Λειτουργια Προηγιασμενων Δωρων
A+
A
A-

33. «… Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν…»

«Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν. Ἰδού γάρ εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης. Ἰδού θυσία μυστική, τετελειωμένη, δορυφορεῖται. Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα».

{Πῶς πηγαίνουμε νά κοινωνήσουμε; }

Εἴπαμε καί ἄλλες φορές ὅτι, ὅταν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία ἤ ἀκόμη καί ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν _οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι_ ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος εἶναι ἐδῶ. Ἐδῶ πού εἶναι ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης. Ἐδῶ πού εἶναι ὁ Κύριος. Γιατί, ὅπου εἶναι ὁ Κύριος, ἐκεῖ εἶναι ἡ Βασιλεία του. Ὅπου εἶναι ὁ Κύριος, ἐκεῖ εἶναι καί ὅλοι ὅσοι εἶναι μαζί του, ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν. Εἶναι ἐδῶ τό σῶμα του καί τό αἷμα του κατά αἰσθητό τρόπο, κατά χειροπιαστό τρόπο, καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις μποροῦμε νά τόν γευθοῦμε. Γι᾿ αὐτό λέει· «Ἰδού γάρ εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης…» Δηλαδή ἐκείνη τή στιγμή μέ τήν τόσο σεμνή καί ταπεινή λιτάνευση μεταφέρεται ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης ἀπό τήν Πρόθεση στήν Ἁγία Τράπεζα. Καί καλούμαστε οἱ πιστοί μέ πίστη καί πόθο νά προσέλθουμε «ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα».

Ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων γίνεται εἰδικά γι᾿ αὐτό· γιά νά προσέλθουμε καί νά γίνουμε κοινωνοί τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, κοινωνοί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κοινωνοί τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ὅμως πάντοτε οἱ προτροπές, οἱ προσκλήσεις αὐτές τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι μόνο νά προσέλθουμε, ἀλλά θέτουν κάποιες προϋποθέσεις. Στήν κανονική Θεία Λειτουργία λέμε· «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Ἐδῶ «…πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν…» Μέσα στήν πίστη εἶναι καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, διότι δέν μπορεῖ νά πιστεύει κανείς ἀληθινά, ἄν δέν ἔχει φόβο Θεοῦ. Καί μέσα στόν πόθο εἶναι ἡ ἀγάπη. Καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι τά ἴδια λόγια λέγονται καί στή μιά καί στήν ἄλλη πρόσκληση. Τό ἴδιο νόημα ὑπάρχει, τό ἴδιο περιεχόμενο.

Παντοῦ, νομίζω, ὅπου κι ἄν συναντήσει κανείς τήν πρόσκληση γιά τή συμμετοχή στό ἁγιώτατο αὐτό μυστήριο, στή Θεία Εὐχαριστία, προτίθενται καί προϋποθέσεις. Καί στήν ἀρχή τοῦ Ὡρολογίου δίδονται εἰδικές συμβουλές στόν ἱερέα πού θά τελέσει τή Θεία Λειτουργία, καί στίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων Δώρων καί στούς Πατέρες, καί ὅπου ἀλλοῦ θά συναντήσουμε ἀναφορές στή Θεία Εὐχαριστία καί πρόσκληση γιά τή Θεία Κοιωνία, γίνεται λόγος γιά προϋποθέσεις.

Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού συνήθως λέγεται σήμερα· «Μόνο ἐλᾶτε νά κοινωνήσετε». Καί δέν δίνουμε καί πολλή σημασία στό ἄν εἴμαστε ἕτοιμοι νά κοινωνήσουμε. Δέν εἶναι μόνο νά κοινωνήσουμε. Ἄν προσέξει κανείς καλύτερα τίς ἀναφορές στή Θεία Εὐχαριστία καί τίς προτροπές γιά τή Θεία Εὐχαριστία, θά δεῖ ὅτι τό βάρος δέν πέφτει τόσο στό ἐλᾶτε νά κοινωνήσετε, ἀλλά πῶς θά ἔλθετε νά κοινωνήσετε καί προσοχή μήν τυχόν δέν ἔλθετε σωστά νά κοινωνήσετε. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα.

