ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
A+
A
A-

40. Ὅπως ἔδειξε ὁ Θεός Ὁ π. Συμεών μέσα ἀπό τήν ἵδρυση καί τήν πορεία τοῦ Ἱεροῦ Γυν. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου»

Ὅπως ἔδειξε ὁ Θεός

Ὁ π. Συμεών μέσα ἀπό τήν ἵδρυση καί τήν πορεία τοῦ Ἱεροῦ Γυν. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου»

Ὅταν ἀφήνεται κανείς στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός κάθε ὥρα καί στιγμή κάνει αὐτά πού θέλει νά κάνει, ἐφόσον βρίσκει τόν ἄνθρωπο ἕτοιμο, πρόθυμο νά γίνει ὄργανό του. Αὐτή πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή ὅλων μας. Στό βιβλίο αὐτό βλέπει κανείς καθαρά πῶς δημιουργήθηκε τό Ἡσυχαστήριο: μέ τήν ὑπομονή καί τό ἄφημα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἱδρυτοῦ.

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/όπως-έδειξε-ο-θεός/

 

Περιεχόμενα

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα

Ἀντί προλόγου

 

Α´

«Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω»

 

Ἀναμονή – προετοιμασία

Ἕνα προανάκρουσμα

Ἡ ὑπακοή νά λειτουργήσει ὡς μυστήριο

Νά μυηθοῦμε στό ὅλο πνεῦμα τῆς γωνιᾶς μας

Μιά πρώτη καλή μαγιά

Νά κρατήσουμε τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ

«Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω»

 

Β´

Ἱστορικές ἐπέτειοι

καί ἡ πνευματική σημασία τους

 

Ἱστορικό χρονοδιάγραμμα

 

α) Ἡ πρώτη ἐγκατάσταση

(8-2-1987)

 

«Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου

καί ἐκ τῆς συγγενείας σου»

Τρεῖς ἄβυσσοι

Κύριο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος

Τό θαῦμα τῆς τέλειας ἐπιστροφῆς

 

β) Εὐλογία γιά κουρές

(10-5-1988)

 

Νά γίνει μέσα στήν ψυχή μιά μέθεξη Θεοῦ,

μιά μετάγγιση χάριτος

Μέσα στήν πλημμύρα τῆς χάριτος

Ὅλα λάμπουν ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ,

γιατί ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ

 

γ) Ἡ ἐνθρόνιση τῆς Γερόντισσας

(23-11-1993)

 

Ὁ λόγος τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου

Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος τοῦ Β´

Ὁ λόγος τῆς Γερόντισσας

«Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται,

ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ»

Ὅλα ἔγιναν μόνα τους

Ἡ τελική σφραγίδα

«Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου, καί δώσω σοι

τόν στέφανον τῆς ζωῆς»

 

Γ´

Καλύτερα δέν γινόταν!

 

Συν-κτίσιμο ψυχῶν

Μᾶς βρῆκε ὁ Θεός νά περιμένουμε

Ἀναμένοντας τόν Θεό

Ἡ πείρα καί ὁ πόνος τῆς στειρότητος

Δ΄

Εἰς τιμήν καί μνήμην

 

Προσφώνηση τῆς Καθηγουμένης μας, Φιλοθέης

μοναχῆς, πρός τήν Αὐτοῦ Θειοτάτην

Παναγιότητα τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην

κ.κ. Βαρθολομαῖον κατά τήν ἐπίσκεψή του

στό Ἡσυχαστήριό μας στίς 24 Ὀκτωβρίου

2013

Ἀντιφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου

κ.κ. Βαρθολομαίου

Ὁμιλία Παναγιωτάτου Μητροπολίτου

Θεσσαλονίκης κ.κ. Ἀνθίμου

(στό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ π. Συμεών

στό Καθολικό τοῦ ἀδελφοῦ Ἱεροῦ Ἀνδρώου

Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Ἁγία Τριάς»)

Ὁμιλία Σεβασμιωτάτου Λαγκαδᾶ κ.κ. Ἰωάννου

(στήν τράπεζα πού παρατέθηκε

στό Ἡσυχαστήριό μας γιά τό ἐτήσιο

μνημόσυνο τοῦ π. Συμεών)

Δημητρίου Γ. Ἰωάννου (καθηγητῆ φιλολόγου)

