Αγιολογικα
A+
A
A-

142. Τοῦ ἁγίου δικαίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου καί Ἄννης τῆς προφήτιδος

Τοῦ ἁγίου δικαίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου καί Ἄννης τῆς προφήτιδος

 

Ἑορτάσαμε χθές τήν ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καί σήμερα τελοῦμε τή μνήμη τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου καί τῆς προφήτιδος Ἄννης.

Εἶναι ἡ ἡμέρα ἐκείνη πού ἔφερε ἡ Παναγία τόν Χριστό στόν Ναό, καί ἀξιώθηκε ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ δίκαιος καί εὐλαβής Συμεών, νά κρατήσει στήν ἀγκαλιά του τόν Χριστό. Ἔτσι ἁπλά-ἁπλά λέγεται, ἀλλά αὐτό καί ἄν δέν εἶναι θαῦμα! Ἀλλά καί τή γιαγιούλα ἐκείνη, τή χήρα ἐκείνη, ἡ ὁποία ἦταν πονεμένη, βασανισμένη ἀπό τή ζωή, ἀλλά ἐκεῖ στόν Ναό ἦταν συνεχῶς παροῦσα καί δέν ἔλειπε καθόλου ἀπό ἐκεῖ, τή φτωχούλα αὐτή δέν εἶχε δυσκολία τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά τήν κάνει προφήτιδα. Εἶναι ἡ προφήτιδα Ἄννα. Καί αὐτή προφήτευσε ἐκείνη τήν ἡμέρα, φωτιζόμενη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν καί ἄλλοι ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐκεῖ στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ βρῆκε αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους καί ἐνήργησε δι᾿ αὐτῶν.

Ἀφοῦ μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία αὐτή ἀπόψε πού λέμε αὐτά τά λόγια, δέν θά ἦταν ἄσχημο νά πάρουμε καί λίγο ἔτσι τή ζωή. Ἄν μέ ρωτᾶτε ἐμένα, εἶμαι τῆς ταπεινῆς γνώμης ὅτι ὅλοι ἐμεῖς οἱ καλοί χριστιανοί, καθώς ἔχουμε ἄγνοια ἀκόμη τί εἶναι ἡ ἀλήθεια, δέν γινόμαστε κοινωνοί τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τῶν ἐπεμβάσεων, τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἄλλη πραγματικότητα: Νά ἔχουμε, νά εἴμαστε κάτι, νά μᾶς ἀναγνωρίζουν, νά αὐτοδικαιωνόμαστε… Πώ πώ! Καί ἔτσι χάνουμε, ζημιωνόμαστε. Καί εἶναι μιά καλή εὐκαιρία, νά τό προσέξουμε αὐτό.

Καί ναί μέν ἀπόψε οἱ παρόντες, λόγῳ δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν, εἴμαστε μετρημένοι, τρόπον τινά, στά δάχτυλα τῶν δυό χεριῶν μας, ἀλλά τουλάχιστον ἐμεῖς πού εἴμαστε ἐδῶ νά τό καταλάβουμε αὐτό. Θά τά ξαναποῦμε αὐτά, ὥστε καί ἄλλοι νά ἀκούσουν καί νά καταλάβουν αὐτό: Εἶναι ἀνάγκη, μεγάλη ἀνάγκη, νά τά δοῦμε τά πράγματα ὅπως τά λέει, ὅπως τά κάνει, ὅπως τά θέλει ὁ Θεός. Ὄχι γιατί θέλει νά μᾶς τά ἐπιβάλει –ὄχι– ἀλλά διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτός εἶναι ἡ ἀλήθεια. Δέν εἶναι κανένας ἄλλος ἡ ἀλήθεια. «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια», λέει ὁ Κύριος.

Γιά νά δοῦμε τώρα λίγο καί τό εὐαγγέλιο πού θά διαβαστεῖ σέ λίγο. Ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἱεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών. Συμεών ὁ δίκαιος, ὁ Θεοδόχος. Καί, μέ βάση αὐτά πού λέει τό κείμενο, ἀσχολήθηκε εἰδικά μέ αὐτόν ὁ Θεός. Γιά σκεφτεῖτε, γιά σκεφτεῖτε.

Κάνει ἐντύπωση ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Συμεών καί ἄλλων παρομοίων ἁγίων. Ζοῦν αὐτοί πρό Χριστοῦ καί φτάνουν μέχρι τά χρόνια τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἔχουν τέτοια εὐσέβεια, τέτοια εὐλάβεια, τέτοια πίστη, ἔχουν τέτοια συνεννόηση, ἄς ποῦμε ἔτσι, μέ τόν Θεό, μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί πού τίποτε δέν τόν… Πώ! Ποιός ξέρει πόσα χρόνια περίμενε ὁ ἅγιος Συμεών. Εἴχαμε πεῖ ἄλλη φορά ὅτι μπορεῖ νά ἔζησε ἑκατό πενήντα, διακόσια, διακόσια πενήντα χρόνια. Δέν ξέρουμε. Ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ τό ἁγιογρφικό κείμενο κάτι τέτοιο, καθώς τοῦ εἶπε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «Ἐσύ δέν θά πεθάνεις, θά περιμένεις, ἕως ὅτου νά δεῖς τόν Χριστόν Κυρίου». Καί γι᾿ αὐτό, μόλις δέχθηκε στίς ἀγκάλες του τόν Χριστό, λέει: «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου, δέσποτα…»

Ὁ ἅγιος Συμεών καί ἄλλοι πιστοί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν εἶχαν στή διάθεσή τους αὐτά πού ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα. Ἐμεῖς βέβαια ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό πού ἔγινε ἄνθρωπος καί μίλησε καί ἄφησε τό Εὐαγγέλιό του καί τήν Ἐκκλησία του. Ὅλα εἶναι στή διάθεσή μας. Σάν νά εἴμαστε στόν οὐρανό, σάν νά βλέπουμε ὅλες τίς λεπτομέρειες τοῦ οὐρανοῦ καί νά τίς βιώνουμε.

