Δεσποτικες Εορτες
A+
A
A-

126. Πρωτοχρονιά

Πρωτοχρονιά

 

Α’

Ἡ ὥρα εἶναι ἕνδεκα. Σέ μία ὥρα θά περάσουμε στόν καινούργιο χρόνο. Ἀφήνουμε τόν παλαιό καί περνοῦμε στόν καινούργιο. Ὅπως εἴπαμε χθές τό βράδυ, καλό εἶναι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί νά μή βιαζόμαστε νά περάσει ὁ χρόνος, γιά νά ἔλθει ὁ ἄλλος, ὅπως κάνουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, πού δέν ξέρουν καί κάνουν ὅ,τι τούς ἔρθει.

Γιά μᾶς βέβαια δέν ὑπάρχει στήν οὐσία τέλος ἑνός χρόνου καί ἀρχή ἄλλου χρόνου, ἀλλά κι ἄν τό πάρουμε ἔτσι, ὁ ἀπερχόμενος χρόνος δέν εἶναι πάντοτε χρόνος πού πρέπει νά θέλουμε νά φύγει ὅσο τό δυνατό γρηγορότερα, ἀλλά εἶναι ἕνας χρόνος κι αὐτός τοῦ Θεοῦ, ὅπως θά εἶναι κι ὁ ἄλλος πού θά ἔρθει. Καί ὁ Θεός, ὅσο κι ἄν ἐμεῖς δέν ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο, φροντίζει νά κάνει ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο καί νά εὐλογούμεθα.

 

Νά πῶ πρῶτα ὑπεύθυνα ὅτι…

 

Θά ἤθελα ἀπόψε πρῶτα νά πῶ ὑπεύθυνα, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς μου, ὅτι γενικά καί κατά κανόνα _ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις πάντοτε_ δέν εἴμαστε αὐτό πού ἤμασταν, ἄς ποῦμε, πέρυσι· δέν εἴμαστε αὐτό πού ἤμασταν προπέρσι. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ἐφόσον εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, ναί μέν μπορεῖ νά ξεφεύγουμε, ὅμως πάλι ἐπιστρέφουμε. Βέβαια εἴμαστε μέ τά λάθη μας, μέ τίς ἀδυναμίες μας, μέ τίς ἁμαρτίες μας, μέ τίς πτώσεις μας, ἀλλά γίνεται μιά πρόοδος. Αὐτό μπορῶ νά τό πῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἐπαναλαμβάνω, ἐκτός ἀπό τίς ἐξαιρέσεις, ὅλοι οἱ ἄλλοι δέν εἴμαστε αὐτό πού ἤμασταν. Ἄν ὄχι τίποτε ἄλλο, καθώς μένουμε στήν Ἐκκλησία καί καθώς ὅλο καί καταβάλουμε κάποια προσπάθεια νά ὠφελούμαστε, γνωρίζουμε καλύτερα τόν ἑαυτό μας, γνωρίζουμε καί συνειδητοποιοῦμε τήν παρουσία τῶν ἀδυναμιῶν πού ἔχουμε. Ἄν μή τι ἄλλο, λίγο λίγο, θέλουμε δέν θέλουμε, χάνουμε τήν καλή ἰδέα πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας, ἀφοῦ ἀποκτοῦμε μιά κάποια γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μιά κάποια αὐτογνωσία. Καί ἑπομένως ταπεινωνόμαστε, ὅσο κι ἄν δέν τό καταλαβαίνουμε, μετανοοῦμε, ἀρχίζουμε νά ἐλπίζουμε περισσότερο στόν Θεό, νά πιστεύουμε περισσότερο, νά περιμένουμε δηλαδή τήν Χάρι του, ἄσχετα ἄν νομίζουμε ὅτι λιγοστεύει, μικραίνει ἡ πίστη μας, ἐλαττώνεται ἡ ἐλπίδα μας. Κατά βάθος ἡ ἐργασία αὐτή γίνεται, καί μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θά ἔλθει τό καλό κάποια μέρα.