Ὁ π. Συμεών Κραγιόπουλος καί ἡ ψυχική

ἀσθένεια

Μεταφράσεις στά ρουμανικά

βιβλίων τοῦ π. Συμεών

Εἰσαγωγικά σημειώματα ἀπό τίς μεταφράσεις

τῶν ἑξῆς βιβλίων:

Γονεῖς καί παιδιά, τόμ. Α΄

Τό μυστήριο τοῦ πόνου

Γνωρίζεις τόν ἑαυτό σου;

…πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν

Ἐφηβεία, γάμος, ἀγαμία

Μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου

«Τό μυστήριο τοῦ πόνου»:

Σπουδή τοῦ Σεβαστιανοῦ Μολντοβάν

Σχόλιο τοῦ Χρυσοστόμου Σελαχβάρτζι

Ἀντί ἐπιλόγου

Ἀλεξάνδρας Σωτηρούδη

(πρώην Ἐπίκουρης καθηγήτριας Α.Π.Θ.)

Πατήρ Συμεών, ὁ ἀφανής καί πραότατος

 

 


 

 

 

 

 

Όπως έδειξε ο Θεός

 

Μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση τριάντα χρόνων ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἡσυχαστηρίου (8-2-1987 – 8-2-2017), σκεφθήκαμε νά συγκεντρώσουμε σέ βιβλίο κάποιες ὁμιλίες ἀπό συνάξεις πού ἔκανε σ᾿ ἐμᾶς τίς μοναχές ὁ πνευματικός μας καί ἱδρυτής τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ὁ μακαριστός π. Συμεών, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέση μέ τήν ἵδρυση, τά πρῶτα βήματα καί τήν πορεία τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Καθώς τό βιβλίο αὐτό ἔχει τόν χαρακτήρα ἀφιερώματος στό γεγονός τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ἡσυχαστηρίου, οἱ συνάξεις αὐτές στό σύνολό τους ἔχουν ἔντονο τό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς πορείας του βῆμα πρός βῆμα. Μέσα δηλαδή ἀπό τά κείμενα αὐτά διαφαίνεται ἡ γέννηση καί ἡ ὅλη πορεία τοῦ Ἡσυχαστηρίου ὡς ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος, ἡ πορεία τῶν ψυχῶν πού τό γέννησαν –ἀφοῦ εἶναι ἄρρηκτα δεμένα τά δύο αὐτά– ἀλλά καί, κυρίως, τό πνεῦμα καί ἡ προσωπικότητα τοῦ ἱδρυτοῦ του.

Ἡ ἀρχή αὐτῶν τῶν συνάξεων ξεκινάει ἀρκετά χρόνια πρίν ἀπό τή νομική ἵδρυση τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ἐνόσῳ ἀκόμη οἱ πρῶτες ἀδελφές ἦταν λαϊκές. Γι᾿ αὐτό καί τά δύο πρῶτα κεφάλαια ἀντιστοιχοῦν στά στάδια τῆς ζωῆς τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ἡ ὁποία ξεκινάει πρίν ἀκόμη ἀρχίσει νά ὑπάρχει αὐτό ὡς ἐπίσημο ἵδρυμα μέσα στήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Στό Α´ κεφάλαιο –ὡς προανάκρουσμα τῶν γεγονότων πού θά ἀποτελέσουν στή συνέχεια τούς σταθμούς αὐτῆς τῆς πορείας– παρατίθενται συνάξεις ἤ ἑνότητες ἀπό ἀποσπάσματα συνάξεων, οἱ ὁποῖες ἀποκαλύπτουν τό πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ χώρου καί τοῦ ἀνθρώπου πού τόν γέννησε.

Στό Β´ κεφάλαιο γίνεται ἡ παρουσίαση τῶν βασικῶν ἐπετείων τοῦ Ἡσυχαστηρίου, πού εἶναι καί ἡ ἱστορία του.

Στό Γ´ κεφάλαιο βλέπει κανείς καθαρά πῶς συντελέσθηκε ὅλο αὐτό τό ἔργο: μέ τήν ὑπομονή καί τό ἄφημα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἱδρυτοῦ. Στήν τελευταία ὁμιλία τονίζεται ἡ προσμονή καί ἡ ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καθώς συνειδητοποιοῦμε τήν πνευματική στειρότητα τῶν ψυχῶν μας.