Καί ὅμως, δέν μᾶς ἐπηρεάζουν αὐτά. Μᾶς ἔχει κερδίσει τό κοσμικό πνεῦμα. Καί μόλις ἀρχίσουμε νά λέμε γι᾿ αὐτό, τό παίρνουμε στραβά καί αὐτό τό θέμα.

Χρειάζεται νά ποῦμε: «Ἄχ!! Νά, γι᾿ αὐτό εἶμαι δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Ἐνῶ εἶμαι χριστιανός, ἔχω ἀπορία γιατί εἶμαι δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Πῶς δέν θά εἶμαι, ἀφοῦ εἶμαι ἁπλῶς κατ᾿ ὄνομα χριστιανός; Δέν βρῆκα ἀκόμη τόν Χριστό, δέν τόν πίστεψα». Μήν πάει τό μυαλό σου στό: «Ὁ Χριστός θέλει αὐτό, θέλει ἐκεῖνο… Ποιός μπορεῖ νά τά κάνει αὐτά;» Ἄν σκέφτεσαι ἔτσι, τό ἔχασες ἐσύ τό παιγνίδι. Δέν καταλαβαίνεις τί σοῦ γίνεται.

Ἔτσι νά τά ἀκούσουμε καί ἔτσι νά τά καταλάβουμε, ὅτι δέν τά παίρνουμε καί δέν τά καταλαβαίνουμε σωστά. Ὅλος ὁ κόσμος τώρα, βλέπετε, δέν δυσκολεύονται καθόλου καί δέν αἰσθάνονται καθόλου κουρασμένοι νά πᾶνε καί μετά τά μεσάνυχτα καί μέ τίς ὧρες νά διασκεδάσουν πάλι καί πάλι, νά κάνουν καί τό ἕνα, νά κάνουν καί τό ἄλλο, καί μήν τυχόν τούς ξεφύγει τίποτε, καί τά πάντα νά τά ἀπολαύσουν. Καί δέν κουράζονται καθόλου καί δέν βαριοῦνται καθόλου. Τό μυαλό τους εἶναι ὅλο ἐκεῖ. Φυσικά, αὐτά δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ.

Καί αὐτοί, ἐφόσον ζοῦν σύμφωνα μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο, ἔτσι κάνουν, ἄσχετα ἄν εἶναι βαπτισμένοι. Τό βάπτισμα δέν ἐνεργεῖ μαγικά στόν ἄνθρωπο. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος αὐτά θέλει, καί αὐτοί δῶσ᾿ του ἐκεῖ· τρέχουν, τρέχουν, μήν τυχόν τούς ξεφύγει τίποτε.

Ἐμεῖς πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τόν παλαιό ἄνθρωπο. Θέλεις νά εἶσαι χριστιανός, νά κάνεις τήν προσευχή σου, νά κάνεις τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, νά ζεῖς μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, νά ἔχεις τή συντριβή μέσα σου, τή μετάνοιά σου, τήν ταπείνωσή σου, τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ… Γιά νά τά ἔχεις αὐτά, πρέπει νά ἀπαρνηθεῖς τόν παλαιό ἄνθρωπο, πού ζητάει τά ἄλλα.

Τί κάθεσαι καί τόν ὑπερασπίζεσαι; «Δέν γίνονται αὐτά καί δέν μποροῦν νά γίνουν αὐτά». Πῶς δέν γίνονται; Ποιός τό εἶπε ὅτι δέν γίνονται; Ἔτσι τό λέει ὁ Χριστός; Γιά νά τό λέει ὁ Χριστός, σημαίνει ὅτι γίνονται. Ἀλλά πρέπει νά τό καταλάβεις καλά ὅτι θά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, πού εἶναι ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θέλει τέτοια. Θέλει κρασάκι, θέλει οὐζάκι, θέλει μεζεδάκι, θέλει καί τά ἄλλα, ἄς ποῦμε, πού δέν ἔχουν τελειωμό.

Λογικό πλάσμα δέν εἶσαι; Γιατί μᾶς ἔδωσε τόν νοῦ ὁ Θεός; Γιατί ἦρθε ὁ Χριστός; Ἔτσι ἦρθε, γιά νά κάνει ἐκδρομή; Ἔτσι ἦρθε, καί εἶπε ἁπλῶς κάποια πράγματα; Ὁ χειρότερος λαοπλάνος δέν θά ἔκανε ἔτσι, νά ξεγελάσει δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός τόν κόσμο. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι. Αὐτά πού εἶπε εἶναι ἀληθινά· ὅλα εἶναι ἀληθινά. Κι ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, θά τόν πιστέψουμε, καί μετά σιγά-σιγά θά ζητοῦμε ἀκριβῶς αὐτά πού θέλει ἡ ἐν Χριστῷ ὕπαρξή μας –ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός– θά θέλουμε αὐτά καί θά χαιρόμαστε καί θά ζοῦμε μέ τόν καημό αὐτό, ὅλο καί νά προκόπτουμε, ὅλο καί νά προχωροῦμε.

