Θεομητορικες Εορτες
A+
A
A-

181. 5η Παράκληση «…Ἐμφανίσω ἐμαυτόν»

5η Παράκληση

«…Ἐμφανίσω ἐμαυτόν»

Ὁ Κύριος ἦταν πάντοτε ὅπως φανερώθηκε τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, ἀλλά ἔκρυβε ἑαυτόν. Διότι ἡ δόξα αὐτή, ἡ λαμπρότητα αὐτή, τό φῶς αὐτό, δέν εἶναι τόσο γιά τόν κόσμο αὐτόν, ὅσο εἶναι γιά τόν ἄλλο. Ἐδῶ λίγο. Ὁ Χριστός ἦταν αὐτός πού ἦταν, ἀλλά οἱ μαθηταί του δέν τόν ἔβλεπαν, διότι δέν φανερωνόταν ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε μετά τήν Ἀνάσταση, μετά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Χριστός ἦταν συνεχῶς φανερός μέσα στίς καρδιές τῶν Ἀποστόλων, ὅσο βέβαια μπορεῖ νά εἶναι σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ ὅτι ἐκεῖνος πού τόν ἀγαπᾶ, θά τηρήσει τίς ἐντολές του, καί θά ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα, θ᾿ ἀγαπηθεῖ καί ἀπό τόν Κύριο καί πρόσθεσε ὁ Κύριος, «ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν»1. Δηλαδή εἶχε πεῖ ὅτι θά ἐμφανίσει τόν ἑαυτό του, σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θά τόν ἀγαπήσει καί θά δείξει τήν ἀγάπη του αὐτή ἐφαρμόζοντας, τηρώντας τίς ἐντολές του.
Οἱ Ἀπόστολοι πού βγῆκαν στόν κόσμο νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο, δέν ἐνθυμοῦνται ἁπλῶς ὅτι εἶχαν δεῖ τόν Χριστό, ὅτι τόν εἶδαν νά θαυματουργεῖ, ὅτι εἶχαν ζήσει μαζί μέ τόν Χριστό καί ἔφαγαν μαζί του. Αὐτά τά εἶχαν ὑπόψιν τους καί πρίν τόν ἐρχομό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι ζοῦσαν κάθε μέρα μέ τόν Χριστό, ὅμως ἔπρεπε νά ρθεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά τούς φανερώσει αὐτό τό ὁποῖο ἔβλεπαν συνεχῶς καί δέν τό καταλάβαιναν. Γι᾿ αὐτό μετά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού πίστευαν στόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν διά τῶν Ἀποστόλων, ἐδέχοντο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐδέχοντο αὐτό τό φῶς, εἶχαν μέσα τους τόν Χριστό, καί τόν αἰσθάνονταν καί τόν ἔβλεπαν.