Τέλος, στό Δ´ κεφάλαιο παρατίθενται κείμενα τρίτων πού ἀναφέρονται στό πρόσωπο, στό ἔργο καί στό ὅλο πνεῦμα τῆς διδαχῆς τοῦ π. Συμεών, ὅπως ἄλλωστε αὐτό διαφαίνεται μέσα ἀπό τά μέχρι τώρα βιβλία του πού ἔχουν ἐκδοθεῖ.

Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι τό ὅλο περιεχόμενο τοῦ βιβλίου προσφέρει πνευματική ὠφέλεια, ἐνίσχυση καί ἐλπίδα σωτηρίας στίς ψυχές ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες, καθ᾿ ὁδόν πρός τήν πνευματική τους τελείωση, συναντοῦν καί καλοῦνται νά ἀντιμετωπίσουν καταστάσεις οἱ ὁποῖες ἀποθαρρύνουν καί ἀποτελοῦν πρόσκομμα στήν πνευματική τους πορεία.

Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ ἔκφραση εἰλικρινοῦς εὐγνωμοσύνης πρός τίς ἀδελφές ἐκεῖνες τοῦ Ἡσυχαστηρίου πού ἀποτέλεσαν τόν πρῶτο πυρήνα καί τήν πρώτη μαγιά καί σήκωσαν τό βάρος καί τή δυσκολία τῆς πρώτης ἀρχῆς.

Ἀπό τή θέση αὐτή αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσουμε τίς πολλές μας εὐχαριστίες στούς συνεργάτες μας γιά τήν πολλαπλή βοήθειά τους στήν ἑτοιμασία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.

Ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στόν μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κυρό Παντελεήμονα Β´, πού μέ πολλή προθυμία ἐνέκρινε τήν ἵδρυση καί εὐλόγησε ἐκθύμως τή λειτουργία τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Νά ἔχουμε τήν εὐχή του.

Ἐξίσου βαθιά εὐγνωμοσύνη καί θερμές εὐχαριστίες ἐκφράζουμε στόν Παναγιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος μέ πολλή ἀγάπη καί γνήσιο πατρικό ἐνδιαφέρον ἐξακολουθεῖ νά στηρίζει καί νά προστατεύει τό Ἡσυχαστήριο καί νά μεριμνᾶ γιά τήν ὁμαλή λειτουργία του. Ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας εὐχόμαστε νά τοῦ χαρίζει ὁ Θεός ὑγεία καί μακροημέρευση, ὥστε νά συνεχίσει νά ἐπιτελεῖ κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό τόσο βαρύ ἔργο πού ἔχει εἰδικά ὁ Ἀποστολικός θρόνος τῆς Θεσσαλονίκης.

 

 

 

 

Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο

 

Διάφορα συμβάντα καί δεδομένα ἔπαιξαν τόν ρόλο τους στή δημιουργία τοῦ Κοινοβίου σας. Κατ᾿ ἀρχήν, τό ὅτι δύο ἀδελφές –λαϊκές φυσικά τότε ἀκόμη– ἐξεδήλωσαν κάποιον πόθο γιά τή μοναχική ζωή βοήθησε νά συνειδητοποιήσουμε καλύτερα κάτι πού ἤθελε νά δείξει ὁ Θεός. Δέν ἦταν τυχαῖο· ὅπως καί ἄλλα συμβάντα πιό παλαιά. Ἐπίσης, τό ὅτι μείνατε κάποια χρόνια ἀπέναντι στό διαμέρισμα ἔχει καί αὐτό τή χάρη του, ὅπως καί τό ὅτι ἤρθατε ἐδῶ τελικά. Ὅλα αὐτά ἀπετέλεσαν μιάν ἀρχή. Ἀλλά ἐκεῖνο πού πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, εἶναι ὅτι δέν ξεκινήσαμε ἐμεῖς νά κάνουμε κάτι καί εὐτυχῶς ὁ Θεός τό εὐλόγησε, πού συνήθως ἔτσι σκεπτόμαστε οἱ ἄνθρωποι: «Σκεφθήκαμε νά κάνουμε αὐτό, καί μᾶς εὐλόγησε ὁ Θεός καί ἔγινε». Ὄχι. Μοῦ φαίνεται ὅτι αὐτό δέν εἶναι σωστό. Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἐμεῖς, καθώς βλέπουμε τά διάφορα περιστατικά ἐκ τοῦ μακρόθεν πλέον, πρέπει νά νιώθουμε ἔτσι: ὅτι ἔδειξε ὁ Θεός τί ἤθελε νά κάνουμε, κι ἐμεῖς δειλά-δειλά ἀκολουθήσαμε, χωρίς νά ξέρουμε τί θά γίνει.