Κάνουμε μεγάλο λάθος, πού δέν προσέχουμε τί λέει ὁ Χριστός, καί περιμένουμε ἁπλῶς νά μᾶς πεῖ ὁ ἑαυτός μας: «Τώρα αἰσθάνεσαι τήν ἀνάγκη νά πᾶς νά προσευχηθεῖς. Νά πᾶς νά προσευχηθεῖς. Τώρα αἰσθάνεσαι τήν ἀνάγκη νά πᾶς στήν ἐκκλησία. Νά πᾶς στήν ἐκκλησία. Τώρα αἰσθάνεσαι τήν ἀνάγκη νά διαβάσεις, νά κάνεις κάποια ἐντολή τοῦ Χριστοῦ…Νά κάνεις ἔτσι». Ἐνεργεῖς κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ἀλλά ἐπειδή σοῦ ἀρέσει, ἐπειδή σέ βολεύει. Δέν πῆρες ἀπόφαση: μπορεῖς δέν μπορεῖς νά κάνεις αὐτό πού λέει ὁ Χριστός. Μή φοβᾶσαι ἄν πῆρες τήν ἀπόφαση. Ἄς σέ τραβάει ὁ ἐχθρός, ἄς σέ τραβάει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ ὅλος ἑαυτός σου πρός τό ἀρνητικό, πρός τό ἀντίθετο. Δέν θά τό δίνεις σημασία. Αὐτό, τό νά μή δίνεις σημασία, εἶναι τό ἁγιότερο πράγμα.

Τήν ὥρα δηλαδή πού μοιάζει ὅτι ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά εἶναι πολύ ἄχαρα τά πράγματα καί δύσκολα, ἐσύ πιστεύεις στόν Χριστό, πιστεύεις σέ αὐτά πού εἶπε ὁ Χριστός, καί διατίθεσαι ἔτσι πού δέν μπορεῖ κανένας νά σέ κάνει νά ἀμφιβάλλεις ὅτι ὁ Χριστός δυναμικά θά ἐπέμβει καί στή δική σου ψυχή καί θά τά φτιάξει ὅλα. Αὐτό εἶναι πού ἔχει ἀξία.

Τά ἄλλα ὕστερα θά γίνονται μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά τώρα εἶναι πού χρειάζεται νά καταβάλεις κόπο. Βέβαια, δέν τά ἔκανε ἔτσι ὁ Χριστός γιά νά μᾶς παιδέψει. Τά ἔκανε ἔτσι, ὥστε μέ ἀσφάλεια νά ὁδηγηθοῦμε στή σωτηρία. Δέν ἔχει τώρα ὁ δρόμος κίνδυνο νά ὑπερηφανευτεῖς. Ἄν πᾶς στόν Χριστό, ἄν πᾶς ἐκεῖ πού εἶναι ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἄν βρεθεῖς στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἄν θελήσεις δηλαδή νά πᾶς πρός τά ἐκεῖ, πού εἶναι ἡ σωτηρία, θά πᾶς, ἀφοῦ πρωτίστως τσακιστεῖ ὁ ἐγωισμός. Δέν γίνεται ἀλλιῶς.

Καί ἑπομένως εἶναι ἀσφαλής ἡ σωτηρία. Τό ὅτι λές ὅτι δέν γίνεται αὐτό πού θέλει ὁ Χριστός, καί σοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι δύσκολα ὀφείλεται σ᾿ αὐτό: θέλεις ἐσύ νά πᾶς στόν Χριστό μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο. Θέλεις νά σωθεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ὁποῖος σέ ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο. Αὐτός μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο: ἡ ἔπαρση, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ οἴηση, ἡ φιλαυτία, ἡ ἐγωλατρία, ἡ θεοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ἀπό τά πρῶτα χρόνια, θυμᾶμαι, πολύ τό εἴχαμε προσέξει αὐτό πού θά πῶ σέ λίγο καί τό τονίζαμε τότε. Τώρα βέβαια ὅσα λέμε μέσα σ᾿ αὐτό εἶναι, ἀλλά ἴσως δέν τό τονίζουμε κατά ἰδιαίτερο τρόπο. Λένε στά λατινικά: omnes vivum et vivum. Δηλαδή πᾶν ζῶν ἐκ τοῦ ζῶντος.

