς ες τήν νω ερουσαλήμ, ν τ βασιλείᾳ τν Ορανν.

π. Σ. Κ.

 

Ἡ ἀνάσταση τοῦ   Χριστοῦ

καί … οἱ δύο ἀναστάσεις τοῦ ἀνθρώπου

 

᾿Εκεῖνο πού θέλω νά πῶ στήν ἀγάπη σας αὐτή τήν ὥρα εἶναι ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀνέστη, ἀδελφοί μου, καί ἀληθῶς ἀνέστη, γιά νά ἀναστηθοῦμε ἐμεῖς καί νά γίνει σ᾿ ἐμᾶς καί ἡ πρώτη ἀνάσταση καί ἡ δεύτερη. Τώρα, ὅσο εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀνασταίνεται ἡ ψυχή πού εἶναι νεκρή ἀπό τήν ἁμαρτία, καί μετά τή ζωή αὐτή ἀνασταίνεται γιά τήν αἰώνια ζωή.

Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτές τίς ἡμέρες, ἄλλος περισσότερο, ἄλλος λιγότερο, καθώς περνοῦμε μέσα ἀπό τήν Μ. ῾Εβδομάδα καί φτάνουμε στήν ᾿Ανάσταση, ἔχουμε μιά κάποια ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας αὐτῆς, ὅτι δέν εἶναι τά πράγματα μόνον ἔτσι ὅπως συνηθίσαμε νά τά ζοῦμε οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ὑπάρχει καί μιά ἄλλη πραγματικότητα, ὑπάρχει καί ἡ θεία ζωή, ἡ ἀληθινή ζωή πού δίνει ὁ Χριστός. ῎Αλλος περισσότερο, ἄλλος λιγότερο, λαμβάνει μιά κάποια πείρα.

῾Ωστόσο ὅμως πάντοτε οἱ χριστιανοί, ὅσοι βέβαια ἔχουν πάρει κάπως ζεστά τά πράγματα καί ἔχουν μεγάλη ἐλπίδα αὐτές τίς ἡμέρες νά συμβεῖ κάτι μεγάλο στήν ψυχή τους, μένουν καί μέ μιά αἴσθηση ὅτι δέν ἔγινε ἀκριβῶς αὐτό πού ἤθελαν νά γίνει καί περίμεναν νά γίνει. Εἶναι κι αὐτό μιά ἀλήθεια.

Καί θά ἤθελα νά πῶ στό σημεῖο αὐτό δυό πράγματα. Τό ἕνα εἶναι τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος ὅ,τι εἶχε νά κάνει τό ἔκανε ὅλο· δέν τό ἔκανε μέ δόσεις. Καί πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἔγινε στόν τέλειο βαθμό ἄνθρωπος. Καί ἐπίσης καθ᾿ ὅλη τή ζωή του στόν τέλειο βαθμό καί ἔζησε καί εἶπε καί ἔκανε ὅ,τι εἶχε νά πεῖ καί νά κάνει. Καί στόν τέλειο βαθμό ἀπέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἀνέστη, γιά νά ἀναστήσει κι ἐμᾶς. Δέν ἔκανε λίγο καί ὕστερα τήν ἄλλη χρονιά λίγο ἀκόμη καί τήν ἄλλη χρονιά κι ἄλλο κλπ. ἀλλά ἅπαξ ὁ Κύριος ἔκανε τό πᾶν.

Καί αὐτό πλέον εἶναι δεδομένο. ῎Οντως ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος, ὄντως ὁ Κύριος ἀπέθανε γιά μᾶς, ὄντως ὁ Κύριος ἀνέστη γιά μᾶς. ᾿Εμεῖς τώρα, κατά τό μέτρον τῆς πίστεως, κάθε φορά παίρνουμε κάτι ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια· κάθε φορά. Δυστυχῶς, ἤ μπορεῖ εὐτυχῶς, δέν γίνεται γιά μᾶς μιά κι ἔξω, πού θά μποροῦσε, ἀλλά δέν γίνεται. ᾿Εμεῖς, κατά τό μέτρον τῆς πίστεώς μας, λίγο-λίγο θά ἀφομοιώσουμε αὐτό πού ὁ Κύριος ἔκανε γιά μᾶς. Λίγο πέρσι, λίγο φέτος, λίγο τοῦ χρόνου. Λίγο χθές, λίγο σήμερα, λίγο αὔριο· λίγο-λίγο.