Ἄς ἔχουμε κατά νοῦν αὐτό πού βλέπουμε μέσα στά ἱερά βιβλία καί πρῶτα-πρῶτα στήν περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ. Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου» (Γεν. 12, 1), καί αὐτός ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε τόσο μακριά, μή γνωρίζοντας μάλιστα ποῦ πηγαίνει –«μή ἐπιστάμενος, λέει, ποῦ ἔρχεται» (Ἑβρ. 11, 8).

Ἀπό κάποια πλευρά, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός ἁπλῶς ἔδειξε ὅτι ἤθελε νά ξεκινήσουμε νά κάνουμε αὐτό τό πρῶτο βῆμα, χωρίς νά ξέρουμε τί θά γίνει ἀπό κεῖ καί πέρα. Ὄντως δέν ξέραμε. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ξέραμε ἄν θά μπορέσουμε νά κάνουμε μοναστήρι καί ἄν θά πάει καλά, ἄν θά εὐοδωθεῖ, ἄν θά προκόψει. Ὄχι. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε πιό μπροστά ὅτι ἄλλο εἶναι νά κάνουμε ἐμεῖς κάτι καί τελικά νά λέμε: «Μᾶς εὐλόγησε ὁ Θεός, καί ἔγινε αὐτό πού ξεκινήσαμε νά κάνουμε», καί ἄλλο εἶναι νά μᾶς παίρνει ἀπό τό χέρι ὁ Θεός καί νά μᾶς ὁδηγεῖ. Ποῦ θά μᾶς πάει, πῶς θά μᾶς πάει, αὐτός ξέρει. Κάπως ἔτσι εἶναι τό πράγμα. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι νά, σκεφθήκαμε νά κάνουμε ἕνα μοναστήρι καί παρακαλέσαμε τόν Θεό νά μᾶς βοηθήσει, καί μᾶς βοήθησε. Δέν εἶναι ἔτσι. Ἄλλο τώρα φυσικά ὅτι, γιά νά ξεκινήσουμε ὅπως ξεκινήσαμε, λάβαμε ὑπ᾿ ὄψιν μας τήν πραγματικότητα πού ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό πάντοτε καί σκεφθήκαμε ὅτι, ἄν θέλει ὁ Θεός, μπορεῖ νά γίνει μοναστήρι, μπορεῖ νά γίνει ἡσυχαστήριο, μπορεῖ νά γίνει τοῦτο ἤ ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο. Ἀλλά μέ τήν ἔννοια αὐτή, ὅτι μᾶς λέει ὁ Θεός: «Ἀκολουθῆστε». Ποῦ θά μᾶς πάει, πῶς θά μᾶς πάει, ἐκεῖνος ξέρει.

Αὐτό ἔχει πολύ μεγάλη σημασία καί γιά τό Κοινόβιό σας ἀλλά καί γιά τήν καθεμιά ψυχή χωριστά. Ἡ καθεμιά ψυχή, ἄν ρίξει μιά ματιά στή μέχρι τώρα ζωή της, θά δεῖ, μέ τή λίγη πείρα πού ἔχει, τήν ὅλη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Καί κατά τήν ταπεινή μου γνώμη αὐτό πού ἔχει ἀξία δέν εἶναι τόσο νά πεῖ ἡ ψυχή: «Ὁ Θεός ὅλα μοῦ τά ἔδωσε» –μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι ἤξερε τάχα τί ἤθελε καί τῆς τά ἔδωσε ὁ Θεός· ἔχουμε κάποιον κίνδυνο ἐκεῖ– ἀλλά νά συνειδητοποιήσει ὅτι κατ᾿ οὐσίαν σάν νά μήν ἤξερε τίποτε ἡ ψυχή, καί τήν ἀγάπησε ὁ Θεός, τήν ἀνέλαβε καί τήν ὁδήγησε, καί ἡ ψυχή αἰσθάνεται ἀναπαυμένη. Βαθύτερα δηλαδή συνειδητοποιεῖ πλήρως κανείς καί ὁμολογεῖ αὐτό: «Θεέ μου, κατά καιρούς πόσα πράγματα ἐπόθησα ἤ ἐπιθύμησα, καί τώρα βλέπω ὅτι βαθύτερα ἡ ψυχή μου ἤθελε αὐτό ἀκριβῶς πού μοῦ ἔδωσες: νά βρεθῶ στόν δρόμο πού βρέθηκα, νά εἶμαι στά χέρια σου, νά ἐλπίζω σ᾿ ἐσένα, νά νιώθω τήν ἀγάπη σου, νά μέ ὁδηγεῖς».

