Μοναχισμος
A+
A
A-

39. «Θέλω νά γίνω ἀληθινή μοναχή». Μεράκι γιά σωτηρία

{Νά ἔχεις μεράκι μέσα σου νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό}

Σκεπτόμουν τώρα ὅτι, σέ ὅλα τά πράγματα, ἐάν λείπει κάτι βασικό, δέν μπορεῖ νά προχωρήσει ἡ ὅλη ὑπόθεση καλά. Θυμάστε, εἴχαμε πεῖ καί πολύ παλιά, νομίζω, ὅτι στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μερικές φορές ἔγιναν λάθη σοβαρά. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν κάνει λάθη, οἱ ἄνθρωποι ὅμως κάνουν. Καί καθώς μπῆκαν ἔτσι ὁμαδικῶς, μαζικῶς διάφοροι ἄνθρωποι στήν Ἐκκλησία… Γνωρίζουμε ὅτι οἱ βασιλεῖς κάποιων χωρῶν, πῶς νά ποῦμε, σάν νά πίεσαν τούς λαούς τους καί ἀπεδέχθησαν τόν Χριστιανισμό. Καί γενικότερα ἔγινε αὐτό, καί σέ μεγάλες ὁμάδες καί σέ μικρότερες ὁμάδες. Χωρίς δηλαδή νά εἶναι ὥριμοι, χωρίς νά ξέρουν, χωρίς νά ἔχουν συναίσθηση καί συνείδηση τοῦ τί ἀκριβῶς θά κάνουν, βαπτίζονταν, καί, τρόπον τινά, ἀπό κάποια πλευρά μπῆκε ἡ βαρβαρότητα, ἄς ποῦμε, μπῆκαν οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἤθη τους τά βάρβαρα στήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό ἔκανε γενικότερη ζημιά.

Νομίζω, εἴχαμε πεῖ καί σχετικά μέ τίς σπουδές –εἶναι μιά ἀνάλογη περίπτωση– ὅτι κάποτε μάθαιναν γράμματα ὅσοι εἶχαν ἔφεση γιά τά γράμματα. Μετά ἦρθαν ἀλλιῶς τά πράγματα: ὅλοι νά σπουδάσουν, εἶχαν δέν εἶχαν ἔφεση· καί ὄχι μόνο ἔφεση γιά μάθηση, ἀλλά καί ἔφεση νά εἶναι κανείς ἕνας γραμματιζούμενος ἄνθρωπος. Ἔλειπε αὐτό τό πράγμα, κι ἔτσι ὁ καθένας γινόταν γραμματιζούμενος ἄνθρωπος. Ἀκόμη καί μέ τίς διάφορες δουλειές καί τίς διάφορες τέχνες συνέβη τό ἴδιο. Θυμάστε, λέγαμε καί γιά τούς διαφόρους τεχνίτες, οἱ ὁποῖοι τό πῆραν ἔτσι σάν μόδα: «Κι ἐγώ γίνομαι χτίστης, κι ἐγώ γίνομαι σουβατζής, κι ἐγώ γίνομαι μαραγκός…» Καί κατά κανόνα σήμερα δέν ἔχουν μεράκι οἱ ἄνθρωποι γιά τή δουλειά, γιά τήν τέχνη, γι᾿ αὐτήν καθ᾿ ἑαυτήν τήν ἐργασία· δουλεύουν, ἁπλῶς γιά νά βγάλουν χρήματα. Ἐνῶ παλιά γινόταν μαραγκός ἐκεῖνος πού εἶχε μεράκι, γινόταν χτίστης ἐκεῖνος πού εἶχε μεράκι· τό ἔβλεπε, τό ξανάβλεπε τό ἔργο του, τό χαιρόταν. Τώρα γίνεται ὁ καθένας, πού δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἐργασία πού κάνει· τόν νοιάζει ἁπλῶς νά βγάλει δουλειά, γιά νά βγάλει χρήματα.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε, ξέρετε, ὥς ἕνα σημεῖο, καί στόν χῶρο τοῦ μοναχισμοῦ. «Γίνονται οἱ ἄλλες μοναχές, νά γίνω κι ἐγώ. Γίνονται οἱ ἄλλοι μοναχοί, νά γίνω κι ἐγώ». Ἤ εἶναι σάν μόδα ἤ γιά νά λύσει κανείς τό ὅποιο πρόβλημά του. Δέν γίνεται ἔτσι. Ἅμα δέν ἔχεις μεράκι, δέν γίνεται. Βέβαια, μπορεῖ κανείς κατ᾿ ἀρχήν νά βρεθεῖ κοντά στόν Χριστό, ὅπως λέμε συχνά, ἀπό μιά ἀνάγκη. Ἐντάξει, ἀλλά μετά πρέπει νά ἀγαπήσει τόν Χριστό· ἀλλιῶς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ. Μπορεῖ νά τόν φέρει ὥς ἐκεῖ ὁ Χριστός ἀπό μιά ἀνάγκη, γιατί δέν ἐρχόταν ἀλλιῶς, ἀλλά θά πρέπει μετά νά ἀγαπήσει τόν Χριστό. Ἔτσι λοιπόν, ἔγινες μοναχή. Τίς οἶδε πόσα πράγματα συνετέλεσαν στό νά γίνεις μοναχή. Ἀλλά μετά νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό, νά ἔχεις μεράκι μέσα σου νά ζεῖς ἐν Χριστῷ· δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ὄχι νά ἔχεις μεράκι νά βάλεις ἁπλῶς τά ράσα καί νά καμαρώνεις μετά ἔτσι ἐξωτερικά ὡς μοναχή τόν ἑαυτό σου. Μεράκι μέσα, ἐσωτερικό. Δέν γίνεται, ἅμα δέν ἀγαπήσει κανείς τόν Χριστό. Ἡ μοναχή μέσα ἀπό τή μοναχική της ἰδιότητα νά ἀγαπήσει τόν Χριστό, καί νά τό ζεῖ αὐτό ὡς εὐλογία καί χάρη Θεοῦ.