Εἴπαμε κι ἄλλοτε ὅτι μιά φορά π.χ. νά κοινωνήσει κανείς, φτάνει· παίρνει μέσα του ὁλόσωμο τόν Κύριο, τό σῶμα του καί τό αἷμα του, τόν θεωμένο Κύριο, τό θεωμένο σῶμα του καί αἷμα του. Καί ὅμως δέν φτάνει. Καί γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάγκη πάλι καί πάλι νά κοινωνήσουμε καί νά κοινωνοῦμε σ᾿ ὅλη μας τή ζωή. Βέβαια μπορεῖ νά πηγαίνει ἐντελῶς χαμένη ἡ Θεία Κοινωνία, ἄν δέν κοινωνοῦμε ἀξίως. ῎Η μπορεῖ νά ᾿ναι καί εἰς κατάκριμα ἡ Θεία Κοινωνία, ἄν δέν κοινωνοῦμε ἀξίως. ᾿Αλλά ὅσο ἀξίως κι ἄν κοινωνοῦμε, δέν μποροῦμε νά πάρουμε σέ μιά δόση τήν ὅλη Χάρι πού ἔχει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.

Καί εἶπα κάποια στιγμή μόλις προηγουμένως· “ἴσως καί εὐτυχῶς”. Δηλαδή, εὐτυχῶς πού δέν γίνεται μιά καί ἔξω. Διότι ἀναμάρτητοι ἦταν οἱ Πρωτόπλαστοι, καί ὅμως ἔπεσαν καί τά ἔχασαν ὅλα. Πόσο μᾶλλον ἐμεῖς, πού, ἐφόσον εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἔχουμε μέσα μας τήν ἁμαρτητική κλίση. Καί ἄν ἀπότομα γίνει σ᾿ ἐμᾶς τό ὅλο καλό, ἄν ἀπότομα μᾶς δοθεῖ τό ὅλο ἀγαθό, θά τό ἀντέξουμε; Θά τό

 

ἀφομοιώσουμε σωστά; Θά προλάβει ἡ ψυχή μας νά ταπεινωθεῖ καί νά βαστάσει ὅλο αὐτό τό βάρος ἤ θά ὑπερηφανευθεῖ καί θά πέσει πολύ-πολύ περισσότερο καί θά χαθεῖ;

Λίγο-λίγο λοιπόν. Τώρα πόσο εἶναι τό λίγο αὐτό στόν ἕνα καί πόσο στόν ἄλλο, αὐτό ὁ Θεός τό κανονίζει. ᾿Αλλά καί πάλι δέν τό κανονίζει ὁ Θεός σάν σέ ἄλλον νά χαρίζεται καί σ᾿ ἄλλον νά μή χαρίζεται, ἀλλά κατά τό μέτρον τῆς πίστεως, κατά τό μέτρον τῆς ἀνταποκρίσεώς μας, κατά τό μέτρον τῆς ἀγάπης μας πρός Αὐτόν, κατά τό μέτρον τοῦ κόπου μας καί τῆς προσπαθείας μας.

Μή λοιπόν παρασυρόμαστε ἀπό τό πόσο ἐπιθυμοῦμε καί πόσο θά θέλαμε καί περιμέναμε νά γίνει, ἀλλά πάντοτε, πάντοτε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δοῦμε αὐτό πού μᾶς ἔδωκε ὁ Κύριος, τό λίγο ἔστω, διότι λίγη ἦταν καί ἡ πίστη μας. Κι αὐτό τό λίγο νά τό ἐκτιμήσουμε, νά τό ἀγαπήσουμε, νά τό ἀγκαλιάσουμε, νά τό ἀφομοιώσουμε, νά χαροῦμε, νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, νά δοξάσουμε τόν Θεό καί νά τό φυλάξουμε “ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ”. Νά προσέξουμε μήν τό διώξουμε κι αὐτό τό λίγο.