 

Τί ἔγινε στούς Ἀποστόλους;

 

Θέλω νά σᾶς θυμίσω ἀκόμη μία φορά, αὐτό πού ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές, ὅτι λίγο-πολύ γίνεται καί σ᾿ ἐμᾶς αὐτό τό ὁποῖο ἔγινε στούς Ἀποστόλους, στούς μαθητάς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ὅλο τό ἴδιο ἦταν, σάν νά μήν προόδευαν, σάν νά μήν προέκοπταν. Καμιά φορά ἔμοιαζε νά γίνονται καί χειρότεροι. Ὅμως ἔμειναν κοντά στόν Χριστό, καίτοι πειράσθηκαν, καίτοι ὁ διάβολος προσπάθησε πάσῃ θυσίᾳ νά τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Χριστό. «Πατάξω τόν ποιμένα καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα». Αὐτός ἦταν ὁ σκοπός τοῦ διαβόλου.

Οἱ μαθηταί, ἄσχετα ἐάν φάνηκαν ὅλες οἱ ἀδυναμίες τους, οἱ μεγάλες ἀδυναμίες τους, καί φάνηκε ὅτι σάν νά ἤθελαν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν Χριστό, τελικά ἔμειναν. Ὁ Κύριος μερικές φορές μαλώνει τούς μαθητάς του, τούς ἀποπαίρνει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, τούς παρατηρεῖ, τούς ὁμιλεῖ αὐστηρά, μέ σκληρή γλῶσσα· ὅμως αὐτοί εἶναι οἱ μαθηταί του, τούς ὁποίους μάλιστα ὁ ἴδιος τούς διάλεξε. Καί βλέπετε, ὁ Κύριος μολονότι ἀπό μιά πλευρά μοιάζει νά μήν εἶναι καθόλου εὐχαριστημένος μαζί τους, τελικά, καθώς μένουν κοντά του, ἀποδέχεται αὐτή τήν παραμονή τους, τήν ἐγκρίνει, τήν νομιμοποιεῖ καί κάποτε τούς εὐλογεῖ, καί γίνονται ἀπό κεῖ καί πέρα αὐτό πού δέν ἦταν ὅλα ἐκεῖνα τά χρόνια.

 

Ὁ Κύριος πού μᾶς διάλεξε θά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία

 

Αὐτό εἶναι κάτι πού μπορεῖ βέβαια γιά πολλούς ἀπό μᾶς νά γίνει τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Ἐπειδή οἱ ἀδυναμίες μας εἶναι μεγάλες, καί ὁ Θεός βλέπει ὅτι δέν μᾶς συμφέρει νά δείξει ὅτι μᾶς ἀποδέχθηκε _γιατί μπορεῖ νά πάθουμε χειρότερα_ ἀφήνει τά πράγματα ὡς ἔχουν· καί μπορεῖ αὐτό τό θαῦμα νά γίνει τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὄχι μόνο δέν μποροῦμε νά τό ἀποκλείουμε, ἀλλά πρέπει νά τό πιστεύουμε καί νά τό ἐλπίζουμε. Χωρίς νά σημαίνει ὅτι κανείς ἀκούοντας αὐτό πρέπει νά κοιμᾶται ἥσυχος καί νά χαλαρώνει κλπ. Θά γίνει τό καλό αὐτό, θά γίνει τό θαῦμα αὐτό σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, ὅπως κι ἄν ἔχουν τά πράγματα, ὅσο κι ἄν εἶναι ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν παθῶν του, τῶν ἀδυναμιῶν του, τελικά μένει κοντά στόν Χριστό, ἀγωνίζεται νά μένει κοντά στόν Χριστό, νά μένει μέσα στήν Ἐκκλησία.

Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως θά ἤθελα νά πῶ, ἀδελφοί μου, πάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πάλι, ἄν θέλετε, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, ὡς δυνάμενος νά ἔχω μιά κάποια γνώμη, ὅτι μποροῦμε νά ἐλπίζουμε βάσιμα καί νά πιστεύουμε βάσιμα ὅτι ὁ Κύριος πού μᾶς διάλεξε, πού διάλεξε καί τούς μαθητάς του, θά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία. Μᾶς διάλεξε, διότι, ἄν εἴμαστε χριστιανοί, ἐκεῖνος τό κανόνισε. Ἐμεῖς μπορούσαμε ποτέ νά τό σκεφθοῦμε ἔτσι; Μᾶς ἔφερε κοντά του, καί ἄν αὐτή τήν ὥρα εἴμαστε ἐδῶ καί ἔχουμε τήν ὑπομονή καί ἀκοῦμε κι αὐτά πού λέγονται, καί λίγο ἀπό μέσα μας φτερουγίζει ἡ καρδιά μας καί, ἄσχετα ἐάν τά πάθη εἶναι πολλά καί οἱ ἀδυναμίες εἶναι πολλές, ὅμως ὑπάρχει μιά κάποια ἐπιθυμία, ἕνας κάποιος πόθος. Πάλι κι αὐτά εἶναι τοῦ Κυρίου. Ἀλλιῶς, θά μᾶς εἶχε ἀποδοκιμάσει ὁ Κύριος. Βλέπετε, μᾶς κρατάει, μᾶς ἐνθαρρύνει, μᾶς χαριτώνει, μᾶς συγχωρεῖ, μᾶς ἀνέχεται, συγκαταβαίνει.

Καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἀδελφοί μου, ὅτι ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ Κύριος θέλει νά σωθοῦμε, θέλει νά μᾶς σώσει καί θά μᾶς σώσει. Αὐτό λέγεται, ὄχι γιά νά ἐνεργήσει μέσα μας ἀρνητικά καί νά συντελέσει, ὥστε νά χαλαρώσουμε καί νά χαθοῦμε, ἀλλά λέγεται, ἀκριβῶς ἐπειδή σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ὁ διάβολος πάρα πολλούς, ἄς ποῦμε, τούς πολεμάει, τούς βάζει συνέχεια σέ ἀμφιβολία· τούς δέχεται ὁ Χριστός ἤ δέν τούς δέχεται; Θά τούς σώσει ἤ δέν θά τούς σώσει; Θά τούς ἀνεχθεῖ μέχρι τέλους ἤ δέν θά τούς ἀνεχθεῖ;

Νά τόν κάνουμε πέρα τόν διάβολο! Δέν ἔχει καμιά δουλειά ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις μας. Εἶναι ὑποθέσεις δικές μας καί τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει καμιά δουλειά ἐκεῖνος. Μπορεῖ νά ᾿ναι διάβολος, ἀλλά κανείς δέν τοῦ ἀνέθεσε νά κάνει αὐτή τήν ἐργασία· νά μᾶς διαβάλλει κλπ. Νά τό πιστεύουμε αὐτό, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἔβαλε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί πρός τά ἐκεῖ μᾶς σπρώχνει, καί θά ἔλθει ἡ ὥρα καί ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Κουράγιο. Καί αὐτό νά ἀνάψει μέσα μας τόν ζῆλο, νά ἐνεργήσει μέσα μας, ὅπως εἴπαμε, θετικά, ὄχι ἀρνητικά.

Ὁ ἄνθρωπος ἀνά πᾶσα στιγμή μπορεῖ νά πιστεύει ὅτι θά τόν σώσει ὁ Χριστός, ὅταν ἡ πίστη αὐτή τόν ξυπνάει, ὅταν ἡ πίστη αὐτή τόν βάζει στόν δρόμο πού δέν ἦταν μέχρι τώρα, ὅταν ἡ πίστη αὐτή τόν κάνει νά ἐπανασυνδεθεῖ μέ τόν Χριστό μέ μετάνοια, μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη. Μποροῦμε κάθε στιγμή νά τό σκεπτόμαστε αὐτό, ὅτι ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς σώσει καί θά μᾶς σώσει.

 

Τί κακό κάνει ἡ ἁμαρτία μέσα μας!

