ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος τόμος | Σελίδες 402 | Διάσταση 15 × 21 | 2000
Ασκητικα
A+
A
A-

14. Ἁββάς Βαρσανούφιος

Ἀββᾶς Βαρσανούφιος : Τί, ἴσως, θά μᾶς ἔλεγε σήμερα μέσα ἀπό τίς ἀποκρίσεις του

 

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/ἁββάς-βαρσανούφιος-ἀββᾶς-βαρσανούφ/

 

Περιεχόμενα

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα……9

Ἀπόκριση 4η…………………..13

Ἀπόκριση 9η……………………26

Ἀπόκριση 10η………………….36

Ἀπόκριση 11η………………….48

Ἀπόκριση 12η………………….54

Ἀπόκριση 13η………………….58

Ἀπόκριση 17η………………….68

Ἀπόκριση 18η………………….80

Ἀπόκριση 21η………………….88

Ἀπόκριση 22η…………………108

Ἀπόκριση 23η…………………141

Ἀπόκριση 25η…………………161

Ἀπόκριση 26η…………………169

Ἀπόκριση 27η…………………181

Ἀπόκριση 28η…………………189

Ἀπόκριση 29η…………………194

Ἀπόκριση 30ή…………………202

Ἀπόκριση 31η…………………204

Ἀπόκριση 32η…………………238

Ἀπόκριση 34η…………………257

Ἀπόκριση 35η…………………267

Ἀπόκριση 36η…………………276

Ἀπόκριση 37η…………………288

Ἀπόκριση 38η…………………305

Ἀπόκριση 39η…………………323

Ἀπόκριση 40ή…………………335

Ἀπόκριση 41η…………………353

Ἀπόκριση 42η…………………361

Ἀπόκριση 43η…………………381

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα

 

«Ἕνα ἐκ τῶν γλυκυτέρων καί Πνεύματος Ἁγίου πεπληρωμένων βιβλίων τῶν πατέρων τῆς ἁγιωτάτης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ὀλιγώτερον γνωστῶν μεταξύ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας, εἶναι ἀναμφιβόλως καί ἡ «Ψυχωφελεστάτη Βίβλος» τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Βαρσανουφίου τοῦ Μεγάλου Γέροντος καί Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Προφήτου, ἀποτελουμένη ἐξ 841 ἀποκρίσεων τῶν ἁγίων τούτων».

Μέ βάση τίς ἀποκρίσεις αὐτές ἄρχισε τό 1982 μιά σειρά ὁμιλιῶν, καί ἕνα ἐλάχιστο μέρος τους περιέχεται στό βιβλίο αὐτό.

 

Α’

Θά ἀναφερθοῦμε πολύ συνοπτικά στούς δύο ἁγίους καί στήν «Ψυχωφελεστάτη Βίβλο» τους.

Ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος ἔζησε τόν 6ο αἰώνα καί ἦταν Αἰγύπτιος στήν καταγωγή. Ἔγινε μοναχός στούς Ἁγίους Τόπους καί γιά ἕνα διάστημα πήγαινε ἀπό τόπο σέ τόπο. Τελικά πῆγε σέ μοναστήρι κοντά στή Γάζα, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ὁ ἅγιος Σέριδος. Ἐκεῖ ἔμενε ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί ἦταν ἔγκλειστος γιά 18 χρόνια. Δέν δεχόταν κανέναν ἐπισκέπτη παρά μόνο τόν Σέριδο. Ἡ μόνη ἐπαφή του μέ τόν κόσμο ἦταν οἱ ἀποκρίσεις πού ἔδινε σέ γραπτές ἐρωτήσεις διαφόρων προσώπων. Τίς ἀποκρίσεις τίς ὑπαγόρευε στόν ἅγιο Σέριδο, ὁ ὁποῖος καί τίς κατέγραφε.

Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Προφήτης ἦταν μοναχός στό μοναστήρι τοῦ Σερίδου καί εἶχε πνευματικό ὁδηγό τόν ἀββᾶ Βαρσανούφιο. Τά τελευταῖα 18 χρόνια τῆς ζωῆς του ἔμενε σέ κελλί, τό ὁποῖο τοῦ εἶχε παραχωρήσει ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος. Καί αὐτός δέν δεχόταν ἐπισκέπτες, ἐκτός ἀπό τόν ἡγούμενο Σέριδο καί τόν μαθητή του ὅσιο Δωρόθεο,3 καί ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν κόσμο μέ ἐπιστολές. Ὀνομάσθηκε Προφήτης, γιατί εἶχε τά χαρίσματα τῆς διορατικότητος καί τοῦ νά διεισδύει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ μνήμη τους τιμᾶται στίς 6 Φεβρουαρίου.