Μέ βάση αὐτά πού ἔχουμε πεῖ κατά καιρούς καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τή σημερινή ἐπέτειο, οὔτε λίγο οὔτε πολύ μπορεῖ, νομίζω, νά νιώσει ἡ καθεμιά σας, τηρουμένων πάντοτε τῶν ἀναλογιῶν, ὅτι σάν νά ἔχει τά πάντα. Μπορεῖ νά μή νιώθουμε ἀκόμη ὅτι συγχωρηθήκαμε πλήρως, ὅτι ἀναπαύθηκε ἡ ψυχή μας πλήρως, εἶναι δεδομένο ὅμως ὅτι αὐτό θά γίνει. Μπορεῖ νά μή νιώθουμε ὅτι βρήκαμε τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς, ὅτι βρήκαμε τό ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα, σύμφωνα μέ αὐτά πού λέμε στίς διάφορες συνάξεις μας, εἶναι δεδομένο ὅμως ὅτι θά γίνει. Δέν ὑπάρχει κάτι πού μᾶς κάνει νά μένουμε στήν ἀμφιβολία. Ὄχι. Ὅλα μᾶς τά ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος. Ἀντικειμενικά ὁ Κύριος ἔκανε τό ἅγιο ἔργο του, τό ὁποῖο εἶναι γιά μᾶς, καί σύμφωνα μέ αὐτά πού εἶπε, μᾶς τά ὑποσχέθηκε ὅλα. Καί ἐκεῖνο πού μένει στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι νά θελήσει νά πιστέψει καί νά ἀνταποκριθεῖ ἀνάλογα, ὥστε νά πραγματοποιηθεῖ μέσα του, νά περάσει, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, μέσα του τό ἔργο τοῦ Κυρίου.

Καθώς βρεθήκαμε λοιπόν μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔχουμε ἀκούσει τόσα καί συνεχῶς μαθαίνουμε καί πληροφορούμαστε, νά ἔχουμε αὐτή τήν πίστη, κατ᾿ ἀρχήν, ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε τό ὁποῖο δέν μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος, δέν ὑπάρχει τίποτε τό ὁποῖο δέν τό ἔκανε καί γιά μᾶς καί δέν τό κάνει καί γιά μᾶς ὁ Κύριος. Ἀλλά ὑπάρχει καί τό δεύτερο: Ἔδειξε στήν πράξη ὁ Κύριος ὅτι ἄνοιξε αὐτόν τόν δρόμο πραγματικά, καί ἔτσι ἤ ἀλλιῶς βρῆκε τόν τρόπο νά μᾶς κάνει νά ἔχουμε μιά γεύση αὐτῆς τῆς πραγματικότητος. Ἑπομένως, εἶναι ὄντως ἀλήθεια αὐτό πού εἴπαμε, ὅτι ὁ καθένας μας, ἔχοντας αὐτή τήν πίστη, μποροῦμε νά πιστεύουμε καί νά χαιρόμαστε, σάν νά ἔφθασε στήν τελειότητα ἡ ψυχή μας, σάν νά ἁγιάστηκε ἤδη ἡ ψυχή μας, ἄσχετα ἄν μέσα μας εἶναι ἀκόμη τοῦτο κι ἐκεῖνο. Ὄχι μόνο δέν εἶναι κακό νά πιστέψουμε ἔτσι, ἀλλά ἄν δέν πιστεύουμε ἔτσι, εἶναι κακό.