Τί σημαίνει αὐτό στά πνευματικά; Ὁ Χριστός ἦταν ὁ ἀληθινός Θεάνθρωπος, καί πίστεψαν σ᾿ αὐτόν τόν Χριστό οἱ ἀπόστολοι, καί διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔλαβαν τήν ἁγία ζωή τοῦ Χριστοῦ, καί βγῆκαν καί κήρυξαν. Δέν κήρυξαν ἁπλῶς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι. Δέν θά ἔβγαινε τίποτε, ἄν ἁπλῶς ἔλεγαν λόγια. Ὁ λόγος αὐτός πού κήρυτταν –τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ– ἔβγαινε μέσα ἀπό τή ψυχή τους ὡς ζωή, ὡς πραγματικότητα τήν ὁποία ἐβίωναν/ζοῦσαν καί ὄχι θεωρητικά ὡς σκέτα λόγια. Πῶς κανείς θεωρητικά σκέπτεται τοῦτο, σκέπτεται ἐκεῖνο –θεωρίες διάφορες– καί λέει λόγια. Καί ἐκεῖνοι πού ἄκουγαν δέν ἄκουγαν ἁπλῶς κάποιες λέξεις, κάποιες φράσεις. Καταλάβαιναν ὅτι αὐτά πού ἄκουγαν ἔβγαιναν ἀπό ψυχές πού ἔκαιγαν, πού εἶχαν μέσα τους αὐτή τήν πραγματικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, πού εἶχαν μέσα τους τήν ἁγία αὐτή ζωή.

Καί λέγαμε τότε παλιά –καί σήμερα πιστεύω πώς κάπως ἔτσι εἶναι– ὅτι παράδοση –γίνεται λόγος γιά παράδοση, λένε κάποιοι ὅτι εἴμαστε τῆς παραδόσεως, εἴμαστε παραδοσιακοί, τηροῦμε τήν παράδοση– δέν εἶναι αὐτό πού οἱ πιό πολλοί νομίζουν. Ποιά εἶναι ἡ παράδοση; Εἶναι αὐτή ἡ ἁγία ζωή πού ἔδωσε, πού παρέδωσε ὁ Χριστός. Ὁ Κύριος ὄχι ἁπλῶς εἶπε κάποια λόγια –πού εἶναι ἀπαραίτητα αὐτά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ καί δέν εἶναι ἄλογο ζῶο, καί γι᾿ αὐτό θά ἀκούσει, θά σκεφτεῖ κτλ.– ἀλλά παρέδωσε τήν ἅγια ζωή διά τοῦ κηρύγματός του, διά τῶν θαυμάτων του, διά τῆς θυσίας του, μέ τό νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα –ὁ Χριστός τό ἐξαπέστειλε, λέει ὁ ἴδιος. Παρέδωσε αὐτή τήν ἀλήθεια, τήν ἀληθινή ζωή στούς ἀποστόλους, καί οἱ ἀπόστολοι τήν παρέδωσαν στούς μετά ἀπό αὐτούς, καί ἐκεῖνοι στούς μετά ἀπό αὐτούς… καί φθάνει σήμερα μέχρις ἐμᾶς. Δέν εἶναι δηλαδή ἡ παράδοση ἁπλῶς διδαχή, ἁπλῶς λόγια, ἁπλῶς θεωρία, ἁπλῶς καλά πράγματα, ἔτσι ὡς σκέψεις.

Καί ἴσως αὐτό εἶναι τό αἴτο πού δέν πολυφαίνεται –ὁ Θεός βέβαια γνωρίζει, ἀλλά ἄν ὑπάρχει, πρέπει νά φαίνεται κιόλας· ἄν δέν φαίνεται…– ἡ πραγματικότητα τῆς ἁγίας ζωῆς. Ἀλλά πῶς ἔγινε τό πράγμα –μπορεῖ νά κάνω λάθος, μπορεῖ νά πέφτω ἔξω– καί καλοί χριστιανοί, πού ἔχουν διάθεση νά ἀκούσουν, δέν ἐγκύπτουν ἐκεῖ πού εἶναι γραμμένος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, δέν ἐμφανίζονται ἐκεῖ πού κηρύσσεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ πού τελεσιουργοῦνται τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, στόν ναό, στήν ὅλη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔτσι καί ἀλλιῶς λέει ἡ Ἐκκλησία.

Δέν ἐμφανίζονται, μέ τήν πρόφαση: «Τί εἶμαι ἐγώ; Ἄνθρωπος μέσα στήν ἁμαρτία. Τό εἶδα καί ἔτσι, τό εἶδα καί ἀλλιῶς καί ἀπόειδα, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει προκοπή ἀπό μένα. Τό θέμα δέν εἶναι νά γίνω τάχα καλός ἄνθρωπος. Καί γιατί νά γίνω; Μόνον ἁμαρτία εἶμαι. Τί εἶμαι;»

Νά φρονεῖ κάποιος ἔτσι γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά μή τό χρησιμοποιεῖ ὡς πρόφαση, ἀλλά τουναντίον μέ τέτοια διάθεση νά πάει στόν Χριστό, στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Τώρα ἔχουμε τήν Ἐκκλησία· δέν ἦρθε ἁπλῶς ὁ Χριστός στή γῆ. Καί ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε τήν Ἐκκλησία, μᾶς ἄφησε τό Εὐαγγέλιό του, μᾶς ἄφησε τά μυστήρια. Αὐτά εἶναι ἀλήθειες, πού δέν ἐπηρεάζονται ἀπό τίποτε.

Νά πάει κανείς ἐκεῖ στόν ναό μέ αὐτήν ἐπίσης τή διάθεση. Δηλαδή, νά βοηθήσει ἡ παρουσία σου ἐκεῖ ἤ, καλύτερα, αὐτά τά ὁποῖα λέγονται, αὐτά τά ὁποῖα τελοῦνται, αὐτά τά ὁποῖα λαμβάνουν χώρα νά βοηθήσουν νά φυγαδευτεῖ ὅλο αὐτό τό ἁμαρτωλό πού ἔχεις μέσα σου, ὅλο αὐτό τό τίποτε, μαζί ἔτσι καί ὁ παλαιός ἄνθρωπος, καί νά δεχθεῖς τή νέα ζωή, τήν ἀληθινή, τήν ἐν Χριστῷ ζωή.

