Αγιολογικα
A+
A
A-

123. Τῶν ἁγίων τριῶν παίδων Ἀνανίου, Ἀζαρίου, Μισαήλ καί Δανιήλ τοῦ προφήτου. Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Διονυσίου ἀρχιεπισκόπου Αἰγίνης, τοῦ ἐκ Ζακύνθου ὁρμωμένου

Τῶν ἁγίων τριῶν παίδων Ἀνανίου, Ἀζαρίου, Μισαήλ καί Δανιήλ τοῦ προφήτου.

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Διονυσίου ἀρχιεπισκόπου Αἰγίνης, τοῦ ἐκ Ζακύνθου ὁρμωμένου

 

 

Ἐκεῖνο πού νομίζω πώς θά ἤθελε ὁ Θεός ἀπόψε νά ποῦμε –καί ἰδιαιτέρως πρέπει νά τό προσέξουμε– εἶναι ὅτι βλέπουμε σέ ὅλους τούς ἁγίους αὐτό τό πράγμα: μυστικά τούς φωτίζει ὁ Θεός τί νά κάνουν, τί νά ποῦν, πῶς νά φερθοῦν, καθώς ὅλοι οἱ ἅγιοι, καί οἱ ἅγιοι πού γιορτάζουμε σήμερα, ἀπελευθερώνονται ἀπό τό θέλημά τους, ἀπαρνοῦνται τόν ἑαυτό τους, δέν τόν λογαριάζουν καθόλου καί τόν παραδίδουν στόν Θεό. Ὁ πόθος τους, ὁ καημός τους, ἡ ὅλη μεριμνά τους εἶναι νά ὑπακούσουν στόν Θεό καί νά κάνουν τό θέλημά του. Ξεχνοῦν τόν ἑαυτό τους, καί εἶναι ἕτοιμοι νά παραδώσουν τόν ἑαυτό τους καί σέ θάνατο καί σέ ὅποια ἄλλη ταλαιπωρία.

Καί αὐτό τό βλέπουμε στούς τρεῖς παῖδες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά ριφθοῦν στήν κάμινο καί οὔτε νοιάζονται ἄν ἐκεῖ εἶναι φωτιά.

Καί ὁ ἅγιος Διονύσιος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι, κάνει ὅλα αὐτά πού κάνει –καταφρονεῖ, ὅπως λέει τό συναξάρι του, ἡδονάς, πλοῦτον, δόξαν, ὑφίσταται ὅλη αὐτή τή στέρηση, δέν σκέπτεται καθόλου τόν ἑαυτό του, ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του– γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ὑπακούσει στόν Θεό, γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ Θεός, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔτσι σκέπτονται οἱ ἅγιοι καί τό δείχνουν στήν πράξη, τούς δίνει πλούσια τή χάρη του.

Καί βλέπουμε ὅτι, ἐνῶ εἶναι τόσο μπερδεμένα τά πράγματα τῆς ζωῆς, οἱ ἅγιοι δέν μπερδεύονται καθόλου. Σάν νά εἶναι ὅλα αὐτά ἕνας δρόμος μπροστά τους, καθαρός, ἀνοικτός δρόμος, καί δέν ὑπάρχει κίνδυνος νά πᾶνε δεξιά ἤ ἀριστερά, νά λοξοδρομήσουν. Τελείωσε. Μπαίνουν στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί προχωροῦν χωρίς δυσκολία ἤ δισταγμό, χωρίς ἐπιφύλαξη ἤ σκέψη νά γυρίσουν πίσω.

Εἶναι μιά μυστική, θά ἔλεγε κανείς, συνεννόηση μεταξύ Θεοῦ καί ἁγίων, μεταξύ ἁγίων ψυχῶν καί Θεοῦ. Ὁ Θεός γνωρίζει τούς ἁγίους του, τούς δικούς του, τούς δείχνει τόν δρόμο –«νά, ὁ δρόμος», τούς λέει– καί αὐτοί παίρνουν τόν δρόμο ἀνεπιφύλακτα, λησμονώντας τόν ἑαυτό τους.

 

 

Ἔχουμε πεῖ ἄλλες φορές ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι στόν παράδεισο δέν σκέπτονταν ἄν ἔχουν ἑαυτό. Ζοῦσαν παραδεισένια ζωή· ἦταν γεμάτη, πλημμυρισμένη ἡ ὕπαρξή τους ἀπό τήν παρουσία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὅμως δέν σκέπτονταν τόν ἑαυτό τους· ἡ ὅλη κίνησή τους ἦταν πρός τόν Θεό. Αὐτό ἀνεκόπη μέ τήν παρέμβαση τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε: «Θά γίνετε κι ἐσεῖς θεοί». Καί ἀμέσως στράφηκαν πρός τόν ἑαυτό τους. Ἀμέσως. Ἔπαψαν νά ἔχουν ἀναφορά στόν Θεό, κίνηση πρός τόν Θεό, ἀγάπη πρός τόν Θεό· θυμήθηκαν τόν ἑαυτό τους. Δηλαδή ὄχι μόνο σκέφτηκαν ὅτι θά γίνουν θεοί ὅπως ὁ Θεός –καί φυσικά δέν ἔγινε ἔτσι– ἀλλά, καθώς σκέφτηκαν αὐτό τό πράγμα, βούλιαξαν μέσα στόν ἑαυτό τους καί παγιδεύτηκαν πιά ἀπό τόν ἑαυτό τους. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, καί αὐτή εἶναι ὅλη ἡ τυραννία τοῦ ἀνθρώπου. Εἴτε καλά εἴτε κακά πράγματα κάνει, εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς, ἐφόσον εἶναι παγιδευμένος ἀπό τόν ἑαυτό του, δέν ἔχει σωτηρία, καί εἶναι ταλαίπωρος.