 

Δέν ξέρω ἐσεῖς πῶς τά νιώθετε καί πῶς τά παίρνετε τά πράγματα, πῶς τά βλέπετε μέσα στήν ὅλη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά νά ξέρετε ὅτι, τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ ὅλα αὐτά πού ζοῦμε ἐδῶ καί χρόνια τώρα –ἐννοῶ τά γενικά, τά κοινά· ὄχι τά ἀτομικά, τά προσωπικά– κατά κάποιον τρόπο τά οἰκονομεῖ ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε κάθε φορά νά γίνεται ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός νά γίνει, πού ὅμως ἔμοιαζε ὅτι παρά τρίχα δέν θά γινόταν. Ὅπως δηλαδή περπατώντας, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε αὐτό, πάνω στήν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ, καθόλου δέν εἶσαι βέβαιος ὅτι θά πέσεις πρός τήν πλευρά πού θά ἤθελες νά πέσεις· ἐξίσου εἶναι πιθανόν νά πέσεις καί πρός τήν ἄλλη πλευρά. Καί μάλιστα μερικές φορές ἀφήνει ὁ Θεός νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα, πού μοιάζει ὅτι σάν νά ὑπάρχουν δυνάμεις –δυνάμεις ἄς ποῦμε ἐχθρικές καί σύμμαχες μεταξύ τους δυνάμεις– πού σέ τραβοῦν πρός τά κεῖ πού δέν θά ἤθελε ὁ Θεός. Ἀλλά βρίσκει τρόπο ὁ Θεός καί σέ τραβάει, σέ ὁδηγεῖ ἐκεῖ πού θέλει ἐκεῖνος. Καί βλέπεις ὅτι παρά τρίχα δέν θά ἦταν ἔτσι.

Αὐτό τό κάνει πολλές φορές ὁ Θεός, ὄχι βέβαια γιατί θέλει νά μᾶς κόβει τήν ἀνάσα. Διότι, πράγματι, ὅταν βλέπεις κάτι νά ἐξαρτᾶται, νά κρέμεται ἀπό μιά κλωστή, καί σκέπτεσαι ὅτι ἀνά πᾶσαν στιγμήν μπορεῖ νά κοπεῖ ἡ κλωστή, εἶσαι σέ μιά ἀγωνία. Ὄχι λοιπόν ὅτι θέλει ὁ Θεός νά μᾶς ἔχει σέ ἀγωνία, ἀλλά ἀκριβῶς ἔτσι μᾶς μαθαίνει τό μάθημα τῆς πίστεώς μας σ᾿ αὐτόν· μᾶς μαθαίνει στήν πράξη τό μάθημα νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτόν καί ὄχι στόν ἑαυτό μας, ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Πρβλ. Β’ Κορ. 1, 9)· στήν πράξη μᾶς μαθαίνει νά ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου δέν εἶναι μόνο τό νά ἀφήσω, ἄς ποῦμε, μιά κακή συνήθεια, ἀλλά εἶναι αὐτό κυρίως: νά μήν μπορῶ νά πιαστῶ ἀπό πουθενά, νά μήν μπορῶ νά σιγουρευτῶ ἀνθρωπίνως. Δέν ἀφήνει ὁ Θεός δηλαδή νά σιγουρευτῶ στηριζόμενος στόν ἑαυτό μου. Τά οἰκονομεῖ ἔτσι τά πράγματα, ὥστε πέρα γιά πέρα νά ἐμπιστευθῶ τόν ἑαυτό μου σ᾿ ἐκεῖνον.

Αὐτό σ᾿ ἐμᾶς ἔγινε πολλές φορές, γίνεται πολλές φορές· δέν ξέρω πόσο ἐσεῖς τό συνειδητοποιεῖτε καί πόσο τό βιώνετε. Καί τελικά, γίνεται αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Ὄχι μόνο κάνει ὁ Θεός τό σχέδιό του, τό θέλημά του γενικά, ἀλλά πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό πού κάνει ὁ Θεός ἔχει σχέση μέ τόν ἄνθρωπο· ἔχει σχέση στήν προκειμένη περίπτωση μέ τό ὅλο σῶμα τῆς ἀδελφότητος καί μέ τήν καθεμιά ψυχή ἀπό μᾶς ἐδῶ.

