Θεομητορικες Εορτες
A+
A
A-

195. Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

 

Αὐτές τίς ἡμέρες στό ἐξομολογητήριο, πῶς μοῦ ἦρθε καί σέ δυό περιπτώσεις εἶπα στόν ἐξομολογούμενο πού εἶχα μπροστά μου, ῾῾ναί, θά πᾶς στόν παράδεισο᾿᾿. Καί φαίνεται πώς ἄρεσε πάρα πολύ. Ὅπως ἐπίσης σήμερα σ᾿ ἕνα-δυό ἤ καί περισσοτέρους ἔθεσα τό ἐρώτημα, ῾῾εἶσαι εὐτυχισμένος;᾿᾿ Μπορεῖ καί τό ἕνα καί τό ἄλλο ὄχι μόνο νά μήν εἶναι τυχαῖα, ἀλλά καί νά ἔχουν μεγάλη σχέση μ᾿ αὐτό πού ζοῦμε αὐτήν τήν ὥρα ἔξω ἀπό τόν ναό –καί μέσα ναός εἶναι καί ἔξω ναός εἶναι– κάτω ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, μέσ᾿ στή νύχτα, μέσ᾿ στή σιωπή. Μπορεῖ ὅλα αὐτά νά ᾿χουν μιά σχέση, καί νά ᾿χουν σχέση μέ μᾶς. Γιατί ὅλα εἶναι γιά μᾶς. Ὅπως λέγαμε κι αὐτές τίς ἡμέρες, ἄν ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔγινε γιά μᾶς, ἄν ὁ Κύριος μᾶς δίνει τήν Χάρι, τή δίνει γιά μᾶς, ἄν μᾶς ἁγιάζει, ἐμᾶς ἁγιάζει, ἄν μᾶς χαριτώνει, ἄν μᾶς εὐλογεῖ…

 

Ἡ μεγάλη ἀλήθεια:

Ὁ Θεός μᾶς υἱοθετεῖ, μᾶς κάνει τέκνα του

 

Ἄσχετα ποιοί εἴμαστε, νομίζω ὅτι δέν εἶναι δύσκολο αὐτήν τήν ὥρα νά ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε μάλιστα ἰδιαίτερα ἀπόψε τήν Παναγία πού μᾶς σκεπάζει, τήν Παναγία πού μᾶς εὐλογεῖ, τήν Παναγία πού μᾶς προστατεύει, καί μποροῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ταπεινά-ταπεινά, νά νιώσουμε ὅτι εἴμαστε παιδιά του, ὅτι εἴμαστε οἱ ἀγαπημένοι του, ὅτι εἴμαστε οἱ λελυτρωμένοι. Εἶναι κάτι πού δέν τό ᾿χουμε τονίσει ἔτσι καί πρέπει ν᾿ ἀρχίσουμε νά τό τονίζουμε, ὅτι τό ὅλο ἔργο πού κάνει ὁ Κύριος σέ μᾶς πού βαπτιζόμαστε καί γινόμαστε χριστιανοί καί εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, πού συγχωράει τίς ἁμαρτίες μας καί γενικά συμμετέχουμε στά μυστήρια, πού μᾶς ἀξιώνει νά προσευχόμαστε καί ἀκούει τίς προσευχές μας, τό ὅλο ἔργο συγκεντρώνεται σ᾿ αὐτήν τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεός μᾶς υἱοθετεῖ, μᾶς κάνει τέκνα του. Ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νά λέμε ὅτι μᾶς σώζει ὁ Θεός καί μᾶς δίνει τοῦτο, μᾶς δίνει ἐκεῖνο, κι ἄλλο εἶναι τελικά νά ξέρουμε ὅτι μᾶς κάνει τέκνα του, μᾶς υἱοθετεῖ. «Ὅσοι τόν δέχθηκαν, τούς ἀξίωσε νά γίνουν τέκνα Θεοῦ», ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης.