Καί ὁ Κύριος, ὅταν βλέπει ὅτι δέν εἴμαστε ἄπληστοι, ὥστε νά μήν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται, ἀλλά εἴμαστε ταπεινοί καί τό λίγο πού ἔρχεται, καθώς θεωροῦμε ἀνάξιο τόν ἑαυτό μας γι᾿ αὐτό, μᾶς εἶναι πάρα πολύ καί βγαίνει εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη ἀπό τήν ψυχή μας, τότε μᾶς δίνει καί ἄλλο καί ἄλλο καθημερινά. Διότι δέν περιμένει ὁ Θεός νά φτάσουμε στήν Μ. ῾Εβδομάδα, νά φτάσουμε στό Πάσχα, καί νά μᾶς δώσει τήν Χάρι του. Καί αὔριο καί μεθαύριο καί κάθε μέρα καί κάθε ὥρα, καί νύχτα καί ἡμέρα, καί παντοῦ μᾶς δίνει κατά τό μέτρον τῆς πίστεως,  ἐφόσον ἅπαξ διά παντός ὅ,τι εἶχε νά δώσει ὁ Κύριος τό ἔδωσε, καί εἶναι στή διάθεσή μας μέσα στήν ᾿Εκκλησία.

Καί θά ἔρθω στό δεύτερο. Εἴχαμε πεῖ, θά τονίσουμε δυό πράγματα. Τό ἕνα, λοιπόν, εἶναι ὅτι λίγο-λίγο ἔρχεται ἡ Χάρις καί μήν τά περιμένουμε ἐμεῖς ἀλλιῶς· τά ἐκτιμοῦμε ἀλλιῶς καί τελικά δέν βλέπουμε καί δέν ἀξιοποιοῦμε κι ἐκεῖνο πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Τό δεύτερο εἶναι –τό εἴπαμε καί τό ξαναείπαμε– κατά τό μέτρον τῆς πίστεως. Θά παρακαλοῦσα, ἀδελφοί μου, νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τό ὅτι ἐμεῖς τώρα δέν εἴμαστε ἄνθρωποι πίστεως, δέν ἔχουμε πίστη.

Μπορεῖ βέβαια νά προσευχόμαστε καί νά παρακαλοῦμε, μπορεῖ νά τρέχουμε στίς ἐκκλησίες, νά μελετοῦμε, μπορεῖ μέ χίλιους-δυό τρόπους νά δείχνουμε ὅτι θέλουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, θέλουμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, τό φῶς, αὐτή τήν καινούρια ζωή, πού ἔρχεται μέ τήν ᾿Ανάστασή του. Μπορεῖ ἔτσι νά κάνουμε, ἀλλά βαθιά μέσα στήν ψυχή μας –τό βλέπουμε αὐτό καθημερινά– δέν εἴμαστε ἄνθρωποι πίστεως. Βαθιά μέσα μας δέν εἴμαστε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅπως περιμένει ὁ Θεός.

Καί στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονίσω ἰδιαίτερα ὅτι εἶναι κάποια πράγματα πού πρέπει νά τά κάνει ὁ ἄνθρωπος. ᾿Εάν δέν τά κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεός ὅσο κι ἄν τοῦ ζητᾶς τήν Χάρι, δέν θά σοῦ τή δώσει. Καί κυρίως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐμπιστευθεῖ στόν Θεό, νά ἔχει στήν καρδιά του πίστη. Διότι κατά τό μέτρον τῆς πίστεως δίδονται ὅλα. Εἶναι βέβαια δῶρον Θεοῦ ἡ πίστις, ἀλλά, νά, ὅμως πού τό δῶρο αὐτό δίδεται ἀνάλογα μέ τήν ὅλη στάση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ὅλη διάθεσή του.

Δέν χαρίζεται κι ἐδῶ ὁ Θεός, σ᾿ ἄλλον νά δίνει καί σ᾿ ἄλλον νά μή δίνει· δέν κάνει τέτοια πράγματα ὁ Θεός καί δέν εἶναι προσωπολήπτης. ῾Ο Θεός ὅλους τούς ἀγαπᾶ καί θέλει νά σωθοῦν ὅλοι. ῾Η πονηρή στάση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πονηρή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκείνη πού ἐμποδίζει τόν Θεό νά δώσει αὐτό τό δῶρο πού λέγεται πίστις καί κατά τό μέτρον ἔπειτα τῆς πίστεως νά δώσει τή δωρεά του.