{«Ἐγώ τώρα θά γίνω μοναχή, τώρα στρώνομαι γιά νά γίνω μοναχή»}

Αὐτό εἶναι πολύ βασικό, καί θά σᾶς παρακαλέσω νά τό λάβετε σοβαρά ὑπ᾿ ὄψιν. Εἶστε μοναχές, ἀλλά νά, τοῦ ᾿ρχεται τοῦ ἀνθρώπου νά πεῖ: «Νά γίνετε μοναχές». Ἑπομένως, νά τό σκεφθεῖτε αὐτό, ἀπό αὐτή τή στιγμή καί πέρα, ὅλες αὐτές τίς ὧρες· νά τό σκεφθεῖτε καλά: «Τελείωσε, εἶμαι μοναχή πιά. Ὄχι ἁπλῶς εἶμαι σ᾿ ἕνα μοναστήρι, ὄχι ἁπλῶς φορῶ ροῦχα μή κοσμικά ἀλλά μοναχῆς. Εἶμαι μοναχή μέ καθιέρωση πού ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία· ἔγινε ὁλόκληρο μυστήριο». Καί νά πᾶς πιό βαθιά: «Τό μελέτησα αὐτό τό πράγμα; Τό μελετῶ; Ἄφησα τόν Κύριο νά μέ μυήσει μέσα σ᾿ αὐτή τή ζωή; Ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά, ἔχω μεράκι μέσα μου, ἔχω πόθο, ἔχω καημό, ἔχω εὐγνωμοσύνη μέσα μου;» Λοιπόν, μελετῆστε το καλά αὐτές τίς ὧρες. Δέν λέω αὐτές τίς ἡμέρες· αὐτές τίς ὧρες. Τόν παλιό καιρό μάλιστα οἱ μοναχοί κανόνιζαν καί ἔφευγαν στήν ἔρημο ἀπό τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς ἤ τήν Καθαρά Δευτέρα –ἔφευγαν ἀκόμη καί ἀπό τά μοναστήρια· ἄφηναν τά μοναστήρια καί πήγαιναν στήν ἔρημο– ἀκριβῶς γιά νά βιώσουν ὅσο γινόταν καλύτερα τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τό νά συμπάσχουν μέ τόν Χριστό καί ἔτσι νά φθάσουν καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, νά συναναστηθοῦν μέ τόν Κύριο.

Ἐμεῖς δέν θά κληθοῦμε νά πᾶμε στήν ἔρημο, ἀλλά νά, τοῦτο ἐδῶ, θά ἔλεγα, εἶναι ἀκόμη σοβαρότερο, ἀκόμη σπουδαιότερο. Νά σκεφθεῖτε αὐτές τίς ὧρες καί νά πεῖτε: «Ἐγώ τώρα θά γίνω μοναχή, τώρα πηγαίνω νά γίνω μοναχή, τώρα στρώνομαι γιά νά γίνω μοναχή». Μοῦ κάνει μεγάλη ἐντύπωση, καί ὑποθέτω κι ἐσᾶς, αὐτό τό ὁποῖο λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας: «Τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ» –τώρα πού πάει νά μαρτυρήσει. Δέν εἶναι λόγια αὐτά. Ἔχει καημό μέσα του, ἔχει ἀνάψει μέσα του ἡ φλόγα αὐτή, ὁ καημός αὐτός νά βρεῖ τόν Χριστό, νά γίνει τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι καί παραεῖναι, ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχει αὐτόν τόν πόθο. Λοιπόν, νά γίνετε μοναχές μέ τήν ἔννοια νά ὑπάρχει αὐτό τό βασικό, τό μεράκι αὐτό, ὁ πόθος αὐτός· νά συνέχεται κανείς ἀπό αὐτή τήν πραγματικότητα καί νά εὐγνωμονεῖ τόν Κύριο καί νά θέλει νά ἀνταποκριθεῖ, ὅ,τι κι ἄν τοῦ στοιχίσει αὐτό.