Τή βραδιά αὐτή πού γιορτάζουμε τήν Παναγία καί εἶναι ἡ γιορτή της στόν οὐρανό καί στή γῆ, τήν Παναγία πού εἶναι ἡ μητέρα μας, πού συνέπραξε στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ταπεινά-ταπεινά μέσ᾿ στή σιωπή τῆς νύχτας, μέσ᾿ στήν ὀμορφιά τῆς νύχτας, μέσ᾿ στήν ὅλη ἀκολουθία –εἶναι σάν νά συνεχίζεται ἡ ἀκολουθία, τώρα πού κάνουμε τήν ὁμιλία ἔξω ἀπό τόν ναό– νά νιώσουμε ὅτι εἴμαστε κάτω ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τήν ὅλη σκέπη τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται Πατέρας μας, μᾶς υἱοθετεῖ, μᾶς κάνει παιδιά του, καί θέλει νά τό νιώσουμε αὐτήν τήν ὥρα: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτό ἄρχισε ἀπό πέρσυ, καί ὁ Θεός ὅλο τόν χρόνο αὐτό, ἄς ποῦμε, μᾶς προτρέπει νά τό σκεπτόμαστε καί ὅλο μᾶς βοηθάει νά τό νιώσουμε καλύτερα. Εἶναι πολύ σημαντικό νά νιώσουμε ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ.

Ἀπό κάποια πλευρά ὅπου οἱ χριστιανοί εἶναι μαζεμένοι στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καλή ὥρα τώρα ἐμεῖς ἐδῶ, ἄλλοι ἀλλοῦ, ἀπό κάποια πλευρά εἴμαστε ἀκριβῶς –τόν τελευταῖο καιρό πάρα πολύ ἔρχεται στόν νοῦ μου αὐτό καί πολύ μέ συνέχει– ὅπως ὅταν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἦρθε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἔκανε πνευματέμφορους ὅλους ἐκείνους πού ἦταν ἐκεῖ στό Ὑπερῶο, καί ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία. Ὅσοι ἐβαπτίζοντο ἐγίνοντο χριστιανοί, ἐγίνοντο μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

 

Μήν ἀμφιβάλλουμε ὅτι θά πᾶμε στόν παράδεισο

 

Διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί συγκεντρώνονταν γιά νά προσευχηθοῦν ὅλοι μαζί –κάποια φορά μάλιστα, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, καθώς προσεύχονταν ἔγινε σεισμός, μιά ὁλοζώντανη ἔνδειξη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ– συγκεντρώνονταν λοιπόν γιά νά φᾶνε μαζί, κυρίως γιά νά τελέσουν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλά καί νά συζητήσουν, γιατί χρειαζόταν καί νά συζητοῦν. Ὅλοι αὐτοί ἦταν τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ στή γῆ ζοῦσαν, ἀλλά ἦταν τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔτσι τούς ἔβλεπε ἀπό πάνω, καί ὅλοι ἔτσι ἔνιωθαν. Βέβαια ἐκεῖ ἦταν κάτι τό μοναδικό, μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτοί ἦταν τά πρῶτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλοι πιό πέρα δέν ὑπῆρχαν, γιατί ἀπό κεῖ ξεκίνησε ἡ πρώτη ὁμάδα. Ὅμως ξέρουμε καλά ὅτι ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί πού ὑπάρχουν στόν κόσμο εἶναι ἡ μία Ἐκκλησία. Ἀλλά καί ὅπου εἶναι μιά ὁμάδα χριστιανῶν, περισσότεροι, ὀλιγότεροι, εἶναι ἐπίσης ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Ὄχι μόνοι τους, ἀλλά μέ τούς κληρικούς. Ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἡ κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ ὁρατή κεφαλή εἶναι ὁ ἐπίσκοπος τῆς κάθε ἐπαρχίας.

Ἐνθυμεῖσθε πού λέγαμε γιά ἕναν κυλινδρικό χάρακα ὅτι ὅλος ὁ χάρακας εἶναι ἕνας κύκλος. Ἄν κόψουμε φέτες-φέτες τόν χάρακα αὐτό, ἡ κάθε φέτα ἐπίσης εἶναι κύκλος καί ὅσες φέτες κόψουμε, ἡ καθεμιά εἶναι ὁ ὅλος κύκλος. Μ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ὅλον, καί τό ἄθροισμα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶναι ἡ μία Ἐκκλησία, ὅμως καί ἡ κάθε τοπική Ἐκκλησία εἶναι ἡ μία Ἐκκλησία. Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως λοιπόν ὅπως ἄλλοι ἀλλοῦ, καί ἐμεῖς αὐτήν τήν ὥρα ἐδῶ μποροῦμε ἔτσι νά νιώσουμε. Δέν εἶναι τολμηρό, μή φοβηθοῦμε, δέν ἔχει θράσος τό πράγμα, ἀφοῦ αὐτό θέλει ὁ Θεός, νά μᾶς κάνει τέκνα του, καί νά τόν νιώθουμε Πατέρα. Συγκεντρωθήκαμε ἐδῶ, νά κάνουμε τήν ὅλη ἀκολουθία ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Παναγίας στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί μᾶς ἐμποδίζει;