Ἡ «Ψυχωφελεστάτη Βίβλος» τῶν ἁγίων Βαρσανουφίου τοῦ Μεγάλου Γέροντος καί Ἰωάννου τοῦ Προφήτου περιέχει 841 ἐρωταποκρίσεις. Οἱ 397 εἶναι τοῦ ἀββᾶ Βαρσανουφίου καί οἱ 444 τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου. Ἡ συλλογή τους ἔγινε ἀπό τόν ὅσιο Δωρόθεο.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐντόπισε τίς Ἐρωταποκρίσεις σέ χειρόγραφο τῆς Ἱ. Μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἀνέλαβε «τήν ἀποκάθαρσιν τῆς Ψυχωφελεστάτης Βίβλου», ἡ ὁποία ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά ἑπτά χρόνια μετά τόν θάνατό του (Βενετία 1816).

Ἡ δεύτερη ἔκδοση, ἀνατύπωση τῆς πρώτης, ἔγινε ἀπό τίς ἐκδόσεις «Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη» τοῦ Σ. Ν. Σχοινᾶ (Βόλος 1960). Αὐτή τήν ἔκδοση εἶχε ὁ ὁμιλητής, ὅταν σχολίαζε τίς ἐρωταποκρίσεις πού περιέχονται στόν παρόντα τόμο. Οἱ μεταφράσεις τῶν ἐρωταποκρίσεων πού ἔχουμε σήμερα στή διάθεσή μας, δέν εἶχαν ἀκόμη κυκλοφορήσει.

 

Β’

Μετά ἀπό μιά σειρά ὁμιλιῶν μέ βάση τά ἀποφθέγματα τοῦ Γεροντικοῦ, ἄρχισαν τό φθινόπωρο τοῦ 1982 καί συνεχίζονται μέχρι σήμερα, σέ ἀπογευματινές συνάξεις Σαββάτου, ὁμιλίες μέ βάση τίς ἐρωταποκρίσεις αὐτές.

Τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖο γίνονταν καί γίνονται οἱ ὁμιλίες εἶναι τί θέλει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά πεῖ σ᾿ ἐμᾶς πού ζοῦμε αὐτά τά χρόνια μέσα ἀπό τίς ἀποκρίσεις τῶν ἁγίων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου.

Οἱ ἀκροατές τῶν ὁμιλιῶν αὐτῶν θά πρέπει νά ὠφελήθηκαν πάρα πολύ. Ἦταν πολλά καί σημαντικά αὐτά πού ὁ Θεός φώτισε νά λεχθοῦν.

 

Γ’

Ὡς ἑνιαῖο τίτλο τῶν τόμων ὅλης τῆς σειρᾶς προτιμήσαμε τό ὄνομα τοῦ ἑνός ἀπό τούς συγγραφεῖς τῆς «Ψυχωφελεστάτης Βίβλου» (Ἀββᾶς Βαρσανούφιος), ἐπειδή οἱ ἐρωταποκρίσεις εἶναι γνωστές κυρίως μέ τό ὄνομά του.

Ἡ ἀναγραφή στόν τίτλο τοῦ παρόντος τόμου «Ἀποκρίσεις 1-43» ἔγινε γιά καθαρά τεχνικούς λόγους, χωρίς αὐτό νά ἀνταποκρίνεται στό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου. Δηλαδή, δέν περιέχονται οἱ ὁμιλίες πού ἔγιναν στίς πρῶτες 43 ἀποκρίσεις τῆς Βίβλου, ἀλλά μόνο σέ 29 ἀπό αὐτές. Καί αὐτό κυρίως γιατί δέν ὑπάρχουν στό ἀρχεῖο μας οἱ ὁμιλίες στίς ὑπόλοιπες ἐρωταποκρίσεις.

Κοινό χαρακτηριστικό τῶν ἀποκρίσεων τοῦ τόμου αὐτοῦ εἶναι ὅτι ἀπευθύνονται πρός τόν μοναχό Ἰωάννη τῆς Μηρωσάβης καί ὅτι ὅλες εἶναι τοῦ ἀββᾶ Βαρσανουφίου.