Νά τό προσέξετε αὐτό τό πράγμα, παρακαλῶ. Δέν γίνεται ἁπλῶς μέ τό, νά, θά πᾶμε στήν ἀκολουθία, θά κάνουμε καί νηστεία, θά κάνουμε καί ὅποιον ἄλλον ἀγώνα. Χρειάζεται αὐτό τό βασικό: τό μεράκι. Ἅμα δέν ἔχει μεράκι κανείς, δέν μπορεῖ οὔτε ἕνα κούφωμα νά φτιάξει· καί νά τό κάνει, δέν θά εἶναι τῆς προκοπῆς. Δέν μπορεῖ νά χτίσει οὔτε ἕνα μέτρο τοῖχο, πού νά εἶναι τῆς προκοπῆς. Ἀπό δῶ βγαίνουν ὕστερα ὅλα τά ἄλλα. Ὅταν συνέχεται κανείς, ὅταν εἶναι κυριευμένος ἀπό αὐτή τήν πραγματικότητα –ἤ, ἄν θέλετε νά ποῦμε· χρησιμοποιοῦν κάποιοι τέτοιες λέξεις– ἀπό τό ὅραμα αὐτό μέσα του: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μέ ἔκανε μοναχή. Ἐγώ ἔγινα πῶς ἔγινα, ἀλλά τώρα θέλω νά γίνω ἀληθινή μοναχή», ἔρχονται ὕστερα καί τά ἄλλα. Δέν θά πειραχθεῖς ἀπό μιά κουβέντα πού θά σοῦ ποῦν καί θά σοῦ φανεῖ ὅτι σέ θίγει ἤ ἀπό μιά συμπεριφορά πού θά νομίσεις ὅτι σέ θίγει. Οὔτε κάν θά τό προσέξεις. Ἴσα-ἴσα, θά τό ἀγκαλιάσεις κιόλας: «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ ἀξιώνεις νά νιώσω ὅλη τήν πίκρα πού ἔχει ἡ ἁμαρτία· πού μιά ζωή δουλεύω στήν ἁμαρτία καί ἔχω μέσα μου κατακάθια τῆς ἁμαρτίας, καί θέλω νά τά κουκουλώσω. Ἀλλά νά, τώρα βλέπω τί ἔχω μέσα μου».

Τήν ὥρα πού σέ πειράζουν, ἄς ποῦμε, καί ἐνοχλεῖσαι, καί ξεσηκώνεται ἀπό μέσα σου ἡ ὅποια κατάσταση, ἅμα τή δεῖς ἀπό τή σωστή πλευρά, ἅμα δεῖς αὐτό τό γεγονός ἀπό τή σωστή πλευρά, σοῦ κάνει πολύ καλό. Βλέπεις δηλαδή τί ἔχεις μέσα σου, πού σέ κάνει νά πικραίνεσαι, νά στενοχωρεῖσαι, πού σέ θλίβει, καί σοῦ ᾿ρχεται νά τά βάλεις μέ τούς ἄλλους, νά ἀντιδράσεις. Δέν εἶναι ἔτσι. Νά τό πιεῖς τό πικρό ποτήρι αὐτό, μέ τήν ἔννοια: «Ἄχ, Θεέ μου, τί ἔχω μέσα μου!» Διότι, ὅσο ἄσχημα κι ἄν σοῦ φερθοῦν, δέν θά πάθαινες τίποτε, δέν θά ἔνιωθες τίποτε, ἄν δέν εἶχες μέσα σου πάθη καί ἁμαρτία. Λοιπόν, νά ἔχει κανείς αὐτό τό μεράκι, νά συνέχεται ἀπό αὐτή τήν ἀλήθεια καί νά ξεκινήσει ἔτσι· καί ἔρχονται μετά καί τά ἄλλα.

{Νά φύγουμε ἀπό τό κατεστημένο καί νά περάσουμε στό μεράκι}

Παρακαλῶ νά γίνετε μοναχές. Νά εἶστε μοναχές πρωτίστως καί κυρίως. Ναί, νά ἀφήσει ἡ καθεμία κατά μέρος τά ὅποια κουσούρια ἔχει. Ἀφοῦ ὁ Θεός σᾶς ἔφερε ἐδῶ καί γίνατε μοναχές, σημαίνει ὅτι μπορεῖ ἡ καθεμιά ψυχή νά γιατρευτεῖ· ἀλλιῶς, δέν θά γινόταν αὐτό. Ὅποια κατάσταση κι ἄν ἔχει μέσα της ἡ ψυχή καί μοιάζει σάν νά μή γιατρεύεται, εἶναι ἀκριβῶς γιά τή σωτηρία.

Ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ μικρός θεός ἄς ποῦμε, πού ἐπλάσθη δηλαδή κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, ὅλη αὐτή τή δυνατότητα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τή χρησιμοποιεῖ γιά νά εἶναι θεός ὁ ἴδιος, καί δέν στρώνει κανείς. Νά ξέρετε ὅτι δέν εἶναι σέ καλή κατάσταση ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει προβλήματα καί γλεντάει τή ζωή του. Μπορεῖ νά φαίνεται ἔτσι καί μπορεῖ νά περάσει ὄμορφα, ἀλλά αὐτός δέν ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, πού μπορεῖ νά εἶναι ὅλη ἡ ζωή του ἕνα μαρτύριο μέσα του, ἀκριβῶς διότι ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἔχει, τρόπον τινά, πηγές μέσα του πού συνέχεια βγάζουν κάτι πού πικραίνει τήν ψυχή, ὅταν αὐτά τά πάρει σωστά, τόν βοηθοῦν αὐτά νά εἶναι ταπεινός, μετανοημένος, στρωμένος. Καί ὅταν τά πάρει ἔτσι καί τά βιώνει ἔτσι, βλέπει πόσο καλό τοῦ κάνουν αὐτά, καί σάν νά ἐξαφανίζονται. Ὅταν ὅμως –πού ὅλο ὑπάρχει αὐτός ὁ κίνδυνος– θέλει νά ὑπερηφανευθεῖ κανείς καί θέλει νά κρατήσει τό εἴδωλο πού ἔφτιαξε καί τό ἔχει βάλει σέ ἕνα βάθρο μέσα του, ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά βγαίνουν ἀπό μέσα ἐκεῖνα ἐκεῖ τά μή καλά, μήπως κάποτε κανείς θά μετανοήσει ἀληθινά καί θά ταπεινωθεῖ ἀληθινά.

Παρακαλῶ πάρα πολύ, σκεφθεῖτε ὅλες αὐτές τίς ὧρες. Καί, καθώς αὔριο τό ἀπόγευμα θά ἑτοιμαζόμαστε πιά νά ἀποχωρισθοῦμε, νά ἀφήσουμε δηλαδή κατά μέρος, καί ἀπό πλευρᾶς τροφῶν καί ἀπό πλευρᾶς ἀκολουθιῶν, τή μέχρι αὔριο τακτική, νά περάσουμε σέ κάτι ἰδιαίτερο. Οἱ παλαιοί, ὅπως εἴπαμε, ἔφευγαν καί ἀπό τά μοναστήρια, γιά νά πᾶνε στήν ἔρημο. Ἐμεῖς νά φύγουμε ἀκριβῶς ἀπό τό κατεστημένο καί νά περάσουμε σ᾿ αὐτό τό πνεῦμα: μεράκι νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, μεράκι νά δεχθοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη αὐτό πού ὁ Κύριος θέλησε νά εἴμαστε, μοναχοί, καί νά ζήσουμε κατά τό θέλημά του, γιά νά ἔχουμε ἐλπίδα σωτηρίας. Γι᾿ αὐτό παρακαλῶ νά ἀπέχετε ἀπό ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τή μοναχική ἰδιότητα. Εἶναι πολύ κακό νά μήν ἔχει κανείς πνεῦμα χριστιανικό καί νά ἐπηρεάζεται ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα καί νά ἔχει μέσα του ἀκριβῶς αὐτό πού δέν τόν ἀφήνει νά ἔχει μεράκι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

{Μᾶς ἑνώνει ἡ κοινή ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἡ κοινή πορεία πρός τήν αἰώνια ζωή}

Δέν γίνονται ἔτσι τυχαῖα τά μή καλά πράγματα: πού πολύ εὔκολα ἔχει κανείς διάθεση νά περιφρονήσει τούς ἄλλους, νά εἰρωνευθεῖ, νά ταπεινώσει· διάθεση νά μήν ὑπάρχει στήν ψυχή αὐτή ἡ ἀγάπη ἡ ἀληθινή, πού πονάει γιά τόν ἄλλο. Τόσο εὔκολα! Καί τελικά ἔχει μέσα του κανείς ἀπονιά. Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά τό ἔχει αὐτό, πολύ περισσότερο ἐσεῖς τώρα ἐδῶ, πού εἶστε μιά οἰκογένεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν σᾶς ἔφερε ἐδῶ καί δέν σᾶς ἑνώνει τίποτε ἄλλο παρά αὐτή ἡ κοινή ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται καί μεταξύ σας, καί ἡ κοινή πορεία πρός τόν Χριστό, πρός τήν αἰώνια ζωή. Μέσα σ᾿ αὐτά τά πλαίσια ὀφείλει νά ὑπολογίζει ἡ μιά τήν ἄλλη, νά συμπονεῖ ἡ μιά τήν ἄλλη, νά ἀγαπᾶ ἡ μιά τήν ἄλλη, νά σέβεται ἡ μιά τήν ἄλλη. Καί νά μήν πάει ἀμέσως τό μυαλό σας ὅτι «δέν μέ σέβονται οἱ ἄλλες». Μήν πάει ἐκεῖ τό μυαλό σας. Νά πάει πιό πολύ στό ὅτι «μήπως ἐγώ δέν σέβομαι τίς ἄλλες;» Νά τό προσέξετε αὐτό. Καί δέν γίνεται ἔτσι τυχαῖα. Γίνεται, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἡ βαθύτερη ἐκείνη κατάσταση, τό βαθύτερο ἐκεῖνο μεράκι πού λέμε, ἡ βαθύτερη ἐκείνη συναίσθηση, ὁ πόνος μέσα στήν ψυχή, ἡ συντριβή, ἡ μετάνοια.