Ὁ Κύριος ὡς Θεάνθρωπος εἶναι γιά ὅλους, ὅμως γιά τούς πολλούς μένει κρυμμένος

Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ Κύριος θά ἐμφανισθεῖ στούς δικούς του κυρίως στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά ὅμως διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμφανίζεται καί σ᾿ αὐτήν τή ζωή, ὅσο μπορεῖ νά δεχθεῖ ἕνας ἄνθρωπος. Ἐκεῖνο πού θέλω ὅμως νά τονίσω, ἀδελφοί μου, εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ καί ἔμεινε κρυμμένος. Καί ἐνῶ διαβάζουμε γιά τούς Ἀποστόλους καί γιά τούς ἁγίους ὅτι εἶδαν τόν Χριστό, ἐμφανίσθηκε σ᾿ αὐτούς ὁ Χριστός, ἔζησαν τόν Χριστό, πάλι ὅμως γιά τούς πολλούς ὁ Χριστός ἔμενε καί μένει κρυμμένος.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἡ Παναγία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, δάνεισε τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Χριστό, δάνεισε τή σάρκα της στόν Χριστό· αὐτήν τή σάρκα πού εἶχε ὁ Χριστός τοῦ τήν ἔδωσε ἡ Παναγία. Ἡ Παναγία ἐπίσης δέν εἶναι μόνο αὐτή ἡ ὁποία ἀκούει τίς προσευχές, δέν εἶναι μόνο αὐτή πού ἀκούει τούς πιστούς, ὅταν ἐπικαλοῦνται τή βοήθειά της, καί τούς βοηθάει στίς διάφορες δυσκολίες, στίς διάφορες ἀνάγκες καί στίς ἀσθένειες, ἀλλά εἶναι ἡ γλυκιά μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι αὐτή ἡ ὁποία κυοφόρησε τόν Χριστό πού εἶναι Θεός, ὁ ὁποῖος ἐμφανίσθηκε ἐν δόξῃ ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, καί πού εἶναι φῶς, πού εἶναι λαμπρότης, πού εἶναι ἀγαλλίαση, πού εἶναι εὐφροσύνη. Καί ἄν ὅλο αὐτό πού εἶναι ὁ Χριστός, μεταδίδεται στόν καθένα πού θά δεχθεῖ τόν Χριστό, στόν καθένα πού θά πιστεύσει στόν Χριστό, πόσο περισσότερο μετεδόθη αὐτό στήν Παναγία;

Λίγοι ἔχουμε πραγματική ἐπικοινωνία μέ τήν Παναγία

Ἄν ὁ καθένας λίγο-πολύ ὅταν πιστεύσει στόν Χριστό καί δεχθεῖ τόν Χριστό, θεοῦται, γίνεται Χριστός, χριστοποιεῖται, πόσο μᾶλλον ἡ Παναγία, ἡ ὁποία Παναγία εἶναι ἡ ἔνδοξη, ἡ λαμπρή, ἡ φωτεινή, ἡ γλυκιά μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅλο αὐτό τό ἔχει ὄχι ἁπλῶς γιά τόν ἑαυτό της, διότι αὐτή καί ἀπολαμβάνει αὐτήν τήν πραγματικότητα καί τή ζεῖ αὐτήν τήν πραγματικότητα, ἀλλά, ἀφοῦ εἶναι μητέρα μας, αὐτό ἐπίσης εἶναι γιά ὅλους μας. Ὅμως ὅπως ὁ Χριστός μένει κρυμμένος, ἔτσι καί ἡ Παναγία μένει κρυμμένη, ὄχι γιατί θέλει νά κρύβεται ὁ Χριστός, καί ὄχι γιατί θέλει νά κρύβεται ἡ Παναγία.
Ὁ Χριστός ὅ,τι ἔκανε, ὅ,τι κάνει καί ὅ,τι φανέρωσε, τό κάνει, τό φανέρωσε, τό φανερώνει γιά ὅλους. Ὁ Χριστός, ὅ,τι εἶναι ὡς Χριστός, ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι γιά ὅλους, καί ἡ Παναγία εἶναι γιά ὅλους. Δέν ἐξαιρεῖται κανένας. Τελικά ὅμως λίγοι βλέπουν τόν Χριστό, λίγοι κοινωνοῦν μέ τόν Χριστό, τόν ἔνδοξο Χριστό, τόν φωτεινό Χριστό, πού εἶναι γλυκασμός. Λίγοι ἐπίσης ἐπικοινωνοῦν μέ τήν Παναγία, ἔχουν πραγματική ἐπικοινωνία μέ τήν Παναγία, πού εἶναι γλυκασμός, ὅπως λέει τό τροπάριο, «Ὁ γλυκασμός τῶν ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων ἡ χαρά»2. Αὐτό εἶναι, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά προσέξουμε.