{Αὐτό πού ἀνέκαθεν ζεῖ ἡ Ἐκκλησία}

Ἐδῶ λοιπόν μᾶς λέει· «…Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα». Δέν τό λέει τυχαῖα ἡ Ἐκκλησία αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ἔτσι τό ζεῖ, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι τό ζοῦν, ὅτι ὄντως αὐτός πού προσέρχεται μέ πίστη καί πόθο γίνεται μέτοχος ζωῆς αἰωνίου. Ὄχι ἁπλῶς πιστεύω ὅτι αὐτό εἶναι σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά πίστη ἐδῶ σημαίνει ὅτι γιά μένα τό πᾶν εἶναι ὁ Θεός. Τρόπον τινά δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Ὅλα τά βρίσκω μόνο μέσα στόν Θεό· ὄχι ἔξω ἀπό τόν Θεό. Καί ἐμπιστεύομαι ἀπολύτως στόν Θεό. Ἐπίσης, πόθος ἐδῶ δέν εἶναι ὁ συναισθηματικός πόθος οὔτε ἁπλῶς «ἐπειδή κοινωνοῦν οἱ ἄλλοι, ἄς κοινωνήσω καί ἐγώ. Ἐπειδή αὐτή εἶναι μιά συνήθεια καλή, ἄς τηρήσω αὐτή τή συνήθεια». Σέ μερικούς οἱ ἄρρωστες ψυχολογικές καταστάσεις ἐκδηλώνονται μέ τό νά ὑπάρχει πολύς πόθος γιά τά ἱερά καί ἅγια καί ἰδιαίτερα γιά τή Θεία Κοινωνία. Ἀλλά εἶναι μιά ἄρρωστη κατάσταση. Ὁ πόθος, θά λέγαμε, εἶναι ὅ,τι εἶναι καί ἡ πίστη. Μέσα στήν ἀληθινή πίστη εἶναι αὐτός ὁ πόθος καί μέσα σ᾿ αὐτόν τόν πόθο εἶναι αὐτή ἡ ἀληθινή πίστη.

Ὁ πόθος. Ὑπάρχουν μερικοί ἄνθρωποι πού ἴσως ποτέ ποτέ δέν κυριεύθηκε ἡ ψυχή τους ἀπό ἀγάπη πρός κάτι, ἀπό πόθο πρός κάτι, γιά νά ἔχουν κάποιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Ἀλλά οἱ περισσότεροι, νομίζω, ἦλθε ὥρα πού ἔζησαν _ἀνθρωπίνως βέβαια, ἐντελῶς ἀνθρωπίνως_ ἕνα τέτοιο βίωμα πόθου πρός κάτι. Βίωμα ἀγάπης πρός κάτι. Βίωμα δοσίματος πρός κάτι· ἀφοσιώσεως πρός κάτι, «αἰχμαλωσίας» μέ τήν καλή ἔννοια, ἀληθινῆς αἰχμαλωσίας ἀπό κάτι.

Μπορεῖ κανείς ἀπό ἕνα τυχόν τέτοιο βίωμα πού εἶχε, καί πού εἶναι ἀνθρώπινο αὐτό καί πολύ φτωχό, νά πάρει μιά ἀφορμή, γιά ν᾿ ἀρχίσει, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, νά ποθεῖ τόν πόθο αὐτόν τόν θεϊκό, αὐτόν τόν πόθο πού δίνει ὁ Θεός, πού βάζει μέσα στήν ψυχή μας ὁ Θεός, καί μετά ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει· δέν τόν ἀναπαύει τίποτε καί μόνο ὁ Χριστός τόν ἀναπαύει καί ἡ κοινωνία του μέ τόν Χριστό. Καί καθώς μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τή δυνατότητα νά κοινωνοῦμε κατά αἰσθητό τρόπο τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀναπαύεται, ἄν δέν πάρει μέσα του τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔχοντας λοιπόν κανείς πίστη μ᾿ αὐτό τό νόημα, μ᾿ αὐτό τό πνεῦμα καί πόθο μ᾿ αὐτό τό πνεῦμα, καθώς προσέρχεται μ᾿ αὐτή τήν πίστη καί μ᾿ αὐτόν τόν πόθο, γίνεται ὄντως μέτοχος ζωῆς αἰωνίου.

{Εἶναι μεγάλο κρίμα πού δέν ἔχουμε βιώματα αἰωνίου ζωῆς}

Εἶναι κρίμα, μεγάλο κρίμα, καί δέν ξέρω τί δικαιολογία μποροῦμε νά βροῦμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί πού, ἐνῶ μποροῦμε νά ἔχουμε βιώματα, καταστάσεις, αἴσθηση τῆς αἰωνίου ζωῆς, δέν ἔχουμε. Κανονικά, σύμφωνα μέ τά λόγια αὐτά καθένας πού κοινωνάει πρέπει νά ἔχει αἴσθηση αἰωνίου ζωῆς. Ὅμως δέν ἔχουν ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες, ἀκριβῶς διότι δέν κοινωνοῦν ὅπως εἴπαμε. Δέν προσερχόμαστε στόν Χριστό μέ τήν ἀπόφαση νά σταυρωθοῦμε μαζί του, νά ζήσουμε μαζί του, νά ἀναστηθοῦμε μαζί του. Ὅμως μέσα στήν Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀλήθεια, καί γι᾿ αὐτό τό ἔγραψε ἡ Ἐκκλησία καί τό ἔβαλε στή Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων· «…Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα». Πράγματι, γίνεται κανείς μέτοχος αἰωνίου ζωῆς.