Ἄν προσέξει κανείς, θά δεῖ ὅτι πιό πολύ ὑπάρχει μέσα του τό κοσμικό πνεῦμα. Καί δέν ὑπάρχει τυχαῖα, ἐπαναλαμβάνω. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἔκανε κανείς ἕνα λάθος· ὄχι. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς ψυχῆς. Δηλαδή, δέν ἐκδηλώνεις ἀπονιά τυχαῖα· τό ἔχεις μέσα σου. Δέν ἐκδηλώνεις τήν ὅποια κοσμικότητα ἔτσι τυχαῖα· τό ἔχεις μέσα σου.

Λοιπόν, νά γίνετε μοναχές, παρακαλῶ. Μή μοῦ πεῖτε ὅτι νά, ἔχετε μέσα σας καταστάσεις οἱ ὁποῖες σᾶς παιδεύουν. Αὐτές ἀκριβῶς –αὐτό λέμε– πρέπει νά βοηθήσουν στό νά εἶναι κανείς πιό ταπεινός, πιό ἀληθινός· ὄχι νά βγάλει κακία ἀπό μέσα του, ὑπερηφάνεια, κοσμικό πνεῦμα. Ἴσα-ἴσα, οἱ ὅποιες καταστάσεις, εἴτε εἶναι σκέτες ἁμαρτωλές καταστάσεις εἴτε εἶναι καί ἀρρωστημένες, βοηθοῦν νά προσγειωθεῖ κανείς καί νά ταπεινωθεῖ. Αὐτό δέν εἶναι δύσκολο νά γίνει. Μή νομίζετε ὅτι εἶναι δύσκολα αὐτά καθ᾿ ἑαυτά τά πράγματα. Δυσκολεύεται κανείς, ἐπειδή δέν ἀποφασίζει νά δεχθεῖ ὅτι δέν εἶναι αὐτό πού ἤθελε νά εἶναι, αὐτό πού νόμιζε ὅτι εἶναι, καθώς ζοῦσε στήν ἄγνοια. Ξεκινάει αὐτό ἀπό τό ὅτι ὁ καθένας θέλει νά αἰσθάνεται ὅτι ὑπάρχει καί νά τό ἀναγνωρίζουν καί οἱ ἄλλοι ὅτι ὑπάρχει.

{Νά ὑπάρχεις ἐν Θεῷ}

Ἔχουμε ἐξηγήσει καί ἄλλες φορές ὅτι ὁ Θεός ἔφερε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί τόν ἔπλασε κατ᾿ εἰκόνα του καί καθ᾿ ὁμοίωσιν. Αὐτό εἶναι, θά λέγαμε, τό πᾶν. Μετά ὅμως τήν πτώση, αὐτό παίρνει στραβό πλέον δρόμο καί στραβό χαρακτήρα. Μελετῆστε λίγο τόν ἑαυτό σας, καί εἰδικότερα ὡς πρός αὐτό τό θέμα: Μπορεῖτε, ἔστω γιά λίγο, νά φανταστεῖτε τόν ἑαυτό σας νά μήν ὑπάρχει; Ὅτι κάποια στιγμή σάν νά εἶναι ἀνύπαρκτος κανείς, σάν νά μήν ἦρθε ποτέ στήν ὕπαρξη; Εἶναι ἀδιανόητο· δέν μπορεῖ κανείς νά τό δεχθεῖ αὐτό. Καί ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι δέν εἶναι τίποτε ὁ ἄνθρωπος –ζεῖ, πεθαίνει· αὐτό εἶναι ὅλο– δέν ξέρουν τί λένε. Καί μόνο ἔτσι πρακτικά νά τό πάρει κανείς, καί ψυχολογικά, ὀντολογικά νά τό πάρει, δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ ἕνας πού ὑπάρχει ὅτι κάποια στιγμή δέν θά ὑπάρχει ὡς ὀντότητα. Ἐντάξει, θά πεθάνει κανείς, ἀλλά τί γίνεται μετά; Δέν θά ὑπάρχει; Δέν μπορεῖ νά τό δεχθεῖ κανείς αὐτό.