Τί ἄλλο θέλουμε;

Τί ἄλλο θέλει ὁ ἄνθρωπος; Τί ἄλλο θέλουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές ζοῦμε τή ζωή ὅπως τή ζοῦν οἱ ἄλλοι, πολλές φορές εἴμαστε δυστυχεῖς, ὅπως εἶναι οἱ ἄλλοι, πολλές φορές κλαῖμε καί μεῖς τή μοίρα μας ὅπως καί οἱ ἄλλοι, πολλές φορές ψάχνουμε καί μεῖς νά βροῦμε καμιά χαρά, καμιά εὐτυχία, ὅπως οἱ ἄλλοι; Τί χρειαζόμαστε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπος, ὅταν ἔχουμε τόν Χριστό, τόν Χριστό πού ἔγινε ἄνθρωπος, τόν Χριστό πού μετεμορφώθη ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του καί ἔδειξε ὅλη τή δόξα του, ὅλη τή λαμπρότητά του; Τί χρειαζόμαστε, ὅταν ἔχουμε καί τήν Παναγία, πού κυοφόρησε αὐτόν τόν Χριστό καί ἔγινε καί αὐτή ὅπως ὁ Χριστός καί εἶναι γλυκασμός γιά ὅλους μας, καί εἶναι εὐφροσύνη καί χαρά γιά ὅλους μας, καί εἶναι φῶς καί λαμπρότης καί δόξα γιά ὅλους μας; Τί ἄλλο θέλουμε;
Δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ ὅλη ἐκείνη ἡ ἄγρια, ἡ ἁμαρτωλή, ἡ κούφια χαρά καί εὐχαρίστηση πού νιώθουν ὅλοι οἱ γλεντζέδες, ὅταν βρεθοῦν στά στέκια τους, ὅταν βρεθοῦν στά μέρη τους _κάτι βρίσκουν ἐκεῖ, ὅπως νομίζουν, καί γι᾿ αὐτό ὅλο ἐκεῖ θέλουν νά πηγαίνουν, ὅλο ἐκεῖ τρέχουν καί ἀνοίγει ἡ καρδιά τους, κλπ._ δέν μπορεῖ νά γίνει καμία σύγκριση μεταξύ ἐκείνου τοῦ πανηγυριοῦ, ἄς ποῦμε, πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου στά στέκια τους, μέ τό πανηγύρι πού ἔχει ἡ χριστιανή ψυχή, ὅταν βρίσκει τόν Χριστό, ὅταν βρίσκει τήν Παναγία, τήν μητέρα τοῦ Χριστοῦ, μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔχει τόν Χριστό, ὅταν ἔχει τήν Παναγία. Καμία σύγκριση δέν μπορεῖ νά γίνει.
Τό ἀναφέρω αὐτό, γιατί πολλές φορές ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι δέν θά ἤθελαν τίποτε ἄλλο, παρά νά εἶναι συνέχεια ἐκεῖ, νά γλεντοῦν συνέχεια, νά διασκεδάζουν συνέχεια, νά πανηγυρίζουν, νά ἀπολαμβάνουν αὐτά τά κούφια πράγματα. Αὐτοί ἔχουν μέσα τους κενό πού ζητοῦν νά τό καλύψουν καί καθώς πηγαίνουν ἐκεῖ τό κενό μεγαλώνει ἀκόμη πιό πολύ, βαθύτερα μέσα τους ἔχουν θλίψη καί πηγαίνοντας ἐκεῖ ἡ θλίψη αὐτή ἀκόμη περισσότερο βαθαίνει μέσα τους. Ὅμως ὁ πιστός χριστιανός βρίσκει στόν Χριστό, στήν Παναγία, ὅλο αὐτό τό ὁποῖο κάνει τόν ἄνθρωπο νά πεῖ, ῾῾δέν θέλω τίποτε ἄλλο· δέν θέλω᾿᾿. Ὄχι ἁπλῶς μόνο χόρτασε, ἀλλά εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού ἤθελε νά βρεῖ. Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού χρειάζεται νά βρεῖ κάθε ἄνθρωπος· εἶναι αὐτό τό πᾶν. Ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Ἀπό κεῖ καί πέρα, καταρχήν εἶναι ἀνύπαρκτα τά πάντα, ἀλλά καί ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει κάτι, εἶναι τόσο φτωχό.