Αὐτό πάρα πολλοί ἁπλῶς τό ἀκοῦν καί διερωτῶνται· Εἶναι ἀλήθεια; Γίνεται ἔτσι; Συμβαίνει σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο; Ἀλλά πάντοτε ὅμως ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι γιά τούς ὁποίους ὄντως μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει αὐτή ἡ γεύση τῆς αἰωνίου ζωῆς, καί ἰδιαίτερα καθώς κοινωνεῖ κανείς τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἴσως εἶναι ἐλάχιστοι. Ὄχι ἐλάχιστοι σάν μιά ἐλίτ, σάν, ἄς ποῦμε, νά εἶναι μόνο γι᾿ αὐτούς. Γιά ὅλους εἶναι, ἀλλά κάποιοι ἔχουν τό κουράγιο ὄντως νά δοθοῦν στόν Χριστό. Ἔχουν γεύση τῆς αἰωνίου ζωῆς, αἴσθηση τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἔχουν μέσα τους βιώματα τῆς αἰωνίου ζωῆς καί δέν ἔχουν μετά ὅλα τά ἄχαρα πού ἔχουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Λυτρώνονται πιά ἀπ᾿ αὐτά.

Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ὅ,τι κι ἄν κάνουν, τελικά τά κάνουν, γιά νά ἐξασφαλίσουν μιά κάποια ζωή, μιά κάποια ποιότητα ζωῆς. Ὅμως εἶναι τόσο φτωχά ὅλα αὐτά. Τά καλύτερα ἀνθρώπινα πράγματα εἶναι τόσο φτωχά, σάν νά εἶναι ἀνύπαρκτα, μπροστά σ᾿ αὐτό πού δίνει ὁ Θεός. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. 10, 10). Ἡ ζωή, αὐτή ἡ αἰώνιος ζωή _ἀπό ἀπόψεως ποιότητος αἰώνιος ζωή_ πού ἔρχεται μέσα μας, γεμίζει ἔτσι τήν ψυχή, πληροῖ ἔτσι τήν ψυχή, παρηγορεῖ ἔτσι τήν ψυχή, γλυκαίνει ἔτσι τήν ψυχή, ὥστε ξεχειλίζει αὐτή ἡ ζωή πρός τά ἔξω. Καί δέν ὑπάρχει καθόλου πρόβλημα μήν τυχόν λιγοστεύσει, μήν τυχόν τελειώσει, μήν τυχόν πτωχεύσει.

{Νά πέσουμε σέ προσευχή}

Ἰδού, εἴμαστε ὅλοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδού, ὅλα εἶναι στή διάθεσή μας. Εἶναι κρίμα, ἐάν ἀπό δική μας ἀμέλεια, ἀπό δικές μας παραλείψεις, ἀπό δική μας τσιγκουνιά, τσιγκουνιά ψυχῆς, τσιγκουνιά πνευματική, ἀπό μιά φειδώ, χάσουμε αὐτόν τόν θησαυρό. Ἐδῶ δέν σηκώνει τσιγκουνιά. Πρέπει ὅλο τό εἶναι σου νά τό δώσεις στόν Θεό. Καί θά ἔλεγα ὅτι, ἄν θά χάσουμε αὐτόν τόν θησαυρό, τόν χάνουμε πρῶτα ἐδῶ στή γῆ καί ὕστερα καί στόν οὐρανό.

Νομίζω, δέν θά κάνει κανένας μας αὐτό τό κακό στόν ἑαυτό του, ἀλλά οἱ πάντες θ᾿ ἀνησυχήσουμε μέ τήν καλή ἔννοια, θά προβληματισθοῦμε μέ τήν καλή ἔννοια καί ἄν τίποτε ἄλλο δέν μποροῦμε νά κάνουμε, νά πέσουμε σέ προσευχή. Νά παρακαλέσουμε τόν Θεό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μακάριος. Σχεδόν σέ κάθε ὁμιλία του ὁ ἅγιος Μακάριος, ἀφοῦ λέει πῶς εἶναι τά πνευματικά πράγματα, πῶς εἶναι ἡ πνευματική ζωή, πῶς εἶναι αὐτός ὁ πνευματικός θησαυρός πού ἔχει μέσα της μιά ἁγία ψυχή, λέει νά παρακαλέσουμε κι ἐμεῖς τόν Θεό νά μᾶς χαρίσει διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου αὐτή τήν πραγματικότητα.

Ἄν δέν μποροῦμε τίποτε ἄλλο νά κάνουμε, ἄν δέν ἔχουμε, ὅπως νομίζουμε, νά κάνουμε τίποτε ἄλλο, τουλάχιστον ἄς ταπεινωθοῦμε, ἄς μετανοήσουμε, ἄς νιώσουμε τή φτώχεια μας, τήν ἔλλειψή μας αὐτή καί ἄς πέσουμε σέ προσευχή. Καί ὁ Κύριος θά μᾶς δώσει καί τήν πίστη καί τόν πόθο. Καί καθώς θά τόν προσεγγίζουμε μέ πίστη καί πόθο, ὄχι μόνο στή Θεία Λειτουργία ἀλλά καί ἀνά πᾶσα στιγμή, σέ κάθε μας βῆμα _ὅμως πάντοτε μέ βάση καί θεμέλιο τή Θεία Λειτουργία_ θά γινόμαστε μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου. Τό εὔχομαι σέ ὅλους.

29-3-1989

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Συνάξεις Τριωδίου Β’»