Αγιολογικα
A+
A
A-

67. Τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ματθίου

9 Αὐγούστου

Τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ματθίου

 

Καθώς ἀκριβῶς ἀπόψε εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἀποστόλου Ματθία, τοῦ δωδεκάτου ἀποστόλου πού ἐξελέγη στή θέση τοῦ Ἰούδα, βρίσκω καλό νά διαβάσουμε ἀπό τή μετάφραση τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού εἶναι ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, καί πού ἀναφέρεται, κυρίως, στήν ἐκλογή τοῦ Ματθία.

Τότε αὐτοί γύρισαν στήν Ἰερουσαλήμ ἀπό τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, πού ἦταν κοντά στήν Ἰερουσαλήμ καί ἀπεῖχε περίπου ἕνα χιλιόμετρο. Κι ὅταν μπῆκαν στήν πόλη, ἀνέβηκαν στό ἀνώγι ὅπου ἔμεναν: ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἀνδρέας, ὁ Φίλιππος καί ὁ Θωμᾶς, ὁ Βαρθολομαῖος καί ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτῆς καί ὁ Ἰούδας τοῦ Ἰακώβου. Ὅλοι αὐτοί, μέ μιά ψυχή ἦταν ἀφοσιωμένοι στήν προσευχή καί τή δέηση πρός τόν Θεό. Μαζί τους ἦταν καί γυναῖκες, καθώς καί ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, καί τά ἀδέρφια του.

Ὁ Κύριος στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ἔμπροσθεν τῶν μαθητῶν ἀνελήφθη στούς οὐρανούς, ἀφοῦ προηγουμένως τούς εἶπε: «Ὑμεῖς καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἰερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ᾿ ὕψους». Καί πῆγαν. Καί περνοῦσαν αὐτές οἱ μέρες ἐκεῖ, χωρίς νά ξέρουν πότε θά ἔρθει ἡ δύναμις ἐξ᾿ ὕψους. Οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας, ἀλλά δέν τούς εἶπε πότε ἀκριβῶς. Αὐτό νά τό προσέξουμε παρακαλῶ. Ἄν δέν μάθεις νά περιμένεις ἔτσι –χωρίς νά ἔχεις γνώση πότε καί πῶς ὁ Θεός θά ἐπέμβει– δέν θά δεχθεῖς εὐλογίες ἀπό τόν Θεό.

Λέει στή συνέχεια: Μία ἀπό κεῖνες τίς μέρες, σηκώθηκε ὁ Πέτρος, στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές –εἶχαν συγκεντρωθεῖ περίπου ἑκατόν εἴκοσι πρόσωπα– καί εἶπε. Ἦταν ὅλοι συγκεντρωμένοι. Οἱ ἕνδεκα ἀπόστολοι καί κάποιοι ἄλλοι τοῦ εὐρυτέρου κύκλου τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε ὅτι ὁ εὐρύτερος κύκλος ἦταν ἑβδομήντα ἀπόστολοι, καί πιθανόν αὐτοί ὅλοι νά ἦταν ἐκεῖ. Τί ἀπέραντο καί τί φοβερό τό ὅλο σύμπαν! Καί ἡ γῆ μιά κουκίτσα μέσα στό σύμπαν. Πόσες χιλιάδες, πόσα ἑκατομμύρια ἀνθρώπους θά εἶχε τότε ἡ γῆ, καί ἦταν ἐκεῖ μόνο ἑκατόν εἴκοσι, πού περιμένουν τή δύναμη ἐξ ὕψους. Αὐτό εἶναι. Νά μή χάνεται κανείς μέσα στό χάος, μέσα στήν ἀπεραντοσύνη, νά μή χάνεται μέσα στό πλῆθος. Εἶναι μετρημένοι φαίνεται πάντοτε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.

Ἀδερφοί μου, δέν μποροῦσε παρά νά πραγματοποιηθοῦν αὐτά τά λόγια τῆς Γραφῆς. Τά εἶπε ἀπό παλιά τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τό στόμα τοῦ Δαβίδ σχετικά μέ τόν Ἰούδα, πού ἔγινε ὁδηγός ἐκείνων πού συνέλαβαν τόν Ἰησοῦ. Ἦταν ἕνας ἀπό μᾶς κι εἶχε ἀξιωθεῖ κι αὐτός νά λάβει τό ἴδιο λειτούργημα μέ τό δικό μας.