Εἶπα ὅτι τό διαπιστώνουμε καθημερινά. Δέν ξέρω, ἀδελφοί μου, πῶς ἀκριβῶς ἦταν οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων τούς παλιότερους καιρούς. Πρέπει νά ἦταν λίγο διαφορετικές τότε οἱ ψυχές καί ὄχι ὅπως εἶναι τώρα. ᾿Ακόμη καί τότε πού οἱ ἄνθρωποι ἦταν στήν εἰδωλολατρία. Πίστευαν σέ κάποιους θεούς, σέ κάποια φαντάσματα, σέ κάποια ἀνύπαρκτα πράγματα ἤ σέ κάποια αἰσθητά πράγματα πού ἔβλεπαν, ἀλλά πίστευαν. Καί μόλις ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι τίποτε –καθώς ὅμως ἦταν συνηθισμένοι νά πιστεύουν– καθώς ἄκουγαν τό κήρυγμα, καθώς ἄκουγαν τήν διδασκαλία καί μάθαιναν γιά τόν Θεό τόν ἀληθινό, γιά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού ἦρθε καί πέθανε γιά τούς ἀνθρώπους καί ἀναστήθηκε γιά τούς ἀνθρώπους, ἀμέσως πίστευαν στόν ἕναν Θεό, στόν ἀληθινό Θεό. Καί φαίνεται πώς δέν ἤτανε δύσκολο νά γίνει αὐτό τό πράγμα, ἔτσι καί εἶχε κανείς καλή διάθεση καί καταλάβαινε ὅτι εἶναι ψεύτικος ὁ θεός ἤ οἱ θεοί στούς ὁποίους πίστευε. Τώρα δέν εἶναι ἔτσι.

Τώρα ὁ ἄνθρωπος σέ τελευταία-τελευταία ἀνάλυση, καί ὅταν ἀκόμη πιστεύει στό χρῆμα καί ὅταν ἀκόμη πιστεύει σέ ἄλλα ὑλικῆς φύσεως πράγματα, τελικά ἔχει κάνει θεό τόν ἑαυτό του. Καί ἑπομένως δέν ξέρει ὁ ἄνθρωπος σήμερα τί εἶναι πίστη, δέν τό βιώνει αὐτό, ὅπως τό βίωναν ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί οἱ εἰδωλολάτρες. Δέν τό βιώνει αὐτό τό πράγμα ὁ σημερινός ἄνθρωπος· δέν τό γνωρίζει. Αὐτός ἄγεται καί φέρεται ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπό τίς εὐχαριστήσεις του, ἀπό τήν κρίση του, ἀπό τή σοφία του, ἀπό τήν ἐξυπνάδα του, ἀπό τό τί θά πεῖ ὁ ἑαυτός του.

᾿Ασκητής μπορεῖ νά πάει νά γίνει κανείς, μή σᾶς φαίνεται ὑπερβολικό, ἀσκητής μπορεῖ νά γίνει καί νά παιδεύεται μ᾿ αὐτό τό πράγμα καί νά μήν ξέρει τί τοῦ φταίει. ἦταν Ἕναν καιρό ἦταν ἀδιάφορος, ἕναν ἦταν καιρό κοσμικός ἄνθρωπος καί εἶχε κάνει θεό τόν ἑαυτό του. Τώρα πίστευσε καί ἔφτασε μέχρι τοῦ σημείου νά πάει νά γίνει καί ἀσκητής. Ὅμως, ἐπειδή εἶχε κάνει θεό τόν ἑαυτό του καί διεπίστωσε ὅτι ὅλα τ᾿ ἄλλα δέν φτάνουν γιά νά ὑπηρετήσουν τόν θεό-ἑαυτό του, ἐστράφη βέβαια πρός τόν Θεό, τόν Χριστό, ὅμως ἐστράφη κατά τέτοιο τρόπο, σάν νά εἶναι θεός ὁ ἑαυτός του, καί ὁ Χριστός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος θά ἔρθει τώρα νά τόν ὑπηρετήσει, νά τόν λατρεύσει.

Δέν τό λέει κανείς ἔτσι, δέν τό συνειδητοποιεῖ ἔτσι· βαθύτερα ὅμως ἔτσι τό ζεῖ. ᾿Αναφέρθηκα στήν ἀκραία περίπτωση τοῦ ἀσκητοῦ. Καταλαβαίνετε τώρα τί γίνεται μ᾿ ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ἐδῶ, στόν κόσμο, καί ὅπως ζοῦμε ὁ καθένας. Γι᾿ αὐτό τόσο πολύ μᾶς ἀπασχολοῦν τά προβλήματα, γι᾿ αὐτό τόσο πολύ μᾶς κυριεύουν οἱ στενοχώριες μας, γι᾿ αὐτό τόσο πολύ μᾶς ἀπασχολεῖ ἄν μᾶς ἀναγνωρίζουν, ἄν δέν μᾶς ἀναγνωρίζουν, μᾶς τιμοῦν ἤ δέν μᾶς τιμοῦν, ἄν μᾶς κολακεύουν, ἄν δέν μᾶς κολακεύουν. Μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτό. ᾿Ενῶ εἶναι ἐντελῶς ἀλλιῶς τά πράγματα.