 

Ἐγώ αἰσθάνομαι ὅτι δέν γινόταν καλύτερα· τόσο καλά μᾶς τά ἔχει φέρει ὅλα ὁ Θεός. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι εἴμαστε ἐμεῖς κάτι, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἔβαλε στόν δρόμο του ὁ Θεός, καί εἶναι ὅλα μπροστά μας· ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά ἀκούσουμε –νά μήν κάνουμε τόν κουφό, νά μήν κάνουμε ὅτι δέν καταλαβαίνουμε– καί νά κλίνουμε τόν αὐχένα, νά ἀνταποκριθοῦμε. Καί νά ὁμολογήσουμε: Γινόταν καλύτερα; Ἐπαναλαμβάνω, ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς αὐτάρκειας, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε τό κάτι ἄλλο, ἀλλά νά, καθώς εἴμαστε φτωχά πλάσματα, ποιός ξέρει –μόνο ὁ Θεός ξέρει– τί δρόμους θά παίρναμε καί ποῦ θά περιδιαβάζαμε· καί ὅμως, βρῆκε τρόπο ὁ Θεός καί μᾶς μάζεψε. Εἶναι μικρό πράγμα αὐτό; Μικρό πράγμα εἶναι;

Μπορεῖ νά ἔχετε δυσκολίες, μπορεῖ νά ἔχετε πάθη, ἐλαττώματα, ἀδυναμίες, ἀλλά νά, ἤρθατε ἐδῶ καί μένετε ἐδῶ· δέν φεύγετε. Μικρό πράγμα εἶναι αὐτό; Καί συγχρόνως ὅλα εἶναι στή διάθεσή μας. Τί δέν εἶναι στή διάθεσή μας; Καί νά προσευχηθοῦμε ὅσο θέλουμε καί νά λειτουργηθοῦμε ὅσο θέλουμε, καί μέσα στή λατρεία νά εἴμαστε ὅσο θέλουμε, ὅσο ἔχει κουράγιο ἡ ψυχή μας, καί νά μελετήσουμε καί νά ἀκούσουμε, καί νά μᾶς ἐξηγήσουν καί νά μᾶς ἑρμηνεύσουν, ἀλλά καί νά μᾶς προφυλάξουν, νά μᾶς προλάβουν καί ὄχι νά μᾶς θανατώσουν. Ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καί λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει» (Βλ. Ἠσ. 42, 3· Ματθ. 12, 20). Δέν ξέρω ἄν τό σκέπτεστε αὐτό. Ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία στόν πνευματικό ἀγώνα –καθώς δέν θά εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἡ καθεμιά ψυχή θά ἔρθει σέ τέτοιες καταστάσεις, πού ἕνα φύσημα θέλει γιά νά σβήσει– νά βρεθεῖ αὐτός πού θά τή στηρίξει. Ὅπως ὁ Κύριος ἔρχεται νά βρεῖ τό καλάμι αὐτό τό ραγισμένο, ὄχι γιά νά τό ἀποτελειώσει ἀλλά γιά νά τό στερεώσει, ἤ τό καντήλι πού τρεμοσβήνει, πού κινδυνεύει ἀπό ἀπροσεξία, ἔστω καί μέ λίγο ἀεράκι, νά σβήσει, ὄχι γιά νά τό σβήσει ἀλλά γιά νά τό ἀνάψει.

Δέν ξέρω πῶς τά ἀκοῦτε ἐσεῖς αὐτά, ἀλλά ἐγώ πιστεύω ὅτι ἔτσι εἶναι. Ἀπό δῶ τό ἔχει ὁ Κύριος, ἀπό κεῖ τό ἔχει, καθώς ἐμεῖς πᾶμε νά τσακιστοῦμε, καθώς πᾶμε νά σβήσουμε, ἐπεμβαίνει καί στερεώνει τό καλάμι, ἐπεμβαίνει καί μᾶς ἀνάβει, ἐπεμβαίνει καί μᾶς σώζει. «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι» (Βλ. Ψαλμ. 115, 3-4), ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός. Ναί, νά σπεύσουμε στό ἅγιο Ποτήριο νά πάρουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλά μέ διάθεση νά πεθάνουμε. Ὅπως ὁ κόκκος, ἐάν δέν πεθάνει, μόνος μένει, ἔτσι, ἐάν δέν ἀπολέσει κανείς τήν ψυχή του, τή χάνει. Αὐτό εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Ὅπως ὁ Κύριος σταυρώθηκε, κι ἐμεῖς μαζί του, ὅπως ὁ Κύριος πέθανε, κι ἐμεῖς μαζί του, ὅπως ὁ Κύριος ἔχυσε τό αἷμα του, κι ἐμεῖς μαζί του· θυσία νά γίνουμε μαζί του γιά τήν ἀγάπη του, ὥστε νά ἀναστηθεῖ ἡ ψυχή μας, καί νά σωθοῦμε ἀπό τόν δεύτερο θάνατο, ὅπως λέει στήν Ἀποκάλυψη: «Ὁ νικῶν οὐ μή ἀδικηθῇ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου» (Ἀποκ. 2, 11). Τί μπορεῖ νά μᾶς κάνει ὁ δεύτερος θάνατος; Καθώς περνάει κανείς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀπό τόν πρῶτο θάνατο, καταργεῖται αὐτός, ὁπότε δέν φοβᾶται κανείς τόν δεύτερο θάνατο.