Καί ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό μᾶς· εἶχε καί αὐτός κληθεῖ νά εἶναι ἀπόστολος, νά εἶναι μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Καί τό ἔχασε. Καί τώρα τή θέση του θά τήν πάρει ἄλλος.

***

Πρέπει, λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς ἄντρες πού ἦταν μαζί μας ὅλον τόν καιρό πού ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς, συναναστράφηκε μ᾿ ἐμᾶς, ἀρχίζοντας ἀπό τότε πού βαφτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη, ὡς τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε ἀπό ἀνάμεσά μας, νά γίνει μάρτυρας μαζί μ᾿ ἐμᾶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.

Δηλαδή, ἀφοῦ ἔχασε τή θέση ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ ἔμεινε κενή ἡ θέση του, πρέπει νά βάλλουμε κάποιον στή θέση του· νά διαλέξουμε ἕναν ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τόν Κύριο καί ἦταν μαζί του ἀπό τότε πού βαφτίστηκε καί μέχρι πού ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.

Πρότειναν δύο. Τό ἀνθρώπινο ἔργο. Χρειάζεται νά ἐνεργήσει ὁ ἄνθρωπος. Χρειάζεται νά ἀνταποκριθεῖ. Δέν μένει, δηλαδή, ἁπλῶς στό νά περιμένει ἀπό τόν Θεό· τά ἀνθρώπινα θά τά κάνει. Στήν προκειμένη περίπτωση ἔπρεπε νά προτείνουν κάποιους στή θέση τοῦ Ἰούδα. Ὅλα –ὅ,τι κάνει ὁ Θεός– τά κάνει γιά τούς ἀνθρώπους καί τά κάνει μέ τούς ἀνθρώπους. Ἑπομένως, πρέπει νά φανεῖ ἡ καλή θέληση, ἡ καλή διάθεση, ἡ καλή ἐνέργεια τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά ὅμως ἀφήνουν τήν τελική γνώμη στόν Θεό, ὥστε τήν ἐκλογή νά τήν κάνει ὁ Θεός.

Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νά κάνει κανείς καί μέ τόν ἑαυτό του. Ἔχω τοῦτο τό ἔργο νά κάνω, ἔχω ἐκεῖνο τό ἔργο νά κάνω, φωτίζει ὁ Θεός νά πάω ἐκεῖ, νά ἐνεργήσω ἔτσι, νά ἐκδηλωθῶ ἔτσι, νά φροντίσω ἔτσι, ἀλλά τελικά ὁ Θεός ξέρει τί θά κάνει, ἄν τό κάνει, πῶς θά κάνει, πότε θά τό κάνει, πότε θά γίνει αὐτό πραγματικότητα.

Πρότειναν δύο. Νά ποῦμε στό σημεῖο αὐτό κάτι πού ἴσως δέν εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ λέξη κληρικός προέρχεται ἀπό τή λέξη κλῆρος πού σημαίνει λαχνός, κλήρωση. Καί ὀνομάζονται ἔτσι οἱ κληρικοί, ἐπειδή στό παρελθόν γιά τήν ἀνάδειξή τους στό ἀξίωμα αὐτό γινόταν κλήρωση. Κανονικά δηλαδή ἔτσι ἔπρεπε νά γίνεται καί τώρα, ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ματθία. Προκειμένου, π.χ., νά ἐκλεγεῖ κάποιος ἐπίσκοπος, ἀνθρωπίνως θά κάνουν οἱ ὑπεύθυνοι ὅ,τι χρειάζεται νά κάνουν, ἀλλά τήν τελική κρίση νά τήν ἀφήσουν στόν Θεό. Καί νά ἐκλεγεῖ αὐτός πού θά ἐκλεγεῖ –πού θά τόν ἐκλέξει ὁ Θεός– διά κλήρου.

Πρότειναν δύο: τόν Ἰωσήφ, πού τόν ἔλεγαν Βαρσαββᾶ καί πού πῆρε τό ὄνομα Ἰοῦστος, καί τόν Ματθία. Ὕστερα προσευχήθηκαν καί εἶπαν: «Ἐσύ, Κύριε, πού ξέρεις τίς καρδίες ὅλων, δεῖξε μας ποιόν ἀπό τούς δύο αὐτούς διάλεξες νά ἀναλάβει τή θέση στό λειτούργημα αὐτό καί στήν ἀποστολή πού ἐγκατέλειψε ὁ Ἰοῦδας καί πῆγε στή θέση πού τοῦ ἄξιζε.