Ἐνθυμεῖσθε τήν περίπτωση τοῦ εὐνούχου τῆς Κανδάκης, πού ἀναφέραμε μιά μέρα. Καθώς τοῦ μιλοῦσε ὁ Φίλιππος γιά τόν Χριστό, γιά τό βάπτισμα, ἔφθασαν σ᾿ ἕνα τόπο πού εἶχε νερό, καί εἶπε: «Τί μ᾿ ἐμποδίζει, τώρα νά βαπτισθῶ;» Βαπτίσθηκε καί ἔγινε χριστιανός. Τί μᾶς ἐμποδίζει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά νιώσουμε ὅτι εἴμαστε παιδιά του, ὅτι εἶναι Πατέρας μας, καί νά ἡμερέψει ἡ ψυχή μας, νά εἰρηνεύσει ἡ ψυχή μας, νά γλυκάνει ἡ ψυχή μας, ν᾿ ἀνοίξει ἡ ψυχή μας, νά ἔχουμε μιά κοινωνία μέ τήν Παναγία, μέ τόν Χριστό, ἀπόψε, αὐτήν τήν ὥρα; Μοῦ φαίνεται ὅτι πάνω μας ἡ Παναγία ἔχει ἁπλώσει ὅλη τήν Χάρι της, μᾶς σκεπάζει καί χαίρεται. Τί μᾶς ἐμποδίζει ἔτσι νά νιώσουμε; Νά μετανιώσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανιώσουμε γιά τά ἐλαττώματά μας, νά ταπεινωθοῦμε. Εἶναι πολύ σημαντικό. Αὐτό ἐμεῖς θά τό νιώσουμε ἐδῶ, κάποιοι ἄλλοι ἀλλοῦ. Τό λέμε αὐτό, γιά νά ἐξηγούμεθα, μή γίνει καμιά παρεξήγηση.

Πῶς ἔπειτα νά μήν πεῖ κανείς ὅτι δέν ἔχουμε καμιά ἀμφιβολία ὅτι θά πᾶμε στόν παράδεισο; Πῶς ἔπειτα νά μή θέσει κανείς τό ἐρώτημα ῾῾εἶσαι εὐτυχισμένος, εἴμαστε εὐτυχισμένοι;᾿᾿ Δηλαδή ἔχουμε τή χαρά τοῦ Κυρίου μέσα μας, ἔχουμε αὐτήν τήν ἐλπίδα μέσα μας, ἔχουμε ὅλη αὐτήν τήν εὐλογία μέσα μας; Ὄχι τόσο μέ τήν ἔννοια νά πάρουμε τήν ἀπάντηση ῾῾ὄχι᾿᾿, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ῾῾ναί, εἴμαστε μέσα στή χαρά τοῦ Θεοῦ᾿᾿. Ἀκριβῶς ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Εἶναι κάτι τό ὁποῖο ἀρχίζει ἀπό τόν ἐδῶ κόσμο καί τελειώνει στόν ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται τό πλήρωμα τέλειο. Κάπως ἔτσι, παρακαλῶ, νά σκεφθοῦμε, κάπως ἔτσι μέσα ἀπ᾿ τήν καρδιά μας νά νιώσουμε, μέσα στήν καρδιά μας νά προσευχηθοῦμε, μέσα ἀπό τήν καρδιά μας νά ἐλπίσουμε, νά πιστεύσουμε. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀλήθεια.

Τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἦρθε ἕνας λογισμός, δηλαδή κάτι ἀπ᾿ αὐτά τά καλά πού στέλνει ὁ Θεός, ὅταν ἐκεῖνος θέλει. Ὅπως οἱ Πατέρες διδάσκουν, καί ἔχουμε πεῖ, ξαφνικά ὁ Θεός στέλνει ἕνα φῶς, ξαφνικά ὁ Θεός στέλνει μιά Χάρι, ξαφνικά μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του, δίνει μιά ἑρμηνεία, δίνει μιά ἐξήγηση, ἀποκαλύπτει μιά ἀλήθεια. Καί πραγματικά ἦταν μιά φανέρωση τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, καί ἀμέσως κανείς αἰσθάνεται ἀλλιῶς, νιώθει ἀλλιῶς, βιώνει ἀλλιῶς. Αὐτό πού ἔχουμε ἀναφέρει, ἀλλά τό διαβάζουμε καί στά πατερικά, ὅτι τή μιά στιγμή κανείς μπορεῖ νά εἶναι στήν κόλαση καί τήν ἄλλη νά εἶναι στόν παράδεισο. Τόσο εὔκολα δηλαδή μποροῦν νά ἀλλάξουν τά πράγματα.