Πῶς θά ὠφεληθεῖς, ὅταν δέν τό πολυθέλεις αὐτό; Ὅπως λέγαμε καί ἄλλη φορά, δέν τό πολυθέλεις νά γίνει κάποια ἀλλαγή μέσα σου. Ὄχι. Ἔχεις τή ζωούλα σου, νοιάζεσαι γιά τή ζωούλα σου, νοιάζεσαι γιά τά ἀνθρώπινα, «θά κάνω τοῦτο, θά κάνω ἐκεῖνο», καί θέλεις νά πάρεις ἀπό τόν Χριστό ὅ,τι πάρεις, γιά νά βελτιώσεις, ἄς ποῦμε, λίγο, γιά νά τά κάνεις καλύτερα αὐτά τά ἀνθρώπινα. Δέν ἀφήνεις περιθώρια νά ἐνεργήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν οἱ ἀπόστολοι ἦταν συγκεντρωμένοι στό ὑπερῶο καί περίμεναν τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶχαν ἤδη βεβαιωθεῖ ἀπό πάσης πλευρᾶς ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε. Θά λέγαμε ὅτι λίγο ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε καθυστερήσει, καί ἄφησε ὁ Κύριος τή Μ. Πέμπτη τό βράδυ νά πέσει κατά τέτοιον τρόπο, πού βεβαιώθηκε καί αὐτός ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε. Εἴμαστε τίποτε. Καί ἦρθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καί τούς βρῆκε κατάλληλους καί τούς ἔφτιαξε ὅπως ἤθελε, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου:

Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων. Καί, θυμάστε, λέγαμε καί ἄλλη φορά γιά τό ρῆμα ποιήσω. Ἡ Ἁγία Γραφή λέει στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως: Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν. Ἀπό τί ἐποίησε τόν οὐρανό; Ποῦ βρῆκε ὑλικά; Ἀπό τό μηδέν, ἀπό τό τίποτε πῆρε καί ἐποίησε. Δηλαδή, τά λόγια αὐτά σημαίνουν ὅτι ὁ Θεός ἔκανε τόν οὐρανό καί τή γῆ ἀπό τό μηδέν, ἀπό τό τίποτε. Τό ρῆμα ποιῶ, ὅταν ἀναφέρεται στόν Θεό, σημαίνει κάνω κάτι ἐκ τοῦ μηδενός. Καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια τό χρησιμοποιεῖ καί ἐδῶ ὁ Κύριος: Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων. Δηλαδή, σάν νά λέει ὁ Κύριος: «Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά γίνετε. Ἐγώ θά σᾶς κάνω ἀλιεῖς ἀνθρώπων ἐκ τοῦ μηδενός». Ὑπάρχει ἕνα τίποτε ἐδῶ.

Ἐκ τοῦ μηδενός γίνεται κανείς ἁλιεύς ἀνθρώπων. Δηλαδή, δέν στηρίζεται ὁ Κύριος σέ προσόντα ἀνθρώπινα, σέ ἱκανότητες ἀνθρώπινες, σέ ἐξυπνάδες ἀνθρώπινες, γιά νά καλέσει κάποιους νά τούς κάνει μαθητάς του, ἀποστόλους του.

Γιά νά μάθουν ὅμως οἱ ἀπόστολοι αὐτό τό μάθημα, χρειάστηκε ὄχι ἁπλῶς νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό, ἀλλά νά πάθουν πολλά. Καί μάλιστα ὁ ἀπόστολος Πέτρος, πού ἔπαθε τό βαρύτερο πού μποροῦσε νά πάθει κανείς. Καί ὅμως ἔτσι ἦταν πιά ἕτοιμοι νά δεχθοῦν τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά δημιουργήσει μέσα τους τήν καινούργια, τήν ἐν Χριστῷ ζωή, καί νά μεταδώσουν, νά παραδώσουν –ὁ λόγος προηγουμένως γιά παράδοση– αὐτή τή ζωή στούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι στούς ἄλλους…

Ἐπανερχόμαστε στό εὐαγγέλιο. Νά διαβάσουμε ἀπό τήν μετάφραση: Στά Ἱεροσόλυμα βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Συμεών. Ἦταν δίκαιος καί εὐλαβής. Δίκαιος καί εὐλαβής. Φαίνεται ὅτι αὐτό τό πράγμα τό περιμένει ὁ Θεός ἀπό τόν καθένα μας. Μή λές τώρα ὅτι εἶναι δύσκολο νά εἶσαι τέτοιος. Ὅταν εἶσαι θρασύς, ὅταν εἶσαι ἀναιδής, ὅταν δέν ἔχεις μέσα σου φόβο Θεοῦ, θά καταβάλεις προσπάθεια νά γίνεις δίκαιος καί εὐλαβής. Αὐτά εἶναι ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά. Θά σοῦ δώσει ὁ Θεός ὕστερα καί τό παραπάνω, ἀλλά θά ἀρχίσεις ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά· γι᾿ αὐτό ἔχεις νοῦ. Θά πεῖς: «Ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεός. Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού εἶμαι· τό πλασματάκι». Θά πάρεις τή θέση τήν ἀνάλογη.