Πόσο ὡραῖο εἶναι, ὅταν κανείς τό δεῖ αὐτό ὅλο τό θέμα ἔτσι: ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει στόν αἰώνα τόν ἅπαντα ἐν τῷ Θεῷ –διότι ἀλλιῶς, εἶναι τρέλα νά ὑπάρχει κανείς χωρίς Θεό. Τότε ἀκριβῶς βάζει κανείς τόν ἑαυτό του σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, νά ὑπάρχει ἐν Θεῷ. Γι᾿ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος πού θά ἀγαπήσει τόν Χριστό, πού θά ἔχει αὐτό τό μεράκι μέσα του –ὄχι τό ἐγωιστικό– βλέπει ὅτι καί ἴχνος, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἐγωισμοῦ, φιλαυτίας, ὑπερηφανείας καί ὅποιας αὐτοδικαιώσεως νά ἔχει μέσα του, εἶναι δηλητήριο. Τί τό κρατᾶς; Τί τό τρέφεις; Τί τό συντηρεῖς αὐτό τό πράγμα; Τί τό θέλεις αὐτό; Καί ὅλα αὐτά τά δεινά πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ἔχουμε, εἶναι ἀκριβῶς γιά νά βοηθηθοῦμε –ἀφοῦ ἀλλιῶς δέν καταλαβαίνουμε– νά μάθουμε αὐτό τό μάθημα: τό πᾶν εἶναι ὁ Θεός, καί ἐν τῷ Θεῷ εἴμαστε κι ἐμεῖς τό πᾶν ὕστερα. Τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μᾶς σώζει ὄντως ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅταν ἑνωνόμαστε ἔτσι μ᾿ ἐκεῖνον, πού ἐκεῖνος ὑπάρχει μέσα μας· ὑπάρχουμε κι ἐμεῖς, ἀλλά μ᾿ ἐκεῖνον. Ὁπότε φυγαδεύεται ἐντελῶς καί τό παραμικρό ἴχνος τῆς φιλαυτίας καί τῆς αὐτοδικαιώσεως, πού εἶναι ἀνόητα πράγματα. Πῶς γίνεται τώρα νά εἶναι κανείς μοναχός καί νά κάθεται νά δουλεύει στήν αὐτοδικαίωσή του, στήν ὑπερηφάνειά του, στήν τάση νά εἶναι κάτι, νά τόν ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶναι κάτι κτλ.; Εἶναι τρέλα αὐτά τά πράγματα· ἀνόητα. Ἐπιτρέπεται νά εἶσαι μοναχός καί νά δουλεύεις σ᾿ αὐτά;

Ἐξ ὅσων γνωρίζω –ὅπως θυμᾶμαι καί ἀπό παλιά– ἕνας ἁπλός ἐργάτης, ἕνας τεχνίτης, εἶχε μεράκι γιά τή δουλειά του· αὐτό κυριαρχοῦσε. Καί δέν εἶχε τόσο ἔτσι ἐγωιστικό χαρακτήρα· νά τό ξέρετε αὐτό. Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀληθινό μεράκι, τό θεωρεῖ ποταπό νά ἀρχίσει νά ἐπιδεικνύει τήν ἐργασία του· δέν πάει τό μυαλό του. Τή χαίρεται ὡς ἐργασία πού βγαίνει μέσα ἀπό τήν ψυχή του, καί τή βλέπει κι ἐκεῖνος, τή βλέπουν καί οἱ ἄλλοι, τή χαίρεται κι ἐκεῖνος, τή χαίρονται καί οἱ ἄλλοι. Εἶναι κρίμα νά εἶσαι μοναχός καί μέσα σου, μέσα στήν ψυχή σου νά τά ἔχεις διαστρεβλωμένα τά πράγματα καί ἀπό τή θεωρητική πλευρά καί ἀπό τήν πρακτική πλευρά.

{Βαθιά μέσα στήν ψυχή μας πρέπει νά φύγει τό ἐμπόδιο}

Ναί, δέν ἔρχονται ἔτσι τυχαῖα αὐτές οἱ ἡμέρες· δέν τά ὅρισε ἔτσι τυχαῖα ἡ Ἐκκλησία. Ἔ, χαλαρώνει κανείς ὅλο τόν χρόνο. Καί αὐτό καλό κάνει, μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι νά, βλέπει κανείς τελικά τά χάλια του καί βοηθιέται νά μετανοήσει. Καί μένει αὐτή ἡ εὐκαιρία: Ἀκριβῶς ἕνεκα καί τῆς περιόδου αὐτῆς ἤ ἀκριβῶς διότι ἔρχεται αὐτή ἡ περίοδος ἤ μπαίνοντας κανείς σ᾿ αὐτή τήν περίοδο, ἀρχίζει καινούργια ζωή. Ἀλλά δέν θά βγεῖ τίποτε, ἐάν ἁπλῶς κάνουμε ἕνα σταυρό παραπάνω ἤ ἄν πᾶμε λίγο περισσότερο στήν ἐκκλησία ἤ ἄν μᾶς συγκινήσουν κάποια τροπάρια. Βαθιά μέσα στήν ψυχή μας πρέπει νά φύγει τό ἐμπόδιο. Καί ὑπάρχει ἐμπόδιο. Δέν εἶναι ἡ ἀρρωστημένη κατάσταση τό ἐμπόδιο, δέν εἶναι, ἄν θέλετε, ἁπλῶς ἡ ἁμαρτία τό ἐμπόδιο. Ἴσα-ἴσα, ὅλα αὐτά βοηθοῦν: ἐπειδή εἶσαι ἁμαρτωλός, πᾶς στόν Χριστό, ἐπειδή εἶσαι στά ὅποια χάλια, πᾶς στόν Χριστό. Τό ἐμπόδιο εἶναι ὅτι πασχίζεις νά περισώσεις τό ἐγώ σου, καί χρησιμοποιεῖς καί τά πνευματικά πράγματα ἀκόμη, γιά νά περισώσεις τό ἐγώ σου, πού εἶναι αὐτοδικαίωση, πού εἶναι ἀπονιά, πού εἶναι ὑπερηφάνεια, πού λείπει ἡ ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἡ ἀληθινή ἀφοσίωση στόν Χριστό, λείπει ἡ μετάνοια.