Τά ἁγιογραφικά χωρία τῶν ἀποκρίσεων τά παραθέτουμε ὅπως τά εἶπε ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος. Τό σημειώνουμε αὐτό, γιατί διαπιστώσαμε διαφορές μέ τό ἐν χρήσει κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Στήν ὅλη ἐργασία μας βοηθηθήκαμε καί ἀπό τήν ἐπιμελημένη ἔκδοση: Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, α’ τόμ., Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία» Ἱ. Μονῆς Τιμ. Προδρόμου, Καρέας 1996 (στό ἑξῆς: Βαρσανουφίου, Κείμενα). Ἐδῶ, ὅπως καί ἀλλοῦ, μπορεῖ νά βρεῖ κανείς πολλά στοιχεῖα γιά τούς ἁγίους καί τή Βίβλο τους.

Οἱ ἀναφορές στό Γεροντικό παραπέμπουν στό Μέγα Γεροντικόν, τόμοι Α’-Δ’, Ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης 1994-1999 (στό ἑξῆς: Μ. Γεροντικόν).

Ἡ ὑφή τοῦ βιβλίου εἶναι τέτοια, πού ἡ χρήση τῶν εἰσαγωγικῶν (« ») θά ἔπρεπε νά εἶναι μεγάλη. Προσπαθήσαμε νά εἶναι ὅσο τό δυνατόν πιό περιορισμένη.

Εἶναι εὐνόητο, ὡστόσο τό σημειώνουμε· Ζητοῦμε τήν ἐπιείκεια τῶν ἀναγνωστῶν γιά ὅσα λάθη θά ἐντοπίσουν.

 

 

 

Αὐτή τήν ὥρα πού εἴμαστε ἐδῶ, μπορεῖ νά εἴμαστε τυχαῖα. Μπορεῖ ὅμως νά εἶναι ὁ Θεός πού μᾶς κάλεσε, πού μᾶς φώτισε νά εἴμαστε ἐδῶ καί νά μήν εἴμαστε κάπου ἀλλοῦ. Αὐτό ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία νά τό αἰσθάνεται κανείς ἔτσι.

Ἔχουμε πεῖ πολλές φορές ὅτι ἀπό τή δική μου πλευρά εἶμαι ἀναπαυμένος, διότι δέν προσπάθησα, π.χ., νά σᾶς καλέσω νά ἔλθετε, δέν προσπάθησα νά σᾶς βρῶ ποῦ εἶστε καί νά σᾶς παρακινήσω. Ἤλθατε. Καί πιστεύω ὅτι ὁ Θεός σᾶς φέρνει, ὁ Θεός σᾶς φωτίζει νά ἔρχεσθε. Ἤλθατε μιά φορά, ἤλθατε δυό φορές. Θά μπορούσατε νά εἴχατε φύγει. Ἄς ποῦμε, κάνει κανείς ἕνα πείραμα καί πηγαίνει κάπου. Ἀφοῦ ὅμως δέν φεύγει, ἀλλά πάει καί ξαναπάει, χωρίς νά τόν καλεῖ κανένας, χωρίς νά τόν ἐπηρεάζει κανένας, χωρίς νά τόν ὠθεῖ κανένας, δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι αὐτό ἀπό τόν Θεό. Δηλαδή ἀπό τή δική μου πλευρά αἰσθάνομαι ὅτι ὁ Θεός σᾶς φέρνει.

Θά λέγαμε ἑπομένως ὅτι αἰσθάνεται κανείς πολύ ἄνετα καί ὁμιλεῖ πολύ πιό διαφορετικά ἀπό ὅ,τι θά ὁμιλοῦσε, ἐάν σᾶς εἶχε μαζέψει μέ προσπάθειες, μέ προσκλήσεις, μέ γράμματα, μέ τηλεφωνήματα, μέ κάποια ἄλλα μέσα, γιά νά σᾶς καλοπιάσει, ὁπότε τά πράγματα θά ἦταν πολύ διαφορετικά. Ἐάν κι ἐσεῖς μέ τή σειρά σας αἰσθάνεσθε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πού σᾶς φέρνει ἐδῶ, αὐτό ἔχει πολύ μεγάλη σημασία.

Ὁ πνευματικός νά αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός φέρνει ἕναν ἄνθρωπο ἐκεῖ στό ἐξομολογητήριο, ἀλλά κι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός τόν πηγαίνει ἐκεῖ. Ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία νά ἀρχίσει κανείς νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὅτι τόν ἔπιασε ὁ Θεός, ὅτι τόν γράπωσε ὁ Θεός, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι.