Προσευχήθηκαν. Ταπεινά, ἁπλά, λένε τήν ὅλη ἀλήθεια πού θέλουν νά ποῦν στόν Θεό. Ἐμπιστεύονται· τά ἀφήνουν στόν Θεό: «Ἐσύ ξέρεις ποιόν θέλεις νά διαλέξεις».

Ὕστερα ἔβαλαν κλήρους μέ τά ὀνόματά τους, κι ὁ κλῆρος ἔπεσε στόν Ματθία, πού προστέθηκε στούς ἕντεκα ἀποστόλους. Κι ἔτσι αὐτός ἔγινε ὁ δωδέκατος ἀπόστολος.

***

 

Ὁ Χριστός διάλεξε τούς δώδεκα ἀποστόλους. Ἀλλά δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς νά σέ διαλέξει ὁ Θεός· χρειάζεται καί νά ἀνταποκριθεῖς. Κι ἕνας ἀπό αὐτούς δέν ἀνταποκρίθηκε. Ἡ μικρή αὐτή ὁμάδα, πού θά εἶναι τά πρῶτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας –καθώς θά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά τούς ἁγιάσει, καί θά ἱδρυθεῖ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία– καί εἶναι σάν κατηχούμενοι τώρα, κάνουν τό ἀνθρώπινο, τό ἀφήνουν τό θέμα στόν Θεό, καί ὁ Θεός διαλέγει τόν Ματθία.

Αὐτά βέβαια μοιάζουν νά εἶναι ἁπλά, συνηθισμένα πράγματα. Τόν τελευταῖο καιρό συχνά λέμε ὅτι ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς θά μποροῦσε νά μήν ὑπάρχει, νά μήν εἶχε ἔρθει στήν ὕπαρξη. Γιά σκεφτεῖτε τί σημαίνει αὐτό. Ὑπάρχουμε, ἀλλά μπορεῖ νά μήν ὑπήρχαμε.

Δέν ξέρω, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε: ἤ ὑπάρχεις –σέ φέρνει ὁ Θεός στήν ὕπαρξη τή συγκεκριμένη στιγμή· διότι κάθε φορά ἔρχεται στήν ὕπαρξη ἀπό τήν ἀνυπαρξία ἕνας ξεχωριστός ἄνθρωπος– ἤ δέν ὑπάρχεις. Ἡ δική μας ἡ περίπτωση ἦταν τότε πού ἦταν, καί μᾶς ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη.

Ὅπως λοιπόν ἤ φέρνει ὁ Θεός κάποιον ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη ἤ ὄχι, ἔτσι, θά λέγαμε, ἤ διαλέγει κάποιον ὁ Θεός ἤ ὄχι. Ἐδῶ διαλέγει τόν Ματθία, πού εἶναι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος. Καί ὅπως ἔκανε πιό μπροστά ὁ Κύριος, πού διάλεξε καί τόν πρῶτο καί τόν δεύτερο καί τούς ὑπόλοιπους ἀποστόλους, καί ἀπό ἐκεῖ πού δέν ἦταν ἀπόστολοι, ἀλλά συνηθισμένοι ἑβραῖοι, τούς ἔκανε μαθητάς του, ἔτσι καί τώρα κάνει, πού διαλέγει τόν Ματθία, καί τόν κάνει ἀπόστολο. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα, σέ κάθε ἐποχή ἐκλέγει, διαλέγει ἀνθρώπους ὁ Θεός.

Καί κάποια στιγμή, λοιπόν, κάλεσε κι ἐμᾶς καί μᾶς ἔκανε δικούς του διά τοῦ βαπτίσματος. Θά μποροῦσε ὁ Θεός νά οἰκονομήσει ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά γεννηθοῦμε δέν ξέρω ποῦ καί ἀπό ποιούς. Ὅμως τά οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε ἀπό τή γέννησή μας νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ σώματός του, νά βαπτιστοῦμε, νά ἀνήκουμε στόν Χριστό, νά εἴμαστε δικοί του. Πάντοτε ὅμως μένει αὐτό ἐδῶ, ὅτι δηλαδή δέν ἀρκεῖ ἡ ἐκλογή, πού εἶναι τό ἅπαν ἀπό μιά πλευρά, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη καί νά ἀνταποκριθεῖς. Πῶς ὅμως θά ἀνταποκριθεῖς, ἅμα δέν συνειδητοποιήσεις τήν ἐκλογή;