Ἔτσι λοιπόν καθώς ὁ Θεός μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα νόημα, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, μᾶς ἀποκαλύπτει τήν Χάρι του, αὐτήν τήν ὥρα πού εἴμαστε τώρα ἐδῶ καί θά συνεχίσουμε καί θά τελειώσουμε ὥς τό πρωί τήν ἀγρυπνία, πολλοί μάλιστα, νομίζω, θά κοινωνήσουν, ἄσχετα τί νιώθαμε μέχρι πρίν ἀπό λίγο, ἄσχετα πόσο ἁμαρτωλοί εἴμαστε, στήν πραγματικότητα ἔχουμε νά κάνουμε μέ τόν Θεό. Νά σκεφθοῦμε τόν Θεό, νά πιστεύσουμε στόν Θεό, νά ἐλπίσουμε στόν Θεό. Δέν μᾶς ἐμποδίζει τίποτε, τουναντίον ἐπιβάλλεται νά σκεφθοῦμε ὅτι μᾶς σκεπάζει ὁ Θεός, ὅτι εἶναι ἐπάνω μας ὁ Θεός, ὅτι εἶναι ἐπάνω μας ἡ Παναγία. Σέ μᾶς ψιθυρίζουν καί σ᾿ ὅποιον ἄλλο χριστιανό ὅτι «ναί, γιά σᾶς εἶναι ὁ παράδεισος, γιά σᾶς εἶναι ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ, γιά σᾶς εἶναι ὅλες οἱ εὐλογίες». Τί ἄλλο θέλει κανείς, τί ἄλλο θέλει;

 

Δές τό φῶς νά τό χαρεῖς. Ἄστο τό σκοτάδι, ἄς ὑπάρχει

 

Ἀλλά, παρακαλῶ, νά προσέξουμε. Μερικές φορές ἡ κίνηση πού κάνει μέσα ἡ καρδία, ἡ κίνηση πού κάνει μέσα ὁ νοῦς μας, ἡ ψυχή μας, εἶναι ἀκριβῶς πῶς κανείς… Προχθές καθώς ἐπέστρεφα μέ τό ἀεροπλάνο, μοῦ ᾿κανε ἐντύπωση κάτι πού τό εἶχα παρατηρήσει κι ἄλλη φορά. Καθώς εἶχε σύννεφα, πρόσεξα πώς ὅταν κοιτοῦσα ἀπό τά παράθυρα πού ἦταν δεξιά μας, δηλαδή κοιτοῦσα βορειοανατολικά, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μέρα, ὑπῆρχε ἕνα σκοτάδι. Καί μόλις γύρισα τά μάτια πρός τά παράθυρα τῆς ἄλλης πλευρᾶς τοῦ ἀεροπλάνου πού ἦταν, ἄς ποῦμε, νοτιοδυτικά, δηλαδή ἦταν πρός τόν ἥλιο καί κάπως ἀπό κεῖ φαινόταν ὁ ἥλιος, ὑπῆρχε φῶς. Ἀπό κεῖ ἦταν φωτεινά, ἀπό δῶ ἦταν σκοτεινά. Καί ἔμοιαζε δηλαδή σάν νά ἦταν τό ἀεροπλάνο σέ τέτοια θέση, πού ἀπό κεῖ ἦταν τό σκοτάδι, ἀπό δῶ ἦταν τό φῶς.