Πολλές φορές χρειάζεται, καθώς συζητοῦμε, κυρίως στό ἐξομολογητήριο, νά πῶ ὅτι ἐδῶ παρόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρόντος τοῦ Θεοῦ θά κάνουμε τή συνεργασία. Καθόμαστε ἐκεῖ. Γιά ποιόν καθόμαστε; Ὁ Θεός μᾶς ὁδήγησε ἐκεῖ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς φωτίζει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἐνδυναμώνει. Εἶναι ἐκεῖ παρών, γιά νά γίνει τό δικό του ἔργο. Καί τό ἔργο αὐτό ποιό εἶναι; Νά σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. (σσ. 177-178)

Ἔχω διαπιστώσει ἐπανειλημμένως ὅτι πράγματα πού τά ἔχουμε πεῖ, καί μάλιστα πολλές φορές –ὄχι μιά φορά– μερικοί συλλαμβάνονται σάν νά μήν τά ἄκουσαν. Τό θέμα δέν εἶναι νά τά ἀκούσει κανείς καί νά τά θυμᾶται, σάν νά πρόκειται νά δώσει ἐξετάσεις, ἀλλά νά τά θυμᾶται καί νά τά ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του στήν καθεμιά περίπτωση, γιά νά ἐνεργεῖ ἀνάλογα καί νά φέρεται ἀνάλογα, ἀκριβῶς γιά νά μήν ταλαιπωρεῖται ἡ ψυχή του, νά μήν ταλαιπωρεῖται ὁ ἑαυτός του.

Ὅπως βλέπετε, προσπαθοῦμε νά ποῦμε ἀκριβῶς αὐτά τά ὁποῖα μᾶς χρειάζονται: πῶς θά ταπεινωθοῦμε, πῶς θά μετανοήσουμε, πῶς θά γίνουμε ἁπλοί, πῶς θά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό, πῶς θά ἐλπίσουμε σ᾿ αὐτόν. Τονίζουμε ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δέχεται, μᾶς ἀγαπᾶ, μᾶς συγχωρεῖ, δέν μᾶς ἀπορρίπτει, καί πάλι μᾶς ἀνέχεται καί πάλι μᾶς συγχωρεῖ καί πάλι μᾶς περιμένει. Κάνουμε ἐπίσης λόγο γιά τό πῶς θά εἴμαστε πράοι, πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τίς διάφορες δυσκολίες, τά διάφορα ἐμπόδια, τίς διάφορες θλίψεις, πῶς θά ὠφελούμαστε ἀπό ὅλα, πῶς θά ἀντιμετωπίζουμε τόν διάβολο, πῶς θά ὠφελούμαστε ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Ὅλα, βλέπετε, τά λέμε. Ἄς τά προσέχουμε λοιπόν αὐτά.

Πόση ὥρα τώρα ἀκοῦμε ὁρισμένα πράγματα. Χθές ἀκούσαμε, προχθές ἀκούσαμε· καί ὄχι μόνο ἐδῶ ἀκοῦμε, ἀλλά καί ὅπου ἀλλοῦ ἀκοῦμε ἤ καί διαβάζουμε. Ὅλα αὐτά εἶναι χρῆμα. Χρῆμα τοῦ Θεοῦ. Χρῆμα πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Εἶναι θησαυρός πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Ἁπλῶς καί μόνο νά δείξουμε ἀπροσεξία, νά δείξουμε μιά ἀναισθησία, μιά ἀκεφιά, πᾶνε περίπατο ὅλα αὐτά καί χάνονται. Χάνεται ὄχι μόνο ὅ,τι ἀκούσαμε, ἀλλά καί αὐτό τό λίγο πού θά πάρει κανείς ὡς βίωμα πλέον.

Ὅταν κοινωνεῖς, ἄν δέν δείξεις στήν πράξη, στή ζωή σου ὅτι ὄντως πῆρες τόν Χριστό μέσα σου, θά μείνει ὁ Χριστός μετά; Θά σηκωθεῖ νά φύγει. Ὅταν ὁ Θεός σοῦ δίνει τόν λόγο του, τόν σπόρο αὐτόν τόν οὐράνιο, κι ἐσύ δείχνεις ὅτι δέν τόν προσέχεις, δέν τόν ἐκτιμᾶς, θά φύγει. (σσ. 48-53)