Ὅλο τό θέμα εἶναι νά βροῦμε τρόπο νά ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τήν Παναγία

Ἀλλά τό θέμα εἶναι νά φανερωθεῖ ὁ Χριστός, τό θέμα εἶναι νά φανερωθεῖ ἡ Παναγία· αὐτό εἶναι ὅλο. Ὁ Χριστός ὑπάρχει, ἡ Παναγία ὑπάρχει. Οἱ ἅγιοι δοκίμασαν τήν κοινή ζωή μέ τόν Χριστό, χάρηκαν τή χαρά πού δίνει ὁ Χριστός, χάρηκαν τή χαρά πού δίνει ἡ Παναγία, πανηγύρισαν αὐτό τό πανηγύρι ἐν Χριστῷ καί μέ τήν Παναγία, ἐνόσω ἦταν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Αὐτό εἶναι δεδομένο, εἶναι μιά πραγματικότητα. Δέν εἶναι κάτι πού μποροῦμε νά ἀμφιβάλλουμε, ἆραγε ὑπάρχει, ἆραγε δέν ὑπάρχει, ἆραγε θά γίνει, ἆραγε δέν θά γίνει, ἆραγε μπορεῖ νά ρθεῖ, ἆραγε μπορεῖ νά μήν ἔρθει κλπ. Εἶναι μία πραγματικότητα. Καί ὅλο τό θέμα εἶναι, ὁ πιστός, ὁ ὅποιος πιστός, νά βρεῖ τόν τρόπο, ἄν μπορῶ νά πῶ ἔτσι, νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός, νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ Παναγία, νά βρεῖ τόν τρόπο νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Χριστό καί μέ τήν Παναγία, νά βρεῖ τόν τρόπο νά νιώσει αὐτόν τόν γλυκασμό τοῦ Χριστοῦ καί τόν γλυκασμό τῆς Παναγίας.
Ὁ Χριστός εἶναι ὅ,τι εἶναι, καί ἡ Παναγία ἔγινε ὅ,τι ἔγινε κοντά στόν Χριστό, ὄχι γιά νά τό κρύβουν· ὄχι. Ὁ Χριστός ἔγινε Χριστός, γιά νά μᾶς δοθεῖ, «ἔδωκεν ἑαυτόν»3, καί δίδεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό ξέρουμε καλά, μᾶς δίνει τό σῶμα του καί τό αἷμα του, μᾶς δίνει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε Χριστός, ἔγινε Θεάνθρωπος, γιά νά μᾶς δοθεῖ, γιά νά μᾶς δίδεται. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, ἡ εὐφροσύνη καί ἡ ἀγαλλίαση, ὄχι γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά μᾶς, καί κοντά σ᾿ αὐτόν καί ἡ Παναγία.