Καί βλέπουμε σέ ὅλους αὐτούς τούς ἁγίους τῆς Π. Διαθήκης ὅτι, ἐνῶ δέν γνώριζαν τότε πολλά πράγματα, ὅμως μποροῦσαν, ἔχοντας μέσα τους αὐτόν τόν μυστικό κώδικα πού λέγαμε, νά συνεννοηθοῦν, νά συντονιστοῦν μέ τόν Θεό, νά μποῦν στό δρομάκι πού τούς βάζει ὁ Θεός γιά νά μυηθοῦν στά τοῦ Θεοῦ.

Ἦταν, λέει, δίκαιος, ἐνάρετος δηλαδή, καί εὐλαβής. Εὐλαβής. Μπορεῖ ἕνας, ἄς ποῦμε, συνηθισμένος ἄνθρωπος νά εἶναι ἐνάρετος, χωρίς ὅμως νά ἔχει καμιά εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο ὅμως εἶναι τό βασικό, καί ἔρχονται καί τά ἄλλα. Αἰσθάνεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι ἐσύ εἶσαι τό πλάσμα του, τό δημιούργημά του, καί εὐλαβεῖσαι καί σέβεσαι τόν Θεό, καί ταπεινώνεσαι ἐνώπιόν του, καί γεμίζει ἡ ψυχή σου μέ εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό, καί ἔτσι ἀρχίζεις νά ἔχεις λατρευτική διάθεση μέσα σου.

Καί μή μᾶς φαίνεται παράξενο αὐτό. Νά μοῦ ἐπιτρέψετε, καίτοι τό εἴχαμε πεῖ καί ἄλλη φορά, νά πῶ τό ἑξῆς: Στή δουλειά τους οἱ ἄνθρωποι ἤ γιά νά συμπήξουν μιά ἑταιρία καί νά ἐργαστοῦν μαζί καλό εἶναι κακό δέν εἶναι νά ἔχουν ἁπλῶς μιά φιλία, μιά κάποια συνεννόηση, καί νά θέσουν κάποιους ὅρους συνεργασίας. Δυό ὅμως ἄνθρωποι –μιλοῦμε τώρα γιά τό ἀνδρόγυνο– δέν μποροῦν νά συνυπάρχουν μέ τέτοιες προϋποθέσεις. Ἄν λειτουργήσει ἡ λατρευτική, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἀγάπη –ὄχι ἡ ἀγάπη ἁπλῶς– θά εἶναι ἀληθινό ἀνδρόγυνο.

Ἡ θεία ἀγάπη, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, φυσικά ἔχει καί λατρευτικό χαρακτήρα. Ἐάν δηλαδή μυηθεῖ κανείς στό μυστήριο τοῦ γάμου, πόσο ἱερό εἶναι καί πόσο εἶναι ἱερό τό ἄλλο πρόσωπο, θά καταλάβει γιατί χρειάζεται νά ἔχει ἡ ἀγάπη μεταξύ τους λατρευτικό χαρακτήρα. Αὐτό τό λέμε μέσα στά ἀνθρώπινα πλαίσια, ἀλλά σάν ἕνα φτωχό παράδειγμα, γιά νά καταλάβει κανείς ὅτι δέν ἔχουμε ἀναφορά ἁπλῶς στόν Θεό· πρέπει ἡ ὅλη στάση μας νά εἶναι λατρευτική στάση καί νά ἔχει λατρευτικό χαρακτήρα. Ἔτσι μπορεῖ νά εἶναι κανείς εὐλαβής· ὄχι ἁπλῶς ἄν ζεῖ ὡς ἕνας καλός ἄνθρωπος.

Ἦταν πιστός καί εὐλαβής, περίμενε τή σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ καί τόν καθοδηγοῦσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τοῦ εἶχε φανερώσει, λοιπόν, τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δέν θά πεθάνει προτοῦ νά δεῖ τόν Μεσσία. Τό κείμενο ἔχει ὡραῖες λέξεις: Καί ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καί εὐλαβής προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ. Περίμενε, λέει ἐδῶ ἡ μετάφραση, τή σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ. Τό «περίμενε» δέν εἶναι τόσο ἐκφραστικό ὅσο τό προσδέχεται.

«Προσδεχόμενος». Αὐτός ἦταν ὁ καημός του. Ποιός χριστιανός σήμερα ἔχει καημό, ἄς ποῦμε, νά λατρεύει, νά ἀγαπᾶ τόν Θεό ἀνιδιοτελῶς; Ὁπωσδήποτε, ἀσφαλῶς, ἄν πάρουμε τόν καθένα μέ τή σειρά, θά βροῦμε κάποιους, ἀλλά γενικά-γενικά δέν τό καλλιεργοῦμε, δέν τό πολυσκεπτόμαστε αὐτό τό πράγμα. Μέλημά μας εἶναι μόνο νά ἁρπάξουμε ἀπό τόν Θεό, μόνο νά τά ἔχουμε καλά μαζί του, γιά νά μήν ἔχουμε τύψεις συνειδήσεως καί στενοχωριόμαστε καί δέν αἰσθανόμαστε καλά ἤ μόνο νά μᾶς τακτοποιήσει τό ἕνα ἤ τό ἄλλο θέμα. Ἀλλά λατρεία, ἀγάπη πρός τόν Θεό, πού ἔχει τό πνεῦμα τῆς θυσίας μέσα, πού οὔτε σκέπτεσαι καθόλου τί ἔχεις λαμβάνειν, δέν ἔχουμε.