Νά τό ξέρουμε αὐτό. Ὅταν ἡ ἀγάπη ἤ ἡ ὁποιαδήποτε ἀρετή δέν εἶναι ἁπλῶς δική μας ἀνθρώπινη ἀρετή, ἀλλά εἶναι ἀρετή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, εἶναι ἡ ἀγάπη, εἶναι ἡ εἰρήνη, εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, εἶναι δηλαδή ἀρετή τῆς χάριτος, καί ἄν μποροῦμε νά ποῦμε, εἶναι θεανθρώπινη ἀρετή, τότε εἶναι ἀμετακίνητη. Μιά τέτοια ἀρετή δέν πέφτει. (σ. 75)

Εἰ οὖν συμπάσχεις τῷ Χριστῷ, ἵνα συνδοξασθῇς αὐτῷ, εἰ συναποθνήσκεις αὐτῷ, ἵνα συνεγερθῇς αὐτῷ, μή ἀμελήσῃς τοῦ προκειμένου ἔμπροσθέν σου θησαυροῦ. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ θησαυρός; Ὁ θησαυρός εἶναι νά γίνει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καθαρό δοχεῖο, ὅπου θά κατοικήσει ὁ Χριστός, καί ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθάνεται ὅτι μέσα του εἶναι ὁ Χριστός. Καί ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Μακάριος, μέσα μας ὁ Χριστός μετά ἀγαπᾶ, ὁ Χριστός μακροθυμεῖ, ὁ Χριστός ὑπομένει, ὁ Χριστός προσεύχεται, ὁ Χριστός ταπεινοφρονεῖ. Τό αἰσθάνεται κανείς αὐτό. Βλέπει μέσα του ταπείνωση καί νιώθει ὅτι δέν εἶναι δική του ταπείνωση. Ξέρει ὅτι πολλές φορές εἶχε προσπαθήσει νά ταπεινωθεῖ καί δέν ἔκανε τίποτε. Ἡ ταπείνωση πού ἔχει εἶναι ἡ ταπείνωση πού τοῦ δίνει ὁ Χριστός, ἀλλά δέν τοῦ δίνει ὁ Χριστός τήν ταπείνωση ἀπό ἔξω· ὁ Χριστός εἶναι μέσα του. Ἡ ταπείνωση λοιπόν πού ἔχει κανείς εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀγάπη πού ἔχει εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποιαδήποτε ἀρετή πού ἔχει εἶναι ἡ ἀρετή τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτά ἄλλο εἶναι νά τά λέει κανείς καί ἄλλο εἶναι νά γίνουν πραγματικότητα μέσα του.

Ὅσοι εἶχαν μιά κάποια ἐμπειρία στή ζωή τους, ὄχι ἐξωτερική ἤ κανένα ψιχουλάκι, ἀλλά ὄντως εἶχαν ἐμπειρία, δηλαδή ὁ Κύριος ἀπό συγκατάβαση ἦλθε μέσα στήν ψυχή τους καί τόν ἔνιωσαν γιά ἕνα διάστημα μεγάλο ἤ μικρό –αὐτό εἶναι κάτι πού δέν λέγεται, εἶναι κάτι πού μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἔχει μιά κάποια πείρα μπορεῖ νά ξέρει τί εἶναι– αὐτοί λοιπόν πού εἶχαν μιά κάποια πείρα, αὐτοί πού ἔφθασαν κάποτε σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, γνωρίζουν ποιός εἶναι αὐτός ὁ θησαυρός.

Κάμποσο καιρό αὐτή ἡ κατάσταση ἔρχεται, φεύγει, ἔρχεται, φεύγει, ἔρχεται, φεύγει. Πρῶτα ἔρχεται ἀραιά-ἀραιά, ὕστερα πιό συχνά καί ὕστερα ἔρχεται κατά ἕναν μόνιμο τρόπο, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνέχεια μέσα του τόν οὐρανό, ἔχει συνέχεια μέσα του τόν παράδεισο, ἔχει μέσα του τόν Χριστό. Ὅποιος δέν φθάσει σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, δέν καταλαβαίνει τί εἶναι αὐτός ὁ θησαυρός, δέν καταλαβαίνει τί εἶναι αὐτό τό πράγμα. Ὅμως αὐτός ὁ θησαυρός, αὐτή ἡ ἀλήθεια, αὐτή ἡ πραγματικότητα εἶναι γιά τόν καθένα. Δέν ἐξαιρεῖται κανένας ἀπό τόν θησαυρό αὐτό, καί εἶναι μπροστά μας, εἶναι στή διάθεσή μας, εἶναι καί γιά μᾶς. (σσ. 124-126)