Ὑποθέτω πώς, ὅταν συνειδητοποιήσεις ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος καί στή συνέχεια χριστιανός, ὅταν συνειδητοποιήσεις τί εὔνοια σοῦ ἔδειξε ὁ Θεός, τί ἔγινε σ᾿ ἐσένα, ὅτι δηλαδή πολύ-πολύ εἰδικά ὁ Θεός ἀσχολήθηκε μ᾿ ἐσένα, συγκλονίζεσαι –ὅπως γίνεται σέ ὅλες τίς παρόμοιες περιπτώσεις. Καί μόλις ἀρχίσεις νά τά μελετᾶς αὐτά, σέ φωτίζει ὁ Θεός, καί τά μελετᾶς καλύτερα καί τά νιώθεις καλύτερα, καί μετά ἔχει ἄλλη διάσταση τό ὅλο πράγμα.

Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἀκόμη περισσότερο φιλοτιμεῖσαι νά ἀνταποκριθεῖς. Δέν εἶναι μόνο αὐτό. Δέν γίνονται αὐτά ξέρετε ἁπλῶς μέ τό νά πεῖς: «Νά τώρα ἀρχίζω νά φιλοτιμοῦμαι καί νά ἀνταποκρίνομαι». Δέν γίνονται ἔτσι. Ἄν δέν πιάσεις, δέν νιώσεις μέσα στήν ὕπαρξή σου, ἄν δέν συλλάβεις καί μέ τό μυαλό σου καί μέ τήν καρδιά σου αὐτό τό φοβερό ἔργο, ὅτι σέ ἔφερε ὁ Θεός ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, σέ ἔκανε χριστιανό καί σέ θέλει αἰώνια μαζί του ἅγιο, δέν ἀνταποκρίνεσαι ἀνάλογα καί δέν προκόπτεις πνευματικά.

 

***

 

Κι ἄν ἀκόμη ἔρθει σάν πειρασμός –πού κανενός τό μυαλό δέν πρέπει νά πάει ἐκεῖ– ἡ σκέψη: «Δέν μέ ρώτησε ὁ Θεός καί μέ ἔφερε στήν ὕπαρξη, μέ ἔκανε χριστιανό», μή δώσεις σημασία. Βέβαια, εἶσαι ἐλεύθερος ἐσύ νά φύγεις ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά, μήν τό πάρεις ἔτσι. Ἅμα τό συλλάβεις τό ὅλο θέμα –Μέ τόν Θεό ἔχεις νά κάνεις. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ. Δέν ξέρει τί κάνει; Δέν ξέρει τί πλάσμα ἔκανε; Δέν ἤξερε ποιόν βαπτίζει καί τόν κάνει χριστιανό καί τόν ἔχει στήν Ἐκκλησία του;– εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἀνταποκριθεῖς ἀνάλογα. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Παθαίνει μετά ὁ ἄνθρωπος· παθαίνει. Ὑφίσταται πνευματική, ἄς ποῦμε, ἀλλοίωση, νιώθει πνευματική μέθη. Καί μετά ἀρχίζει αὐτή ἡ πορεία: λίγο ἀκόμη δέχεται χάρη ὁ ἄνθρωπος, λίγο ἀκόμη καί λίγο ἀκόμη· καί δέν ἔχει τελειωμό αὐτή ἡ πορεία. Κάθε φορά νομίζεις ὅτι ὅλα ἔγιναν τώρα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, καί τήν ἀμέσως ἑπομένη στιγμή βλέπεις ὅτι μπροστά σου ἔχει ὁ Θεός ἀκόμη νά σοῦ δώσει. Διότι δέν ἐξαντλεῖται τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἡ ζωή, ἡ χάρη πού δίνει ὁ Θεός. Ὅσο καί νά χορτάσεις, ἔχεις ἀκόμη διάθεση καί ἄλλο νά προσλάβεις.

Αὐτά δέν εἶναι ἁπλῶς νά τά λέμε. Εἶναι ἀλήθειες. Καί ἐδῶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδειξε καί δείχνει φοβερή εὔνοια ὁ Θεός. Καί τώρα πού εἴμαστε ἐδῶ καί δέν εἴμαστε κάπου ἀλλοῦ καί λέμε αὐτά καί σκεπτόμαστε ἔτσι εἶναι καί αὐτό εὔνοια Θεοῦ. Γιά, νά ἀφεθοῦμε λίγο στή ζεστασιά αὐτή τοῦ Θεοῦ. Πολλά θά προκύψουν.

 

9-8-2004