Εἶναι μεγάλο κρίμα, ὅταν ἐμεῖς στερούμεθα αὐτήν τήν φανέρωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανέρωση τῆς Παναγίας, διότι παίρνουμε ἐπιπόλαια τά πράγματα, διότι ζοῦμε σέ μιά ἄγνοια, διότι εἴμεθα ἐπηρεασμένοι ἀπό πλανεμένες καταστάσεις καί νοοτροπίες. Εἶναι κρίμα μεγάλο, καί κάνουμε στόν ἑαυτό μας μεγάλη ἀδικία. Κανείς ποτέ δέν θά μπορέσει νά βρεῖ ἐπιχειρήματα, γιά νά δικαιολογήσει τή στέρηση αὐτή πού ἔγινε στή ζωή του, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν ἐξαιρεῖ κανένα, ἀφοῦ ἡ Παναγία δέν ἐξαιρεῖ κανένα, καί ὁ Χριστός εἶναι γιά ὅλους μας, καί ἡ Παναγία εἶναι μητέρα ὅλων μας. Ποιός ἐξαιρεῖται, ποιός τολμάει, ἄς ποῦμε, νά σταθεῖ καί νά φέρει τό ὁποιοδήποτε ἐπιχείρημα;
Εἴμαστε ἀμελεῖς, εἴμαστε ράθυμοι, εἴμαστε ὑπερήφανοι καί κυρίως βρισκόμαστε σέ πλάνη καί χρειάζεται νά ταπεινωθοῦμε, ἀλλά καί νά ποῦμε· ῾῾Ναί, Χριστέ μου, ψάλλουμε τήν Μεταμόρφωσή σου, ψάλλουμε ὅλο αὐτό τό ὁποῖο εἶσαι καί φανέρωσες στούς μαθητάς σου, ὅλο αὐτό τό ὁποῖο ἔδωσες στούς μαθητάς σου. Ναί, Παναγία μου, αὐτές τίς ἡμέρες σέ ψάλλουμε καί ὑμνοῦμε αὐτό πού εἶσαι, αὐτό πού ἔγινες, αὐτό πού ἔγινε ἀπό σένα, πού μᾶς ἔδωσες τόν Χριστό. Ἀλλά ἐμεῖς, Κύριε, εἴμαστε ξένοι πρός αὐτά. Δέν σέ εἴδαμε ἀκόμη, Κύριε, δέν σέ νιώσαμε ἀκόμη, δέν γέμισες ἀκόμη τήν ψυχή μας, δέν φανερώθηκες ἀκόμη, δέν μᾶς γλύκανες ἀκόμη, δέν μᾶς ἔκανες εὐτυχεῖς ἀκόμη, εἴμαστε ἀκόμη δυστυχεῖς. Τί κάνουμε ἁπλῶς μέ τό νά ψάλλουμε, τί κάνουμε ἁπλῶς μέ τό νά συγκεντρωνόμαστε καί νά λέμε ὕμνους καί τροπάρια;᾿᾿
Ἄν τά ποῦμε ἔτσι στόν Χριστό, εἶναι ἀδύνατο νά μή μᾶς ἀκούσει, ἄν τά ποῦμε ἔτσι στήν Παναγία, εἶναι ἀδύνατο νά μή μᾶς προσέξει. Εἶναι ἀδύνατο νά μᾶς ἀφήσουν νά ἐρχόμαστε ἐδῶ καί νά ξαναερχόμαστε καί νά φεύγουμε, χωρίς νά ρθεῖ αὐτό τό φῶς μέσ᾿ στήν ψυχή μας, χωρίς νά ρθεῖ αὐτή ἡ χαρά καί αὐτή ἡ εὐφροσύνη μέσ᾿ στήν ψυχή μας. Εἶναι ἀδύνατο.
Δέν εἶναι δυνατόν, οἱ χριστιανοί πού μποροῦν νά εἶναι οἱ ἄγγελοι ἐπί τῆς γῆς, πού μποροῦν νά εἶναι οἱ πιό εὐτυχισμένοι πάνω στή γῆ, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι, ὅπως πολλές φορές ἐμφανίζονται, τά πιό δυστυχισμένα πλάσματα.