Ἐνθυμεῖσθε πού πρίν ἀπό λίγο καιρό εἶπα ὅτι ἀκόμη δέν ἔχουμε πεῖ τίποτε καί ὅτι ἔχουμε πάρα πολλά νά ποῦμε. Ὡστόσο ὅμως θά πρέπει νά τονίσουμε πώς καί ὅ,τι ἀκόμη δέν ἔχουμε πεῖ, εἶναι μέσα σ᾿ αὐτά τά ὁποῖα εἴπαμε μέχρι σήμερα, καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά τά μελετοῦμε αὐτά. Γιά ὅλα εἴπαμε. Καί γιά τήν ταπείνωση εἴπαμε καί γιά τήν ἀγάπη καί γιά τήν πίστη καί γιά τήν ἐλπίδα καί γιά τήν ὑπομονή καί γιά τήν ἐγκράτεια εἴπαμε καί γιά τόν ἀγώνα πού πρέπει νά κάνουμε ἐναντίον τῶν κακιῶν, τῶν παθῶν, τῶν ἐπιθυμιῶν. Καί γιά τόν θάνατο εἴπαμε πού πρέπει νά ζήσουμε ὅλοι μας, ὅτι δηλαδή πρέπει νά περάσουμε μέσα ἀπό τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, νά πεθάνουμε μαζί μέ τόν Χριστό, γιά νά ἀναστηθοῦμε. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά τά μελετοῦμε αὐτά, νά μήν τά ξεχνοῦμε, νά τά ἐνθυμούμαστε καί νά φροντίζουμε νά τά θέτουμε σέ ἐφαρμογή. (σσ. 249-250)

Ὅσο λυπημένη κι ἄν εἶναι μιά ψυχή, ὅταν μέσα ἀπό τήν ψυχή αὐτή, μέσα ἀπό τό ἔδαφος αὐτῆς τῆς ψυχῆς, ἀπό τό χωράφι της, ἀπό τό ἀμπέλι της θά βγεῖ καρπός –ὅπως ἀπό τό ἀμπέλι βγαίνει καλός καρπός, σταφύλι καλό, ἀπό τό ὁποῖο κάνουν καλό κρασί– ἡ θλιμμένη αὐτή ψυχή εὐφραίνεται, καί φεύγει ἡ λύπη, περνάει ἡ θλίψη. Αὐτή ἡ εὐφροσύνη δέν εἶναι ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς εὐφροσύνης, καί ὁ οἶνος αὐτός ὁ πνευματικός πού φέρνει αὐτή τήν εὐφροσύνη, αὐτή τή μέθη, δέν εἶναι μιά ψυχολογικῆς φύσεως κατάσταση, ἀλλά εἶναι χάρη Θεοῦ.

Θέλω αὐτό τό σημεῖο νά τό προσέξουμε. Ἄλλο εἶναι νά σοῦ ἀναγγείλουν κάποια ἐπιτυχία ἤ νά σοῦ κάνουν κάποιον ἔπαινο ἤ νά σοῦ κάνουν κάποια ἐκδούλευση, καί αὐτό νά σέ χαροποιήσει. Εἶναι φυσικό αὐτό. Συμβαίνει στούς ἀνθρώπους, καί χαίρονται. Αὐτό εἶναι μιά ἀνθρώπινη χαρά, καί ἔχει καθαρῶς ψυχολογικό χαρακτήρα αὐτή ἡ χαρά, αὐτή ἡ εὐφροσύνη. Ἄλλο εἶναι αὐτό, καί ἄλλο εἶναι ἐκείνη ἡ χαρά ἡ ὁποία ὀφείλεται στή χάρη, ἡ ὁποία χάρη ἔρχεται ὡς δρόσος οὐράνια, ὡς βροχή οὐράνια, πού πέφτει σέ ἕνα ξερό χωράφι, καί τό χωράφι καρποφορεῖ, βγάζει καρπό. Ἀλλά ὁ καρπός αὐτός δέν εἶναι ἁπλῶς καρπός τῆς γῆς, ἁπλῶς καρπός τῆς ψυχῆς, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς χάριτος. Αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός οἶνος, αὐτή εἶναι ἡ πνευματική εὐφροσύνη καί ἡ πνευματική χαρά τήν ὁποία φέρνει ἡ χάρη.

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει συναίσθηση ὅτι ἔχει μέσα του τή χάρη, ἔχει συναίσθηση ὅτι ἔχει μέσα του τόν Θεό, ἔχει συναίσθηση ὅτι δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἑαυτός του, ἀλλά εἶναι καί ὁ Θεός διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του μέσα στήν ψυχή του, μέσα στήν καρδιά του. (σσ. 109-110)