Ἡ καθεμιά, παρακαλῶ, πολύ συγκεκριμένα προσέξτε αὐτά τά ὁποῖα λέμε καί ὅσα ἔχουμε πεῖ κατά καιρούς, καί βάλτε μιά ἀρχή καλή. Πιό συγκεκριμένα: Δέν ἐπιτρέπεται ἄς ποῦμε μιά μοναχή νά μήν κάνει σωστή ἐξομολόγηση, νά μήν κοινωνεῖ σύμφωνα μέ τά δεδομένα τῆς Μονῆς, νά μή συμμορφώνεται πρός τό ὅλο πνεῦμα πού ὀφείλει νά ἔχει, νά λείπει ἀπό τήν ψυχή ἡ ταπείνωση, καί γι᾿ αὐτό μέ τό παραμικρό πειράζεται κανείς, μέ τό παραμικρό, ἄς ποῦμε, ἐπαναστατεῖ, ἀναστατώνεται. Δέν ἐπιτρέπονται τέτοια πράγματα. Καθεμιά νά σκεφθεῖ πολύ σοβαρά καί νά πεῖ: «Τελείωσε. Εἶμαι μοναχή». Καί νά ἀφήσουμε κατά μέρος τίς ὅποιες δικαιολογίες.

Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές ὅτι μιά ψυχή συμβαίνει νά ἔχει κάτι ἀρρωστημένο. Εἶναι ἀναπόφευκτο αὐτό. Ὅπως ὁ ἕνας ἔχει μιά ἄλφα ἀσθένεια καί ὁ ἄλλος ἄλλη, ἔτσι κάποιος ἔχει ἀρρωστημένες καταστάσεις, πού εἶναι ψυχολογικῆς φύσεως ἀσθένειες. Ἀλλά αὐτά τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς, ὄχι γιά νά χαθεῖ ἡ ψυχή. Ἔτσι ὅπως εἶναι ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ἴσως αὐτά βοηθοῦν περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο νά ταπεινωθεῖ κανείς καί νά βρεῖ τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτά λοιπόν εἶναι σωτηρία. Ὅταν ὅμως ἐσύ, τήν ὅποια ἀρρωστημένη κατάσταση ἔχεις, δέν τήν ἀναγνωρίζεις ὡς ἀρρωστημένη κατάσταση, καί τή χρησιμοποιεῖς κιόλας γιά νά κάνεις τά θελήματά σου, χάνεις τήν ψυχή σου.

Θά σᾶς ἀναφέρω ἕνα περιστατικό τότε μέ τόν λεγόμενο ἐμφύλιο πόλεμο. Κάποιος συγχωριανός μου, πού πέθανε τώρα, ἦταν στόν ΕΔΕΣ, στόν Ζέρβα. (Στά μέρη τά δικά μας ἦταν τό ΕΑΜ καί ὁ ΕΛΑΣ.) Νομίζω, σέ κάποια μάχη πρέπει νά τόν συνέλαβαν αἰχμάλωτο, καί μετά τόν ἐλευθέρωσαν. Περισσότερα πράγματα δέν εἶχα καταλάβει, καί λόγῳ ἡλικίας καί διότι δέν ἀσχολούμασταν μέ αὐτά. Ἀλλά θυμᾶμαι ὅτι σοφίστηκε τό ἑξῆς, καί, ὁ καημένος, ξεγλίτωσε ἀπό πολλά. Σοφίστηκε ὅτι εἶχαν πάθει τά πόδια του ἀπό κρυοπαγήματα, καί βάδιζε κάπως ἔτσι πού φαινόταν ὅτι εἶχε πρόβλημα, καί τόν εἶχαν ἀφήσει ἥσυχο· δέν τόν ἐνοχλοῦσε κανένας. Τόν ρωτοῦσαν κιόλας: «Πῶς πᾶνε τά πόδια σου;» Καί ὅλο ἔλεγε: «Ἔ, πονᾶνε». Ἐνθυμοῦμαι λοιπόν σέ ἕνα πανηγύρι –πρέπει νά ἦταν Πεντηκοστή, πού γιορτάζει τό χωριό– πού χόρευαν στό χοροστάσιο, καί χόρεψε καί αὐτός. Καί χόρεψε ἕνα χορό πού συνέχεια χοροπηδάει κανείς· προχωρεῖ μέν, ἀλλά συνέχεια χοροπηδάει ἔτσι μέ πολλή γρηγοράδα, μέ πολλή σβελτάδα. Καί αὐτός ξεχάστηκε καί χόρεψε. Καί θυμᾶμαι πού κάποιος τοῦ ἔλεγε: «Χόρεψες». «Ἔ, τώρα τί ἔχω νά πάθω!», τοῦ ἀπάντησε. Θά πονέσουν πολύ τά πόδια του δηλαδή –τάχα. Ἀλλά θυμᾶμαι πού μερικοί εὐτυχῶς τό κατάλαβαν αὐτό τό πράγμα· πείστηκαν δηλαδή ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε τίποτε καί ἁπλῶς ἔκαμνε ὅτι τόν πονοῦν τά πόδια. Ἐκεῖ ἦταν χρήσιμο αὐτό· πέρασε, ὅπως εἴπαμε, καλά.