 

Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως, καθώς τώρα εἴμαστε στήν τελευταία ὥρα τοῦ ἔτους αὐτοῦ καί θά μποῦμε στόν καινούργιο χρόνο, ἐπιτρέψτε μου, ἀκόμη μία φορά νά πῶ ὅτι πρέπει νά σκεφθοῦμε αὐτό τό θέμα τῆς σωτηρίας καί νά τό σκεφθοῦμε πολύ σοβαρά, ὅπως καί τό θέμα τῆς ἁμαρτίας νά τό σκεφθοῦμε πολύ σοβαρά.

Φρίττει ὁ ἄνθρωπος, τρομάζει ὁ ἄνθρωπος, καθώς βλέπει τά φοβερά πάθη πού ἔχουμε μέσα μας, τίς φοβερές ἀδυναμίες πού ἔχουμε μέσα μας. Ἔχει κάνει τέτοιο κακό ἡ ἁμαρτία μέσα μας καί κάμνει τέτοιο κακό κάθε μέρα μέσα μας πού δέν λέγεται. Τί νά σᾶς πῶ! Καί πεισματικά _ἄλλο αὐτό!_ ἐμμένει ὁ ἁμαρτωλός καί ταλαίπωρος ἄνθρωπος στίς ἀδυναμίες του, στά πάθη του. Δουλεύει, δουλεύει, δουλεύει _δέν τό καταλαβαίνει_ γιά τήν ἁμαρτία του, γιά τά πάθη του, γιά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Καί μοιάζει σάν νά μήν ἔχει σκέψη, σάν νά μήν μπορεῖ νά σκεφθεῖ, σάν νά μήν μπορεῖ νά καταλάβει, σάν νά μήν ἔχει νοῦ, νά μήν ἔχει λογικό. Μοιάζει σάν νά ζεῖ ἄσκοπα, νά κουράζεται ἄσκοπα καί νά ἐργάζεται ἄσκοπα. Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, τό πόσο ἄσχημα εἶναι τά πράγματα δέν λέγεται.

Θά ἤθελα νά πῶ τώρα ὅτι ἔτσι ἤ ἀλλιῶς ὁ Θεός μᾶς μάζεψε ὅλους καί, βλέπετε, τώρα ἔχουμε ἕνα κάποιο δέσιμο, ἔχουμε μιά κάποια συγγένεια, ἔχουμε μιά κάποια εὐθύνη. Ὅσο κι ἄν ὁ καθένας κάπως κρατάει τόν ἑαυτό του μακριά, κάπως ἀποφεύγει, κάπως θέλει νά ξεφεύγει, τελικά ὅμως δενόμαστε ὅλο καί πιό πολύ. Ὅλο καί μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι μαζί καί ὅ,τι κάνει στόν ἕναν ὁ Θεός, πάει καί στούς ἄλλους, ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητα πού ἔχουμε.

Ἀπό τό ἕνα μέρος κάνουμε τή διαπίστωση, ὅπως εἶπα στήν ἀρχή, ὅτι, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, γίνεται μιά πρόοδος. Ἐκτός ἀπό ἐξαιρέσεις, κανείς δέν εἶναι αὐτό πού ἦταν, ὅταν πρωτογνωριστήκαμε κι ὅταν ξεκινήσαμε κάτι νά κάνουμε. Κάτι ἔχει γίνει. Ἄν μή τι ἄλλο, ὅπως εἶπα, ἔχουμε μιά κάποια γνώση, μιά κάποια συναίσθηση, μιά κάποια ταπείνωση, μιά κάποια μετάνοια, μιά κάποια ἀπελπισία, ἄν θέλετε, μέ τήν καλή ἔννοια. Ἀπό τό ἄλλο μέρος πάλι μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στό πνεῦμα τῆς ἀποκαλύψεως ἔχουμε αὐτή τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός μᾶς ὁδηγεῖ στή σωτηρία.