Πῶς μοῦ ἔρχεται τώρα νά πῶ: Τί μένει; Νά πανηγυρίσουμε. Τί μένει; Νά χαροῦμε, νά χοροπηδήσουμε, ἐάν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι. Καί μήν πεῖ κανείς, μήν πεῖ κάποια: «Ἔτσι πού εἶναι ἡ ψυχή μου, μέ τέτοια πάθη πού ἔχω, μπορῶ νά χαρῶ;» Καί βέβαια μπορεῖς. Δέν εἶναι δική μας ὑπόθεση ἡ ἁμαρτία. Ὁ Κύριος κανονίζει τίς ἁμαρτίες· αὐτός συγχωράει, αὐτός καθαρίζει, αὐτός ἀφαιρεῖ τά πάθη, αὐτός τά παίρνει. Ἐμεῖς θά κάνουμε ὑπομονή. Ὅπως στίς σωματικές ἀρρώστιες δέν γίνεται κανείς γιατρός στόν ἑαυτό του, ἀλλά πάει στόν γιατρό καί κάνει ὑπομονή, καθώς τόν καθαρίζει ἀπό δῶ ὁ γιατρός, τόν καθαρίζει ἀπό κεῖ, καί καμιά φορά τόν πονάει κιόλας· πάντοτε ὅμως προσεκτικά τόν μεταχειρίζεται, ὥστε νά μήν τόν πονέσει ὑπερβολικά.

Δέν ἔχουμε λοιπόν νά φοβηθοῦμε τίποτε. Μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀνανεώσουμε τήν ἀρχή πού βάζουμε κάθε τόσο, καί νά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας στόν Κύριο. «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν· ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. 5, 17). Ἔχουμε καί τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ἔχουμε καί τίς πρεσβεῖες ὅλων τῶν ἁγίων, καί τῆς ἁγίας Φιλοθέης, πού γιόρταζε προχθές, καί πρωτίστως τῆς Παναγίας. Γιά σκεφθεῖτε νά σωθοῦμε! Νά ἔρθει ἡ ὥρα νά σωθοῦμε, νά ἔρθει ἡ ὥρα νά πᾶμε στόν παράδεισο!

Σκέπτομαι τώρα –καθώς ἐγώ εἶμαι σέ μιά ἡλικία πού ὅλο καί πλησιάζει ἡ μέρα πού θά φύγω ἀπό αὐτόν τόν κόσμο– ὅτι μιά ζωή κανείς περιμένει: «Ἄραγε θά ἔρθει αὐτό καμιά φορά;» Καί νά το, ἦρθε. Μιά ζωή ἔχουμε καημό γιά τή σωτηρία μας, καημό γιά τόν παράδεισο, καί νά, ἤδη ὁ Κύριος ἀπό δῶ ἀκόμη μᾶς δίνει πληροφορία ὅτι θά μᾶς βάλει στόν παράδεισο, ἐάν ἐμεῖς μείνουμε πιστοί σ᾿ αὐτόν, πιστοί μέχρι θανάτου. Καί γιά μᾶς ὁ θάνατος εἶναι τό νά κόβουμε τό θέλημά μας, νά ὑπακοῦμε, νά ταπεινοφρονοῦμε, νά μετανοοῦμε, νά μετανοοῦμε ἀληθινά. Μή δικαιολογεῖς καμιά ἁμαρτία, μήν κρύβεσαι καθόλου. Καί ὁ Κύριος θά μᾶς βγάλει νικητές καί θά μᾶς δώσει τόν στέφανον τῆς οὐρανίου ζωῆς. Ὅπως διαβάζουμε στήν Ἀποκάλυψη, λέει ὁ Κύριος στόν «ἄγγελο», δηλαδή στόν ἐπίσκοπο, τῆς ἐν Σμύρνῃ Ἐκκλησίας, πού τότε ἦταν ὁ ἅγιος Πολύκαρπος: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου, καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. 2, 10).