Νά, ἔτσι εἶναι στήν πνευματική ζωή. Τί εἶναι τό ὅτι κανείς εἶναι ὀλιγόπιστος, τό ὅτι δέν συνήθισε νά ἐλπίζει ἤ ἔχει κάποια κρατούμενα μέσα του ἤ ἔχει κάποιες καταστάσεις μέσα του, προπαντός ὅταν μπερδεύονται καί τά ἄρρωστα πράγματα; Τί εἶναι ὅλα αὐτά; Εἶναι σάν νά κοιτᾶς πρός τά κεῖ πού εἶναι τό σκοτάδι. Αὐτό πού χρειάζεται εἶναι νά παύσεις νά κοιτᾶς πρός τά κεῖ καί νά κοιτάξεις ἀπό τήν ἄλλη πλευρά καί, νά, τό φῶς. Ναί, αὐτό εἶναι μιά ἀλήθεια. Ὅποια κρατούμενα κι ἄν ἔχει κανείς, ὅποιες ἀκαταστασίες, ὅποια ἀτακτοποίητα πράγματα κι ἄν ἔχει, ὅποιο κομφούζιο κι ἄν ἔχει μέσα του, ὅποιο σκοτάδι κι ἄν ἔχει, εἴτε μέσα στήν καρδιά τό νιώθει εἴτε μέσα στόν νοῦ του τό ᾿χει, νά τά ἀφήσει, νά μήν τά δώσει σημασία. Δέν εἶναι τόσο θέμα, ῾῾ἄχ τί θά τά κάνω, γιατί δέν φεύγουν᾿᾿, ὅσο εἶναι νά παύσεις νά τά κοιτᾶς, νά παύσεις νά τά προσέχεις, νά παύσεις νά τά δίνεις σημασία. Εἶναι τό σκοτάδι, εἶναι ἡ περιοχή ἡ δαιμονική, εἶναι ἡ περιοχή αὐτή πού ὑπάρχει ἡ σύγχυση. Γύρνα πρός τήν ἄλλη πλευρά, καί ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Θεός, ἐκεῖ εἶναι ὄντως φῶς, εἶναι ὄντως ὅλα φωτεινά, εἶναι ὄντως ὅλα ὡραῖα, εἶναι ὄντως ὅλα χαρούμενα, ἐκεῖ εἶναι ὄντως ὁ παράδεισος. Ὅσο κι ἄν σᾶς φαίνεται παράδοξο, τήν παραμικρή ἀμφιβολία δέν θά εἶχα ὅτι, ναί, αὐτήν τήν ὥρα ὁ Κύριος μᾶς βάζει στόν παράδεισο. Ὅπως τήν παραμικρή ἀμφιβολία δέν θά εἶχε κανείς ὅτι αὐτήν τήν ὥρα μποροῦμε νά θεωροῦμε πώς ὅλα εἶναι τακτοποιημένα, ἀφοῦ τά ἀναλαμβάνει ὁ Θεός. Γύρνα τά μάτια τῆς ψυχῆς, τά μάτια τῆς καρδιᾶς, τά μάτια τοῦ εἶναι σου καί δές τό φῶς, δέξου τό φῶς, νά χαρεῖς τό φῶς. Ἄστο τό σκοτάδι, ἄς ὑπάρχει.

Τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα ἐκεῖνο πού λέγαμε στίς ὁμιλίες τῆς Κυριακῆς, ὅταν ἀναφερθήκαμε, ἄν ἐνθυμεῖσθε, στά γονίδια ὅτι αὐτά δέν ἀλλάζουν. Εἴχαμε πεῖ ὅτι, ὅπως ὁ Χριστός μπῆκε μέσα στόν τάφο, ἀλλά καί βγῆκε ἀπό τόν τάφο, καί ὁ μέν τάφος παραμένει στήν θέση του, ὁ Χριστός ὅμως δέν κάθησε ἐκεῖ, ἀλλά ἀναστήθηκε, ἔτσι λοιπόν δέν χρειάζεται ἐνασχόληση ῾῾τί θά γίνουν τά γονίδια, τί θά γίνει μέ τά γονίδια᾿᾿. Ἄς ὑπάρχουν, ὅπως οἰκονόμησε ὁ Θεός νά ὑπάρχουν, σάν ἕνας τάφος. Δέν χρειάζεται νά ἀσχοληθοῦμε, τί θά γίνει μέ τό σκοτάδι, τί θά γίνει μέ τή σύγχυση, τί θά γίνει μέ τό ὅποιο μπέρδεμα. Ἐμεῖς ταπεινωνόμαστε, καί τά χρησιμοποιοῦμε ὅλα αὐτά ἀκριβῶς γιά νά ταπεινωθοῦμε, τά χρησιμοποιοῦμε ὅλα αὐτά γιά νά φύγει τό θράσος πού ἔχει κανείς, γιά νά φύγει ἡ τάση γιά ἔπαρση πού ἔχει κανείς, γιά νά μετανοήσει καί νά στραφεῖ πρός τόν Κύριο. Κι ἄς κάθεται τό σκοτάδι, κι ἄς κάθονται ὅλα τ᾿ ἄλλα. Θά ᾿χουν νά κάνουν μέ τόν Θεό, ὄχι μέ μᾶς. Ἐμεῖς ξεγλυτώνουμε, εἴμαστε στά χέρια τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε στό φῶς τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε στόν παράδεισο, εἴμαστε στή χαρά τοῦ Θεοῦ.

 

15-8-1997