 

Δέν θά χαριστοῦμε σέ κανέναν

 

Νά μοῦ ἐπιτρέψετε, προχωρώντας ἀπό τόν χρόνο πού τελειώνει πρός τόν νέο χρόνο πού ἔρχεται, νά πῶ ὅτι ἐγώ ἀπό τή δική μου πλευρά, ὅσο κι ἄν, ἄς ποῦμε, εἶμαι ἀπέναντί σας ὑπόλογος καί δέν κάνω ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνω καί δέν ἀνταποκρίνομαι _ὅλο καί λέω μήπως κάποιο λάθος κάνατε καί ἔρχεσθε ἐδῶ, ἴσως κάπου ἀλλοῦ ἔπρεπε νά πηγαίνετε_ ὅσο κι ἄν καθόλου δέν δίνουμε τό σιτηρέσιο τό ἀναγκαῖο, τό χρειαζούμενο καί ἑπομένως μπορεῖτε νά ἔχετε καί μικρό καί μεγάλο παράπονο _ὅλο τό δίκαιο εἶναι μέ τό μέρος σας_ ὅμως, καθώς γνωρισθήκαμε καί καθώς τά πράγματα ὅλο καί μᾶς ὁδηγοῦν στό νά δενόμαστε πιό πολύ καί ἡ εὐθύνη μου μεγαλώνει, θά ἤθελα, ἐπαναλαμβάνω, νά σᾶς πῶ ὅτι ἀπό τήν δική μου πλευρά δέν θά χαριστοῦμε σέ κανέναν, ὅποιος κι ἄν εἶναι. Σέ ὅποιον βέβαια θά ἔχει τό κουράγιο, θά ἔχει τήν ὑπομονή καί τελικά δέν θά φύγει, ἀλλά θά μείνει κοντά μας, ἄς ποῦμε ἔτσι.

Πρέπει δηλαδή, ἀδελφοί μου, νά δοῦμε τίς ἀδυναμίες μας, νά δοῦμε τά πάθη μας. Δέν βγαίνει τίποτε ἁπλῶς μόνο μέ τό «ἔ, νά, κάνουμε προσευχή, πᾶμε στήν Ἐκκλησία, καλοί χριστιανοί εἴμαστε», ἐνῶ μέσα μας βράζουν τά πάθη, μέσα μας ὀργιάζουν τά πάθη. Ἅμα δέν τά δοῦμε, ἅμα δέν τά ὑποδείξουμε, τί κάνουμε τότε; Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς αἰσθάνεται κανείς τήν ἀνάγκη νά μή χαρισθεῖ καί νά βοηθήσει μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, ὅσο μπορεῖ, τόν καθένα πού ἔχει τήν ὑπομονή καί τήν διάθεση νά βοηθηθεῖ. Καί κάνω μία ἔκκληση· μπήκαμε πιά μέσα στή μάνδρα τοῦ Κυρίου. Μήν ξεφεύγουμε λοιπόν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ· μήν ξεγελοῦμε τόν ἑαυτό μας. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ποῦ θά πᾶμε;

 

Εἴμαστε ἀσοβάρευτοι καί ἀνεύθυνοι στό θέμα τῆς σωτηρίας;

 

Μπαίνουμε σέ καινούργιο χρόνο καί δέν ξέρουμε πόσο θά ζήσουμε. Οἱ ἡμέρες πού μᾶς δίνει ὁ Θεός εἶναι ἡμέρες πού πρέπει νά τίς ἀξιοποιήσουμε, εἶναι ἡμέρες πού πρέπει νά τίς ἐκμεταλλευτοῦμε. Ἑπομένως, παρακαλῶ, νά ἐντείνουμε τήν προσπάθειά μας, νά μεγαλώσουμε τόν ζῆλο μας, νά τό πάρουμε λίγο φιλότιμα τό θέμα τῆς σωτηρίας, λίγο ζεστά, νά τό πάρουμε πιό σοβαρά. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες σ᾿ ὅλα τά θέματα τώρα εἴμαστε τελείως ἀσοβάρευτοι, τελείως ἀνεύθυνοι καί στά πνευματικά. Δέν στέκεται αὐτό. Νά πάρουμε πιό σοβαρά τήν ὅλη ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας.