Οἱ ἅγιοι ὅλοι τό κατάλαβαν αὐτό. Τούς φώτισε ὁ Θεός νά τό καταλάβουν. Φωτίζει ὁ Θεός· ὁ ἄνθρωπος μόνος του δέν μπορεῖ νά καταλάβει. Ποιόν ὅμως φωτίζει ὁ Θεός; Αὐτόν πού θέλει νά δεῖ τό φῶς, αὐτόν πού θέλει νά μπεῖ στόν δρόμο. Ὁ Θεός σοῦ δείχνει ἕνα δρόμο, ὅταν καταλαβαίνει ὅτι θά μπεῖς στόν δρόμο. Σοῦ ἀνοίγει μιά πόρτα, ὅταν καταλαβαίνει ὅτι θά μπεῖς ἀπό τήν πόρτα αὐτή. Γίνεται μιά μυστική συνεννόηση μεταξύ Θεοῦ καί ἁγίων.

Μπῆκαν λοιπόν στόν δρόμο πού τούς ἔδειξε ὁ Θεός ὅλοι οἱ ἅγιοι, χωρίς ἐνδοιασμούς καί ἐπιφυλάξεις. Καί τό ἔκαναν αὐτό, ἀκριβῶς διότι ξέχασαν τόν ἑαυτό τους. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ὅπως δηλαδή μέ τήν ἁμαρτία οἱ πρωτόπλαστοι στράφηκαν πρός τόν ἑαυτό τους, καί στρεφόμενοι πρός τόν ἑαυτό τους ἁμάρτησαν, ἔτσι τώρα ἡ σωτηρία εἶναι νά ἀπαρνηθεῖ κανείς τόν ἑαυτό του. Νά τόν ἀπαρνηθεῖ. Ἕτοιμος νά εἶναι κανείς νά τόν ρίξει καί στή φωτιά τόν ἑαυτό του, ἄν χρειάζεται. Καί ὄχι ἁπλῶς νά ρίξει στή φωτιά τό σῶμα –πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι ἀγάπην δέ μή ἔχω οὐδέν ὠφελοῦμαι– ἀλλά νά ξεγράψει τόν ἑαυτό του.

Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς. Καμιά φορά πέφτει κανείς στή φωτιά, ἀλλά γιά τή δόξα. Ὄχι. Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς. Ἐκεῖ εἶναι ὅλο τό θέμα. Ἀπαρνεῖται κανείς τόν ἑαυτό του –ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ– ὁπότε, ὁ Θεός φωτίζει τόν ἄνθρωπο, τοῦ δείχνει τόν δρόμο, καί παίρνει ὁ ἄνθρωπος τόν δρόμο, καί ὁ Θεός στήν πράξη πλέον τόν βρίσκει στόν δρόμο του καί τόν θεωρεῖ πιά δικό του καί τόν ὁδηγεῖ ἀπό κεῖ καί πέρα.

Καί βλέπουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι τελικά κάνουν αὐτό πού τούς δείχνει ὁ Θεός. Ἐμεῖς μερικές φορές, καθώς διαβάζουμε τούς βίους τῶν ἁγίων, τούς θαυμάζουμε. Μέ τό μυαλό πού ἔχουμε, συνηθισμένοι στό πῶς τά βλέπουμε ἐμεῖς τά πράγματα, ἁπλῶς θαυμάζουμε τούς ἁγίους. Καί οἱ ἅγιοι δέν θά μποροῦσαν νά κάνουν τίποτε, ἐάν δέν ἔπαιρναν τόν δρόμο καί δέν ἔβλεπαν τά πράγματα ὅπως εἴπαμε· ἄν δέν ἀπαρνοῦνταν τόν ἑαυτό τους, ἄν δέν τούς ἔπαιρνε ἀπό τό χέρι ὁ Θεός καί δέν ἦταν ὁ Θεός πού τούς ἔδειχνε ἤ τούς δείχνει τόν δρόμο.

Τούς δείχνει τόν δρόμο ὁ Θεός, τούς παίρνει ἀπό τό χέρι, καί ὅλους τούς ἁγίους –ὄχι τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο μόνο, ἀλλά ὅλους, τόν ἕναν ἔτσι, τόν ἄλλο ἀλλιῶς–τούς ὁδηγεῖ στό τέλος. Καί βλέπουμε ὅτι κανένας ἅγιος δέν γυρίζει πίσω. Κανένας ἅγιος δέν κοιτάει πίσω. Κανένας ἅγιος δέν κοντοστέκεται. Κανένας ἅγιος δέν φοβᾶται μήν πάθει τοῦτο, μήν πάθει ἐκεῖνο. Μόνο ὅσοι κατά λάθος βρεθοῦν στόν δρόμο, τούς βλέπεις ὅτι ἀμέσως πλανῶνται, ἀμέσως παίρνουν ἄλλους δρόμους, καί χάνονται.

Νά παρακαλέσουμε τούς ἀποψινούς ἁγίους καί ὅλους τούς ἁγίους νά μεσιτεύσουν γιά νά φωτιστοῦμε κι ἐμεῖς καί νά ἐνεργήσουμε ὅπως αὐτοί.

 

 

17-12-1992