Πίστη στόν Χριστό σημαίνει πιστεύεις στόν Χριστό. ᾿Από κεῖ καί πέρα παύεις πιά νά ᾿χεις κέντρο τόν ἑαυτό σου καί νά καλεῖς τόν Θεό νά σέ ὑπηρετήσει, σάν νά ᾿ναι θεός ὁ ἑαυτός σου. Παραδίδεσαι στόν Θεό, παραδίδεσαι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού σέ λυώνει κυριολεκτικά, ἄν τήν αἰσθανθεῖς, ἄν τήν προσέξεις, καί ἀκολουθεῖς τόν Θεό. Καί δέν μεμψιμοιρεῖς, δέν γογγύζεις, δέν παραπονιέσαι, δέν θίγεσαι καί δέν νιώθεις κατωτερότητες καί τέτοια πράγματα πού ἔχουν οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, οὔτε καί ἀναισθησίες.

῎Αλλο πάλι αὐτό. Χριστιανοί βέβαια, καλοί χριστιανοί κατά τά ἄλλα, ἀλλά ἀναίσθητοι. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν κατάστασή τους, τά ἐλαττώματά τους, νά δοῦν τίς ἀδυναμίες τους, νά δοῦν ὅτι γιά τά καλά θεοποίησαν τόν ἑαυτό τους καί γιά τά καλά κανόνισαν τά πάντα νά λατρεύουν τόν ἑαυτό τους καί νά ὑπηρετοῦν τόν ἑαυτό τους.

῞Οταν εἴμαστε ἔτσι, ὅσο κι ἄν γιορτάσουμε τή Μ. ῾Εβδομάδα, ὅσο κι ἄν γιορτάσουμε τό Πάσχα, πῶς νά βρεῖ ὁ Θεός ἀπό ποῦ νά μᾶς πιάσει; Ποῦ νά βρεῖ σημεῖον ἐπαφῆς, γιά νά μᾶς δώσει αὐτό πού τόσο πολύ θέλει ὁ Θεός νά μᾶς δώσει; Νά μᾶς δώσει τήν Χάρι του, νά ρθεῖ μέσ᾿ στήν ψυχή μας τό φῶς του, νά γίνει ἡμέρα στήν ψυχή. Διότι ὅλη ἡ ζωή εἶναι ἕνα σκοτάδι χωρίς τόν Θεό, χωρίς αὐτό τό μυστικό φῶς τοῦ Θεοῦ καί δέν παίρνεις εἴδηση ὅτι ἔχεις σκοτάδι. ῎Η, κι ἄν νιώθεις τό σκοτάδι, ἁπλῶς κάνεις σπασμωδικές κινήσεις, καί ἀνησυχεῖ “ὁ θεός” πού ἔχεις μέσα σου καί σέ βάζει σέ στενοχώριες.

῎Ερχεται, λοιπόν, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, φεύγει τό σκοτάδι καί γίνεται μέρα στήν ψυχή σου. ῞Οπως λέγαμε σέ κάποια συζήτηση σήμερα, ἄλλο εἶναι νύχτα καί ἄλλο εἶναι μέρα. ᾿Εμεῖς δέν ἔχουμε ἴσως τόση πολλή αἴσθηση τῆς διαφορᾶς τῆς νύχτας καί τῆς ἡμέρας, ἐπειδή διαθέτουμε τώρα ἠλεκτρικό ρεῦμα, ἀλλά παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι ἔλεγαν, “πότε θά γίνει μέρα; πότε θά φέξει;”, καθώς δέν ἔβλεπαν νά πᾶνε ἐκεῖ πού ἤθελαν, δέν ἔβλεπαν νά κάνουν τίς δουλειές πού εἶχαν, καθώς ὑπῆρχαν καί ἄλλα ἐμπόδια.