Μήπως δέν ῾῾εὐκαιρεῖς᾿᾿ νά δεχθεῖς αὐτό πού σοῦ δίνει ὁ Χριστός;

Γιά, λοιπόν, νά τά πάρουμε λίγο σοβαρότερα τά πράγματα, λίγο περισσότερο νά προσέξουμε, λίγο περισσότερο νά ζορίσουμε τόν ἑαυτό μας, λίγο περισσότερο νά τόν σπρώξουμε. Ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, κακοσυνηθίσαμε. Λέει καί ἡ παροιμία· ἔμαθε κάποιος γυμνός καί ντρεπόταν ὕστερα νά ντυθεῖ.
Βαθύτερα δέν βρῆκε ἡ ψυχή μας ἀκόμη τόν Χριστό, καί συνηθίσαμε σ᾿ αὐτήν τήν κακομοιριά, σ᾿ αὐτήν τή φτώχεια, σ᾿ αὐτήν τήν δυστυχία… Λέτε καί τό θέλουμε αὐτό, λέτε καί αὐτό ποθοῦμε καί ντρεπόμαστε νά γίνουμε τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ντρεπόμαστε νά ξεγυμνωθοῦμε ἀπό τήν γύμνια τῆς ἁμαρτίας καί νά ντυθοῦμε τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, νά ντυθοῦμε αὐτό τό λαμπρό φῶς τοῦ Χριστοῦ, αὐτήν τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, πού τήν ἔχει γιά μᾶς.
Ἐάν τά πάρουμε ἔτσι τά πράγματα, ἄν πιστεύσουμε ἔτσι, ἄν ζορίσουμε πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση τόν ἑαυτό μας, ὁ Θεός δέν εἶναι δυνατόν νά μή μᾶς προσέξει. Ἔχω πεῖ κι ἄλλη φορά, λίγο ἄν παρακολουθήσουμε τόν ἑαυτό μας, θά δοῦμε ὅτι ζοῦμε χωρίς Χριστό, ἔστω καί ἄν εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι. Δέν χρειάζεται νά κάνεις ἐγκλήματα γιά νά μήν εἶσαι τοῦ Χριστοῦ. Καί καλά πράγματα νά κάνεις, ἄν βολεύεσαι, ἄν ζεῖς τή ζωούλα σου, ἄν ζεῖς ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ καί δέν τόν λογαριάζεις, ὁ Χριστός σέ προσέχει καί σέ παραπροσέχει, ἀλλά ἐσύ δέν εὐκαιρεῖς νά δεχθεῖς αὐτό πού σοῦ δίνει, καί γι᾿ αὐτό κρύβεται. Ζοῦμε μιά ὁλόκληρη ζωή σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί ὁ Χριστός εἶναι κρυμμένος ἀπό μᾶς.
Ὅμως ὁ Χριστός φανερώθηκε σέ ἑκατομμύρια ψυχές. Τό ὑποσχέθηκε αὐτό καί θά φανερωθεῖ καί σέ μᾶς, ἐάν συμμορφωθοῦμε πρός αὐτά πού εἶπε, ἄν δείξουμε πόθο καί δίψα, ἄν δείξουμε ὅτι αὐτό μᾶς ἐνδιαφέρει, ὅτι γι᾿ αὐτό ζοῦμε. Γιά τί ἄλλο; Ὅπως λέει καμιά φορά κανένας γονέας, ῾῾Τί ἄλλο θέλω ἐγώ; Γιά τά παιδιά μου καί γιά τά ἐγγόνια μου ζῶ᾿᾿· καί ἀφοσιώνεται ἐκεῖ. Νά φανεῖ στά πράγματα ὅτι δέν θέλουμε τίποτε ἄλλο, ὅτι τόν Χριστό μας ζητοῦμε, τήν Παναγία μας ζητοῦμε, τό Ἅγιο Πνεῦμα ζητοῦμε, τό φῶς αὐτό καί τή δόξα αὐτή ζητοῦμε, πού μᾶς τά ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός. Ἅμα δείξουμε στήν πράξη ὅτι γι᾿ αὐτά ζοῦμε, εἶναι ἀδύνατο νά μᾶς τά στερήσει ὁ Χριστός, διότι εἶναι σάν νά ἀρνεῖται τόν ἑαυτό του, εἶναι σάν νά ἀρνεῖται τίς ὑποσχέσεις του. Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά τό κάνει αὐτό ὁ Χριστός. Διότι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ ν᾿ ἀρνούμαστε, ἀλλά ὁ Χριστός μένει πιστός σ᾿ αὐτά πού λέει4.
Δέν θά πῶ ἄλλα, ἀδελφοί μου, ἄς τά λάβουμε ὑπόψιν καί ἄς κάνουμε ὁ καθένας ὅ,τι μποροῦμε.

7-8-1986