Πραγματικά νά κινοῦμε γῆ καί οὐρανό ἤ καλύτερα, ὅπως λέει ὁ Δαυΐδ, «εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ». Δηλαδή μήν ἀναπαυθοῦμε ἑωσότου ξεκινήσουμε σοβαρά, ἑωσότου μποῦμε στά σοβαρά καί μέ ζῆλο στόν δρόμο αὐτό πού μᾶς ἔβαλε ὁ Θεός, ἑωσότου ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί νά ἀποφασίσουμε, ἄς ποῦμε, ἀληθινά νά μετανοήσουμε, ἀληθινά νά ταπεινωθοῦμε, ἀληθινά νά ἔχουμε φόβο Θεοῦ, ἀληθινά νά ἔχουμε μέσα μας αὐτό τό ὁποῖο θέλει ὁ Θεός. Ὄχι ἐπιπόλαια, ὄχι πρόχειρα, ὄχι ἀνεύθυνα.

Ὅλο τό κακό γίνεται ἀπό αὐτή τήν ἀνευθυνότητα, ἀπό τήν ὅλη ἀσοβάρευτη στάση μας. Δέν γίνεται ἔτσι. Δέν μπορεῖ ὁ Θεός νά δουλέψει μαζί μας. Τοῦ τό λέμε, τοῦ τό ξαναλέμε βέβαια στήν προσευχή μας, καί τό ἀκούει ὁ Θεός καί θέλει νά ἐργασθεῖ μέσα στήν ψυχή μας _διότι ὅ,τι θά γίνει, θά τό κάνει ὁ Θεός, καθώς ἐμεῖς συνεργοῦμε προσφέροντας τόν ἑαυτό μας_ ἀλλά, ὅταν δέν μπορεῖ νά μᾶς ἔχει ἐμπιστοσύνη ὁ Θεός, δέν μπορεῖ νά ἐργασθεῖ. Καί δέν μπορεῖ νά μᾶς ἔχει ἐμπιστοσύνη, ὅταν δέν μᾶς βλέπει σοβαρούς καί ὑπευθύνους. Ἐμεῖς, ἄνθρωποι εἴμαστε καί δέν μποροῦμε νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, ὅταν ἔχουμε νά κάνουμε μέ κάποιον ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά σοβαρευθεῖ.

Νά σοβαρευτοῦμε λοιπόν καί νά συνειδητοποιήσουμε τήν εὐθύνη πού φέρουμε. Νά συνειδητοποιήσουμε τήν ὅλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν ὅλη εὐεργεσία του, τίς δωρεές, τίς εὐλογίες, τή συγκατάβασή του. Νά τά συναισθανθοῦμε αὐτά, καί νά ξεπεταχτεῖ ἀπό μέσα μας τό φιλότιμο, ὁ ζῆλος, ἡ ἀγάπη, καί ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε στόν Θεό.

 

«Ὅ,τι καί νά εἶσαι, ἐγώ θά σέ σώσω» λέει ὁ Κύριος

 

Ἔτσι, ἀδελφοί μου, νά μποῦμε στόν καινούργιο χρόνο καί ἔτσι νά προσπαθήσουμε νά ζήσουμε. Ὁ Θεός ξέρει τή δουλειά του. Ξέρει τί εἴμαστε ὁ καθένας, ξέρει τί χρειάζεται νά γίνει στόν καθένα μας, ξέρει πῶς θά τό κάνει. Ἀπό μᾶς περιμένει αὐτό· στά σοβαρά ὡς ἄνθρωποι πού ἔχουμε νοῦ, πού ἔχουμε σκέψη, νά σταθοῦμε ἀπέναντί του. Νά ἀνταποκριθοῦμε, νά τόν ἀκολουθήσουμε, νά συνεργασθοῦμε μαζί του μ᾿ αὐτή τή σοβαρότητα πού μπορεῖ νά ἔχει ἕνα λογικό πλάσμα. Καί ὁ Θεός, ἐπαναλαμβάνω, ξέρει τί χρειάζεται νά κάνει στόν καθένα μας καί θά τό κάνει.

Χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία λέω ὅτι αὐτή τήν ὥρα, καθώς ἐμεῖς θά μποῦμε στόν καινούργιο χρόνο, καθώς εἴμαστε ἐδῶ μέσα στόν ναό, ὁ Θεός παραλαμβάνει τόν καθένα μας καί μᾶς δίνει τή βεβαιότητα· «Ὅ,τι καί νά εἶσαι, ἐγώ θά σέ σώσω. Ὅ,τι καί νά εἶσαι, ἐγώ θά σέ καθαρίσω. Ὅ,τι καί νά εἶσαι, ἐγώ θά σ᾿ ἁγιάσω, θά σέ γιατρέψω, θά σέ βάλω στόν Παράδεισο. Ὅ,τι καί νά εἶσαι. Ἀπό σένα θέλω ἀληθινή ἀνταπόκριση λογικοῦ ὄντος, λογικοῦ πλάσματος καί ὄχι ψευτιές καί προχειρότητες καί τέτοια».

Ἄς τό κάνουμε, ἀδελφοί μου, καί τό θαῦμα θ᾿ ἀρχίσουμε νά τό βλέπουμε ἀπό ἀπόψε. Ὅποιος ἀκούοντας αὐτά τά λόγια, πάθει ἕνα κάτι μέσα του καί πεῖ «τί κάνω;» καί κάπως σοβαρά, ἄς ποῦμε, ἀνταποκριθεῖ, ἀπό ἀπόψε κιόλας θά νιώσει τήν ἐνέργεια αὐτή τοῦ Θεοῦ καί κάθε μέρα ὅλο καί περισσότερο. Καί θά νιώθει αὐτό τό γιάτρεμα τῆς ψυχῆς του, αὐτή τή λύτρωση, αὐτόν τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία. Ἀμήν.

 

Β’

Μετά τή Θεία Λειτουργία

 

Περισσόν ζωῆς

 

Ἀδελφοί μου, πρέπει νά σᾶς ποῦμε καί νά σᾶς τονίσουμε ὅτι ζωή μόνο ὁ Χριστός δίνει καί δίνει περισσόν ζωῆς. Ὁπότε λύνεται τό πρόβλημα αὐτό καί δέν ὑπάρχει πλέον θέμα· Θά πεθάνεις – δέν θά πεθάνεις; Δέν ὑπάρχει τέτοιο θέμα. Ζεῖς. Ἅμα βρεῖς τόν Χριστό, ἅμα ἔρθει ὁ Χριστός στήν ψυχή σου, ζεῖς πιά, καί δέν μπορεῖ νά σοῦ πάρει κανείς αὐτή τή ζωή. Καί νιώθεις ὄντως νά ἔχεις περίσσεια ζωῆς, πλησμονή ζωῆς, παραπάνω ἀπό ὅση μπορεῖς νά βαστάξεις. Ἡ ζωή αὐτή εἶναι ζωή τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀληθινή ζωή, εἶναι ζωή πού τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν ἐπισκιάσει. Ἡ εὐτυχία εἶναι ἀληθινή, πραγματική, γνήσια, ἀτέλειωτη, ἀπέραντη, αἰώνια.

Ἄν λοιπόν θέλουμε νά ζήσουμε, τόν Χριστό νά βάλουμε στήν καρδιά μας. Καί διά τῆς πίστως καί διά τῆς προσευχῆς καί διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του. Διά τῆς μετανοίας, διά τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀλλά καί μέ τό νά κοινωνοῦμε τοῦ σώματός του καί τοῦ αἵματός του. Κι ἄν θέλουμε χαρά καί εὐτυχία ἀληθινή, γνήσια, πάλι ὁ Χριστός εἶναι πού θά μᾶς τά δώσει.

Ὅποιος θέλει, πιστεύει. Ὅποιος δέν θέλει, ἄς τυραννιέται καί ἄς ψάχνει νά βρεῖ ζωή ἀληθινή, νά βρεῖ ἀληθινή χαρά καί εὐτυχία. Ἀξίζει δηλαδή νά ποῦμε ἐδῶ «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» καί ἀξίζει μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια νά ποῦμε, ἀδελφοί μου, «Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά».

 

1-1-1988