῾Η νύχτα εἶναι νύχτα, κι ὅταν ἐρχόταν μέρα, ἦταν μέρα· καί τόν δρόμο ἔβλεπε κανείς καί ὅ,τι ἄλλο ἤθελε νά δεῖ τό ἔβλεπε, καί ὅπου ἤθελε νά πάει πήγαινε καί ὅλα μποροῦσε νά τά διακρίνει τήν ἡμέρα. ᾿Αλλά πῶς ὅμως ὁ Κύριος νά ἔρθει σέ ἐπικοινωνία μέ ἕναν σημερινό χριστιανό, μέ ἕναν σημερινό ἄνθρωπο; Χριστιανός βέβαια κατά τά ἄλλα, καλός καλότατος, νύχτα-μέρα στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἡ ὅλη στάση του, ἡ ὅλη διάθεσή του εἶναι τέτοια.

῾Υπάρχουν καί σήμερα κάποιες ψυχές καί καμιά φορά μάλιστα μπορεῖ νά εἶναι πολύ ἁπλοϊκές ψυχές. ῎Οχι ψυχές πού ὁπωσδήποτε ξέρουν πολλά πράγματα, ἀλλά ψυχές πού ἔχουν αὐτή τή μυστική γνώση, ἔχουν μιά ἁπλότητα καί σάν νά ἔχουν ἕνα μυστικό φῶς μέσα τους, ἕνεκα τοῦ ὅτι εἶναι ἁπλές ψυχές, ἕνεκα τοῦ ὅτι εἶναι ταπεινές ψυχές, καί πού οὐδέποτε διανοήθηκαν νά θεοποιήσουν τόν ἑαυτό τους, οὐδέποτε.

᾿Εγώ θυμᾶμαι ἀπό μικρό παιδί –καθώς τώρα τό καταλαβαίνω, τότε δέν μποροῦσα νά τό καταλάβω– θυμᾶμαι λοιπόν ψυχές πού οὔτε πήγαινε τό μυαλό τους νά ὑπερηφανευθοῦν, νά νοιαστοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, ἔτσι ὅπως ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι νοιαζόμαστε καί ἔχουμε κάνει θεό τόν ἑαυτό μας, ἤ νά παραπονεθοῦν. Ποτέ δέν διεκδίκησαν τό δίκιο, ἀφοῦ δέν πῆγε τό μυαλό τους ὅτι ἔχουν ποτέ δίκιο, γιά νά ποῦνε “μοῦ ᾿φαγες τό δίκιο”, αὐτό γιά τό ὁποῖο τόσο ἐνδιαφέρεται ὁ καθένας σήμερα.

Μοῦ κάνει ἐντύπωση τώρα· ψυχές ἀγωνιζόμενες, ἄς ποῦμε, πού ἔδωσαν τά πάντα –ὑποτίθεται– γιά τόν Χριστό, καί πεθαίνουν γιά τό δίκιο τους. Καί ἁπλοϊκές ψυχές, πού οὔτε γράμματα ξέρανε οὔτε πολλά ἄλλα πράγματα, ἀλλά –πῶς τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός!– εἶχαν αὐτή τή γνώση τή μυστική μέσα τους καί δέν πήγαινε ποτέ τό μυαλό τους νά διεκδικήσουν τό δίκιο ἤ νά παραπονεθοῦν ὅτι τούς ἀδίκησαν καί νά λάβουν τά μέτρα τους· τίποτε. Μιά παντοτινή θυσία ἤτανε γιά τούς ἄλλους. ῎Οχι σάν θύματα. Εἶναι θύματα, ἀλλά χωρίς νά νιώθουν ὅτι εἶναι θύματα καί χωρίς νά κλαψουρίζουν καί νά παραπονοῦνται. Υπάρχουν καί σήμερα ἁπλοϊκές τέτοιες ψυχές. ῎Αλλοι ἐδῶ, ἄλλοι ἐκεῖ, ἐλάχιστες ψυχές κατά καιρούς ὑπάρχουν. Πῶς τίς ἔχει οἰκονομήσει ὁ Θεός καί ὑπάρχουν αὐτές οἱ ψυχές. Πάντως, σήμερα εἶναι πολλοί οἱ ὁποῖοι νιώθουν ὅτι εἶναι θύματα τῶν ἄλλων.