Καμιά μάνα δέν ἀγαπάει τό παιδί της μέ τή σκέψη ὅτι ἔχει λαμβάνειν. Θά τό θεωρήσει βέβηλο πράγμα, ἄν σκεφτεῖ ἔτσι. Ὄχι. Ἀγαπάει τό παιδί. Τά παιδιά τώρα, στήν ἐποχή μας, σκέπτονται ἔτσι, ὅτι ἔχουν λαμβάνειν ἀπό τούς γονεῖς τους. Ἐμεῖς, τά παλιά χρόνια, πού θυμᾶμαι, οὔτε διανοηθήκαμε ποτέ: «Σήμερα δούλεψα πολύ καί ἔχω λαμβάνειν». Τί ἔχεις λαμβάνειν; Τίποτε. Οὔτε πήγαινε τό μυαλό μας. Ὅλοι μαζί ἐργαζόμαστε καί ὅλα δικά μας εἶναι. Ὅπως εἶπε ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ στόν μεγαλύτερο: Πάντα τά ἐμά σά ἐστιν. Τί λές ὅτι τάχα δέν σοῦ ἔδωσα; Ὅλα τά δικά μου δικά σου εἶναι.

Χρειάζεται να ἔχουμε τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἄν δέν δεῖ ὁ Θεός ἔτσι νά τόν λατρεύουμε, ἔτσι νά τόν ἀγαποῦμε, ἔτσι νά τόν ὑπηρετοῦμε, ἔτσι νά τρέχουμε κοντά του, ἔτσι νά ἐλπίζουμε, μήν περιμένουμε πνευματική προκοπή, μήν περιμένουμε χάρη Θεοῦ. Καί νά εἶναι ὅλο εὐγωνομοσύνη ἡ ψυχή μας. Πῶς ἕνας ὁ ὁποῖος ἔχει εὐγενική ψυχή μέ τήν καλή ἔννοια. Ἄς ποῦμε μᾶς ἀνοίγει τήν καρδιά του, ἔχει διάθεση νά θυσιαστεῖ, ἔχει διάθεση προσφορᾶς. Καί ἐνῶ τρόπον τινά ἐσύ πρέπει νά τόν εὐχαριστήσεις –ἡ σειρά αὐτή εἶναι– ὅμως αἰσθάνεται καί εὐγνωμοσύνη καί εὐχαρίστηση πού τόν ἀξιώνεις νά φερθεῖ ἔτσι, νά ἐνεργήσει ἔτσι, νά θυσιαστεῖ, ἄς ποῦμε. Ἔτσι πρέπει νά νιώθουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὄχι νά περιμένουμε μισθό. Ἄν δέν τά πάρουμε ἔτσι τά πράγματα, ὅτι ἀφοσιωνόμαστε στόν Θεό καί αὐτό τό κάνουμε μέ χαρά καί μέ εὐγνωμοσύνη, μᾶς γραπώνει ἡ φιλαυτία, ἡ δαγκάνα τῆς φιλαυτίας, καί δέν μποροῦμε νά ξεφύγουμε.

Καί ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μή ἰδεῖν θάνατον πρίν ἤ ἴδῃ τόν Χριστόν Κυρίου.

Τοῦ εἶχε φανερώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δέν θά πεθάνει, προτοῦ νά δεῖ τόν Μεσσία. Ἐγώ νομίζω ὅτι ἄνετα ἀπόψε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν θά μᾶς ἀφήσει ὁ Θεός νά πεθάνουμε, ἐάν δέν πραγματοποιηθεῖ αὐτό ἀκριβῶς πού θέλει ὁ Θεός γιά μᾶς. Θέλει –τελείωσε– νά μποῦμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, καί νά ὁδεύουμε ἔτσι γιά τή βασιλεία του. Ὅλη ἡ ἀξία τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτή. Γι᾿ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σωθεῖ ὁ καθένας μας.

Κάνουμε μεγάλη, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, τιμή στόν Θεό, τόν τιμοῦμε, ὅταν ἀνταποκρινόμαστε. «Ἔτσι ἔκανες, Θεέ μου;» Καί εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καί μεγάλη περιφρόνηση, ὅταν ζοῦμε σάν νά μήν καταλάβαμε καί σάν νά μήν καταλαβαίνουμε τί ἔκανε ὁ Θεός, καί ἐμεῖς τό βιολί μας ἐκεῖ. Σάν νά μήν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται καί βουλιάζουμε στά βάσανά μας, βουλιάζουμε μέσα στίς στενοχώριες μας. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε ὅτι δέν γνωρίζουμε καλά τά πράγματα, δέν ἔχουμε καλή σχέση μέ τόν Θεό, καί ἀπό κεῖ καί πέρα μᾶς φαίνονται δύσκολα. Δέν εἶναι ἔτσι.

Τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ὑπέδειξε νά πάει στό ναό. Μόλις οἱ γονεῖς ἔφεραν ἐκεῖ τό παιδί, τόν Ἰησοῦ, γιά νά κάνουν γι᾿ αὐτό τά ἔθιμα τοῦ νόμου, τόν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, δόξασε τό Θεό καί εἶπε:

«Τώρα, Κύριε, μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τό δοῦλο σου

νά πεθάνει εἰρηνικά,

ὅπως τοῦ ὑποσχέθηκες,

γιατί τά μάτια μου εἶδαν τό σωτήρα

πού ἑτοίμασες γιά ὅλους τούς λαούς,

φῶς πού θά φωτίσει τά ἔθνη

καί θά δοξάσει τό λαό σου τόν Ἰσραήλ».

Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα του θαύμαζαν γιά ὅσα λέγονταν γι᾿ αὐτό. Ὁ Συμεών τούς εὐλόγησε καί εἶπε στή Μαριάμ, τή μητέρα τοῦ Ἰησοῦ: «Αὐτός θά γίνει αἰτία νά καταστραφοῦν ἤ νά σωθοῦν πολλοί Ἰσραηλίτες. Θά εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο γιά νά φανερωθοῦν οἱ πραγματικές διαθέσεις πολλῶν».

Ἐδῶ, στήν τελευταία φράση, καί ἄλλη φορά ἔχουμε σταθεῖ. Προσωπικῶς πολύ τό προσέχω, ἀλλά βλέπω ὅτι ἄλλοι δέν θέλουν νά τό προσέξουν. Δέν ξέρω γιατί. Στά καλά καθούμενα –ἐπιτρέπει ὁ Θεός– συμβαίνει κάτι. Καί τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά νά φανεῖ ὁ καθένας μας τί θά κάνουμε.

Ὅταν λοιπόν συμβαίνει κάτι καί σ᾿ ἐσένα γίνεται ἀφορμή νά ταραχθεῖς, νά ἀνασταστωθεῖς, νά πεισμώσεις, νά βγεῖ κακία ἀπό μέσα σου, ὁρίστε, φάνηκε τί εἶσαι. Καί μετά κάθεσαι ἁπλῶς καί στενοχωριέσαι πού ἐκδηλώθηκες ἔτσι, καί ἀρχίζεις ἱστορίες ὅτι φταίει τό ἕνα, φταίει τό ἄλλο, ὅτι δέν μοῦ φέρθηκαν καλά, δέν μοῦ μίλησαν καλά. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἄγνοια, γιά τήν ὁποία κάναμε λόγο. Ἐνῶ ὁ Θεός τό ἐπέτρεψε αὐτό μόνο καί μόνο γιά νά δεῖς πῶς σκέφεσαι, πῶς ἀντιδρᾶς, γιά νά δεῖς τί ἀρετή ἔχεις –πού δέν ἔχεις καί νομίζεις ὅτι ἔχεις. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών: Ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Γιά νά φανερωθοῦν οἱ πραγματικές διαθέσεις πολλῶν.

Ἔτσι εἶναι ἡ ζωή ἡ καθημερινή γενικά, ἀλλά ὅποιος εἶναι στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη πιό πολύ θά συναντάει τέτοια πράγματα, ἕως ὅτου βρεῖ ἀληθινά τόν Χριστό, ἕως ὅτου μάθει τό μάθημα, τό ὁποῖο εἶναι ἁπλό. Στρώσου κάτω. Ἄν πετᾶς στόν ἀέρα, πῶς θά δεῖς τί γίνεται κάτω; Κατέβα κάτω, στρώσου ἐκεῖ, καί ἄρχισε νά μπουσουλᾶς –ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ– γιά νά δεῖς καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Ἔτσι, οὔτε ἔχεις φόβο νά πέσεις ἀπό πουθενά, οὔτε φόβο νά συμβεῖ κάτι. Νά εἶσαι ταπεινός δηλαδή.

…ὅσο γιά σένα, ὁ πόνος γιά τό παιδί σου θά διαπεράσει τήν καρδιά σου σάν δίκοπο μαχαίρι.

Στά Ἱεροσόλυμα ζοῦσε μιά γυναῖκα πού προφήτευε καί τήν ἔλεγαν Ἄννα· ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ ἀπό τή φυλή τοῦ Ἀσήρ. Αὐτή ἦταν πολύ ἡλικιωμένη. Ἔζησε ἑφτά χρόνια μέ τόν ἄνδρα της μετά τό γάμο …»

Ὁ Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι γιά τήν ἁγία Ἄννα, καθότι ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ὅ,τι καί ἄν συμβαίνει εἶναι γιά νά ξεπεράσουμε τά τοῦ κόσμου τούτου, καί ὄχι γιά νά μένουμε σ᾿ αὐτά. Καί ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Χριστό, πού ἔχει τόν Χριστό μέσα του, δίνει αὐτή τήν ἑρμηνεία καί δέν βουλιάζει. Ἔζησε ἑφτά χρόνια μέ τόν ἄντρα της μετά τό γάμο καί τώρα χήρα, ἡλικίας ὀγδόντα τεσσάρων χρονῶν, δέν ἔφευγε ἀπό τό ναό, ἀλλά λάτρευε τό Θεό νύχτα καί μέρα μέ νηστεῖες καί προσευχές. Αὐτή παρουσιάστηκε ἐκείνη τήν ὥρα καί δοξολογοῦσε τό Θεό καί μιλοῦσε γιά τό παιδί σέ ὅλους ὅσοι στήν Ἱερουσαλήμ περίμεναν τή λύτρωση.

 

3-2-2005