Αὐτός λοιπόν σοφίστηκε τήν ἀσθένειά του, γιά νά ξεγλιτώσει, καί σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση καλά ἔκανε, θά ἔλεγε κανείς, διότι ποιός ξέρει τί θά περνοῦσε ἀλλιῶς. Ἀλλά ὅμως ἐδῶ, στά θέματα τά πνευματικά πού μᾶς ἐνδιαφέρουν, δέν εἶναι ἔτσι. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι παμπόνηρος βαθύτερα –ἄς μήν τό λέμε, ἄς μή θέλουμε νά τό παραδεχθοῦμε· ἀπό κεῖ ἔρχονται ὅλα τά κακά– χρησιμοποιεῖ τά πάντα γιά νά περισώσει τό ἐγώ του. Καί παίρνουμε τήν περίπτωση πού ὄντως ἔχει κανείς κάτι ἀρρωστημένο. Ἐνῶ ἔχει ὄντως κάτι ἀρρωστημένο, δέν τό παραδέχεται, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος τό χρησιμοποιεῖ κιόλας, ἀκριβῶς γιά νά τεμπελιάζει, γιά νά ξεφεύγει, γιά νά δικαιολογεῖται. Καί τό θέμα εἶναι ὅτι βαθύτερα ἔχει μιά ἀνταρσία κανείς μέσα του καί δέν ὑποτάσσεται. Ἄλλο εἶναι νά ἔχεις ὅ,τι ἔχεις καί νά εἶσαι ἔτσι πονεμένος ἄνθρωπος, ταπεινός ἄνθρωπος, νά μή δημιουργεῖς θέματα καί νά γίνεσαι ἔτσι συμπαθής, καί ἄλλο εἶναι νά χρησιμοποιεῖς τέτοιες πονηριές, γιά νά περισώσεις τό ἐγώ σου, καθώς ἔχεις ἀνταρσία μέσα σου, ἐπαναστατικότητα καί δέν ὑποτάσσεσαι. Αὐτό τό ἀνυπότακτο πνεῦμα εἶναι τό χειρότερο· νά τό ξέρετε.

Γι᾿ αὐτό, συνηθίστε νά μαθητεύετε. Ἐγώ δέν θά δυσκολευόμουν νά πῶ ἀκόμη μιά φορά ὅτι, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά, ὄχι μόνο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι θά βοηθηθεῖ μιά ψυχή, ἀλλά μπορεῖ κανείς, τρόπον τινά, νά ἐγγυηθεῖ ὅτι ἡ ψυχή θά σωθεῖ –ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, στό τέλος θά σωθεῖ– ἀρκεῖ τά κουσούρια, ἀντί νά τήν κάνουν νά γίνεται ἀνυπότακτο πνεῦμα καί νά κινδυνεύει νά χαθεῖ, νά τήν κάνουν νά μαθητεύει καί νά ὑπακούει ἀληθινά.

Λοιπόν, παρακαλῶ πάρα πολύ, καμιά σας νά μήν εἶναι ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τό ἀληθινό. Ὅλες σας νά ἔχετε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα, νά εἶστε ἀληθινά μοναχές. Καί νά μή ζεῖτε μέ κρυφούς λογισμούς. Πολύ κακό κάνει αὐτό, ἄν κάποια, ζώντας στό μοναστήρι, γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο θέλει νά περάσει ἔτσι ὁ καιρός καί νά μήν πεῖ τί βαθύτερα τῆς συμβαίνει. Εἶσαι σίγουρη ὅτι θά σώσεις τήν ψυχή σου ἔτσι; Ἐξ ὅσων μποροῦμε νά ποῦμε ἀνθρωπίνως, αὐτό, τό νά ζεῖ ἰδιόρρυθμα κανείς, πολύ κακό κάνει, πάρα πολύ κακό. Προσέξτε το αὐτό: καί στίς δουλειές καί μέσα στήν ἐκκλησία καί στό φαγητό καί στίς ἄλλες ἐκδηλώσεις μπορεῖ νά κυριαρχεῖ ἡ ἰδιορρυθμία. Καί βαθύτερα οἱ ψυχές αὐτές οἱ ἰδιόρρυθμες δέν εἶναι ἀνοιχτές, διότι ἔχουν μέσα τους αὐτή τήν ἀνταρσία, εἴτε τό συνειδητοποιεῖ κανείς εἴτε ὄχι.

Σύναξη μοναζουσῶν 16-3-2002

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Φιλάνθρωπη ὑπακοή»