Οἱ πολλοί εἴμαστε μέσα σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση πού  θεοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας. Μήν περιμένουμε νά γίνει κάτι στήν ψυχή μας, ἐνόσω θά θεοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί θά ἐμμένουμε σ᾿ αὐτή τή θεοποίηση, καί ἡ ὅλη σχέση πού θά ἔχουμε μέ τόν Θεό, κι ὅλη ἡ ἀναμονή πού ἔχουμε νά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός, νά μᾶς εὐλογήσει, νά μᾶς δώσει φῶς ὁ Θεός, θά μοιάζει σάν νά περιμένουμε νά ρθεῖ νά μᾶς λατρεύσει ὁ Θεός, σάν νά περιμένουμε νά ἔρθει νά μᾶς ὑπηρετήσει ὁ Θεός. Τελικά αὐτό τό πράγμα πού πρέπει νά σβήσει μέσα μας, αὐτό πού πρέπει νά πεθάνει μέσα μας, τό ἐγώ, τελικά ἐμεῖς τό ἔχουμε θεό καί τό λατρεύουμε. Καί θέλουμε καί ὁ Θεός νά τό ὑπηρετήσει καί ὅλα τά θεϊκά πράγματα νά διατεθοῦν γι᾿ αὐτό.

Πῶς ἔπειτα –νά τό πῶ πάλι– ὁ Κύριός μας, πού θέλει πάρα πολύ νά μᾶς πλησιάσει, νά ἔχει ἐπικοινωνία μαζί μας, νά ἔρθει στήν ψυχή μας, πού θέλει πάρα πολύ θέλει νά μᾶς δώσει τό φῶς, τήν Χάρι του, τήν ᾿Ανάστασή του, θέλει τή σωτηρία μας, πῶς θά τό κάνει; Θέλει, ἀλλά δέν βρίσκει σημεῖον ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας. ῎Αλλο περιμένει ᾿Εκεῖνος ἀπό μᾶς –εἴπαμε ὅτι κάποια πράγματα πρέπει ἐμεῖς νά τά κάνουμε, νά πάρουμε σωστή στάση ἀπέναντί του– ἄλλο περιμένει ᾿Εκεῖνος καί ἄλλο λέμε ἐμεῖς.

Καί στά ἀνθρώπινα, μιλᾶς μέ ἕναν ἄνθρωπο, τοῦ λές κάτι καί δέν παίρνει εἴδηση τί τοῦ λές· ἁπλά πράγματα βέβαια, δέν τοῦ λές σοφίες. Δέν παίρνει εἴδηση. Γιατί δέν παίρνει εἴδηση; Γιατί αὐτός τά βλέπει μέσα ἀπ᾿ τό δικό του εἴδωλο, μέσα ἀπ᾿ τόν δικό του θεό. Δέν καταλαβαίνει, καί τόν ἀφήνεις. Τί νά τόν κάνεις; Μιά, δυό, τρεῖς, πέντε, δέκα· τόν ἀφήνεις.

᾿Εμεῖς βέβαια οἱ ἄνθρωποι βαρυνόμαστε εὔκολα· ὁ Θεός δέν βαρύνεται, μᾶς ἀφήνει νά ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, νά ὑπάρχουμε, καί μέχρι τέλους ὁ Θεός θά κρούει τήν θύρα τῆς ψυχῆς μας, μέχρι τέλους θά περιμένει νά συνεννοηθεῖ μαζί μας. Μέχρι τέλους θά περιμένει νά βρεῖ αὐτό τό σημεῖον ἐπαφῆς, γιά νά μᾶς δώσει αὐτό πού βαθύτερα ὄντως ἡ ψυχή μας ἐπιθυμεῖ καί ὁ Θεός πάρα πολύ θέλει νά μᾶς τό δώσει.

Παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, ἄς τά λάβουμε αὐτά ὑπόψιν. Ἄς ἦταν λίγο ἐλεγκτικά. Νομίζω εἶναι σάν βάλσαμο στήν ψυχή μας καί εἶναι ὅ,τι χρειάζεται, καθώς μετά τήν Μ. ῾Εβδομάδα καί μετά τήν ᾿Ανάσταση μένει ἕνα κάτι μέσα μας, ὅτι τελικά δέν ἔγινε ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού θέλαμε, δέν γέμισε ἡ ψυχή μας ὅπως περιμέναμε. Ναί, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἴπαμε, νομίζω, εἶναι ἕνα βάλσαμο, εἶναι μιά παρηγοριά καταρχήν, καί στή συνέχεια φωτιζόμαστε, γιά νά πάρουμε ἀπό δῶ καί πέρα σωστότερη στάση. (σσ. 209-219)